11 Δεκεμβρίου 2020

εἰμὶ δ' ἐγὼ μέσση τε θεῶν, εἰποῦσα, μέσση τε ἀνθρώπων

 Η σύνδεση των Σιβυλλων και των Βάκχων (Βάκχιδων) και δύο ονόματα Βάκις και Σίβυλλα συναντώνται σπάνια στα κείμενα και είναι τόσο στενά συνδεδεμένα, καθώς και στις δυο περιπτώσεως είναι γυναίκες που εν μέσω έκστασης προφητεύουν τα μελλούμενα. Ο κατάλογος των μάντεων κλίνει με μια ιστορική φιγούρα που ερμήνευε σωστά τους χρησμούς.

Callimachus Philol., Iambi
Fragment 195, line 31

 …ἐγὼ Βάκις τοι καὶ Σίβυλλα [καὶ] δάφνη

καὶ φηγός. ἀλλὰ συμβαλεῦ̣

τᾤνιγμα, καὶ μὴ Πιτθέως ἔχε χρείην·

....]τι καὶ κωφεῖ λόγος.

 

Clemens Alexandrinus Theol., Stromata 

Book 1, chapter 21, section 108, subsection 1, line 1

  Καὶ οὔτι γε μόνος οὗτος, ἀλλὰ καὶ Σίβυλλα Ὀρφέως παλαιο-

τέρα· λέγονται γὰρ καὶ περὶ τῆς ἐπωνυμίας αὐτῆς καὶ περὶ τῶν

χρησμῶν τῶν καταπεφημισμένων ἐκείνης εἶναι λόγοι πλείους, Φρυ-

γίαν τε οὖσαν κεκλῆσθαι Ἄρτεμιν καὶ ταύτην παραγενομένην εἰς

Δελφοὺς ᾆσαι·

   ὦ Δελφοί, θεράποντες ἑκηβόλου Ἀπόλλωνος,

   ἦλθον ἐγὼ χρήσουσα Διὸς νόον αἰγιόχοιο,

   αὐτοκασιγνήτῳ κεχολωμένη Ἀπόλλωνι.

ἔστι δὲ καὶ ἄλλη Ἐρυθραία Ἡροφίλη καλουμένη· μέμνηται τούτων

Ἡρακλείδης ὁ Ποντικὸς ἐν τῷ Περὶ χρηστηρίων...

Στο παραπάνω κείμενο ο Κλήμης Αλεξανδρεύς στο έργο του Στρωματείς αναφέρει :

"Και όχι μόνον αυτούς αλλά και η Σίβυλλα είναι αρχαιότερη από τον
Ορφέα. Λέγεται ότι οι περισσότεροι λόγοι εκείνης

είναι με αυτήν την ονομασίαν και με αυτούς τους χρησμούς διατυπωμένοι.Λένε ότι ήταν από τη Φρυγία, ονομάστηκε Άρτεμις και όταν παρευρισκόταν εις τους Δελφούς έψαλλε:"ω Δελφοί, υπηρέτες τον τοξοβόλου Απόλλωνος, ήλθα εγώ δια να χρησιμοποιήσω τον ναόν τον Διός που ρίχνει κεραυνούς, εξοργισμένη με τον ίδιο τον αδελφόν μου Απόλλωνα.

Υπάρχει και άλλη μία που λέγεται Ερυθραία Ηροφίλη, ο Ηρακλείδης ο Ποντικός θυμάται αυτές σε κάποιο χωρίο του τον σχετικό με τις μαντείες- στο "Περί Χρηστηρίων"

Proclus Phil., In Platonis Timaeum commentaria 
Volume 3, page 282, line 2

                                    τοῦτο μὲν οὖν καὶ ἀπὸ 
τῆς ἱστορίας δῆλον· ⟦εἰ⟧ ἡ γάρ τοι <Σίβυλλα> προελθοῦσα 
εἰς φῶς καὶ τὴν τάξιν ἑαυτῆς καὶ ὡς ἐκ θεῶν ἥκει δεδήλωκεν· 
 <εἰμὶ δ' ἐγὼ μέσση τε θεῶν> εἰποῦσα <μέσση τε ἀνθρώπων>.

Η Σίβυλλα η οποία ήρθε στο Θείο Φως και στην τάξη του εαυτού της απο τους θεούς δήλωνε : εγώ είμαι διάμεσος των θεών και διάμεσος των ανθρώπων. 

Ότι λειτουργεί ως διαμεσολαβητής μεταξύ θεών και ανθρώπων, αυτή που μεταφέρει και μεσολαβεί το θείο Φως της θεότητος - το ένθεον - στους ανθρώπους. 



Heraclitus Phil., Fragmenta
Fragment 92, line 3
 


1. (18).  
ἐὰν μὴ ἔλπηται ἀνέλπιστον οὐκ ἐξευρήσει, ἀνεξερεύνητον ἐὸν καὶ ἄπορον.

Αν δεν ελπίζεις, δε θα βρείς το ανέλπιστο, που είναι ανεξερεύνητο και απλησίαστο.

2. (93).

ὁ ἄναξ, οὗ τὸ μαντεῖόν ἐστι τὸ ἐν Δελφοῖς, οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει.

Ο άρχοντας, που δικό του είναι το μαντείο στους Δελφούς, ούτε λέει ούτε κρύβει, αλλά μονάχα σημαίνει.

3. (92).

Σίβυλλα δὲ μαινομένῳ στόματι καθ' Ἡράκλειτον ἀγέλαστα καὶ ἀκαλλώπιστα καὶ ἀμύριστα φθεγγομένη χιλίων ἐτῶν ἐξικνεῖται τῇ φωνῇ διὰ τὸν θεόν.

Η Σίβυλλα, που με στόμα μαινόμενο εκστομίζει λόγια αγέλαστα, αφτιασίδωτα και αμύριστα, διασχίζει με τη φωνή της χιλιάδες χρόνια με τη βοήθεια του θεού.

4. (79).

ἀνὴρ νήπιος ἤκουσε πρὸς δαίμονος ὅκωσπερ παῖς πρὸς ἀνδρός.

Ο άνθρωπος νήπιο αποκαλείται απ' τη θεότητα, όπως ακριβώς το παιδί από τον άντρα.

5. (78).

ἦθος γὰρ ἀνθρώπειον μὲν οὐκ ἔχει γνώμας, θεῖον δὲ ἔχει.

Το ανθρώπινο ον δεν κατέχει την αληθινή γνώση, αλλά το θείο την κατέχει.

6. (1).

τοῦ δὲ λόγου τοῦδ᾽ ἐόντος ἀεὶ ἀξύνετοι γίνονται ἄνθρωποι καὶ πρόσθεν ἢ ἀκοῦσαι καὶ ἀκούσαντες τὸ πρῶτον· γινομένων γὰρ πάντων κατὰ τὸν λόγον τόνδε ἀπείροισιν ἐοίκασι, πειρώμενοι καὶ ἐπέων καὶ ἔργων τοιούτων, ὁκοίων ἐγὼ διηγεῦμαι κατὰ φύσιν διαιρέων ἕκαστον καὶ φράζων ὅκως ἔχει· τοὺς δὲ ἄλλους ἀνθρώπους λανθάνει ὁκόσα ἐγερθέντες ποιοῦσιν, ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδοντες ἐπιλανθάνονται.

Αν και ο λόγος αυτός είναι αιώνια οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να καταλάβουν και πριν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά. Γιατί, ενώ τα πάντα συντελούνται σύμφωνα μ' αυτόν το λόγο, αυτοί μοιάζουν άπειροι όταν αποκτήσουν εμπειρία λέξεων και πράξεων σαν αυτές που εγώ διηγούμαι, όποτε διακρίνω το κάθε τι σύμφωνα με τη σύσταση του και εκθέτω το πώς έχει. Αλλά από τους άλλους ανθρώπους διαφεύγουν όσα πράττουν όταν είναι ξυπνητοί, ακριβώς όπως λησμονούν όσα πράττουν όταν κοιμούνται. 

7. (72).

ᾧ μάλιστα διηνεκῶς ὁμιλοῦσι λόγῳ, τῷ τά ὅλα διοικοῦντι, τούτῳ διαφέρονται, καὶ οἷς καθ᾽ ἡμέρην ἐγκυροῦσι, ταῦτα αὐτοῖς ξένα φαίνεται.

Μ' όποιον πάνω απ' όλα αδιάκοπα συναναστρέφονται, το λόγο, που τα κυβερνάει όλα, μ' αυτόν έχουν διαφορές, και όσα συναντούν κάθε μέρα, τους φαίνονται ξένα.

8. (19).

Ἡ φήσιν· ἀκοῦσαι οὐκ ἐπιστάμενοι οὐδ᾽ εἰπεῖν.

Δεν ξέρουν ούτε ν' ακούν ούτε να λένε.

9. (34).

ἀξύνετοι ἀκούσαντες κωφοῖσιν ἐοίκασι· φάτις αὐτοῖσιν μαρτυρεῖ παρεόντας ἀπεῖναι.

Όταν ακούν δεν καταλαβαίνουν και γι' αυτό μοιάζουν με κουφούς. Σ' αυτούς ταιριάζει η παροιμία: Παρόντες απουσιάζουν.

10. (17).

οὐ γὰρ φρονέουσι τοιαῦτα πολλοί, ὁκόσοι ἐγκυρεῦσιν, οὐδὲ μαθόντες γινώσκουσιν, ἑωυτοῖσι δὲ δοκέουσι.

Γιατί δε σκέφτονται οι πιο πολλοί απ' τους ανθρώπους, πάνω σ' αυτό που συναντούν, ούτε κι όταν το μάθουν, το γνωρίζουν, αλλά το φαντάζονται.

11. (86).

Ἀλλὰ τῶν μὲν θείων τὰ πολλὰ, καθ' Ἡράκλειτον, ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαι.

Τα πιο πολλά από τα θεία πράγματα μας ξεφεύγουν από απιστία, και δεν γίνονται γνωστά.

12. (67).

ὁ θεὸς ἡμέρη εὐφρόνη, χειμὼν θέρος, πόλεμος εἰρήνη, κόρος λιμός (τἀναντία ἅπαντα· οὗτος ὁ νοῦς), ἀλλοιοῦται δὲ ὅκωσπερ (πῦρ), ὁπόταν συμμιγῇ θυώμασιν, ὀνομάζεται καθ᾽ ἡδονὴν ἑκάστου.

Ο θεός είναι μέρα, νύχτα, χειμώνας, καλοκαίρι, πόλεμος, ειρήνη, κορεσμός και πείνα. Αυτός μεταβάλλεται με τον τρόπο της φωτιάς: όποτε αναμιχθεί με θυμιάματα, ονομάζεται ανάλογα με τη μυρωδια του καθενός. 

13. (113).

ξυνόν ἐστι πᾶσι τὸ φρονέειν.

Η φρόνηση είναι κοινή σ' όλους.

14. (116).

ἀνθρώποισι πᾶσι μέτεστι γινώσκειν ἑωυτοὺς καὶ σωφρονεῖν.

Σ' όλους τους ανθρώπους έχει δοθεί η αυτογνωσία και η σωφροσύνη.

15. (2).

διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῷ (ξυνῷ, τουτέστι) τῷ κοινῷ· ξυνὸς γὰρ ὁ κοινός· τοῦ λόγου δ᾽ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἱδίαν ἔχοντες φρόνησιν.

Γι' αυτό πρέπει ν' ακολουθήσουμε τον κοινό λόγο, γιατί το κοινό είναι συμπαντικό. Ενώ όμως ο λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να έχουν μια ιδιαίτερη φρόνηση. 

16. (115).

ψυχῆς ἐστι λόγος ἑωυτὸν αὔξων.

Στην ψυχή ανήκει ο λόγος που αυξάνει απ' τον εαυτό του. 

17. (45).

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει.

Τα πέρατα της ψυχής δε θα βρείς προχωρώντας, όσο μακριά και αν σε φέρει ο δρόμος σου· τόσο βαθύ λόγο περιέχει. 

18. (50).

Μὲν οὖν φησιν εἶναι τὸ πᾶν διαιρετὸν ἀδιαίρετον, γενητὸν ἀγένητον, θνητὸν ἀθάνατον, λόγον αἰῶνα, πατέρα υἱὸν, θεὸν δίκαιον· “οὐκ ἐμοῦ, ἀλλὰ τοῦ λόγου ἀκούσαντας ὁμολογεῖν σοφὸν ἐστίν ἕν πάντα εἶναι” ὁ Ἡράκλειτος φήσι.

Ο Ηράκλειτος λοιπόν λέει ότι το παν είναι διαιρετό και αδιαίρετο, γεννητό και αγέννητο, θνητό και αθάνατο, λόγος και αιών, πατέρας και γιος, θεός και δικαιοσύνη. Αφού ακούσετε όχι εμένα αλλά το λόγο, είναι σοφό να ομολογήσετε πως τα πάντα είναι ένα. 

19. (32).

ἓν τὸ σοφὸν μοῦνον λέγεσθαι οὐκ ἐθέλει καὶ ἐθέλει Ζηνὸς ὄνομα.

Το Εν, το οποίο μόνον είναι η Σοφία, θέλει και δε θέλει να καλείται με το όνομα του Δία. 

20. (33).

νόμος καὶ βουλῇ πείθεσθαι ἑνός.

Νόμος είναι και η πειθαρχία στη θέληση του ενός.

21. (114).

ξὺν νόῳ λέγοντας ἰσχυρίζεσθαι χρὴ τῷ ξυνῷ πάντων, ὅκωσπερ νόμῳ πόλις, καὶ πολὺ ἰσχυροτέρως· τρέφονται γὰρ πάντες οἱ ἀνθρώπειοι νόμοι ὑπὸ ἑνὸς τοῦ θείου· κρατεῖ γὰρ τοσοῦτον ὁκόσον ἐθέλει καὶ ἐξαρκεῖ πᾶσι καὶ περιγίνεται.

Εκείνοι που μιλούν με νου πρέπει να στηρίζονται σ' αυτό που είναι κοινό στα πάντα, όπως ακριβώς μια πόλη πρέπει να στηρίζεται στο νόμο της, και με περισσότερη δύναμη ακόμα. Γιατί όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από τον ένα, το θεϊκό· γιατί αυτός κυριαρχεί όσο ακριβώς θέλει, επαρκεί για τα πάντα και περισσεύει. 

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, αυτό το κείμενο αποτελεί την αρχή του έργου του Ηράκλειτου· Ο σκοτεινός φιλόσοφος μιλά εκ μέρους ή εκ στόματος της Σίβυλλας και αναφέρετε στον αιώνιο λόγο, στον Θεό, ή στο θείο  όπως αυτός τον αντιλαμβάνεται, μέσα από έναν αντίστοιχα "σκοτεινό λόγο" αυτό της Σίβυλλας. Εκείνη ειναι, "που με στόμα μαινόμενο εκστομίζει λόγια αγέλαστα, αφτιασίδωτα και αμύριστα, διασχίζει με τη φωνή της χιλιάδες χρόνια με τη βοήθεια του θεού για να γνωρίσει - αν και θνητή, με ανθρώπινες -περιορισμένες-  δυνατότητες γίνεται κτήμα του θείου και το μέσο - η διάμεσος -για να γνωρίσουν οι λοιποί άνθρωποι το Θείο. Άνθρωποι που είναι αιώνια ανίκανοι να κατανοήσουν τον Θείο Λόγο. Άνθρωποι ά-πειροι που όταν αποκτήσουν εμπειρία λέξεων και πράξεων σαν αυτές που η ίδια διηγείται,  όποτε διακρίνει το κάθε τι σύμφωνα με τη σύσταση του και εκθέτει το πώς έχει. Αλλά από τους άλλους ανθρώπους διαφεύγουν - όλα αυτά λόγοι και πράξεις - κι όλα όσα πράττουν όταν είναι ξυπνητοί, ακριβώς όπως λησμονούν όσα πράττουν όταν κοιμούνται...

Για μια συμπαντική αρχή για ένα συμπαντικό λόγο κάνει αναφορά η Σίβυλλα μέσα από το στόμα και την γραφή του "σκοτεινού φιλόσοφου": 

...διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῷ (ξυνῷ, τουτέστι) τῷ κοινῷ· ξυνὸς γὰρ ὁ κοινός· τοῦ λόγου δ᾽ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἱδίαν ἔχοντες φρόνησιν....

Γι' αυτό πρέπει ν' ακολουθήσουμε τον κοινό λόγο, γιατί το κοινό είναι συμπαντικό....

Δεν θ΄αναλύσω εδώ περισσότερο τον λόγο ή το έργο του Ηράκλειτου.. ή της Σύβιλλας όποιος θέλει μπορεί να το ψάξει και να το αναλύσει επιμέρους κατά τις δυνατότητες του και κατά τα θέματα που τον απασχολούν ...


Theophilus Apol., Ad Autolycum
Book 2, section 36, line 1

 Σίβυλλα δέ, ἐν Ἕλλησιν καὶ ἐν τοῖς λοιποῖς ἔθνεσιν γενομένη

προφῆτις, ἐν ἀρχῇ τῆς προφητείας αὐτῆς ὀνειδίζει τὸ τῶν ἀνθρώπων

γένος, λέγουσα·

  Ἄνθρωποι θνητοὶ καὶ σάρκινοι, οὐδὲν ἐόντες,

  πῶς ταχέως ὑψοῦσθε, βίου τέλος οὐκ ἐσορῶντες,

  οὐ τρέμετ' οὐδὲ φοβεῖσθε θεόν, τὸν ἐπίσκοπον ὑμῶν,

  ὕψιστον γνώστην, πανεπόπτην, μάρτυρα πάντων,  

  παντοτρόφον κτίστην, ὅστις γλυκὺ πνεῦμ' ἐν ἅπασιν

  κάτθετο, χἠγητῆρα βροτῶν πάντων ἐποίησεν;

  εἷς θεός, ὃς μόνος ἄρχει, ὑπερμεγέθης, ἀγένητος,

  παντοκράτωρ, ἀόρατος, ὁρῶν μόνος αὐτὸς ἅπαντα,

  αὐτὸς δ' οὐ βλέπεται θνητῆς ὑπὸ σαρκὸς ἁπάσης.

  τίς γὰρ σὰρξ δύναται τὸν ἐπουράνιον καὶ ἀληθῆ

  ὀφθαλμοῖσιν ἰδεῖν θεὸν ἄμβροτον, ὃς πόλον οἰκεῖ;

  ἀλλ' οὐδ' ἀκτίνων κατεναντίον ἡελίοιο

  ἄνθρωποι στῆναι δυνατοί, θνητοὶ γεγαῶτες,

 ἄνδρες ἐν ὀστήεσσι, φλέβες καὶ σάρκες ἐόντες.

  αὐτὸν τὸν μόνον ὄντα σέβεσθ' ἡγήτορα κόσμου,

  ὃς μόνος εἰς αἰῶνα καὶ ἐξ αἰῶνος ἐτύχθη.

  αὐτογενής, ἀγένητος, ἅπαντα κρατῶν διαπαντός,

  πᾶσι βροτοῖσι νέμων τὸ κριτήριον ἐν φαῒ κοινῷ.

  τῆς κακοβουλοσύνης δὲ τὸν ἄξιον ἕξετε μισθόν,

  ὅττι θεὸν προλιπόντες ἀληθινὸν ἀεναόν τε

  δοξάζειν, αὐτῷ τε θύειν ἱερὰς ἑκατόμβας,

  δαίμοσι τὰς θυσίας ἐποιήσατε τοῖσιν ἐν ἅδῃ·

  τύφῳ καὶ μανίῃ δὲ βαδίζετε, καὶ τρίβον ὀρθὴν

  εὐθεῖαν προλιπόντες ἀπήλθετε, καὶ δι' ἀκανθῶν

  καὶ σκολόπων ἐπλανᾶσθε. βροτοὶ παύσασθε μάταιοι

  ῥεμβόμενοι σκοτίῃ καὶ ἀφεγγέϊ νυκτὶ μελαίνῃ,

  καὶ λίπετε σκοτίην νυκτός, φωτὸς δὲ λάβεσθε.

  οὗτος ἰδοὺ πάντεσσι σαφὴς ἀπλάνητος ὑπάρχει.

  ἔλθετε, μὴ σκοτίην δὲ διώκετε καὶ γνόφον αἰεί·

  ἡελίου γλυκυδερκὲς ἰδοὺ φάος ἔξοχα λάμπει.

  γνῶτε δὲ κατθέμενοι σοφίην ἐν στήθεσιν ὑμῶν·

  εἷς θεὸς ἔστι, βροχάς, ἀνέμους, σεισμοὺς ἐπιπέμπων,

  ἀστεροπάς, λιμούς, λοιμοὺς καὶ κήδεα λυγρὰ

  καὶ νιφετούς, κρύσταλλα. τί δὴ καθ' ἓν ἐξαγορεύω;

  οὐρανοῦ ἡγεῖται, γαίης κρατεῖ, αὐτὸς ὑπάρχει.  

καὶ πρὸς τοὺς γενητοὺς λεγομένους ἔφη·

  Εἰ δὲ γενητὸν ὅλως καὶ φθείρεται, οὐ δύνατ' ἀνδρὸς

  ἐκ μηρῶν μήτρας τε θεὸς τετυπωμένος εἶναι.

  ἀλλὰ θεὸς μόνος εἷς πανυπέρτατος, ὃς πεποίηκεν

  οὐρανὸν ἡέλιόν τε καὶ ἀστέρας ἠδὲ σελήνην,

  καρποφόρον γαῖάν τε καὶ ὕδατος οἴδματα πόντου,

  οὔρεα θ' ὑψήεντα καὶ ἀέναα χεύματα πηγῶν·

  τῶν τ' ἐνύδρων πάλι γεννᾷ ἀνήριθμον πολὺ πλῆθος.

  ἕρπετα δὲ γαίης κινούμενα ψυχοτροφεῖται,

  ποικίλα τε πτηνῶν λιγυρόθροα, τραυλίζοντα,

  ξουθά, λιγυπτερόφωνα, ταράσσοντ' ἀέρα ταρσοῖς,

  ἐν δὲ νάπαις ὀρέων ἀγρίαν γένναν θέτο θηρῶν·

  ἡμῖν τε κτήνη ὑπέταξεν πάντα βροτοῖσιν,

  πάντων δ' ἡγητῆρα κατέστησεν θεότευκτον,

  ἀνδρὶ δ' ὑπαίταξεν παμποίκιλα κοὐ καταληπτά.

  τίς γὰρ σὰρξ δύναται θνητῶν γνῶναι τάδ' ἅπαντα;

  ἀλλ' αὐτὸς μόνος οἶδεν ὁ ποιήσας τάδ' ἀπ' ἀρχῆς

  ἄφθαρτος κτίστης αἰώνιος, αἰθέρα ναίων,

  τοῖς ἀγαθοῖς ἀγαθὸν προφέρων πολὺ πλείονα μισθόν,

  τοῖς δὲ κακοῖς ἀδίκοις τε χόλον καὶ θυμὸν ἐγείρων,

  καὶ πόλεμον καὶ λοιμὸν ἴδ' ἄλγεα δακρυόεντα.

  ἄνθρωποι, τί μάτην ὑψούμενοι ἐκριζοῦσθε;

  Αἰσχύνθητε γαλᾶς καὶ κνώδαλα θειοποιοῦντες.

  οὐ μανίη καὶ λύσσα φρενῶν αἴσθησιν ἀφαιρεῖ,

  εἰ λοπάδας κλέπτουσι θεοί, συλοῦσι δὲ χύτρας;

  ἀντὶ δὲ χρυσήεντα πόλον κατὰ πίονα ναίειν

  σητόβρωτα δέδορκε, πυκναῖς δ' ἀράχναις δεδίασται·

  προσκυνέοντες ὄφεις κύνας αἰλούρους, ἀνόητοι,

  καὶ πετεηνὰ σέβεσθε καὶ ἑρπετὰ θηρία γαίης

  καὶ λίθινα ξόανα καὶ ἀγάλματα χειροποίητα,

  καὶ παρ' ὁδοῖσι λίθων συγχώσματα· ταῦτα σέβεσθε

  ἄλλα τε πολλὰ μάταια, ἃ δή κ' αἰσχρὸν ἀγορεύειν,  

  εἰσι θεοὶ μερόπων δόλῳ ἡγητῆρες ἀβούλων

  τῶν δὴ κἀκ στόματος χεῖται θανατηφόρος ἰός.

  ὃς δ' ἔστι ζωή τε καὶ ἄφθιτον ἀέναον φῶς,

  καὶ μέλιτος ⏔ – γλυκερώτερον ἀνδράσι χάρμα

  ἐκπροχέει ⏔ – τῷ δὴ μόνῳ αὐχένα κάμπτειν,



Theophilus Apol., Ad Autolycum 

Book 2, section 38, line 7

Τοίνυν Σίβυλλα καὶ οἱ λοιποὶ προφῆται, ἀλλὰ μὴν καὶ οἱ ποιηταὶ
καὶ φιλόσοφοι καὶ αὐτοὶ δεδηλώκασιν περὶ δικαιοσύνης καὶ κρίσεως
καὶ κολάσεως· ἔτι μὴν καὶ περὶ προνοίας, ὅτι φροντίζει ὁ θεὸς οὐ
μόνον περὶ τῶν ζώντων ἡμῶν ἀλλὰ καὶ τῶν τεθνεώτων, καίπερ
ἄκοντες ἔφασαν· ἠλέγχοντο γὰρ ὑπὸ τῆς ἀληθεί

Τα παραπάνω κείμενα είναι του Θεόφιλου στο έργο του "Προς  Αυτόλυκον" απευθυνόμενος στον εθνικό φίλο του Αυτόλυκο,  αναφερόμενος στους προφήτες του Θεού - που τους αποκαλεί πνευματοφόρους πνεύματος Αγίου -μνημονεύει και την Ελληνίδα Σίβυλλα 

«Οι δε του θεού άνθρωποι, πνευματοφόροι πνεύματος αγίου και προφήται γενόμενοι, υπ’ αυτού του θεού εμπνευσθέντες … και ουχ εις ή δύο αλλά πλείονες κατά χρόνους και καιρούς εγενήθησαν παρά Εβραίοις, αλλά και παρά Έλλησιν Σίβυλλα».

Δηλαδή:

«Οι άνθρωποι του Θεού, φέροντας το Άγιο Πνεύμα και αφού έγιναν προφήτες, που εμπνεύστηκαν από αυτόν τον Θεό και αφού έλαβαν σοφία έγιναν θεοδίδακτοι και όσιοι και δίκαιοι…και όχι ένας ή δύο αλλά περισσότεροι κατά τους χρόνους και τους καιρούς γεννήθηκαν στους Εβραίους, αλλά και στους Έλληνες η Σίβυλλα». 

Στο ίδιο έργο, και στο δεύτερο απόσπασμα που παραθέτω,  ο Επίσκοπος Θεόφιλος παραθέτει και μία γνήσια προφητεία της Σίβυλλας η οποία χρονολογείται στην προ Χριστού εποχή.

Η μετάφραση του κειμένου :  

«Η Σίβυλλα στους Έλληνες και στα λοιπά έθνη, αφού κατέστη προφήτισσα, στην αρχή της προφητείας της επιπλήττει το γένος των ανθρώπων λέγοντας: «Άνθρωποι θνητοί και σάρκινοι, που δεν είστε τίποτα, πώς υπερυψώνεστε απερίσκεπτα και δεν βλέπετε το τέλος της ζωής σας, ούτε τρέμετε ούτε φοβάστε τον Θεό, ο οποίος εποπτεύει εσάς, και είναι γνώστης ύψιστος που βλέπει τα πάντα και μαρτυρεί τα πάντα, ο κτίστης που τρέφει τα πάντα, ο οποίος έδωσε το υπέροχο πνεύμα σε όλους και δημιούργησε τον ηγέτη όλων των ανθρώπων;

 Ένας είναι ο Θεός, ο οποίος μόνος του εξουσιάζει, υπέρτατος, αγέννητος, παντοκράτωρ, αόρατος, που μόνον αυτός βλέπει τα πάντα, ενώ ο ίδιος δεν βλέπεται από κανέναν άνθρωπο. Διότι, ποιος άνθρωπος μπορεί να δει τον επουράνιο και αληθινό Θεό με τα μάτια του, τον αθάνατο ο οποίος κατοικεί στον ουράνιο θόλο;» 

 Δύο στίχους της ανωτέρω προφητείας τους για τους στίχους «παντοτρόφον κτίστην, όστις γλυκύ πνεύμα εν άπασιν κατάθετο και ηγητόρα θεών πάντων εποίησεν», οι οποίοι αποδίδονται από τον Λακτάντιο στη Σίβυλλα την Ερυθραία.

Αυτή είναι μία πρόσθετη επιβεβαίωση ότι όταν οι Πατέρες της Εκκλησίας αναφέρονται ανώνυμα σε μία Σίβυλλα εννοούν πάντοτε τη Σίβυλλα την Ερυθραία, την Ελληνίδα προφήτισσα από τις Ερυθρές της Ιωνίας.

Η ανωτέρω προφητεία είναι μείζονος σημασίας, διότι όπως επισημαίνει ο καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας του Trinity College του Δουβλίνου, H. W. Parke, ο Άγιος Θεόφιλος άντλησε την προφητεία από το αυθεντικό αρχαίο κείμενο του 3ου Σιβυλλικού Λόγου (της συλλογής «Σιβυλλιακοί Χρησμοί»), το οποίο κατείχε στην ολοκληρωμένη του πρωτότυπη μορφή. Ενω υποστηρίζει και αυτός ότι η συγκεκριμένη προφητεία χρονολογείται στον 2ο π.Χ. αιώνα.



 Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol., Bibliotheca 

Codex 166, Bekker page 111a, line 11

          Εἶτα καὶ ὡς ἡ Σίβυλλα τὴν μαντικὴν ἀπὸ Καρμάνου ἀνέλαβε.

Ο Φώτιος δηλώνει ότι Σίβυλλα γνώρισε και ανέλαβε την μαντική τέχνη από τον Καρμάνω(ρα) 

 Scholia in Lycophronem (scholia vetera et recentiora partim Isaac et Joannis Tzetzae) 

Scholion 1465, line 22

                                         s <Φίκιον τέρας> ἡ
Σφίγξ· καὶ αὕτη γὰρ αἰνιγματωδῶς διελέγετο ὥσπερ καὶ ἡ
σίβυλλα καὶ ἡ Κασάνδρα καὶ αἱ βάκχαι.

Στα σχόλια στον Λυκοφρονα η Σφίγγα, το φίκιον τέρας, όπως αποκαλείτε θέτει αινίγματα και συνομιλεί με τους συνανθρώπους όπως και η Σίβυλλα, η Κασσάνδρα άλλα και οι Βάκχες.. Γυναίκες ολες  με μαντικές ικανότητες που δίνουν παράξενες πολλές φορές ακατάληπτες απαντήσεις (χρησμούς ) σε ερωτήματα, πάντα βρισκόμενες σε θεία έκσταση. 

Περισσότερα περί Σφίγγας εδώ 

 

συνεχίζετε 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...