‘Yει
=βρέχει.
Υο (με κλειστό το στόμα) =Το ύδωρ, νερό, ύομαι
=βρέχομαι.
Ύο τσακώνικα=Το ύδωρ, το υέτειον.
Υέτιος ο Δίας, ο πρόξενος της βροχής, αυτός που φέρνει βροχή, ο
όμβριος, ο βρόχινος αλλά και ο βροχερός.
Και τα δύο ονόματα των υιών της παραπέμπουν το μεν πρώτο
στον Ζεύς όμβριο, ή Υέτιο ή Υή
(Δίας ή Βάκχος ή Σαβάζιος, ο θεός της
υγρασίας και του νερού που κάνει τη γή να καρπίζει) Mητέρα του Βάκχου ή Σαβάζιου
η Σεμέλη ή Υη και οι τροφοί του οι νύμφες Υάδες αλλά και Ύειος αυτός που κυλιέται στη λάσπη, (Ησύχιος) ή στον Υετό
στη βροχή και Υάδες οι βροχερές.
Ενώ ‘Υη είναι το ένα από τα επίθετα που έχουν δωθεί
στην Σεμέλη – Σελήνη.
Ύδω-ἄδω=
ὑμνῶ,
ὕδης (κατὰ τὸν
Ἡσύχιον) ὁ
συνετὸς ὁ
ποιητὴς=ὁ πολυμήχανος ποιητὴς, ὁ Ὀδυσσεὺς.
Υδωρ-ούδωρ-βύδωρ-βέδυ-βοδά=λέξις ηπειρωτική.
(Αθηναγόρας)
Υετός=η βροχή, Υάδες οι βροχερές
Υιάδες Αι= Νύμφαι αι αναθρέψασαι τον Βάκχον-Διόνυσον.
Υίδες=Υιών θυγατέρες (υιϊδαϊ).
Υϊδός==Ο του υιού υιός.
Υιήν=Την άμπελον, ή υιόν.
Υιικός επίθ.= Υίιος, (υιός-γιός). Υιική στοργή. Λέξη
με έντονο χαρακτήρα προσωδιακό.
Υιός=Υγιός.
Υίες Αχαιών==Οι Έλληνες περιφραστικώς.
Υιωνείς=Υιών υιέες.
Υιωνοί=υιών υιοί.
Υιωνός=Ο υιός του υιού, έγγονος
Και σε προηγούμενα
κείμενα είδαμε και τον Διόνυσο να λατρεύεται
στο “Περί Ίσιδος και Οσιρίδος” του Πλουτάρχου, και να ονομάζει τον Διόνυσο θεό πάσης υγράς φύσεως και τον ταυτίζει με τον Οσιρη και την
αναβίωση και την παλιγγενεσία του …
Συνλατρεύονται οι
Διόνυσος, Ποσειδώνας Φυτάλμιος και Μελικέρτης. Ίσης δύναμης και ίδιας ποιότητας
θεοί, άλλοι νεότεροι όπως ο Διόνυσος ο υιός ο Υέτιος του Διός, ο μόνος να
κρατήσει το σκήπτρο του με τους κεραυνούς, ο Ενάλιος και ο ‘Υης και ο υιός του
Φυτάλμιου Πατέρα και ο Μελικέρτης ο ομογάλακτος, ο υιός της Δίνης και ο Δίνος η
θαλάσσια έκφραση του Διον-ί-σου σε
κοινούς βωμός και ιερά…Ίδιες ενέργειες και ας τους μαθαίνουμε μέσα από
διαφορετικές ιστορίες, από διαφορετικά κείμενα…
Eratosthenes et Eratosthenica Philol.,
Catasterismi
Chapter 1, section 14, line 9
Τοῦ δὲ Ταύρου τὸ μέτωπον σὺν τῷ προσώπῳ αἱ Ὑάδες καλούμεναι περιέχουσιν
Chapter 1, section 14, line 9
Τοῦ δὲ Ταύρου τὸ μέτωπον σὺν τῷ προσώπῳ αἱ Ὑάδες καλούμεναι περιέχουσιν
αλλά και στις Υάδες δηλ. τα επί του μετώπου κέρατα του
ταύρου του εν ουρανώ άστρου, εισί δε αστέρες επτά, ών κατά την ανατολήν υετός.
ὑὰς ἡ τοῦ
ὀφθαλμοῦ,
= felles oculi, Gloss.; ὑ. ἡ τοῦ
ὀμφαλοῦ,
= felles umbilici, ib. (dub. sens.). v. Ὑάδες.
ὑδᾰτ-αίνομαι, Med., to be dropsical, Hp.Epid.2.1.10.
Act., of
women, to have watery menses, ib.6.1.6, cf. Gal.19.148.
Ύω=Βρέχω αφθόνως, ρίχνω βροχή. Δροσίζω. Όμβριον
ύδωρ=το βροχόνερο.
Υη η Σεμέλη και Υης και ο θεός της υγρασίας και του
νερού που καρπίζει την γή …αλλα και ύησον
το σημερινό ρήμα σαλεύω.
Η άμεση σύνδεση της Σεμέλης ως θεάς της υγρασίας και του νερού της βροχής καθώς και με την κίνηση/σάλεμα κλπ.…
Υετηρία η βροχή και ο βροχερός καιρός. Υέτιος ο Δίας που φέρνει βροχή αλλά και επίθετο του Απόλλωνα Υετόεις δηλ. ο πρόξενος βροχής, ο βρόχινος, βροχερός, ο όμβριος κλπ -
Η άμεση σύνδεση της Σεμέλης ως θεάς της υγρασίας και του νερού της βροχής καθώς και με την κίνηση/σάλεμα κλπ.…
Υετηρία η βροχή και ο βροχερός καιρός. Υέτιος ο Δίας που φέρνει βροχή αλλά και επίθετο του Απόλλωνα Υετόεις δηλ. ο πρόξενος βροχής, ο βρόχινος, βροχερός, ο όμβριος κλπ -
Σε άλλο απόσπασμα του Διόδωρου Σικελιώτη, τα ονόματα
των υιών του Ὑαπάτη καὶ Ὑδάσπη αναφέρονται ως ονόματα παραποτάμων του
Ινδού ποταμού. Μόνο που ο Υαπάτης μετατρέπετε σε Υ(α)πάνιν – Υαπάτην ενώ
ο Υδάσπης παραμένει ως έχει …
Diodorus
Siculus Hist.,
Bibliotheca historica (lib. 1-20)
Book 2, chapter 37, section 5, line 1
Book 2, chapter 37, section 5, line 1
…ὁ δὲ παραπλήσιος τῷ
Γάγγῃ ποταμός, προσαγορευόμενος δὲ
Ἰνδός, ἄρχεται μὲν
ὁμοίως ἀπὸ τῶν
ἄρκτων, ἐμ-
βάλλων δὲ εἰς τὸν
ὠκεανὸν
ἀφορίζει τὴν Ἰνδικήν·
πολλὴν δὲ διεξιὼν
πεδιάδα χώραν δέχεται ποταμοὺς
οὐκ ὀλίγους
πλωτούς, ἐπιφανεστάτους δ' Ὕπανιν
καὶ Ὑδάσπην
καὶ
Ἀκεσῖνον.
χωρὶς δὲ
τούτων ἄλλο
πλῆθος ποταμῶν παντοδαπῶν
διαρρεῖ καὶ ποιεῖ
κατάφυτον πολλοῖς
κηπεύμασι καὶ καρποῖς παντο-
δαποῖς τὴν χώραν. τοῦ
δὲ κατὰ
τοὺς ποταμοὺς
πλήθους καὶ τῆς τῶν
ὑδάτων ὑπερβολῆς αἰτίαν
φέρουσιν οἱ παρ' αὐτοῖς
φιλόσοφοι καὶ φυσικοὶ τοι-
αύτην· τῆς Ἰνδικῆς
φασι τὰς περικειμένας χώρας,
τήν τε Σκυθῶν καὶ Βακτριανῶν,
Έτσι τα δύο τέκνα της Σεμιραμιδος/ ή Sammur-amat του «δώρου της Θάλασσας» είναι δύο ποταμοί
παραπόταμοι του Ινδού ποταμού !!!
Κραταμε όμως ότι ‘Υς
αλλα και συς= σημαίνει όνον
(βράχον), όχι άσχετος προς τους αγρίους βράχους, αλλά και τον Διόνυσον.
(Βλ.όνοι)
Οννης ή Οννις– Ονης ή όνις ή όνος
Όνος =Ποτήριον. Γαϊδουράκι,
Ονοι=Κατά την προϊστορία= Απότομοι βράχοι,
σπηλαιώδεις διάτρητοι.
Ουνάτας=Γάϊδαρος, μουλάρι, άλογο
Ούνοι=Έθνος
Ασιατικόν κατοικών ανέκαθεν εν τη νυν Μογγολίαν. Διον. Περ.730
Ούνος=ποταμός Μαυριτανίας Αφρική
Όμως ὄννης ή ὄννις, Cret. for ὄρνις, Schwyzer 181 iii 8 (Gortyn).
‘Οννις ή ὄρνις, ή όρνυξ, θεωρείτε το πτηνό γενικότερα ή το πουλί, ο οιωνός, σημείο θεόπεμπτο, όρνεο, όρνιο, αλλά και ο πετεινός ή η κότα
ὄρνις, ὁ ὄρνῑθος; ὄρνῑθα, ὄρνιν,
ὄρνεις or ὄρνῑς, ὄρνιξ, ο ἀηδών,
πέρδιξ, ὄ. ἁλκυών, ὄ. κύκνος, χρηστηρίους
ὄρνιθας, ὀρνίθων
οἰωνίσματα, ἀλέκτορα καὶ ὄρνιθα ὄ.
ἐνοίκιος ὄ.
ἢ ταὧς
κλπ.
‘Ορνις δεξιός –
αίσιος οιωνός – οιωνός που αναγγέλλει ευτυχία…
Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum
Kallierges page 631, line 53
Kallierges page 631, line 53
<Ὄρνεον>:
Παρὰ
τὸ
ὀρούειν·
ἢ ἀπὸ τοῦ
αἴρεσθαι. Ἰλιάδος νʹ,
Ὅς ῥα τ' ἀπ' αἰγίλιπος πέτρης περιμήκεος ἀρθεὶς
ὁρμήσαι πεδίοιο διώκειν ὄρνεον ἄλλο.
Ὅμηρος, διὰ τὸν
ἱέρακα. Ἢ παρὰ τὸ τὰ ὄρη νέειν,
ἤγουν διώκειν,
γίνεται ὄρνεον.
<Ὄρνις>: Παρὰ τὸ ὄρω, ὄρις· καὶ
πλεονασμῷ τοῦ
ν, (τί γὰρ ὁρμητικώτερον πτηνοῦ;) γίνεται ὄρνις·
οὐδὲν γὰρ
ὁρμητικώτερον τούτου τοῦ ζῴου.
Ὄρνιθος.
Part+volume 3,2, page 284, line 9
καὶ τὸ ὀργή, παρὰ γὰρ τὸ ὄρω ἐστὶ τὸ σημαῖνον τὸ ὁρμῶ
Philoxenus Gramm., Fragmenta
Fragment 522*, line 2
γen. αβ s. v. κονιορτός = EM
528, 55): <κονι-ορτός>· παρὰ τὸ ὄρω ῥῆμα τὸ σημαῖνον τὸ διεγείρω, ὁ
μέλλων ὄρσω, ῥηματικὸν ὄνομα ὀρτός, ὡς σπείρω σπαρτὸς καὶ κείρω
κορμός· καὶ ἐν συνθέσει μετὰ τοῦ κόνις κονιορτός, ὁ τὴν κόνιν ὀρούων καὶ
ὁρμῶν.
Fragment 522*, line 2
γen. αβ s. v. κονιορτός = EM
528, 55): <κονι-ορτός>· παρὰ τὸ ὄρω ῥῆμα τὸ σημαῖνον τὸ διεγείρω, ὁ
μέλλων ὄρσω, ῥηματικὸν ὄνομα ὀρτός, ὡς σπείρω σπαρτὸς καὶ κείρω
κορμός· καὶ ἐν συνθέσει μετὰ τοῦ κόνις κονιορτός, ὁ τὴν κόνιν ὀρούων καὶ
ὁρμῶν.
Orion Gramm., Etymologicum
Alphabetic letter omicron, page 116, line 13
Ὄρνις>. ὄρω τὸ ὁρμῶ, ὄρις, καὶ πλεονασμῷ τοῦ <ν>, ὄρνις.
Pseudo-Zonaras Lexicogr., Lexicon
Alphabetic letter epsilon, page 753, line 1
ἔστιν ὄρω· ὁ μέλλων ὄρσω· ὁ παθη-
τικὸς ὄρομαι, ὁ παρατατικὸς ὠρόμην, ὤρου, ὤρε-
το καὶ συγκοπῇ ὦρτο, καὶ ἐνῶρτο ἀντὶ τοῦ διε-
γείρετο.
Pseudo-Zonaras Lexicogr., Lexicon
Alphabetic letter omega, page 1894, line 5
Ὤρορε>. διετάραξεν. ἢ
διήγειρεν. ἢ ἐκίνησεν.
ἀπὸ
τοῦ
ὄρω,
ὦρα,
ὤρορεν.
<Ὦρσε>.
διήγειρεν.
Etymologicum Genuinum, Etymologicum genuinum (ἀνάβλησις – βώτορες)
Alphabetic letter alpha, entry 903, line 4
Alphabetic letter alpha, entry 903, line 4
<Ἀνόρουσεν>
(Α 248)· ἀνώρμησεν, ἀνέστη. ἔστιν ὄρω, τὸ
διεγείρομαι, ἐξ
οὗ
ὁ
μέλλων Αἰολικῶς ὄρσω, οἷον
(Γ 250)·
ὄρσεο,
Λαομεδοντιάδη.
τοῦτο τὸ ὄρω
γίνεται κατὰ παραγωγὴν ὀρύω
καὶ πλεονασμῷ τοῦ
<ο> ὀρούω, ὁ μέλλων ὀρούσω,
ὁ ἀόριστος
ὄρουσα ποιητικῶς καὶ ἐν
συνθέσει ἀνόρουσεν·
οἱ γὰρ
ποιηταὶ καὶ οἱ Ἴωνες συναρχομένους
ποιοῦσι τοὺς παρῳχημένους
τοῖς ἰδίοις
ἐνεστῶσιν
AB, Sym. 1056,
EM 1441.
Epim. Hom. (cf. AP III 343, 19).
<Ὄρνεον>, παρὰ τὸ νέειν, ἤγουν διώκειν· ἢ διὰ τὸ εἰς
ὄρην νέειν, ἤγουν
οἰκεῖν.
<Ὁρμώμενος>,
προθυμούμενος. λέγεται δὲ καὶ ὁ ἀναλο-
γούμενος.
<Ὀρνιθευτὴς> καὶ
<ὀρνιθοσκόπος> διαφέρει· ὀρνιθευτὴς
μὲν ὁ θηρεύων ὀρνίθας·
ὀρνιθοσκόπος δὲ, ὁ μάντις ὁ
οἰωνοσκόπος.
omicron.435.43
<Ὄρνις>,
παρὰ
τὸ
ὄρω
τὸ
διεγείρω, οὐδὲν γὰρ ἄλλο ὁρ-
μητικώτερον
τούτου τοῦ ζώου· κλίνεται δὲ ὄρνις ὄρνι-
θος· ὁ κανών·...
<Ὄρνιθος>, παρὰ τὸ ὀρούειν καὶ
ὀρνίσθαι τὶ γὰρ ὁρμη-
τικώτερον τῶν
πετωμένων· ἢ παρὰ τὸ ὅρω τὸ
ὁρμῶ,
ὄρις καὶ ὄρνις.
<Ὀρνύω> καὶ <ὄρνυμι>· ἐκ τοῦ
ὄρω, τὸ
διεγείρω, ὀρύω καὶ
πλεονασμῷ τοῦ ν ὀρύνω
καὶ ἐν
ὑπερβιβασμῷ ὀρνύω,
ὄρνυμι καὶ ὄρνυτος.
καὶ εἰς
τὸ ὀρίνω...
<Ὄρουσεν>, ὥρμησεν· ἔστι
ῥῆμα ὀρούω
τὸ ὁρμῶ· ὄρω
τὸ
διεγείρω·
<Ὄρσεο>,
διεγείρου, ῥῆμα προστακτικὸν ἐνεστῶτος καὶ
παρατατικοῦ· ὁ κανών· οἱ
Ἴωνες τὴν
ου δίφθογγον
εἰς ε καὶ ο λύουσιν, ὡς
ἐν τῷ
ἐμοῦ
ἐμέο, ὄρσου
ὄρσεο,
τὸ ῥῆμα ὄρσω,
καὶ μετάγεται εἰς ἐνεστῶτα· καὶ
κλί-
νεται ἄχρι τοῦ παρατατικοῦ.
<Ὄρσεο>
πόθεν; φαμὲν ὅτι ἀπὸ τοῦ ὄρω. καὶ Αἰολικῶς
ὄρσω...
συνεχίζετε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου