Η ερμηνεία του
ονόματος του Γλαύκου σημαίνει τον λευκό, ισχυρό ή φοβερό κατά τον Ησύχιο τον Αλεξανδρικό στο έργο του Γλῶσσαι Ελληνικό λεξικό 5ος αιώνας μ.Χ.
<γλαυκή>· ἰσχυρά.
φοβερά. λευκή (Π 34)
<γλαυκία ἢ
γλαύκιον>· βοτάνη τις - Γλαύκιο
<γλαυκίζειν>· ἀμβλυωπεῖν
<γλαυκιόων>·
καταπληκτικός, ἔμπυρον καὶ φοβερὸν βλέπων
*<γλαυκός>· λευκός
vgAS
<γλαυκοφόρβιδας>· ἵππους εὐγενεστάτας
<γλαυκῶπις>· φοβερὰ ἐν τῷ ὁρᾶσθαι. λαμπρόφθαλμος. *εὐόφθαλμος (Α 206
..) gAS
*<γλαῦξ>· νυκτόβαϋς. πετεινὸν νυκτερινόν vgS
<γλαῦξ>· νόμισμα Ἀθήνησιν τετράδραχμον. ἐλέγετο δὲ καὶ ὄρχησίς τις. καὶ ὄρνεον. καὶ φυτόν
<γλαυσόν>· *λαμπρόν. g
θρασύ. ἰταμόν
<γλαύσσει>· λάμπει, (s)
φαίνει, φαύσκει
<Γλαύκου τέχνη>· παροιμία ἐπὶ τῶν ῥᾳδίως κατεργαζομένων·Διονυσόδωρος δὲ τὴν περὶ τὸν σίδηρον κόλλησιν· Γλαῦκος γὰρ Χῖος σιδήρου κόλλησιν εὗρεν (Plat. Phaed. 108d)
Και από την «Επιτομή
του Μεγάλου λεξικού της Ελληνικής Γλώσσας» του Liddell & Scott, η ερμηνεια του
ονοματος του Γλαύκου προέρχεται από το Γλαυκός :
γλαυκ-όμματος, -ον (δμμχ), γκριζομάτης, σε Πλάτ.
γλαυκός, -ή, -όν, I. σε Όμηρ. πιθ. χωρίς την έννοια χρώματος, αυτός που λαμπυρίζει, που αστράφτει, ο ασημένιος, λέγεται για τη
θάλασσα, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. Π. αργότερα
κυρίως με την έννοια χρώματος, γαλαζοπράσινος,
γαλαζόγκριζος (κυανό-φαιος), Λατ. glaucus, χρησιμοποιείται για την ελιά,
σε Σοφ., Ευρ." ιδίως λέγεται για τα μάτια, τα ανοιχτά γαλάζια ή γκρίζα, Λατ.caesius, σε Ηρόδ., Ευρ.
γλαυκ-ώπις, ή,
γεν. -ιδος, αιτ. -ιδα ή -ιν (ώψ)• σε Όμηρ. ως επίθ. της θεάς Αθηνάς, που είχε
αστραφτερούς, πολύ φωτεινούς, λαμπερούς και άγριους οφθαλμούς, μάτια- βλ.
γλαυκός.
γλαυκ-ώφ, -ωπος, δ, ή
= γλαυκώπις, σε Πίνδ.
γλαύξ, Αττ. γλαΰξ,
γεν. γλαυκός, ή, κουκουβάγια-αποκαλείται έτσι εξαιτίας των άγρια
αστραφτερών, εκθαμβωτικών οφθαλμών της (βλ. γλαυκός και πρβλ. σκώψ)- παροιμ., γλαύκ' Άθήναζε, γλαύκ'
εις Αθήνας = κάνω κάτι περιττό, μάταιο και ωστόσο καμαρώνω γι' αυτό, όπως όταν
κάποιος φέρνει κουκουβάγιες στην Αθήνα, γιατί έτσι κι αλλιώς στην Αθήνα
υπάρχουν πολλές (στα νομίσματα), σε Αριστοφ.- τα αθηναϊκά ασημένια νομίσματα
λέγονταν γλαύκες Λαυρεωτιχαί, επειδή ως εικόνα τους είχαν μια κουκουβάγια, στον
ίδ.
Γλαυκός είναι το όνομα ιχθύος, το
όνομα του Γαλεόρρινου του γαλέου (galeorhinus galeus)ανήκει στην τάξη των γαλέων και στην οικογένεια των
Καρχαρινίδων (carcharinidae)και εκτιμάται πολύ για την γευστική και απαλή σάρκα
του. Είναι υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες και χαμηλός σε λιπαρά. Στην
ελληνική κουζίνα τρώγεται συνήθως τηγανητός σε κουρκούτι.
Το μήκος του φθάνει τα 1-2 μέτρα. Η ράχη του έχει χρώμα
ανοικτό γκριζωπό ενώ τα πλευρά του λίγο ροδίζουν και η κοιλιά του είναι άσπρη.
Το ρύγχος του είναι πεπλατυσμένο και μυτερό και το στόμα του βρίσκεται στη κάτω
πλευρά, όπως σε όλα τα σκυλόψαρα με δόντια μυτερά, τριγωνικά και σε σειρές. Το
πρώτο ραχιαίο πτερύγιο είναι 2 ή και 3 φορές μεγαλύτερο απ΄ το δεύτερο το
πτερύγιο της ουράς του που καταλήγει σαν πρύμνη πλοίου κάθετη.
Ζει στο βυθό κοντά στις στεριές και τροφή του
είναι μικρά ψάρια και μαλάκια. Γεννά μικρά ζωντανά, είναι δηλαδή ζωοτόκος και
είναι άγριος όπως ο καρχαρίας.
Ο γαλέος είναι ένα μικρόσωμο
σκυλόψαρο χωρίς δόντια. Το κρέας του γαλέου είναι ένα κρέας ασπροκόκκινο,
σφιχτό και πολύ νόστιμο ειδικά όταν συνοδεύεται με σκορδαλιά, όπως στο
μπακαλιάρο που όμως ο γαλέος είναι ποιο βαρύς.
Όμως όπως είδαμε στο λεξικό του
Ησύχιου Γλαύκος είναι και το όνομα ενός βοτάνου.
Είναι άραγε αυτό το βότανο που οδήγησε
τον Γλαύκο στην μεταμόρφωση του σε θαλάσσια θεότητα αλλά και στην αθανασία;
Το Γλαύκιο το ξανθό ή γιαλόπικρο,
ή μαγιασιλόχορτο, της οικογένειας των Παπαβερίδων. Ένα είδος κίτρινης κερασφόρας
παπαρούνας που φυτρώνει σε παραθαλάσσιες περιοχές. Έχει υψηλή τοξικότητα
παρόμοια με της παπαρούνας, μπορεί να προκαλέσει δερματίτιδες, ή και εγκαύματα
στο δέρμα. Τοξικό ακόμα και για τα ζώα που μπορεί να καταναλώσουν τα φύλλα του,
καθώς προκαλεί, ασταθή ρυθμό, υπνηλία, έλλειψη όρεξης, και υψηλή παραγωγή σιέλου
κλπ…
Το Γλαύκιο το ξανθό,
που ονομάζεται και γυαλόπικρα, είναι μικρός διετής θάμνος(πόα) που
ανθοφορεί κατά μήκος των αμμωδών εκτάσεων στις παραλίες της Πιερίας. Είναι
είδος μεσογειακό και η γεωγραφική του εξάπλωση φθάνει μέχρι τη Νορβηγία. Είναι
μια κίτρινη παπαρούνα με σαρκώδη δασύτριχα έλλοβα φύλλα. Ανθίζει Μάιο μέχρι
Ιούνιο. Στην Κύπρο συναντήσαμε το Glaucium corniculatum με κόκκινα άνθη.
Επιστρέφουμε όμως
στα κειμενα που δίνουν τον Πότνιο αλλα και τον Πόντιο Γλαύκο ως
διαφορετικά έργα του Αισχύλου. Ο Πόντιος
Γλαύκος θεωρείτε ένας από τους θάλασσιους θεούς καθώς φέρει σώμα ιχθυόμορφο από
τη μέση και κάτω και μοιάζει με τις περιγραφές που έχουμε δει σε κειμενα περι
του Οάννη – δες παλαιότερα κείμενα
Μια σειρά από δεκα
εφτά ή δέκα οκτώ Γλαύκους - αναφέρει η Βικιπαίδεια…
Συνοψίζοντας για τους Γλαύκους ας δούμε πόσοι έχουν καταστεί
Αθάνατοι…
Απ’ αυτούς ο Γλαύκος
γιός του Πανός έχει κατακτήσει την Αθανασία
Ο Γλαύκος του Ιππολόχου παρεκάλεσε τον θεό Απόλλωνα να τον θεραπεύσει από τα τραύματά του για να μπορέσει
να πολεμήσει κι ο θεός να μπορέσει να πάρει
το σώμα του Σαρπηδόνα.
Ο Γλαύκος του Σισσύφου γίνεται κι αυτός αθάνατος πίνοντας το αθάνατο νερό μίας βρύσης και μετατρέπεται σε θαλάσσιο δαίμονα
Ο Γλαύκος ο Ανθηδόνιος είναι αυτός που θεωρείται ο θαλάσσιος θεός ή πόντιος δαίμονας
Ο Γλαύκος του Μίνωα
σώζεται από τον Πολύδειο ή τον Ασκληπιό και ανασταίνεται μέσω ενός βοτάνου.
Γλαύκος του Μαιάνδρου είναι αναφέρεται ως
ποτάμια θεότητα και συγκεκριμένα προστάτης του ποταμού Γλαύκου της Μικράς Ασίας (όχι της Αχαΐας), ο οποίος είναι παραπόταμος
του άνω ρου του Μαιάνδρου.
Phrynichus Attic., Praeparatio sophistica
(epitome)
Page 6, line 2
<ἀνθρωποειδὲς θηρίον, ὕδατι συζῶν>: ἐπὶ τοῦ Γλαύκου <τοῦ> ἀναφανέντος ἐκ τῆς θαλάσσης.
Page 6, line 2
<ἀνθρωποειδὲς θηρίον, ὕδατι συζῶν>: ἐπὶ τοῦ Γλαύκου <τοῦ> ἀναφανέντος ἐκ τῆς θαλάσσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου