Στην Ελληνική ανθολογία όπως ονομάζεται από τους μελετητές όπου υπάρχουν καταγεγγραμμένα επιγραμμάτα και ποιημάτα αρχαίων κλασσικών Ελλήνων και βυζαντινών ποιητών από τον 7ο π.Χ. μέχρι τον 10ο ή και το 12ο μ.Χ. αιώνα και σ’ έναν Αδέσποτο Ύμνο του Διονύσου, διάβαζουμε δύο επίθετα του που θα μας απασχολήσουν στην παρακάτω ανάρτηση. Νεβρωδέας και Νεβριδόπεπλος –δίδω ολόκληρο τον ύμνο παρακάτω :
Anthologia Graeca,
Anthologia Graeca
Book 9, epigram 524, line 14
Book 9, epigram 524, line 14
Αδέσποτον
Ύμνος εις Διόνυσος
Μέλπωμεν βασιλήα φιλεύιον, ειραφιώτην,
αβροκόμην, αγροίκον, αοίδιμον, αγλαόμορφον,
Βοιωτόν, βρόμιον, βακχεύτορα, βοτρυοχαίτην,
γηθόσυνον, γονόεντα, γιγαντολέτην, γελόωντα,
Διογενῆ, δίγονον, διθυραμβογενῆ, Διόνυσον,
Εὔιον, εὐχαίτην, εὐάμπελον, ἐγρεσίκωμον,
ζηλαῖον, ζάχολον, ζηλήμονα, ζηλοδοτῆρα,
ἤπιον, ἡδυπότην, ἡδύθροον, ἠπεροπῆα,
θυρσοφόρον, Θρήικα, θιασώτην, θυμολέοντα,
Ἰνδολέτην, ἱμερτόν, ἰοπλόκον, ἰραφιώτην,
κωμαστήν, κεραόν, κισσοστέφανον, κελαδεινόν,
Λυδόν, ληναῖον, λαθικηδέα, λυσιμέριμνον,
μύστην, μαινόλιον, μεθυδώτην, μυριόμορφον,
νυκτέλιον, νόμιον, νεβρώδεα, νεβριδόπεπλον,
ξυστοβόλον, ξυνόν, ξενοδώτην, ξανθοκάρηνον,
ὀργίλον, ὀβριμόθυμον, ὀρέσκιον, οὐρεσιφοίτην,
πουλυπότην, πλαγκτῆρα, πολυστέφανον, πολύκωμον,
ῥηξίνοον, ῥαδινόν, ῥικνώδεα, ῥηνοφορῆα,
σκιρτητήν, Σάτυρον, Σεμεληγενέτην, Σεμελῆα,
τερπνόν, ταυρωπόν, Τυρρηνολέτην, ταχύμηνιν,
ὑπνοφόβην, ὑγρόν, ὑμενήιον, ὑλήεντα,
φηρομανῆ, φρικτόν, φιλομειδέα, φοιταλιώτην,
χρυσόκερων, χαρίεντα, χαλίφρονα, χρυσεομίτρην,
ψυχοπλανή, ψεύστην, ψοφομηδέα, ψυχοδέκτην,
ώριον, ωμηστήν, ωρείτροφον, ωρεσίδουπον.
μέλπωμεν βασιλήα φιλεύιον, ειραφιώτην.)
ώριον, ωμηστήν, ωρείτροφον, ωρεσίδουπον.
μέλπωμεν βασιλήα φιλεύιον, ειραφιώτην.)
Μερικές αναγραφές σε λεξικά για να δούμε τις ερμηνείες που δίδονται για τον νεβρό.
Νεβρός (βλ. νέος,
νήπιος) το νεογνό του ελαφιού, επί παραδόξου πράγματος, νέβραξ, νέβρειος,
νεβρή, νευρίας, νεβρίδιον, νεβριδο- νεβρίζω, νεβρίς, νεβρισμός, νεβρίτης,
νεβρόομαι, νεβρόω, νεβρώδης.
Νεύρον (νεαρόν
(α>υ) βλ. νεβρός, διότι από διότι από έντερα νεαρών ζώων ή από νεβρίδες ( = δέρματα νεβρών), κατασκεύαζαν χορδές.- χορδή ή σχοινί, από νεύρα ή άκρα του μυός, με τα οποία αυτός προσκολλάται
στο οστό, νεύρο του νευρικού συστήματος, ρώμη, ισχύς, δύναμη, η χορδή του
τόξου, ή σφενδόνης, νευρία, νεύρα, νευρή, νευράς, νευρικός, νευρικόν, νεύρινος,
νευρο-, νευρόω, νεύρωσις, νευροειδής, νευρώδης, νευρωτικός, νεύρ-, νευριάζω,
νευρίασμα, νευριαστικος, νευρισμένος, νευρικότητα, νευρίνωμα
Ελλός
το νεογνόν της Ελάφου, διότι κρύπτεται, λουφάζει επί του εδάφους, Ελλάς,
Σελλοί- Ελλοί, Ελλην, Ελλάδα, Έλληνας, Έλλην είναι όλες λέξεις με κοινή ρίζα …
Από το Ετυμολογικόν Λεξικόν Ελληνικής γλώσσας
του Σταύρου Ν. Βασδέκη…
Suda,
Lexicon
Alphabetic letter nu, entry 127, line 1
<Νεβρίζων·> Δημοσθένης ὑπὲρ Κτησιφῶντος. οἱ μὲν ὡς τοῦ
Alphabetic letter nu, entry 127, line 1
<Νεβρίζων·> Δημοσθένης ὑπὲρ Κτησιφῶντος. οἱ μὲν ὡς τοῦ
τελοῦντος νεβρίδα ἐνειμένου καὶ
τοὺς τελουμένους διαζωννύντος νε-
βρίσιν, ἐπὶ τὸ
νεβροὺς διασπᾶν κατά τινα ἄρρητον
λόγον.
<Νεβρίς:> ἐλάφου
δέρμα. ἐν Ἐπιγράμμασι· ἄνθετό σοι
κορύναν
καὶ νεβρίδας ὑμέτερος Πάν.
<Νεβρίς.> κισσωτὴν
στέρνοις νεβρίδ' ἀναπτομένη.
<Νεβρός:> ἐλάφου
γέννημα, οἱονεὶ ἐπὶ τὴν
βορὰν ἐξιὸν καὶ
νε-
μόμενον. ἐτυμολογεῖται δὲ
νεοπόρος τις ὤν. καὶ <Νεβρείη
καρδία.> Βάβριος· πεινῶσα
κερδώ, καρδίην δὲ νεβρείην λάπτει πεσοῦσαν,
ἁρπάσασα λαθραίως.
<Νεβρώδ:> ὄνομα
κύριον. ἀφ' οὗ οἱ γίγαντες.
<Νεβρώδης:> ὄνομα κύριον.
Book 2, section 27, line 2
Περὶ νεβροῦ.
Νεβρός ἐστι τὸ τῆς ἐλάφου γέννημα.
Εustathius Philol., Scr. Eccl., Commentarium in
Dionysii periegetae orbis descriptionem
Section 310, line 5
Σημείωσαι δὲ ὅτι νεβρός
μὲν τὸ γέννημα τῆς ἐλάφου διὰ τοῦ β γράφεται,
Νευροί δὲ τὸ ἐθνικὸν, οἱ καὶ Νευρῖται, διὰ τῆς ευ διφθόγγου.
Section 310, line 5
Σημείωσαι δὲ ὅτι νεβρός
μὲν τὸ γέννημα τῆς ἐλάφου διὰ τοῦ β γράφεται,
Νευροί δὲ τὸ ἐθνικὸν, οἱ καὶ Νευρῖται, διὰ τῆς ευ διφθόγγου.
Eustathius Philol., Scr. Eccl., Commentarium in Dionysii periegetae orbis descriptionem
Section 700, line 24
Οὗτοι οἱ Καμαρῖται τὸν Βάκχον
Ἰνδῶν ἐκ πολέμου, φησὶ, δεξάμενοι ἐξένισαν, καὶ ταῖς
Λήναις, ὃ ἔστι ταῖς
Βάκχαις, συνεχόρευσαν, τὰ ἐκείνων
φορήματα, ζώματα
δηλαδὴ
καὶ
νεβρῖδας,
ἐπὶ
στήθεσι
βαλόντες, εὐοῖ
Βάκχε λέγοντες. Ὑμνητικὸν δὲ
ἦν τοῦτο
τὸ λόγιον τῷ Διονύσῳ
ἐπιφωνούμενον, ὥσπερ καὶ τὸ
εὐάν· ὅθεν καὶ
τὸ εὐόζειν
παράγεται, καὶ ὁ Διόνυσος
Εὔϊος λέγεται. Ταῦτα δὲ
οἱ μὲν
ἐδάσυνον, ὡς ἐνθου-
σιαστικὰ πρωτόθετα ἐπιρρήματα, οἱ
δὲ ἐψίλουν,
ἀντὶ
τοῦ εὖ οἱ,
τουτέστιν αὐτῷ, ἐκλαμβανόμενοι τὴν τοῦ
Περιηγητοῦ ταύτην
φωνὴν, καὶ
ἐξ αὐτῆς τὸ
εὐάν προά-
γοντες, τάχα μὲν ἐν μιᾷ
λέξει, τάχα δὲ καὶ ὡς ἐκ δύο
σύνθετον, τοῦ εὖ καὶ
τοῦ αν. Ἰστέον
δὲ ὅτι
αἱ Βάκχαι
αἱ τοῦ Διονύσου ὀπαδοὶ εἰς
ἀμπέλους ἀλληγοροῦνται·
τροφοὶ γὰρ αὗται
τοῦ εἰς
οἶνον ἐκλαμβανομένου
Διονύ-
σου. Αἱ δὲ
Διονυσιακαὶ νεβρῖδες τὴν τῶν σταφυλῶν ἐν
χρόᾳ αἰνίττονται
πολυείδειαν· πολύχροοι γὰρ καὶ αἱ νε-
βρῖδες
καὶ
ποικίλαι τοῖς στίγμασιν· ἢ καὶ τὸ τῶν με-
θυόντων ὑπεμφαίνουσιν
ἀγενές·
δειλὸν
γὰρ
ὁ
νεβρὸς,
τὸ τῆς φυζακινῆς
ἐλάφου νεογνὸν, οὗ
δορὰ
ἡ
νεβρίς·
ἢ καὶ διότι ποικίλοι τὰ εἰς νοῦν διὰ τὸ εὐμετάβολον
οἱ μεθύοντες,
ποικίλον δὲ καὶ ἡ νεβρὶς διὰ τὸ πολύ-
στικτον.
Οι Διονυσιακές νεβρίδες επικροτούν και επιδοκιμάζουν την
χροιά, την ποικιλία την πολυμορφία των δερμάτων που ομοιάζουν την χροιά των
σταφυλιών – αποχρώσεις … Διαφορετικές αποχρώσεις έχουν και οι νεβρίδες και
πολλές μορφές στο χρώμα και στα πλουμίδια, στα σχέδια τους πάνω στο δέρμα των
νεαρών ελαφιών…
Ή και των μεθυσμένων φανερώνει την αγένεια, την ανανδρία
τους, καθώς είναι δειλό το ελαφάκι, της δειλής ελαφίνας ο νεογνός, και δεν θα
πρέπει να σκοτώνεται ή ότι η ευμετάβλητη, αλλοπρόσαλλη, ασταθής και ευμετάβλητη
σκέψη στον νου των μεθυσμένων, ποικίλει
όπως και της νεβρίδος το κατάστικτο, κηλιδωτό, παρδαλό πιτσιλωτό, ποικιλόχρωμο
δέρμα…
συνεχίζετε ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου