υποπτεύομεν εικότως υμάς μη ου κοινοί αποβήτε
Θουκυδίδης
«ιουδαίος γέγονεν ό βασιλεύς τον Βήλ
κατέσπασε
τον δράκοντα απέκτεινε και τους Ιερείς κατέσφαξε»
Θραύσμα
Το πρώτο φως λεγότανε κομμάτι
κι ήρθε
σε μια φούχτα γεμάτη άμμο υγρή
κι ένα σπασμένο κατάρτι
απ΄ τη μπόρα, που μας λύγισε.
(απ΄ την καρδιά μας,
μ΄ άγνοια,
όση κλείνουν
όλα τα βλέφαρα του σκοταδιού):
Στόμα της πείνας. ..
τόσα καρφιά,
να στεριώνουν
πάνω στα διψασμένα δόντια
τ΄ αμέτρητα πτώματα
της βακτηρίας.
.. .καί όμως γλύστρησε.
Πώς να τον σηκώσουν τώρα,
που ελησμόνησε το πρωινό,
πώς να τον πείσουνε για το σκοτάδι,
που στα κομμάτια
του στομαχιού του
φύτεψαν πεινασμένα δόντια,
μεταφυτευμένα
απ' το άσχημο στόμα
του κομμένου κεφαλιού;
... Το πρώτο φως ήταν κομμάτια,
τρελλό πανηγύρι από κομμάτια
θρυψαλλιασμένης στήριξης.
Βασιλική μνήμη
Για το μεγάλο βασιλιά,
που έχασε τη μνήμη του
κι απολησμόνησε τον κόσμο του,
καινούργιο φτιάξανε παλάτι
και τα κλειδιά του του παράδωσαν.
Πρόσεξαν μόνο να 'ναι τόσο απέραντο,
που να μην πρόφθανε ποτέ να φτάση
σε κάποια έξοδο, σ' ένα παράθυρο.
Θα αναγνώριζε τα πλήθη, που τον ξέχασαν,
και κάποια αμυδρή παράσταση του ξεπεσμού,
που ελλοχεύει πάντα στης ανάμνησης του τα γκρεμίσματα,
την τρομερή πραγματικότητα θ' αντίκρυζε.
Θα ήταν τραγικό.
Εγκαταλειμμένο ορυχείο
Ανάμνηση ορυκτή.
Στό εγκαταλειμμένο ορυχείο
φυτρώνει μόνο χλόη.
Το σύρσιμο της σαύρας
δίνει τον τόνο της ζωής.
Ίχνη αόρατα
αδελφωμένων βημάτων,
πού κάποτε εργάστηκαν μαζί,
πνιγήκαν στη σιγή.
Δόνηση τελευταία,
θέλησε,
μα δε μπόρεσε να κινήθη.
Στό ορυχείο των ελπίδων
ο θάνατος εκφράζεται
σε εργαλεία άχρηστα,
παρατημένα στη σκουριά.
Σέ ράγιες εγκαταλειμμένες,
το εκτροχιασμένο βαγονέτο
έχει σπασμένες ρόδες.
Ανείπωτος πόνος
Ανείπωτος πόνος...
Σέ τόσο βαθύ σκοτάδι
βυθισμένη ψυχή.
Κατηφόρισε για τόσο καιρό
τον ανώμαλο δρόμο,
που δεν επιστρέφει στο φως,
Δακρυσμένη κατάσταση
δε μπορεί, να σκεφτή
ούτε τον εαυτό της.
Η μνήμη τη συνοδεύει
δίνοντας της κάποιες ανταύγειες
από κάποιο φως.
Τώρα δεν υπάρχει παρά μόνον το φέρετρο του.
Βαριά φορτωμένοι ώμοι
σκύψανε κάποιο σκοτεινό απόγευμα
από μια νοσταλγία απροσδιόριστη.
Το δάκρυ ήλθε,
αλλά δε μπόρεσε να βγή,
να λύτρωση.
Χωρίς να σταματήση απ' τη σκέψη,
συνέχισε το κατηφόρισμα
με την ίδια ένταση.
Συγκινημένοι θεατές,
πού δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν,
παραστέκονταν ανίσχυροι,
συγκλονισμένοι.
Αποξένωση
Απίθανα υψωμένοι βράχοι
εχτίσανε την αποξένωση.
Γύπες πτωματοφάγοι
δεν αποτόλμησαν τη Βυθομέτρηση της.
Το σκοτάδι, πού τη χρωμάτισε,
εκαρατόμησε τα μάτια
και δεν επέτρεψε δικαιοδοσία
ούτε στο Χώρο.
Ό χρόνος την ετύλιξε σιωπηλά
και τόνοι πένθιμοι φυτρώσανε στην άκρη της.
Η σιωπή την έντυσε
με την απουσία της ζέστης.
Κάθε χρόνος, που κύλαγε,
επρόσθετε στο βάθος της.
Τραγούδι δεν ακούστηκε κοντά της,
σκιά δεν την πλησίασε.
Βράχοι απόκρημνοι, απλησίαστοι,
στα έγκατα χωμένοι,
άγνωστοι στ' άνθη,
χωρίς καν ξεράγκαθα στις ρωγμές τους,
ψυχροί, γυμνοί, ανώνυμοι,
φτιάξανε μέσα τους την απομόνωση,
την κατευθύνανε στο βάθος
και δεν την είδε ουτε ή νύχτα.
Οι χρόνοι, πού κυλήσανε,
προσθέσανε στο βάθος της.
Νεκρή από την κύηση,
βγήκε χωρίς φωνή.
'Όρνεα νεκροφόρα
αηδίασαν τη γεύση της.
Ο κολασμένος των βαθέων μου
Χθες επιστέφτηκα
των βαθέων μου,
τον κράζοντα
εν Γη ερήμω.
Τον κύτταξα σιωπηλά,
λιγόχρονα,
απ' το λιγόφωτο καγκελωτο
του καλοφύλαχτου μικροπαράθυρου
των οριζόντων του.
Τον είδα σα σκιά,
που δε διδάχτηκε τον ήλιο,
και σα φωνή,
που άρθρωση δεν εμαθε.
Τον είδα δίχως άλογα
ταχύποδα στη σκέψη του,
μ' ενα κουρέλι από ζωή
να ολοπλανιέται, άβουλο,
ανάμεσα στα χέρια του
και στους — ολόϊδιο χρώμα —
δεσμοφύλακες τοίχους.
Τον είδα δίχως λύπηση.
με σπάραγμα παληό
και πεθαμένο,
και δίχως γνώση, όμως
ήξερα αλάθητα
πώς ήταν των βαθέων μου
ο κολασμένος,
που επισκέφτηκα
Μάσκα
Σήμερα βγαίνω στο προσκήνιο
φορώντας μια καινούργια μάσκα.
"Ολα τα λόγια
— του ρόλου μου τα λόγια όλα —
είναι γραμμένα πάνω της.
Μορφάζει με χαρακτηριστικά,
πού μου 'ναι άγνωστα,
συνδιαλέγεται σε μία γλώσσα,
π' αγνοώ.
Σήμερα βγαίνω, στο προσκήνιο
φορώντας μια καινούργια μάσκα.
Αυτή η δήλωση δεν είναι ικανή
σε υποψία να σας βάλη,
πώς είν' η πρώτη μου μάσκα.
Ιδίως το επίθετο «καινούργια» είν' καθησυχαστικό.
Καί όμως. .. είν' ή πρώτη.
Άλλα δε βρίσκεται εδώ το ενδιαφέρον της.
Προσεκτικοί μου θεατές,
σε κάποιο θέατρο, πού παίξει βάθος,
παρατηρείστε τη
μορφάζει μ' ένα τρόπο,
που δέ μουν' οικείος,
είναι αυτόβουλη.
Προσεκτικοί ακροατές,
σε κάποιο θέατρο, πού ανεβάζει βάθος,
δεν ειν' ανάγκη ν' απαγγείλω.
Ολα τα λόγια μου
— του ρόλου μου τα λόγια όλα ·—
είναι γραμμένα πάνω της.
Είμαι απλός φορέας της
—- ο ηθοποιός, πού προτιμάτε —
Ο αναγνώστης διαβάζει αργά, προσπαθώντας να εναρμονίσει το ρυθμό της ανάγνωσης με τους εσωτερικούς ρυθμούς της αφήγησης... Ο αναγνώστης έχει την ικανότητα να διαβάζει ακόμα και ανάμεσα στις γραμμές, γιατί ξέρει οτι αυτές οι μικρές σιωπές που δημιουργούνται στα κενά των κειμένων είναι αποκλειστικά δικός του χώρος: χώρος για να συλλογιστεί και να δημιουργήσει, για να ονειρευτεί... Για τον συγγραφέα όπως και για τον αναγνώστη, σημασία έχει το ταξίδι, όχι ο προορισμός ...
15 Ιουλίου 2009
Κύτταγμα μέσα μας / Παύλου Κυράγγελου
Ετικέτες
"Η εποχή μας",
Κυράγγελος Παύλος,
κύτταγμα μέσα μας,
Ποίηση
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου