Hesychius Lexicogr., Lexicon (Α – Ο)
Alphabetic letter epsilon, entry 1910, line 1
<ἐλαφίαι>· οἱ τῶν ἐλάφων ἀστράγαλοι (Eupol.)
<ἐλαφίνης>· νεβρός
<ἐλάφιον>· κώνειον
*<ἐλαφηβόλος>· κυνηγός.
Alphabetic letter epsilon, entry 1910, line 1
<ἐλαφίαι>· οἱ τῶν ἐλάφων ἀστράγαλοι (Eupol.)
<ἐλαφίνης>· νεβρός
<ἐλάφιον>· κώνειον
*<ἐλαφηβόλος>· κυνηγός.
<ἐλαφηβόλος>·
κυνηγός. APvgn ἀπὸ εἴδους
ἑνὸς
τῶν κυνηγου-
μένων (Σ 319)
<ἐλαφοβοσκός>·
εἶδος βοτάνης
<ἐλαφογενές>·
τῆς ἐλάφου
ὁ μυελός
<ἔλαφον
κεραόν>· ἄῤῥενα. ὁ γὰρ ἄῤῥην ἔχει κέρατα (Γ 24)
<ἔλαφος>·
νεβρός
<ἐλάφου
πηρίς>· οὗτος δοκεῖ βρωθεὶς
πρὸς συνουσίαν ἁρμόζειν
Hesychius Lexicogr., Lexicon (Α – Ο)
<Ἑλλοί>·
Ἕλληνες
οἱ
ἐν
Δωδώνῃ
S καὶ
οἱ
ἱερεῖς
(Π 234 v. l.)
<ἐλλόμενα>·
περικλειόμενα
<ἐλλόν>·
ἀγαθόν.
γλαυκόν. χαροπόν. ἐνθαλάττιον. ταχύ. ἄφωνον.
ὑγρόν.
ἔλαφον
νεογνόν (τ 228)
<ἔλλοπες>· ἐλλείποντες τῆς
ὀπός, τουτέστιν ἄφθογγοι, ἄφωνοι
<καὶ οἱ λεπιδωτοί.> καὶ δασεῖς. καὶ τραχεῖς.
καὶ ποικίλοι
<ἐλλόπιδας>·
ἡ λέξις παρὰ Κρατίνῳ (fr. 408).
γέγονε δὲ παρὰ
τοὺς <ἐλλούς>, καὶ
λέγει κοινῶς τοὺς νεβροὺς
καὶ
τοὺς
στρου-
θούς· ἢ
νεοττοὺς
ὄφεως
ἀπὸ
τοῦ
ἅλλεσθαι
<Ἐλλοπιεῖς>· [ἄφωνοι.
καὶ οἱ
λεπιδωτοί]
[<ἐλλοπίς>· εὐόφθαλμος.
χαροπή]
<Ἐλλοπιῆες>· οἱ
νῦν Ὠρεῖται, παρὰ
Χαλκιδεῦσιν
†<ἐλλοπῶ>· ἀγαθήν
<ἐλόωσιν>· ἐλάσωσιν (Ν 315)
<ἐλλός>·
τὸ
ἔκγονον
τῆς
ἐλάφου
νεογνόν, ὁ νεβρός (τ 228), καὶ
Δωδωναῖος.
καὶ
ὁ
ἐνθαλάττιος
<ἔνελος>·
νεβρός
….
*<ἶνες>· νεῦρα (λ 219) ASgn
<ἰνεύει>· τείνει
<ἰνηθεῖσα>· καθαρθεῖσα, κενωθεῖσα
(Hippocr.)
[<ἱνία>· λῶρα]
<ἰν ἱμίνᾳ>·
ἐν ἡμίσει
<ἰνίον>·
τὸ
ὄπισθεν
τοῦ
τραχήλου νεῦρον (Ε 73) r. καὶ ἡ συνα-
γωγὴ τῶν
χειρῶν
πρὸς
ἀλλήλας.
ἢ
μέτρον. ἢ υἱόν
†<ἰνιπίσας>·
κρούματα ποιά
*<ἶνις>·
υἱὸς
νέος, παῖς, βρέφος, ἀπόγονος νήπιος (Eur. Troad.
571) ASvg
b) <ἱνούλεους>·
νεβρός. ἑνικῶς
*<Ἰνοῦς
παῖδας>·
<Ἰνὼ
Κάδμου θυγάτηρ> AS
…
Hesychius
Lexicogr., Lexicon (Α –
Ο)
Alphabetic
letter kappa, entry 2193, line 1
<κεμάς>· νεβρὸς ἔλαφος r τινὲς δὲ δορκάς (Κ 361)
…<νέβρακες>· οἱ
ἄῤῥενες νεοττοὶ τῶν ἀλεκτρυόνων
*<νεβρίδων>· δορῶν
ἐλάφων (Eur. Bacch. 111 Phoen. 792) AS
*<νεβρίς>· ἐλάφου
δορὰ
Anp
*<νεβροί>· ἐλάφων
γεννήματα (Δ 243?) (r. ASvgnp)
<νεβρός>· νεωστὶ εἰς
βορὰν
ἐληλυθώς.
νεοβόρος
Στη Λέσβο, η λατρευόμενη στην κορυφή του όρους Τριάς είναι ο Δίας Ανταίος, (Ενάντιος,
αντικρινός, εχθρικός, πολέμιος, δυσμενής κλπ) η Ήρα πάντων γενέθλας και ο Διονύσος Κεμηλιος-ωμηστής
Κεμήλιος : εκ του κεμάς, νεαρός έλαφος, ο οποίος εσπάρασσετο υπό των Βακχών κατά τα όργια. Σημείωστε
ότι και ο Αθάμας μέσα στην παράνοιά του είδε τον Μελικέρτη, προτού εκείνος
εμβληθεί στον λέβητα ως έλαφον…
Etymologicum Gudianum,
Etymologicum Gudianum
(ζείδωρος – ὦμαι)
Alphabetic entry nu, page 403, line 44
<Νεβρὸς>, σημαίνει τὸ τῆς ἐλάφου γέννημα· παρὰ τὸ
νεωστὶ πρὸς βορὰν ἰέναι· ἢ παρὰ τὸ νη στερητικὸν
καὶ τὸ βορά· ὃ σημαίνει τὴν τροφήν· τὸ ἐστερημένον τῆς βορᾶς.
Alphabetic entry nu, page 403, line 44
<Νεβρὸς>, σημαίνει τὸ τῆς ἐλάφου γέννημα· παρὰ τὸ
νεωστὶ πρὸς βορὰν ἰέναι· ἢ παρὰ τὸ νη στερητικὸν
καὶ τὸ βορά· ὃ σημαίνει τὴν τροφήν· τὸ ἐστερημένον τῆς βορᾶς.
Νεβρός, της ελαφίνας το γέννημα, που αποτελεί την προσφάτη
τροφή, την νέα τροφή, λεία του σαρκοφάγου ή, από το στερητικό νη+βοράν, το
στερημένο της τροφής… το αδύναμο και το μικρό που δεν εχει ακομα φάει αρκετή
τροφή…
Lexica
Segueriana, Glossae rhetoricae (e cod. Coislin. 345)
Alphabetic
entry nu, page 282, line 20
<Νεβρίζειν>: νεβροῦ δέρμα φορεῖν.
νεβρὸς δὲ ἔκγονόν ἐστιν ἐλάφου.
Τα επίθετα του Διονύσου σχετίζονται με το δέρμα του νεβρού ή νεβρίδα που φορά
εκείνος καθώς και οι βάκχες του. Τα ζώματα, το εσωτερικό φόρεμα που έφτανε
μέχρι τη μέση και το φορούσαν και οι ομηρικοί πολεμιστές, άλλοτε ζώμα ονομάζεται
και η ζώνη ή το ζωνάρι, που φορούν στο στήθος τους.
Ο Ακταίων, ο ξάδερφος του Διονύσου όταν συνάντησε την
Αρτέμιδα, λουόμενη στην Παρθένιον πηγήν, μόλις έχουσα ανακτήσει την παρθενίαν
της, και βλέποντάς την γυμνή- τιμωρήθηκε από την θεά να μεταβληθεί σε ελάφι –
βλέπε Διόνυσο Κεμήλιον - που τον
κατασπάραξαν οι ίδιοι του οι σκύλοι. Σε άλλη όμως διδακτική παραλλαγή η τιμωρία
του Ακταίου οφείλετε στον έρωτά του για την Σεμέλη- βλ. παλ. Κείμενα.
Είδαμε τον Νεβρώδ(η) τον μεγάλο κυνηγό και γίγαντα όλα όσα
δίδονται μέσα από τα αρχαία κείμενα και τις αναφορές στο όνομα του.
Πουθενά σε κανένα λεξικό δεν
δίνεται η ερμηνεία του ονόματος του.
Στα ραβινικά συγγράμματα
ετυμολογούν το όνομα Νεβρώδ (εβρ., Νιμρώδ) ως προερχόμενο από το εβραϊκό
ρήμα "μαράδ", που σημαίνει «στασιάζω».
Ως εκ τούτου, το Ταλμούδ αναρωτιέται :
«Γιατί, λοιπόν, ονομάστηκε Νεβρώδ (εβρ., Νιμρώδ); Επειδή υποκίνησε ολόκληρο τον κόσμο να στασιάσει (χιμρίντ)
εναντίον της κυριαρχίας Εκείνου [δηλαδή του Θεού]».— (Encyclopedia of Biblical Interpretation),
του Μεναχέμ Μ. Κάσερ, Τόμ. 2, 1955, σ. 79.
Ψάχνοντας λοιπόν σε αρκετά εβραϊκά λεξικά δεν μπόρεσα να βρω καμία ερμηνεία της λέξης. Αυθαίρετα συνδυάζουν
μια λέξη, ένα όνομα, δίνοντάς του μια ερμηνεία - το ρήμα μαράδ = στασιάζω και έτσι ονομάζουν τον Νεβρώδ ως τον πρώτο
ΣΤΑΣΙΑΣΤΗ εναντίον του Θεού- αλλα κατ΄ουσίαν εναντίον του έθνους του Ιεχωβά,
καθώς είναι αυτός που τους κατέλαβε και τους συνέτριψε ως λαό.
…Τα περισσότερα
λεξικά μιλούν για τον γιό ενός Κουσίτη/Χουσίτη- βλέπε παλαιότερα κείμενα, και
για μια λέξη που στην ουσία την θεωρούν ως Βαβυλωνιακή ή Σουμερική ή ακόμα στην
καλύτερη των περιπτώσεων ως αρχαία Αραμαική –
Θεωρούν ότι το όνομα του ΝΕΒΡΩΔ προέρχεται από την ονομασία του
Μαρδουκ ή του ΝARUDU ή είναι το όνομα ενός πρίγκηπα της Βαβυλώνας του
Nu-Marad του ανθρώπου ή του γιου του Στασιαστή ή αυτού που στασίασε !!!
Ίσως
η λέξη Νεβρώδης/Νευρώδης δεν υπάρχει στις γνώσεις τους ή τα λεξικά τους – ή πολύ
απλά δεν τη γνωρίζουν …
Νεβρώδης
είναι το επίθετο του Διονύσου/Βάκχου, είναι αυτός που φέρει το κομμάτι του παρδαλού
ρούχου στο στήθος του ή αλλιώς και ο φέρων το δέρμα του νεβρού.
Όμως
νευρώδης είναι ο όμοιος με νεύρο, ίνα, με μύς, και φλέβες, αλλά και ο γεμάτος ισχύ, δύναμη,
σφρίγος, ο ισχυρός και ο δυνατός….Ο
τεντωμένος ως χορδή. Νευροχαρής ο Απόλλων, αυτός που αγαπάει να τοξεύει …
Νευρόω
σημαίνει τεντώνω τα νεύρα, ενδυναμώνω και ενισχύω…
Ακριβώς
σαν τον Νεβρώδ – τον κραταιό κυνηγό εναντίον του Ιεχωβά, στο δέκατο κεφάλαιο της
Γένεσης.
Αν η Ασσυρία πήρε το όνομα της προφανώς από τον Άσσουρ,
γιό του Σημ, ο Νεβρώδ ως εγγονός του Χάμ, πρέπει να εισέβαλε σε σημιτική
περιοχή. Ήταν ο πρώτος δυνατός βασιλιάς και ήρωας, εξ ου και γίγας, όχι μόνο ως
κυνηγός ζώων αλλά και ως πολεμιστής και επιδρομέας. Η μεγάλη κυνηγετική δράση
του και ο ηρωισμός εννοείτε ότι ήταν πράγματα εκ φύσεως συνδεόμενα. Ακόμα και
σήμερα η λέξη κυνήγι χρησιμοποιείται συχνά σε βίαιες συγκρούσεις, ή εκστρατείες …
Brown-Driver-Briggs
נִמְרֹד, נִמְרוֺד proper name, masculine Nimrod (etymology and meaning wholly unknown; Thes (dubious) below מָרַד rebel (of which Hebr. may have thought [compare LagBN 105]); in fact probably Babylonian name;
1 = a god e.g. Marduk, Wecompare Hexateuch (2), 308 f.; Nimrod, Encycl. Brit. (9). xvii. 511, RSSemitic i. 91 n.; 2d ed. 92; HomPSBA xv (1893), 291-300 proposes Narûdu = *Namra-uddu, a star-god.
2 < name of Babylonian king or prince: Nu-marad = 'Man of
Marad' compare DlPa 220 DeGenesis 10:8 [1887]; more
plausibly = Nazi-maraddash (marattash, murudas), HptAR
July, 1884, 93 f.
DlK (1884) SayAth. Feb. 16, 1895, Acad. Mar. 2, 1895
(compare Cheib. Mar. 9), — i.e. a Kashite king, B.C. 1378, but
dubious, compare HptBAS i (1889), 183, JeremIzdubar-Nimrod,
1891, 1 ff.); — son of כּוּשׁ (q. v.), hero and hunter Genesis 10:8,9 (J; king in Babylonia, builder of Nineveh,
etc. Genesis
10:10f.), נִמְרוֺד 1 Chronicles 1:10;
אֶרֶץ נִמְרֹד Micah 5:5
("" אֶרֶץ אַשּׁוּר); ᵐ5 Νεβρωδ.
Όμως ας περάσουμε και στην ερμηνεία που δίδεται από
τα εβραϊκά λεξικά που ερμηνεύουν τον Νεβρώδ
ως Στασιαστή, και της ερμηνειας ότι
το ονομά του προέρχετε από το ρήμα που φωνητικά προφέρετε ως «μαράδ» μερικές
αναφορές σε λεξικά μας δίνουν το ελληνικότατο ρήμα σμαραγέω – σ-μαράσσω-σπαράσσω, αλλα και το μαραίνω με παρόμοια σημασία…
Etymologicum
Magnum,
Etymologicum magnum
Kallierges page 720, line 57
Kallierges page 720, line 57
<Σμαραγεῖ>: Ψοφεῖ, κτυπεῖ· ἀπὸ τοῦ σμάραγος,
σμαραγῶ· τοῦτο παρὰ τὸ
σπαράσσω σπάραγος καὶ
σμάραγος, ψόφος, ἦχος.
Κυρίως γὰρ σμάραγος, ὁ
ἀπὸ σπαραγμοῦ ἦχος. Ἔστι δὲ
καὶ ἕτερον
σμα-
ραγῶ, καὶ σημαίνει τὸ
λάμπω· ἐξ οὗ καὶ σμάραγδος,
ὁ λαμπρότατος λίθος.
Παρὰ τὸ
μαίρω, τὸ λάμπω,
ὁ μέλλων, μαρῶ· κατὰ
παραγωγὴν, μαράσσω· πλεο-
νασμῷ τοῦ σ, σμαράσσω· καὶ ῥηματικὸν ὄνομα,
σμάραγος καὶ
σμάραγδος.
Σμαραγέω –σ-μαράσσω
= βροντώ, χτυπώ, κάνω κρότο,
αντιβουίζω, αντιδονώ, μπουμπουνίζω, πλαταγιζω, κροταλίζω, αχώ, βομβώ, βοώ…
Σπαράσσω= ξεσκίζω,
πληγώνω, κατασπαράζω, καταξεσκίζω, σπαράζω, σπαρταρώ, κομματιάζω, ταράζω,
αναταράζω, προξενώ σπασμό, μαδώ, τραβώ με τα δόντια, διαρρηγνύω, διασύρω,
διαπομπεύω, εξευτελίζω, κουρελιάζω κλπ…
Μαρώ/αινω = εξασθενώ, σβήνω, αφανίζω, καταστρέφω συνεχίζετε ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου