17 Ιουλίου 2009

Κραυγή για τη γυναίκα / Παύλου Κυράγγελου

Καταλήγουμε πάντα σ' ενα ερωτηματικό. Άραγε η Λέξη, η ελεύθερη Λέξη, πού εκφράζει την απώτερη επιθυμία, και που θα φύγη απ' το στόμα μας, θα 'ναι για Εκείνη, για μία (πρόσωπο ή απρόσωπη, ιδανικό) Εκείνη; Τόσες αγωνίες, αμφιβολίες, αναζητήσεις (τα φωνήεντα της Λέξης), δημιουργίες (τα σύμφωνα της Λέξης, θα συγκροτήσουν, μετά το πέρασμα του Χρόνου, (στο γοργό, αναπολητικό ξαναγύρισμα του νου στα περασμένα) μια Λέξη (αναγνώριση της επιθυμίας) αφιερωμένη σ' Εκείνη, σε μία (πρόσωπο ή απρόσωπη, ιδανικό) Εκείνη; 'Ή σε κάποια άλλη αξία;


Αθέτηση

α’
Στάθηκα στην άκρη της λίμνης του παρελθόντος,
περιμένοντας το φθινόπωρο.
Στήν άκρη της όχθης αναμνήσεις φυτρωμένες
σκιές μπροστά στην νοσταλγία παρελαύνουν.
Στέκω ορθός δίπλα στην κίνηση,
άγαλμ' αναίσθητο, αφογκραζόμενο
υποήχους παιάνων.
Σέ μία γλώσσα, πού δεν εννοώ,
μια άνοιξη, αγνότατη γιά τον κόσμο τον δικό μου, φλυαρεί.
Πέταξαν πέρ' απ' τον ορίζοντα θελήσεις
— δάκρυ δεν χύθηκε.
Εμενα πάντα δίπλα τους'
κανείς δεν στάθηκε κοντά μου.
Ετσι δεν μάντεψαν το τί ψιθύρισα
ποτέ δεν θα με μεταφράσουν,
(Ήταν η σιωπή μου μία φλυαρία,
τόσο ξενόγλωσση).
Τις τελευταίες χάραξα της απομόνωσης κολώνες
πάνω στα χρώματα των λουλουδιών
αδύνατο να τα αγγίξω.
Με μία βακτηρία μαγεμένη
περνώ ανάμεσα τους αγευστα.
Ούτ’ ένα αγγισμα δεν μου 'δωσαν,
ούτ' ένα πέταλο τους δέν αιστάνθηκα.
Με πληγωμένα όνειρα
απομακρύνθηκα από τη λίμνη
(αυτό σημαίνει: μ' απομάκρυναν
το φθινόπωρο, πού ’ρθε παντοδύναμο,
στολή κίτρινων φύλλων μου επέβαλε).
Στου ήλιου τις αχτίνες
το ύστατο ζωντάνιας βλέμμα αφιέρωσα.
Έπειτα πάτησα το πρώτο σκαλοπάτι
(Η "κλίμαξ της καθόδου")...

β'·
Θυμάμαι... τις πρώτες προφητείες μου,
χαρισμένες στο Χάροντα.
Τότε Εκείνη ήταν Λέξη.
Μιλούσα για τις γκρεμισμένες τις στοές,
για τα ερείπια, για την ψυχρή του σκοταδιού σελήνη.
Στης χαραυγής έπεφτα τις εκστάσεις,
βουνά πορείας πρωταντίκρυζα,
τη λίμνη ακόμα δεν την εβλεπα.
Άνοιγ' έπειτα ο ορίζοντας,
πουλιά καινούργιο έφερνε, με τις φτερούγες τους μεγάλες·
ήτανε νοτισμένες άπ' τη λίμνη,
Τότε διόρθωνα τις προφητείες μου,
με ήλιο τις πλαισίωνα,
τις έπαιρνα από το Χάροντα.
Μιλούσα τώρα για τα στάχυα
— έμοιαζαν τόσο με τη λίμνη,
με τα κύματα —
και τα πουλιά, που έρχονταν, τα πρόσεχα.
Στίς προφητείες μου προσάρμοσα την κίνηση τους,
για τους καρπους των δέντρων μίλησα
και για τα βήματα στην αμμουδιά.
Τότε Εκείνη ήταν Σκέψη.
Εσκέφτηκα πάλι τη λίμνη — μ' απομάκρυνση
σε μία προσμονής αδυναμία την εσυνειδητοποίησα
και την ωνόμασα θάλασσα.
Πάνω, στη θάλασσα τις προφητείες μου άπλωσα,
τις έντυσα αρμύρα,
με φύκια τις πλαισίωσα
και επροφήτεψα τα κύματα,
προφήτεψα τα ψάρια.
όλη τη σαγήνη της υποβρύχιας ζωής.
Για τη λίμνη δεν έκλαψα,
που την είχανε φτιάξει τα ποτάμια,
η θάλασσα μου αρκούσε.
Εκείνη ήταν πλέον Θέληση.
Η γλωσσά μου όμως απόμεινε λιμνιώτικη,
στη διάλεκτο της θάλασσας θα ελεγόταν
θα 'τανε — Εκείνη — Πόθος)

γ’
Τώρα οι προφήτες έφυγαν.
Το τελευταίο επεισόδιο
ήταν η απομάκρυνση του απ' τη θάλασσα
(αυτό σημαίνει: μ' απομάκρυναν).
Χρωμάτισαν με γη τις προφητείες μου,
τις φέραν πάνω σ' έξοχες δενδρόσπαρτες,
βατόμουρα γεμάτες και εληές.
Θυμήθηκα τις προφητείες μου για τα στάχυα,
για τα πουλιά και τους καρπούς των δέντρων
- τότε, που Εκείνη ήταν Σκέψη.
Τώρα δεν προφητεύω,
οι ώρες μου, πεζές, μένουν μέσα σε συλλογές καρπών
απλές.
λείψαν τ' ανθίσματα.
Εκείνη τώρα είν Καρπός.
Αυτό ήταν το τελευταίο επεισόδιο
— έφυγαν οι προφήτες τώρα.

δ'.
Εδώ μ' απαρνηθήκανε κι οι λέξεις,
απόμεινα με λίγα αδύναμα φωνήεντα,
κανένα σύμφωνο ή φθόγγος ισχυρός.
Στα όνειρα πέρασαν όλοι οί καρποί. . .
Στής δύναμης απάνω τα ερείπια έχτισα μιαν ανάμνηση
— όταν θα έρθη το φθινόπωρο ένα τουλάχιστ' όρθιο θα
υπάρχει,
κάτι, για να το αντιμετωπίση, όρθιο.
Τις προφητείες μου, αρχαίες, θα του δείξω
και θα του αποδείξω πώς δεν είμαι ηττημένος :
της άνοιξης τη λίμνη δεν την έχασα,
γιατί δεν πρόλαβε να μου την πάρη :
δεν βρέθηκα ποτέ ανάμεσα στίς καλαμιές της.
Τις απουσίες μόνο απαρίθμησα,
που συγκροτήσανε την αγνοία μου σχετικά μ' αυτήν,
και τις συμμάζεψα με χέρι στοργικό
— θα 'ναι προσκέφαλο παρηγοριάς.

ε'.
Την τράβηξα πολύ προτού εμφανισθή
του φθινοπώρου τη φωτογραφία.
Για ένα προφήτη
ήτανε κάτι εύκολο.
Μπροστά του πήγαινε κάποιου Όνείρου το ξεθώριασμα
— ήταν Εκείνη.
Πρώτη φορά προφήτευα με μιαν εικόνα
— οι λέξεις μ' είχανε απαρνηθή.
Αλλά παρίστανε κάτι από το Παρελθόν :
τότε κατάλαβα πώς δεν ήμουνα πια προφήτης,
τότε εννόησα πώς επιστρέψανε στο Χάροντα οι προφητείες
μου.
Και ήξερα, ΄Εκείνη ήταν πλέον μόνον Όνομα.

ς’
Αναλογίζομαι μιαν αναγέννηση.
Είναι λίγος καιρός, που εγκατέλειψα το πρώτο φέρετρο·
μ' άφησε λέφτερο,
μόνο τις προφητείες μου εκράτησε
— πιστεύω, για τροφή.
Στή λίμνη δίπλα μ' έβαλε
— στη λίμνη, επιτέλους.
Αλλά δεν ήμουν πια προφήτης,
και το φθινόπωρο είχε προηγηθή.
Τί να την κάνης πια τη λίμνη,
όταν έχη περάσει το φθινόπωρο;
Γι' αυτό εσύναζα τις πέντε τελευταίες σκέψεις μου,
μαζί τους στάθηκα στήν άκρη της λίμνης του παρελθόντος
περιμένοντας το φθινόπωρο;
Όχι, είχε περάσει.
Κάποιος προφήτης το αντιμετώπισε,
μόλις πλησίασε.
Η δύναμή του εκρεμόταν στο συλλογισμό
ότι ή λίμνη ήτανε δική του,
πώς το φθινόπωρο δεν την εκέρδισε
(δεν την εκέρδισ' απ' αυτόν,
γιατί ποτέ δεν του την είχε δώσει).
Μα το φθινόπωρο επέρασε
-— επέρασε κυρίαρχο,
δεν ξέρω πια ο θαρραλέος ποιος ήταν προφήτης
(ήταν το μόνο όρθιο κάτι, το φθινόπωρο που πρόσμενε,
με μίσος)
Τώρα με πέντε λέξεις παίζω μέσ' στη χούφτα μου •
— πέντε πιστές ξαναγυρίσαν λέξεις —
τη Λέξη και τη Σκέψη της, τη Θέληση της, τον Καρπό
της, τ' Όνειρο.
Τις πέντε λέξεις τις πιστές μου τις ωνόμασα
(μια μνήμη τα ονόματά τους υπαγόρεψε απρόσωπη),
αλλά το ξέρα, κι ας μην είμαι πια προφήτης,
πώς, και οι πέντε τους μαζί, θα χτίσουνε την ίδια πρόταση.

ζ'.
Έχαοα το συλλογισμό μου.
Στο κουρασμένο μου μυαλό μονάχα μία πρόταση
αναδεύεται,
τη φτιάνουν πέντε λέξεις.
Δεν πίστεψα ποτέ στην πίστη τους,
κι όμως μονάχα τούτες τώρα μου απόμειναν.
Λοιπόν, σ' αυτή τη λίμνη δίπλα κάθισα πολύ.
Ας φύγω από δίπλα της, μιλώ μια γλώσσα άγνωστη της.

η’
Ποτέ μου τόσο δεν περπάτησα.
Μα πόσος τάχα δρόμος για το φώς χρειάζεται;
Περπάτησα πολύ.
Με μια επίσκεψη σε κάποιο φέρετρο άρχισα παληό.
Κάτι παληές, πάνω του ξεχασμένες προφητείες, μου
μίλησαν.
Τις κύτταξα ενωχλημένος, αλλά μου μιλήσανε.
Μου μίλησαν για της φωνής την αναζήτηση. ·
Ηταν η τελευταία λέξη τους.
Τότε τη σημασία εκατάλαβα της λέξης.
Ήξερα πια πώς μέσ' στα σύμφωνά της ήτανε Εκείνη.
Η Λέξη δεν ήταν Εκείνη.
Έτσι εξαναγύρισα στην αναζήτηση,
Στό κλείσιμο του κύκλου μου
(του κύκλου της),
ήξερα :
η προφορά της η ορθή δεν ήταν
ότι 'Εκείνη ήτανε η Λέξη
— και έπειτα η Σκέψη,
μα πώς ή Σκέψη
— και έπειτα ή Λέξη —
δεν ήτανε Εκείνη.
Και πάλι σε γη άγνωστη η άκρη ακούμπησε της
βακτηρίας.
(Εκει, που δεν εσίμωσα,
πάντα θα εμένα
— αλλά είχα σιμώσει αρκετά;)



Αθέτηση

Μαζί,
σ’ ένα χορό αντιφατικών παρορμήσεων,
με χέρια, που ψηφίζουνε την ένωση,
και όμως απομακρυσμένα,
σ’ ένα τοπίο με θαμπό ορίζοντα,
με απροσδιόριστη βούληση,
καραδοκώντας αόριστα
για τη δημιουργία «εντίμου προσδοκίας».
Σταφύλια σε τσαμπιά αφυδατωμένα,
— χωρίς ελπίδα προσευχή —
στην αναπόληση του χυμού τους,
τρυγημένου απ’ τα σερσέγκια,
μια εικόνα πικρής εμπειρίας
σε δακρυσμένη ατμόσφαιρα αναζητήσεως
καταλήγει σε στυφή διαπίστωση,
αναπάντητη αίτηση για έλεος.
Κάποιο σόφισμα για αιτιολόγηση,
κάποια αναγνώριση της παρέκκλισης,
κάποιο σημείο στήριξης,
κάποια νομική θεμελίωση της παρανομίας.
Με μια απελπισμένη φορά,
«σκέψις αλλόφρων», αναμαλλιασμένη,
στη γοργή καταδίωξη των Εριννύων
ζητάει κάποια συμπαράσταση, που δεν ελπίζει,
κομματιασμένη απ’ τον πόνο,
ταπεινωμένη απ’ το γλύστρημα.
Σύνθεση θαμπών εικόνων,
ομίχλη,
μια ταραγμένη διάθεση,
χέρια με ντροπιασμένη θωπεία,
από μια ηθική, πού δεν συμπάθησαν,
κι από μια αδικία, πού αναγνώρισαν,
στο πλαίσιο της ανοδικής προσπάθειας
από σχεδιαστές με σπασμένα φτερά,
σε μια σκοτεινή, φαύλη δίνη,
από λασπωμένο δάκρυ
στο περιθώριο της τιμής.
Χειροπέδες «υπό βούλησιν»
προσκυνούν την αγνότητα
με αναγνώριση της ανωτερότητας,
δοσμένη απο μια κατωτερότητα
πληγωμένη απ’ το λήθαργο της εντιμότητας της.
Τελευταία λέξη
ξανά γι αγάπη της μιλάει·
και είναι ειλικρίνεια,
όλος συντριβή
ψελλίζει την ομολογία αφοσιώσεως,
συνθήκη δίχως όρους :
ανάγει σε λατρεία
αυτήν μόνη. ...
Αναμφισβήτητα είχε υπάρξει απάτη.



Ζητιάνοι της αυγής

Εκείνο το απόγευμα
στους ζητιάνους της αυγής
μοίρασαν βράδυ.
Η χρυσοποίκιλτη αμαξά
πέρασε βιαστικά
μέσα στο φτωχικό σοκκάκι
και πιτσίλισε τα ράκη
της προσδοκίας.
Οι ζητιάνοι περιορίστηκαν
να κυττάζουν τα ίχνη απο τις ρόδες της αμαξάς,
πού ξεμάκρυνε.
Χωρίς σχόλια, με ψιχία στ' ανόρεχτα δάχτυλα.



Αντιθετικό ζεύγος

Την είδε κάποτε.
Του φάνηκε αιθέρια
κι έτσι την αποζήτησ’ ή καρδιά του.
Μετά εγιν' ή πράξη
και το φως ήρθε και κατοίκησε στη γη.
Κάποτ' εκείνη ζήτησε την τυποποίηση.
Τότε τα μάτια του βάφτηκαν μ' άλλο χρώμα·
και του φάνηκε άσχημη.



Κολλάζ

Αμυδρόθωρος πίνακας
συγκεχυμένης εικόνας
της αναπαράστασης.
Κομμάτια απο νύχτες
πάνω σ’ αστρόσκονη,
σπασμένα φώτα,
τεμαχισμένα βράδυα,
θραύσματα καρδιάς
και οί βαλσαμωμένοι χτύποι της
πάνω σ' ένα σταματημένο χρονοδείχτη.
Θολή αναζήτηση
αποκεφαλισμένου προσανατολισμού
βρίσκει στεγνή τη στάχτη
απ' τα δάκρυα. -
Καρβουνιασμένη ύλη
κάποιας φωτιάς,
που ζήλεψαν οι κεραυνοί:
το κάδρο της εικόνας.
Τρελλό κολλάζ
της μνήμης,
μόνο μίσος δε γέννησε.

16 Ιουλίου 2009

Θρησκεία / Παύλου Κυράγγελου

λέγει Κύριος• νηστείαν και αργίαν και τάς νουμηνίας υμών και τάς εορτάς -υμών μισεί ή ψυχή μου.
Ησαΐας

το δε Πνεύμα ρητώς λέγει, ότι εν υστέροις καιροίς αποστήσονταί τίνες της πίστεως, προσέχοντες πνευμασι πλάνοις και διδασκαλίαις δαιμονίων, εν υποκρίσει ψευδολόγων, κεκαυτηριασμένων την ιδίαν συνείδησιν, κωλυόντων γαμείν, απέχεσθαι βρωμάτων. ..
Παύλος


Ναζωραίος και Γεργερηνοί

Εμείς, από τη χώρα τών Γεργεσηνών,
Βόσκαμε τα γουρούνια μας στις άκριες της θάλασσας μας,
ζούσαμε λίγο απομονωμένοι,
κι έτσι περνούσε ό καιρός μας.
Hταν κι ένας δαιμονισμένος και μας διασκέδαζε,
γιατί μ' αυτά, που έκανε, σκότωνε την μονοτονία μας.
Τον δέναμε με αλυσίδες — σίδερο γερο — μ' αυτός
τις εσπαγε.
Δέκα μαζί τον πιάναμε μα δεν κρατιόταν.
Τριγύρναγε στα μνήματα, στις ερημιές — έτσι του αρεσε.
Κανείς πια δεν τον επλησίαζε — γυμνός και άγριος
περιφερόταν.
Εφώναζε, δερνόταν, και τον ξέραμε καλά : ήταν ο Λεγεών.
Αυτά, γίνονταν μέχρι κάμποσο καιρό, ώσπου διάβηκε άπο δω εκείνος ο ραββί, που λένε Ιησού
αυτός, που άλλοι λένε γυιό τ' Άνείπωτου κι' άλλοι του
Βελζεβούλ. . .
Δεν ξέρουμε καλά - καλά τί έγινε. . .
Μας είπαν οί χοιροβοσκοί,
πώς είδαν ξάφνου τα γουρούνια τους να τρέχουν μανιασμένα στο γκρεμό,
γέμισ' ή θάλασσ' από πτώματα, τα είδαμε να πλένε
πάνω - πάνω.

Μας είπανε ακόμη πώς ο Λεγεών πήγε κοντά στον Ιησού
υποταγμένος,
κι εμείς είναι αλήθεια πώς τον είδαμε ντυμένον κι ήσυχο'
κι από το γαλιλαίο ζήτησε να 'ναι μαζί του,
άσχετο που εκείνος του αρνήθηκε.
Πάντως εμείς, της χώρας των Γεργεσηνών,
με μάτι δεν τα βλέπουμε καλό κάτι παρόμοια.
Τί σόϊ άνθρωπος ήταν αυτός, που μας είχε κοπιάσει;
Καλά δεν ήταν στήν πατρίδα του,
μ' εκείνους τους φανατισμένους της Συναγωγής;
Τί του 'ρθε να 'ρθη να μας κάνη άνω-κάτω;
'Εμεις την ησυχία μας ζητάμε μόνο'
και τα γουρούνια μας να τρέφουμε κυττάμε.
Δε μας ενδιαφέρει τίποτ' άλλο.
Έτσι στο γαλιλαίο το ραββί να φυγή είπαμε.
Του το 'παμε παρακαλεστικά, να μη θυμώση.
Δεν ξέρεις τί σου γίνεται με τέτοιου είδους ανθρώπους*
ανθρώπους, που σου κάνει κόπο να το παραδέχεσαι πώς
είναι άνθρωποι.
Κι έτσι τον επαρακαλέσαμε και έφυγε.
Εμεις, της χώρας των Γεργεσηνών,
είμαστε πλέον ήσυχοι και ευχαριστημένοι :
εκείνος ο μεγάλος μάγος έφυγε
και τη σκοτούρα του δεν έχουμε.
Εφυγε και ο Λεγεών και πήγε στη Δεκάπολη να πή
- για κείνον.
Ακόμα πιο καλά — ξεγνοιάσαμε.
Ταίζουμε τα νέα μας κοπάδια με τα ξυλοκέρατα.
Εκείνος δε θα ξαναρθή να μας τα ξαναπνίξη.
Κι ούτε αλλού τί κάνει μας ενδιαφέρει.
Εμείς, από τη χώρα των Γεργεσηνών,
έχουμε ακουστά για το Μεσσία, πού θα 'ρθη.
Μα λένε πώς από τη Ναζαρέτ καλό δε βγαίνει...


Ο "αγρός του Κεραμέως"

Κύριε
πλήθυναν τώρα τελευταία
οι προσευχές μας,
αλλά δεν ανεβαίνουν ως το θρόνο Σου,
παρά πισωλυγάνε,
σαν τον καπνό άπ' το βωμό του Κάϊν,
γιατί ζητάμε, Κύριε, εμάς,
κι όχι Εσένα.
Κι είμαστε Κάιν, Κύριε,
γιατί κι εμείς σκοτώσαμε τον αδερφό μας
τον Άνθρωπο,
και κάθε μέρα τον σκοτώνουμε,
την εντολή Σου καταργώντας την καινή.
Κύριε,
πληθαίνουνε οί προσφορές μας,
άλλα αφτιά γι' αυτές κουφά συναπαντούν
κι αόματες ματιές ανέκφραστα τις βλέπουν.
Γιατί οί προσφορές μας, Κύριε,
φτιάχτηκαν απ' των αδερφιών τις σάρκες
κι από τα κόκκαλα της μάννας μας
κι από το αίμα των παιδιών μας,
πού ολ' αυτά τ' αρπάξαμε
και τα απομυζήσαμε
και πα στις διαμαρτυρίες τους καθίσαμε,
φιμώνοντας τες με την ιδιότητα μας
του να ' μαστέ φορείς τ' ονόματος Σου.
Κι αφού χαρήκαμε το αίμα των παιδιών μας
και των μαννάδων μας τα κόκκαλα
και τις αδερφικές τις σάρκες,
ό,τι περίσσεψε,
Σου το αφιερώνουμε.



Σφετεριστήκαμε τον αμπελώνα

Κύριε,
όταν ή σκέψη μας φοιτά στην έρημο της αδιαφορίας,
όταν το βλέμμα μας στης νέκρας τους λειμώνες βόσκει,
αδυνατούμε να σε δούμε.
Κύριε,
όταν είμαστε ρήτορες καλοί μονάχα —όχι και εφαρμοστές
όταν σε υποδέχονται τα χέρια μας βαΐοφόρα — όχι όμως
κι οι ψυχές
αδυνατούμε να σ’ ακούμε.

Κύριε,
όταν σου στρώνουμε το δρόμο σου με ρούχα, με χαλιά
πολύτιμα, και σου φωνάζουμε τα «ωσαννά» και σου προσφέρουμε
το στέμμα,
δε σε πιστεύουμε,
δεν αγαπούμε, Κύριε,
δε σε ακολουθούμε. Κύριε,
δεν σε υποδεχώμαστε, ,
Αν σε ακολουθούμε,
αν λέμε «ωσαννά»,
υποδεχόμαστε μονάχα την ελπίδα, δύναμη ν’ αρπάξουμε
απ το ιμάτιό σου,
ακολουθούμε μόνο την πεποίθηση, ότι οι άνθρωποι θα μας
τιμήσουν, σα δικούς σου,
και λέμε «ωσαννά», γιατ είν καιρος να εμπαιχθής κι απ’
τα δικά μας χείλη.
Κύριε, τώρα, πού είν χειμώνας, μη χτυπάς την πόρτα μας,
κρυώνουμε.
και δε σ’ ανοίγουμε.
Κύριε,
τώρα, πού είναι, νύχτα, μείς κοιμώμαστε, τα όνειρα δε
διακόπτουμε•
την πόρτα δεν ανοίγουμε
για χάρη κανενός.
Κύριε,
πιστεύουμε ότι υπάρχεις,
αλλά εμείς, τον αμπελώνα το δικό σου που σφετεριστήκαμε,
δεν έχουμε συμφέρον να πιστέψουμε πώς ήρθες.



Η γρηά Μαρία

Η γρηά Μαρία
είχε τρεις μέρες τώρα να ονειρευτή.
Σ αυτές, πού τη ρωτάνε,
δεν απαντά,
τα μάτια της κυττούν άλλου.
Η γειτονιά ανάστατη
τρεις μέρες τώρα τίποτα δεν ξέρει
για της Μαρίας τ όνειρα*
η γρηά Μαρία
τρεις μέρες έχει να ονειρευτή.
Το λάδι σαστισμένο στα καντήλια
σκιές ανέκφραστες φωτίζει.
Νυχτερινό σκοτάδι βγαίνει μόνο
απ τις παμπάλαιες εικόνες,
τις φορτωμένες αφιερώματα.
Τρεις μέρες η γρηά Μαρία
πηχτό το βλέπει το σκοτάδι τούτο
κι ανατριχιάζει.
Προσεύχεται συνέχεια,
αποσπασμένη απ΄τη γειτονιά,
και τρέμει, μήπως κοιμηθη,
και δη το φοβερό το όνειρο,
πού διαισθάνεται
μες στό σκοτάδι των εικόνων...
Τρεις μέρες τώρα ή γρηά Μαρία
δεν είδε όνειρο.

15 Ιουλίου 2009

Κύτταγμα μέσα μας / Παύλου Κυράγγελου

υποπτεύομεν εικότως υμάς μη ου κοινοί αποβήτε
Θουκυδίδης

«ιουδαίος γέγονεν ό βασιλεύς τον Βήλ
κατέσπασε
τον δράκοντα απέκτεινε και τους Ιερείς κατέσφαξε»



Θραύσμα

Το πρώτο φως λεγότανε κομμάτι
κι ήρθε
σε μια φούχτα γεμάτη άμμο υγρή
κι ένα σπασμένο κατάρτι
απ΄ τη μπόρα, που μας λύγισε.
(απ΄ την καρδιά μας,
μ΄ άγνοια,
όση κλείνουν
όλα τα βλέφαρα του σκοταδιού):
Στόμα της πείνας. ..
τόσα καρφιά,
να στεριώνουν
πάνω στα διψασμένα δόντια
τ΄ αμέτρητα πτώματα
της βακτηρίας.
.. .καί όμως γλύστρησε.
Πώς να τον σηκώσουν τώρα,
που ελησμόνησε το πρωινό,
πώς να τον πείσουνε για το σκοτάδι,
που στα κομμάτια
του στομαχιού του
φύτεψαν πεινασμένα δόντια,
μεταφυτευμένα
απ' το άσχημο στόμα
του κομμένου κεφαλιού;
... Το πρώτο φως ήταν κομμάτια,
τρελλό πανηγύρι από κομμάτια
θρυψαλλιασμένης στήριξης.


Βασιλική μνήμη

Για το μεγάλο βασιλιά,
που έχασε τη μνήμη του
κι απολησμόνησε τον κόσμο του,
καινούργιο φτιάξανε παλάτι
και τα κλειδιά του του παράδωσαν.
Πρόσεξαν μόνο να 'ναι τόσο απέραντο,
που να μην πρόφθανε ποτέ να φτάση
σε κάποια έξοδο, σ' ένα παράθυρο.
Θα αναγνώριζε τα πλήθη, που τον ξέχασαν,
και κάποια αμυδρή παράσταση του ξεπεσμού,
που ελλοχεύει πάντα στης ανάμνησης του τα γκρεμίσματα,
την τρομερή πραγματικότητα θ' αντίκρυζε.
Θα ήταν τραγικό.



Εγκαταλειμμένο ορυχείο

Ανάμνηση ορυκτή.
Στό εγκαταλειμμένο ορυχείο
φυτρώνει μόνο χλόη.
Το σύρσιμο της σαύρας
δίνει τον τόνο της ζωής.
Ίχνη αόρατα
αδελφωμένων βημάτων,
πού κάποτε εργάστηκαν μαζί,
πνιγήκαν στη σιγή.
Δόνηση τελευταία,
θέλησε,
μα δε μπόρεσε να κινήθη.
Στό ορυχείο των ελπίδων
ο θάνατος εκφράζεται
σε εργαλεία άχρηστα,
παρατημένα στη σκουριά.
Σέ ράγιες εγκαταλειμμένες,
το εκτροχιασμένο βαγονέτο
έχει σπασμένες ρόδες.


Ανείπωτος πόνος

Ανείπωτος πόνος...
Σέ τόσο βαθύ σκοτάδι
βυθισμένη ψυχή.
Κατηφόρισε για τόσο καιρό
τον ανώμαλο δρόμο,
που δεν επιστρέφει στο φως,
Δακρυσμένη κατάσταση
δε μπορεί, να σκεφτή
ούτε τον εαυτό της.
Η μνήμη τη συνοδεύει
δίνοντας της κάποιες ανταύγειες
από κάποιο φως.
Τώρα δεν υπάρχει παρά μόνον το φέρετρο του.
Βαριά φορτωμένοι ώμοι
σκύψανε κάποιο σκοτεινό απόγευμα
από μια νοσταλγία απροσδιόριστη.
Το δάκρυ ήλθε,
αλλά δε μπόρεσε να βγή,
να λύτρωση.
Χωρίς να σταματήση απ' τη σκέψη,
συνέχισε το κατηφόρισμα
με την ίδια ένταση.
Συγκινημένοι θεατές,
πού δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν,
παραστέκονταν ανίσχυροι,
συγκλονισμένοι.


Αποξένωση

Απίθανα υψωμένοι βράχοι
εχτίσανε την αποξένωση.
Γύπες πτωματοφάγοι
δεν αποτόλμησαν τη Βυθομέτρηση της.
Το σκοτάδι, πού τη χρωμάτισε,
εκαρατόμησε τα μάτια
και δεν επέτρεψε δικαιοδοσία
ούτε στο Χώρο.
Ό χρόνος την ετύλιξε σιωπηλά
και τόνοι πένθιμοι φυτρώσανε στην άκρη της.
Η σιωπή την έντυσε
με την απουσία της ζέστης.
Κάθε χρόνος, που κύλαγε,
επρόσθετε στο βάθος της.
Τραγούδι δεν ακούστηκε κοντά της,
σκιά δεν την πλησίασε.
Βράχοι απόκρημνοι, απλησίαστοι,
στα έγκατα χωμένοι,
άγνωστοι στ' άνθη,
χωρίς καν ξεράγκαθα στις ρωγμές τους,
ψυχροί, γυμνοί, ανώνυμοι,
φτιάξανε μέσα τους την απομόνωση,
την κατευθύνανε στο βάθος
και δεν την είδε ουτε ή νύχτα.
Οι χρόνοι, πού κυλήσανε,
προσθέσανε στο βάθος της.
Νεκρή από την κύηση,
βγήκε χωρίς φωνή.
'Όρνεα νεκροφόρα
αηδίασαν τη γεύση της.



Ο κολασμένος των βαθέων μου

Χθες επιστέφτηκα
των βαθέων μου,
τον κράζοντα
εν Γη ερήμω.
Τον κύτταξα σιωπηλά,
λιγόχρονα,
απ' το λιγόφωτο καγκελωτο
του καλοφύλαχτου μικροπαράθυρου
των οριζόντων του.
Τον είδα σα σκιά,
που δε διδάχτηκε τον ήλιο,
και σα φωνή,
που άρθρωση δεν εμαθε.
Τον είδα δίχως άλογα
ταχύποδα στη σκέψη του,
μ' ενα κουρέλι από ζωή
να ολοπλανιέται, άβουλο,
ανάμεσα στα χέρια του
και στους — ολόϊδιο χρώμα —
δεσμοφύλακες τοίχους.
Τον είδα δίχως λύπηση.
με σπάραγμα παληό
και πεθαμένο,
και δίχως γνώση, όμως
ήξερα αλάθητα
πώς ήταν των βαθέων μου
ο κολασμένος,
που επισκέφτηκα


Μάσκα

Σήμερα βγαίνω στο προσκήνιο
φορώντας μια καινούργια μάσκα.
"Ολα τα λόγια
— του ρόλου μου τα λόγια όλα —
είναι γραμμένα πάνω της.
Μορφάζει με χαρακτηριστικά,
πού μου 'ναι άγνωστα,
συνδιαλέγεται σε μία γλώσσα,
π' αγνοώ.
Σήμερα βγαίνω, στο προσκήνιο
φορώντας μια καινούργια μάσκα.
Αυτή η δήλωση δεν είναι ικανή
σε υποψία να σας βάλη,
πώς είν' η πρώτη μου μάσκα.
Ιδίως το επίθετο «καινούργια» είν' καθησυχαστικό.
Καί όμως. .. είν' ή πρώτη.
Άλλα δε βρίσκεται εδώ το ενδιαφέρον της.
Προσεκτικοί μου θεατές,
σε κάποιο θέατρο, πού παίξει βάθος,
παρατηρείστε τη
μορφάζει μ' ένα τρόπο,
που δέ μουν' οικείος,
είναι αυτόβουλη.
Προσεκτικοί ακροατές,
σε κάποιο θέατρο, πού ανεβάζει βάθος,
δεν ειν' ανάγκη ν' απαγγείλω.
Ολα τα λόγια μου
— του ρόλου μου τα λόγια όλα ·—
είναι γραμμένα πάνω της.
Είμαι απλός φορέας της
—- ο ηθοποιός, πού προτιμάτε —

14 Ιουλίου 2009

Διαπίστωση / Παύλου Κυράγγελου

Με το βιβλίο που φέρει τον τίτλο "H εποχή μας" κι εχει εκδοθεί στην Αθήνα το 1970 και περιέχει πεζά του Βασίλη Ζωγράφου και Ποίηση του Παύλου Κυράγγελου πραγματοποιήθηκε η πρώτη εκδοτική προσπάθεια του Παύλου

Απο την 67η σελίδα του υπάρχουν τα ποιήματα του.

Το παρακάτω κομμάτι είναι μια σημείωση του ιδίου.






Ξεκινώντας απ' τη διαπίστωση, αναγνώστη, για την εποχή μας και αναλύοντας τις εμπειρίες σου, δε μπορείς παρά να κατάληξης σ' ενα συμπέρασμα, σε μια επιστολή, πού θα γράψεις στον αδελφό σου τον άνθρωπο. Η επιστολή αυτη μπορεί να 'ναι ό,τιδήποτε: π.χ. μια κραυγή. Μπορεί να 'ναι και μια σειρά από στίχους, σαν αυτούς εδώ.
Μετά από ένα σύντομο κ ύ τ τ α γ μ α μ έ σ α μ α ς, αναγνώστη, διαπιστώνουμε πώς παραπαίουμε. Ανώμαλα συμπλέκεται ή εποχή μας με τις δυο κυριαρχούσες αξίες:
τη θ ρ η σ κ ε ί α και την κ ρ α υ γ ή γ ι α τ η γ υ ν α ί κ α. Πολεμάει να τις νοθέψη. Αποτέλεσμα; Συχνότερα ο σ υ μ β ι β α σ μ ό ς. Άλλοτε η φ υ γ ή. Η φυγή, αναγνώστη, είναι το δυναμικώτερο στοιχείο της εποχής μας. Εκφράζεται και σαν εκρηξη και σαν άρνηση και σαν ηθικό μεγαλείο. Η φυγή σε φέρνει μπρος στην α ν α φ ο ρ ά σ τ η σ υ ν ε ί δ η σ η. Τότε γνωρίζεις την ε π ι σ τ ή μ η (τη γνώση). Είναι μια λευκή σελίδα στην εποχή μας και τίποτ' άλλο. Επιστήμη δεν υπάρχει, αναγνώστη. Μόνο η φυγή, σα θετικό αποτέλεσμα της διαπίστωσης για την εποχή μας, εκφρασμένη σ' αυτή την επιστολή, για σενα, αναγνώστη.

Παυλός Κυράγγελος



διαπίστωση


στον εγκέφαλο τίποτε, πάρεξ μια ηχώ ουρανού καταστραμμένη
Ελύτης

ως ράκος αποκαθημένης πασά η δικαιοσύνη ημών
Ησαΐα



Σε τρυγημένους αμπελώνες

Βρεθήκαμε σε μια στείρα εποχή•
με τα χωράφια της από καιρό ωργωμένα,
τους αμπελώνες τρυγημένους
και τα κυνήγια θηρεμένα όλα —
πλήθος οί σαύρες μέσα στους αμέτρητους τους λάκκους.
Ανασκαμμένη η συνείδηση μας,
με προκαθωρισμένους τους ορίζοντες,
εγκαταλειμμένη σ' ένα τοπίο απροσδόκητο
— με της φιλίας όλα τα δέντρα ξερριζωμένα,
όλα τα καταλύματα κατοικημένα,
όλα τα κορφοτόπια βιασμένα.
Με οδηγό μια παρατήρηση απελπισμένη
ρυμοτομήσαμε ένα απελπιστικά στείρο κύκλο,
δίπλα σε μία θάλασσα χωρίς καράβια,
κάτω, απ ένα ουρανό χωρίς μια στέγη.
Ψάχνοντας στα χαλάσματα του παλαιού αλφάβητου,
να συναρμολογήσουμε μια νέα γλώσσα αποτύχαμε,
βουβά ένας βλέποντας τον άλλον,
με δίχως υλικά για μια, υποτυπώδη έστω, οικοδόμηση.
βρεθήκαμε απροετοίμαστοι σ ένα νεκρό τοπίο, •
χωρίς το όνομα του κυβερνήτη μας του Παρελθόντος
ή την εικόνα του δημιουργού μας του Παρόντος,
με το Μέλλον φυλακισμένο στων χεριών μας τα δεσμά,
Βρισκόμαστε έπειτα από μια ξηρασία απομακρυσμένη•
αποσυντίθενται στους λάκκους τους, μαύρα στοιβάγματα,
οι γυρίνοι,
ακαταδίωκτο οί σαύρες πλήθος δίπλα τους κινούνται,
τρέχουν αόρατες μέσα στις αγκαθιές,
σωρούς από βούρλα,
πυκνοκατοικημένα από σαλιγκάρια.
Της μοίρας μας τον απροσδιόριστο αέρα αναπνέουμε,
φερμένον από ενα πέλαγος ανώνυμο, ανέκφραστο.
Του Παρελθόντος τελευταία θύματα και του Παρόντος
πρώτα,
με το Μέλλον παγιδευμένο στων χεριών μας τα δεσμά,
παγιδευτήκαμε μαζί του σε μια εποχή χωρίς καρπούς,
σε μια τόσο τρυγημένη περίοδο,
πού να της δώση όνομα δεν τόλμησε κανείς.



Ο ερημίτης του Αιώνα

Ακουστέ, κάμποι, κι ενωτίζεσθε,
ακούστε πέλαγα καί ερημιές,
ακουστέ, χιόνια και οάσεις:
τάδε εφη ο ερημίτης του αιώνα,
γυρνάει σε σπηλιές, σ΄ απόβραδα,
σε πρωινά και λεωφόρους,
σε ευτυχίες, σε κακά,
στο θερισμο και στη σπορά.
ζητά τον άνθρωπο,
δε βρίσκει μήτ΄ αυτό το μνήμα του.
Ακουστέ, παρελθόν και αύριο,
ακούστε, ποταμιές και καλοκαίρια,
ακουστέ, -ψίθυροι και λόγια φανερά:
τάδε εφη των πεποιθήσεων μας ό 'Ηλίας,
ήρθε χωρίς να τον γνωρίσετε,
περπάτησε στις καληνύχτες σας και στα φιλιά,
στάθηκε στις συναγωγές και στα στενά
και αφογκράστηκε τις βαρυγκόμιες σας.
Έβόησε στην Ερημο
και τα λιθάρια της δε γίναν τέκνα Αβραάμ,
μόνο, που του γύρισαν πίσω τη φωνή του
και μόνο τα κοράκια του 'φεραν τροφή"
έτσι, σαν έρθη ο μεσσίας μας,
θα πούμε :
που είν ο προπομπός του ο 'Ηλίας;
και δε θα τον πιστέψουμε.
Ακουστέ, σκελετοί και ήβη,
ακουστέ, χθες και σήμερα,
ακουστέ, δύναμη κι απελπισία :
τάδε λέγει ο ερημίτης του αιώνα μας,
που στάλθηκε ίνα ποίηση τήν οδόν αυτού ευθείαν :
ρώτησε τη διεύθυνση της κατοικίας τ΄ ανθρώπου,
δεν έμαθε ουτε που ειν΄ ο τάφος του.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...