ἣ τότε Βάκχον ἑλοῦσα
θεοτρεφέων ἀπὸ μαζῶν
ἀπροϊδῆ ζοφόεντι κατεκλήισε βερέθρῳ·
καὶ Διὸς αὐτοβόητος
ἀπαγγέλλουσα λοχείην
μαρμαρυγὴ σελάγιζε
καταυγάζουσα προσώπου·
τοῖχοι δ' ἀχλυόεντες ἐλευκαίνοντο
μελάθρου,
καὶ ζόφον ἔκρυφε φέγγος ἀθηήτου
Διονύσου.
καὶ Βρομίῳ παίζοντι παρέζετο πάννυχος Ἰνώ·
πολλάκι δ' ἀστήρικτος
ἀναθρῴσκων
Μελικέρτης
χείλεσιν ἀντιτύποισιν
ἀνέσπασε γείτονα θηλὴν
εὔια παππάζοντι
παρερπύζων Διονύσῳ.
καὶ θεὸν ἔτρεφε
Μύστις ἑῆς μετὰ μαζὸν ἀνάσσης
ὄμμασιν ἀγρύπνοισι παρεδρήσσουσα Λυαίῳ·
καὶ
πινυτὴ
θεράπαινα φερώνυμα μύστιδι τέχνῃ
ὄργια νυκτελίοιο διδασκομένη Διονύσου
καὶ
τελετὴν
ἄγρυπνον
ἐπεντύνουσα
Λυαίῳ
πρώτη ῥόπτρον
ἔσεισεν,
ἐπεπλατάγησε
δὲ
Βάκχῳ
κύμβαλα δινεύουσα
περίκροτα δίζυγι χαλκῷ·
πρώτη νυκτιχόρευτον ἀναψαμένη
φλόγα πεύκης
εὔιον
ἐσμαράγησεν
ἀκοιμήτῳ
Διονύσῳ·
πρώτη καμπύλον ἄνθος
ἀναδρέψασα κορύμβων
ἄπλοκον ἀμπελόεντι κόμην μιτρώσατο δεσμῷ,
αὐτὴ δ' ἔπλεκε
θύρσον ὁμόζυγον οἴνοπι κισσῷ,
ἀκροτάτῳ δὲ
σίδηρον ἐπεσφήκωσε κορύμβῳ
κευθόμενον πετάλοισιν, ὅπως
μὴ Βάκχον ἀμύξῃ,
καὶ φιάλας γυμνοῖσιν ἐπὶ στέρνοισι καθάψαι
χαλκείας ἐνόησε καὶ ἰξύι
δέρματα νεβρῶν,
καὶ τελετῆς ζαθέης ἐγκύμονα
μύστιδα κίστην,
παίγνια κουρίζοντι † διδασκομένῳ Διονύσῳ·
πρώτη ἐχιδνήεντα κατὰ χροὸς
ἧψεν ἱμάντα
σύμπλοκον, εἱλικόεις
δὲ δράκων περὶ δίπλακα μίτρην
ἅμματα κυκλώσας ὀφιώδεϊ κάμπτετο δεσμῷ.
τὸν δὲ πολυκλήιστον ὑπὸ σφρηγῖδα
μελάθρου
ὄμμασιν ἀπλανέεσσιν ἴδεν
πανεπόψιος Ἥρη
Μύστιδος ἀφράστοιο
μυχῷ πεφυλαγμένον οἴκου·
καὶ Στυγὸς ὑστερόποινον
ἐπώμνυε νέρτερον ὕδωρ
παντοίῃ κακότητι
κατακλύζειν δόμον Ἰνοῦς.
καί νύ κεν ἠμάλδυνε
Διὸς γόνον· ἀλλά μιν Ἑρμῆς
ἁρπάξας ἐκόμισσε Κυβηλίδος εἰς ῥάχιν ὕλης·
Ἥρη δ' ὠκυπέδιλος ἐπέδραμεν
εὔποδι ταρσῷ
ὑψόθεν ἀστήρικτος· ὁ
δὲ δρόμον ἔφθασεν Ἥρης,
πρωτογόνου δὲ
Φάνητος ἀτέρμονα δύσατο μορφήν·
καὶ θεὸν ἁζομένη
πρωτόσπορον εἴκαθεν Ἥρη
ψευδομένας ἀκτῖνας ὑποπτήσσουσα
προσώπου,
οὐδὲ νόθης ἐνόησε
δολοπλόκον εἰκόνα μορφῆς·
κουφοτέροις δὲ
πόδεσσιν ὀρειάδα πέζαν ἀμείβων,
χερσὶ περιπλεκέεσσι
κερασφόρον υἷα κομίζων,
μητρὶ Διὸς γενέταο λεοντοβότῳ πόρε Ῥείῃ,
καί τινα μῦθον ἔειπεν ἀριστώδινι
θεαίνῃ·
“δέξο, θεά, νέον υἷα
τεοῦ Διός, ὃς μόθον Ἰνδῶν
ἀθλεύσας μετὰ γαῖαν
ἐλεύσεται εἰς πόλον ἄστρων.
Ἥρῃ χωομένῃ
μεγάλη χάρις· οὐ γὰρ ἐῴκει,
ὃν Κρονίδης ὤδινεν, ἔχειν
κουροτρόφον Ἰνώ.
μαῖα Διωνύσοιο Διὸς γενέτειρα γενέσθω,
μήτηρ Ζηνὸς ἐοῦσα
καὶ υἱωνοῖο τιθήνη.”
Εκείνη
τότε παίρνοντας το Βάκχο από τα ιερά στήθια της Ινούς τον κλείδωσε σε κρυφό
σκοτεινό βάραθρο. Μια λάμψη που ακτινοβολούσε το πρόσωπο του φεγγοβολούσε
μαρτυρώντας αμέσως ότι είναι γιος του Δία και οι σκοτεινοί τοίχοι του παλατιού
λεύκαιναν και το φως του κρυμμένου Διονύσου έκρυβε το σκοτάδι. Και στο Βρόμιο,
που έπαιζε, καθόταν κοντά όλη τη νύχτα η Ινώ. Πολλές φορές αναπηδώντας και
χωρίς στήριγμα ο Μελικέρτης τραβούσε τη γειτονική θηλή του στήθους της Ινούς,
για να βάλει τα χείλη του και σερνόταν κοντά στο Διόνυσο που φώναζε «Ευοί»!.
Και
η Μύστιςη γνωρίζουσα τῆς τοῦ
θεοῦ ἐπιστήμης,
ή Σοφία, η [ψυχὴ]
τῶν τελείων μ. τελετῶν, η μεμυημένη εκ του μύω, εκείνη που κατηχεί,
που τελεί και εκ-τελεί τις τελετές, έτρεφε το θεό Λυαίο
μαζί με την κυρία της καθισμένη με άγρυπνα μάτια κοντά του. Και η έξυπνη
υπηρέτρια διδάσκοντας στο Διόνυσο τη Μυστική τέχνη, όπως ταίριαζε στο όνομα της
και τα όργια της νύχτας και προετοιμάζοντας για το Λυαίο την τελετή της
αγρύπνιας πρώτη έσειε τα ροκανά της, χτυπούσε για το Βάκχο τα κύμβαλα, κινώντας με δίνη, για να ακουστεί
ολόγυρα ο ήχος του χαλκού και ανάβοντας πρώτη τον πυρσό χόρευε όλη νύχτα και
φώναζε «Ευιον» τον ξύπνιο Διόνυσο. Αφού πρώτη έκοψε το καμπύλο άνθος του
κισσού, έζωσε τα λυμένα της με κλήμα, ενώ έπλεκε σκουρόχρωμο κισσό σε κούφιο
καλάμι και σφήνωσε στην άκρη του σίδερο καλυμμένο με φύλλα, για να μην πληγώσει
το Βάκχο και σκέφθηκε να ακουμπήσει στο γυμνό στήθος χάλκινα αβαθή αγγεία και
στη μέση δέρματα από ελάφι. Διδάσκοντας το Διόνυσο που μεγάλωνε να παίζει τη μυστική κιβωτό τη γεμάτη με της θεϊκής τελετή,
πρώτη αυτή έβαλε στο σώμα της ιμάντα "πλεκτό με φιδίσιο δεσμό, όπως ένας ελικοειδής δράκος έκανε δύο κύκλους τη ζώνη
στη μέση και έληγε σε κόμπο. Αλλά αυτόν που είχε κλειστεί καλά στο ανάκτορο
είδε η παντεπόπτης Ήρα με μάτια που πλανιόντουσαν να το φυλά η Μύστις στο
υπόγειο του παράδοξου σπιτιού. Και ορκίστηκε στο υποχθόνιο εκδικητικό νερό της
Στύγας να κατακλύσει το σπίτι της Ινούς με κάθε είδους συμφορά. Και τότε ίσως
να σύντριβε το γιο του Δία. Αλλά ο Ερμής, αφού τον άρπαξε, τον έφερε στην
πλαγιά του δάσους της Κυβέλης. Η Ήρα με τα γρήγορα πέδιλα έτρεξε γρήγορα από
ψηλά ακατάστατα. Ο Ερμής, όμως, έφτασε την Ήρα και ντύθηκε τη μορφή του
πρωτογέννητου και αιώνιου Φάνητα και έκπληκτη η Ήρα
βλέποντας τον πρωτόσπορο θεό υποχώρησε σκύβοντας το κεφάλι στις ακτίνες του
προσώπου ούτε κατάλαβε τη δολοπλόκο, απατηλή εικόνα της μορφής. Με πόδια ελαφρά
ανεβαίνοντας το όρος, φέρνοντας στην αγκαλιά του το γιο με τα κέρατα, το έδωσε
στη λιονταροτρόφα Ρέα, τη μητέρα του Δία του γεννήτορα του και μίλησε έτσι στη
βασιλομήτορα θεά:
Δεξου, θεά, το νέο γιο του Δία σου ο οποίος, αφού κάνει άθλο στον
πόλεμο των Ινδών στη γη, θα έρθει στον αστρικό ουρανό, μεγάλη χαρά για την
οργισμένη Ήρα. Γιατί δεν ταίριαζε, αυτός που γέννησε ο Κρονίδης να έχει για
παραμάνα του την Ινώ. Ας γίνει μαία του Διονύσου, αυτή που γέννησε το Δια που
είναι μητέρα του Δία και παραμάνα του εγγονού της…
Ο Βάκχος μετα την Σεμέλη και την Ινώ, μεγαλώνει κρυμμένος μαζί με την Μυστιδα σε
σκοτεινό υπόγειο του Παλατιού…Η Μύστιδα όπως δηλώνει και τ΄ονομά της θα του διδάξει την μυστική και απόκρυφη τέχνη των ιερών
μυστηρίων. Ομοια όμως πρέπει να μυεί και την Ινώ στις βακχικές νυκτερινές τελετές…
Πρώτη η Μυστιδα θα ετοιμάσει το ρόπτρο, το μουσικό όργανο των
Κορυβάντων, ή κάποιο μικρό τύμπανο χάλκινο που στροβιλίζεται ή στρέφεται, εκ
του ρέπω = στρέφομαι. Θα ετοιμάσει τον θύρσο με σίδερο καλυμμένο από κλαδιά
κισσού, θα δέσει και στην μέση της ζώνη με διπλό κόμπο από κεφάλια δράκων/οφεων
…
Η πλήρης εξάρτηση μιας ιέρειας της Βακχείας καθώς όλες οι
κόρες του Κάδμου ηγούνται βακχικών
ομάδων - θα το δούμε παρακάτω,
Η λατρεία του Βάκχου, η μυστική
κύστη που την παίρνει από βρέφος στα χέρια του και γνωρίζει το απόρρητα και τις
μυστικές τελετές μέσα σε σκοτεινό βάραθρο … από την τρυφερή του ηλικία… όμως θα
πρέπει να μεταβεί στην ίδια την θεά την πρωτόγεννη για να βαπτιστεί/γαλουχηθεί, «παρὰ Ῥείῃ ἀρτιθαλὴς ἔτι κοῦρος ὀρίτροφος» Μεγαλώνει κοντά στη Ρέα, τη φίλη των βουνών,
ο ολάνθιστος νέος ως βουνίσιος, και να λάβει την ευλογία της για να εδραιωθεί
ως Ο νέος θεός που θα λάβει την θέση του Λυαίου, που διαλύει τις φροντίδες και
θα ελευθερώσει τον άνθρωπο…
Θα λάβει πλήρη εκπαίδευση του από την ίδια την Ρέα/Κυβέλη την
γιαγιά του και μητέρα του πατέρα του στις κορυφές της Ίδης και θα γαλουχηθεί με
την ίδια την στοργή που δόθηκε και στον Κρονίδη…
Θα γίνει αυτός που κρατά τα χαλινάρια του άρματος της Ρέα που
είχε ζεμένα λιοντάρια Και η Σεμέλη θα
περηφανευθεί για τον γιό που έφερε στον κόσμο, αυτή μια θνητή στον ιερό γάμο με
τον Αθάνατο…
Ἥρη, ἐσυλήθης· Σεμέλης τόκος ἐστὶν
ἀρείων·
Ζεὺς ἐμὸν
υἷα λόχευσε καὶ ἀντ' ἐμέθεν πέλε μήτηρ,
σπεῖρε πατὴρ καὶ
ἔτικτε, τὸν
ἤροσεν, αὐτοτόκῳ δὲ
γαστρὶ νόθῃ τέκε παῖδα,
φύσιν δ' ἤλλαξεν ἀνάγκῃ.
Βάκχος Ἐνυαλίου πέλε
φέρτερος· ὑμέτερον γὰρ
ἤροσε μοῦνον Ἄρηα
καὶ οὐ
τεκνώσατο μηρῷ.
Θήβη δ' Ὀρτυγίης
κλέος ἔκρυφεν· οὐρανίη γὰρ
λάθριον Ἀπόλλωνα
διωκομένη τέκε Λητώ·
Λητὼ Φοῖβον ἔτικτε,
καὶ οὐκ
ὤδινε Κρονίων·
Ἑρμείαν τέκε Μαῖα, καὶ
οὐκ ἐλόχευσεν
ἀκοίτης·
ἀμφαδίην δ' ἐμὸν υἷα πατὴρ τέκεν. ἆ μέγα θαῦμα,
δέρκεο σῆς Διόνυσον ἐν ἀγκαλίδεσσι
τεκούσης
πήχεϊ παιδοκόμῳ
περικείμενον·
ἀενάου δὲ
ἡ ταμίη κόσμοιο, θεῶν πρωτόσπορος ἀρχή,
παμμήτωρ, Βρομίου τροφὸς ἔπλετο· νηπιάχῳ γὰρ
Βάκχῳ μαζὸν ὄρεξε, τὸν ἔσπασεν ὑψιμέδων Ζεύς.
τίς Κρονίδης ὤδινε, τίς ἔτρεφεν Ἄρεα Ῥείη
παῖδα τεόν; Κυβέλη δὲ φατιζομένη σέο μήτηρ
Ζῆνα τέκεν καὶ Βάκχον ἀνέτρεφεν εἰν ἑνὶ κόλπῳ·
ἀμφοτέρους ἤειρε καὶ υἱέα καὶ γενετῆρα.
«Ήρα, έχασες! Ο
γιος της Σεμέλης έγινε ανώτερος σου. Ο Δίας εγκυμόνησε το γιο του και ήταν σα
μητέρα του δίπλα αντί για μένα, ο πατέρας
του έσπειρε, ο πατέρας του γέννησε αυτόν που είχε. σπείρει, γέννησε σε απατηλή
μήτρα γρήγορα φτιαγμένη το παιδί και άλλαξε τη φύση από ανάγκη. Ο Βάκχος ήταν
πιο γενναίος από τον Ενυάλιο. Γιατί έσπειρε μόνο το δικό σου Αρη και δεν το
γέννησε από το μηρό. Η Θήβα αμαύρωσε τη φήμη της Ορτυγίας. Γιατί η ουράνια
Λητώ κυνηγημένη γέννησε κρυφά τον Απόλλωνα. Η Λητώ γέννησε το Φοίβο και δεν
πόνεσε ο Κρονίωνας. Τον Ερμή το γέννησε η Μαία και δεν εγκυμόνησε ο άντρας
της.
Ο
πατέρας γέννησε το γιο μου από τα σπλάχνα του. Μεγάλο θαύμα, δες το Διόνυσο
στην αγκαλιά της μητέρας σου να κείτεται στα τρυφερά της χέρια! Η οικονόμος
του αιώνιου κόσμου, η πρωτογεννημένη, η αρχή των θεών, η μητέρα όλων, έγινε η
τροφός του Βρομίου. Γιατί πρόσφερε στο μικρό Bάκχο το μαστό της, τον οποίο βύζαξε ο
παντοκράτορας Δίας. Ποιος γιος του Κρόνου πόνεσε σε γέννα, ποια Ρέα έθρεψε
τον Άρη το παιδί σου: Η Κυβέλη, που
καλείται μητέρα σου γέννησε το Δια και ανάθρεψε το Βάκχο σε μία αγκαλιά. Και
τους δύο ανάστησε και το γιο και το γονιό.
Όμοια και οι δυο
αδερφές και η Σεμέλη και η Ινώ βρίσκονται στην ίδια θέση. Και οι δυο θ΄απολαύσουν
λατρευτικές τιμές. Σύμφωνα με το μύθο και οι δύο θνητές και οι δύο φέρουν δεύτερο
όνομα που διακρίνει τη θνητή γυναίκα από την θεά, μολονότι το άλλο μπορεί πολύ
καλά να χαρακτηρίζει και τις δύο..
Η μια η Σεμέλη θα
χαθεί μέσα στην γέννηση από τον κεραυνό αλλά και η Ινώ θα κατατρομαγμένη από την
ίδια την Ήρα θα καταφύγει πηδώντας ξυπόλητη πάνω από τα κοφτερά βουνά, ορμώντας
συνεχώς, μήπως βρει ίχνος του κρυμμένου Διονύσου, πέρασε περιπλανώμενη η νύμφη
από το ένα βουνό μετά το άλλο, μέχρι που μπήκε στις χαράδρες της Δελφικής
Πειθούς. Και με δυσκολία έκαμψε το βήμα της στο δρακοντοτρόφο φαράγγι
περιφερόμενη ασυγκράτητη σαν τρελή. Κομματιάζοντας το χιτώνα πάνω στο γυμνό
στήθος ως άγγελο πένθους γύριζε τρελαμένη. Έτρεμε ο βοσκός ακούγοντας τον
άναρθρο θρήνο της αλλοπαρμένης νύμφης. Πολλές
φορές στο θεϊκό τρίποδα
συνάρμοσε το φίδι πλέκοντας το τρεις σειρές τυλιγμένο με την
αιχμηρή χαίτη σφίγγοντας το λεπτό κεφάλι της, έζωσε με δρακόντειο δεσμό τα
μακριά μαλλιά της. Και κατεδίωξε τις παρθένες του ναού. Δε γίνονταν τότε
σπονδές ούτε έρχονταν άτομα για θυσίες, δε χόρευε άντρας από τους Δελφούς κοντά
στο ναό. Οι γυναίκες μαστιγώνονταν με
στριφογυριστές καλά πλεγμένες λουρίδες κισσού που έτρωγαν τα μέλη. Τα θηρία
χάνονταν βλέποντας την Ινώ να περπατάει στα βουνά, αφήνοντας άδεια τα δολερά
δίχτυα των κυνηγών. Από ψηλά κατέβασαν οι βοσκοί τις γίδες τους στις
προστατευτικές σπηλιές και ο γερο-γεωργός
που οδηγούσε τα ιδρωμένα βόδια του κάτω από το ζυγό τους, έφριξε από τα
πηδήματα της Iνούς. Και πνίγοντας η αλλόγλωσση ηχώ την επίγεια βοή της έτρεχε η
κόρη σα μάντισσα Πυθιάδα μέσα από το βουνό, κουνώντας στο κεφάλι τη
συνηθισμένη Πανοπηίδα δάφνη. Γέρνοντας το κεφάλι μέσα στο βαθύ γκρεμνό ζητούσε
τη Δελφική σπηλιά από φόβο για τη λυσσασμένη Ινώ. Αλλά τρέχοντας στα μονοπάτια
του δάσους με τις πολλές στροφές, δεν ξέφυγε από την προσοχή του Απόλλωνα, που
όλα τα βλέπει. Κοντά στο φαράγγι τη λυπήθηκε και ήρθε γρήγορα και αλλάζοντας τη
μορφή του σε ανθρώπινη, πλησίασε τη νύμφη και στα μαλλιά της με προστατευτικά
χέρια έπλεξε σοφή Δάφνη. Και έστειλε σε αυτήν αμέσως γλυκό ύπνο. Με αμβροσία
άλειψε όλο το σώμα της κοιμισμένης και πένθιμης Ινούς δροσίζοντας τα μαινόμενα
μέλη της με σταγόνες, που ελαφρύνουν τον πόνο. Και έμεινε εκεί ώρα μέσα στο δάσος του Παρνασσού, τέσσερα χρόνια και
κοντά στην προφητική πέτρα, στο μαντείο του Φοίβου θέσπισε χορούς για χάρη
του μικρού ακόμα Βάκχου. Με άγρυπνους δαυλούς ακολουθούσαν τις οργιαστικές
θυσίες οι Κωρυκίδες Μαινάδες και με τα ιερά τους χέρια μάζευαν φάρμακα, που
διώχνουν τη λύσσα και γιάτρεψαν τις γυναίκες…
Με την εντολή του Αθάμαντα οι δούλοι του περιπλανούνταν
ψάχνοντας παντού….. Και το παλάτι βυθισμένο στο θρήνο βογκούσε κι έστελνε
πολλές κραυγές μέσα στην πόλη. Και
περισσότερο δέχτηκε την πίεση η πολυμήχανη Μύστις, γιατί είχε διπλό πόνο, αφού
χάθηκε και ταλαιπωρήθηκε η καημένη Ινώ και αρπάχτηκε ο Διόνυσος.
συνεχίζετε …
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου