Στις παραστάσεις των υπαίθριων ιερών, των τεμένων, υπάρχει
πάντοτε τουλάχιστον ένα δέντρο, στο οποίο υποτίθεται ότι θα κατήρχετο η θεότης
όταν θα απεφάσιζε να παραστεί εις την τελετή ιλασκόμενη τοις λατρεύουσι, για
ν’ ακούσει τα αιτήματά των.
Το ιερό δέντρο μετά του βωμού ήταν το απαραίτητο στοιχείο
εκάστου υπαίθριου ιερού, στο οποίο λατρεύονταν οι παραγωγικές δυνάμεις της Γής
και της Φύσεως. Προ του δέντρου και του βωμού γίνονταν ιερουργίαι και
οργιαστικοί χοροί. Σπανίως το ιερόν δέντρο φυλάγουν μυθικά ζώα. Σε γνωστό χρυσό
δακτυλίδι εκ Μυκηνών, τον γνωστό και ως δακτύλιον με κίονα fleur de lys, έχουμε πράγματι ιερόν
δέντρο ως κεντρικόν στοιχείον κι όχι κίονα. Εκατέρωθεν αυτού εικονίζεται ανά
μία κατακείμενη σφίγξ. Η χρήση δέντρων θωρούμενων ως ιερών στην λατρεία είναι
βεβαία.
Το πρόβλημα, το οποίο παρουσιάζουν, είναι αν όντως κατά την
λατρεία οι προσκυνητές, ιδίως οι χορευτές φθάνουν τους κλάδους του ιερού
εκείνου δέντρου και προσπαθούν να τους σύρουν προς τα κάτω και να τους
χαμηλώσουν, ή και αν κάποτε προσπαθούν να εκριζώσουν αυτό τούτο το δέντρο.
Δακτυλίδια με ανάλογες παραστάσεις βρίσκονται στο Εθνικό Μουσείο Αθηνών και στο
Μουσείο του Ηρακλείου.
Οι κλάδοι δέντρων χρησιμοποιούνται στην λατρεία ή αποτελούν και οι ίδιοι αντικείμενο λατρείας. Οι κλάδοι αυτοί
διακρίνονται ευκόλως από τα εικονιζόμενα ιερά και άλλα δέντρα, διότι μέχρι της
ρίζας των καλύπτονται με φύλλα, ενώ τα δέντρα χαρακτηρίζονται από τον υψηλό
τους κορμό.
Ένα χρυσό σφραγιστικό δαχτυλίδι από την Πύλο, γνωστό ως δαχτυλίδι του Νέστορος παρουσιάζει
αυτό που θα λέγαμε σήμερα ως Δέντρο του
Κόσμου, οι κλάδοι του είναι αυτοί που ρίχνουν την σκιά τους στον βασιλιά
-λέοντα και ταυτίζονται με τον ιερό κισσό, που ανεβαίνει στους βραχώδεις
γκρεμούς. Συνήθως ο κισσός ζεί ως ζιζάνιο ή ως παρασιτικό φυτό πάνω σε άλλα
δέντρα όταν γαντζώνεται πάνω στους κορμούς και τα κλαριά –όπως συμβαίνει σε
αρκετές ιτιές Είναι
ένα πολυετές ξυλώδες αειθαλές αναρριχητικό θαμνώδες φυτό, το οποίο αναπτύσσεται
είτε αναρριχόμενο σε στηρίγματα όπως δέντρα, βράχια ή ανθρώπινες κατασκευές,
είτε έρποντας στο έδαφος εάν δεν υπάρχει κάποιο στήριγμα. Οι νεαροί βλαστοί του
είναι μακριοί και ευλύγιστοι. Στην επιφάνειά τους βγαίνουν μικρές εναέριες
ρίζες οι οποίες βοηθούν στη συγκράτηση του φυτού στα στηρίγματα (απτικές
ρίζες). Όταν βρεθούν σ’ επαφή με το χώμα, αναπτύσσονται λίγο περισσότερο. Ο
κισσός δε χρησιμοποιεί αυτές τις ρίζες
για παρασιτισμό σε άλλα φυτά, αλλά μόνο για στήριξη.
Κοινός κισσός ή (hedera helix) είναι το περισσότερο διαδεδομένο
και γνωστό είδος κισσού. Ανήκει στο γένος hedera της οικογένειας των
αραλιιδών. Τη μεγαλύτερη εξάπλωση την
έχει ο h. helix, όπου hedera=κισσός στα λατινικά και helix (ελληνική λέξη) η έλικα. Είναι αυτοφυής της χώρας μας καθώς
και της υπόλοιπης νότιας, κεντρικής και βόρειας Ευρώπης και ενός μέρους της
δυτικής Ασίας. Φύεται κυρίως σε δάση, αλλά μπορεί να προσαρμοστεί σε ποικίλα
περιβάλλοντα
Όμως εκτός από την Ελικα
ή Ελιξ ή Κισσό υπάρχει κι ακόμα μία λέξη που δηλώνει πολύ συχνά τον νέο
κλάδο ή το βλαστάρι με την έννοια του νέου γόνου σε πάμπολα αρχαία κείμενα.
Αυτή είναι η έννοια του‘Ερνου που ερμηνεύεται ως βλαστάρι, βλαστός,
εκβλάστημα, ξεμασκαλίδι, παιδί, απόγονος, γέννημα, γέννα, γόνος.
Ερα = γή,
Θάλλω = είμαι φουντωμένος βλαστάρια, φύλλα, από φύλλα ή άνθη και
καρπούς, πρασινίζω, ανθίζω, ανθώ, βλασταίνω, κάνω κάτι να βλαστήσει, ή να
πρασινίσει, ακμάζω, ευημερώ, υγιαίνω, ευδοκιμώ, σφύζω από ζωή…
Pseudo-Zonaras Lexicogr., Lexicon
Alphabetic letter epsilon, page 898, line 1
εὐθαλὴς, βλαστός. ἔρνος γὰρ ὁ κλάδος.
Alphabetic letter epsilon, page 898, line 1
εὐθαλὴς, βλαστός. ἔρνος γὰρ ὁ κλάδος.
Etymologicum
Magnum,
Etymologicum magnum
Kallierges page 376, line 50
Kallierges page 376, line 50
<Ἔρνος>:
Φυτὸν,
κλάδος· τὸ ἐκ τῆς ἔρας γινόμενον.
Έτσι εκτός από τον Διόνυσο που αποτελεί νέο κλάδο του Διός
υπάρχουν και τα αντίστοιχα κείμενα που δηλώνουν και τον νέο έρνο – γιό του Διός
τον Απόλλωνα ..
Dionysius Halicarnassensis Hist., Rhet., De
compositione verborum
Section 16, line 54
Δήλῳ δήποτε τοῖον Ἀπόλλωνος παρὰ βωμῷ
φοίνικος νέον ἔρνος ἀνερχόμενον ἐνόησα.
Section 16, line 54
Δήλῳ δήποτε τοῖον Ἀπόλλωνος παρὰ βωμῷ
φοίνικος νέον ἔρνος ἀνερχόμενον ἐνόησα.
Eustathius Philol., Scr. Eccl., Commentarii ad
Homeri Odysseam
Volume 1, page 246, line 4
Volume 1, page 246, line 4
Θάλος δὲ, ὡς ἐπὶ φυτοῦ εἶπε. καὶ ἔστι τοῦτο
ἀφορμὴ καὶ ἀρχὴ τῆς ἐφεξῆς πρὸς φοίνικος ἔρνος συγκρίσεως. ἐπεὶ καὶ ταυτὸν ἔρνος καὶ θάλος. ὁ δέ γε
παρὰ τοῖς ὕστερον θαλλὸς ἐν δυσὶ λάμβδα καὶ ὀξυτόνως, δηλοῖ μὲν καὶ αὐτὸς πᾶν τὸ θάλλον καθὰ καὶ τὸ θάλος, ἐθέλει δὲ ἔχειν προσθήκην. διὸ κατὰ Αἴλιον Διονύσιον, προστιθέασιν, ἐλάας ἢ ἄλλου τινός. καὶ θαλλοφόροι δέ τινες ἦσαν ἐν Ἀθήναις. τοιοῦτοι δὲ ἔν τισιν ἑορταῖς οἱ γεραίτατοι.
Όμως έρνοι θεωρούνται όχι μονο τα βλαστήματα αλλα και τα κέρατα.
Hesychius Lexicogr., Lexicon (Α – Ο)
Alphabetic letter epsilon, entry 5968, line 1
Alphabetic letter epsilon, entry 5968, line 1
<ἔρνη>·
κέρατα. ἢ *βλαστήματα Av
<ἔρνος>·
*κλάδος. στέλεχος Avgn. δένδρον εὐθαλές. *βλάστημα
Avgn. φυτόν (Ρ
53)
<ἔρνυγας>·
ἔρνη.
βλαστήματα. κλάδοι
Hesychius Lexicogr., Lexicon (Π – Ω)
Alphabetic letter phi, entry 701, line 1
*<φοίνικος ἔρνος>· περιφραστικῶς τὸν φοίνικα
Alphabetic letter phi, entry 701, line 1
*<φοίνικος ἔρνος>· περιφραστικῶς τὸν φοίνικα
<φοῖνιξ>·
τὸ
δένδρον
“φοίνικος
νέον ἔρνος”
καὶ ὁ
καρπός. καὶ ὁ πυῤῥὸς τῷ χρώματι
…
<φοίνισσα>· εἶδος
ἀμπέλου
Hesychius Lexicogr., Lexicon (Π – Ω)
Alphabetic letter chi, entry 801, line 1
<χρυσορ(ρ)αγὲς ἔρνος>· ἀπεῤῥηγμένον ἢ ἀπεστραμμένον ἀπὸ τοῦ
δένδρου
Lexica In
Opera Gregorii Nazianzeni, Lexicon in carmina Gregorii Nazianzeni (ordine
alphabetico) (e cod. Paris.
Coislin. 394)
Alphabetic letter epsilon, lemma 328, line 1
<ἔρνεϊ>·
βλαστήματι
<ἔρνος>·
βλάστημα
Scholia In Homerum, Scholia in Iliadem (scholia vetera) (= D scholia)
Book of Iliad 17, verse 53, line of scholion 2
Book of Iliad 17, verse 53, line of scholion 2
<Ἔρνος.> Φυτόν. <Οἷον δὲ τρέφει ἔρνος ἀνήρ.>
Ποσειδῶν καὶ Ἀθηνᾶ περὶ τῆς Ἀττικῆς
ἐφιλονείκουν. καὶ Ποσειδῶν μὲν ἐπὶ τῆς
ἀκροπόλεως τῆς Ἀττικῆς κρούσας τῇ
τρι-
αίνῃ κῦμα θαλάσσης ἐποίησεν
ἀναδο-
θῆναι, Ἀθηνᾶ δὲ ἐλαίαν. κριτὴς δὲ αὐ-
τῶν γενόμενος
Κέκροψ, ὁ τῶν τόπων τῆς
Ἀττικῆς βασιλεὺς,
τῇ θεῷ
προσένειμε
τὴν χώραν εἰπὼν,
ὅτι θάλασσα μέν ἐστι
πανταχοῦ, τὸ δὲ φυτὸν τῆς ἐλαίας ἴδιον
Ἀθηνᾶς. ἡ
ἱστορία παρὰ Καλλιμάχῳ.
Vita-scholion 391d, line 1
<*ἔρνος>· κλάδον, φύλλον d φυτόν, κλάδον, τὸ ἐκ
τῆς ἔρας γινόμενον v κλάδον f
Scholia
In Oppianum, Scholia et glossae in halieutica (scholia vetera et
recentiora)
Hypothesis-book 4, scholion 268, line 3
Ἀθηναίης ἔρνεα· τῆς Ἀθηνᾶς λέγεται τὸ φυτὸν,
ἐπειδὴ φέρεται μῦθος, ὡς ὅτι πρῶτον ἐν τῇ τῶν Ἀθη-
νῶν ἀκροπόλει Ἀθηνᾶς προνοίᾳ ἐβλάστησεν. ἔρνος κυ-
ρίως ὁ κλάδος τῆς ἀγρίας συκῆς· ἐρινεὸς γὰρ ἡ ἀγρία
συκῆ, καταχρηστικῶς δὲ καὶ πᾶς κλάδος.
Hypothesis-book 4, scholion 268, line 3
Ἀθηναίης ἔρνεα· τῆς Ἀθηνᾶς λέγεται τὸ φυτὸν,
ἐπειδὴ φέρεται μῦθος, ὡς ὅτι πρῶτον ἐν τῇ τῶν Ἀθη-
νῶν ἀκροπόλει Ἀθηνᾶς προνοίᾳ ἐβλάστησεν. ἔρνος κυ-
ρίως ὁ κλάδος τῆς ἀγρίας συκῆς· ἐρινεὸς γὰρ ἡ ἀγρία
συκῆ, καταχρηστικῶς δὲ καὶ πᾶς κλάδος.
Τα έρνεα της Αθηνάς θεωρούνται τα φυτά της Αθηνάς δηλαδή οι
Ελιές όμως γενικότερα ως κλάδος και κάθε
βλάστημα εκ της Μεγάλης Μητέρας Γής θεωρείται ως έρνος. Το παραπάνω κειμενο
όμως αναφέρει και διαχωρίζει ότι κυρίως
ο κλάδος της άγριας συκής λαμβάνει αυτό το όνομα καθώς η άγρια συκιά φέρει
ονομάζετε ερ(ι)νεός και ο έρνος θεωρείτε το νέο βλάστημα της άγριας συκιάς…
και καταχρηστικά το όνομα έρνος του νέου βλασταριού ή του νέου κλάδου ή του
νέου κλαδιού αλλά και κάθε νέου
βλαστήματος, γόνου, γέννας λαμβάνει το όνομα ως ΕΡΝΟΣ …
Ενώ ακόμα και «Εἰς τὸ γενέσιον τῆς ὑπεραγίας ∆εσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου» αναφέρετε :
Χαῖρε, ῥάβδος,
τὸ θεόφυτον ἔρνος, ἡ μόνη
πασῶν παρθένων τεκνοφόρος, ἐξ ἀσπορίας
ἀνθήσασα
υἱέα
τὸν
τῶν
ἁπάντων
Θεὸν
καὶ
ἱεράρχην.
Στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι ο Ευριπίδης αναφέρει
: Μέσα από το στόμα του Αγαμέμνωνα :
ὦ
Λήδας ἔρνος˙δηλ. μια τρυφερὰ προσφώνηση =βλαστάρι της Λήδας
…
Στον Ορφικό ύμνο του Άδωνη μερικά από τα επίθετα που τον χαρακτηρίζουν είναι το Ερνος Έρωτος = βλαστάρι, βλαστός, παιδί, γέννημα, γόνος έρωτα
Συνεχίζετε ..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου