Οι λεξάριθμοι που δόθηκαν σε προηγούμενο κείμενο είναι
ενδεικτικοί. Όμως είναι προφανές των σχέσεων που διέπουν τα ονόματα που
αναλύονται- δίδονται και πως οι ιστορίες και οι μύθοι των προγόνων μας είναι
όχι μόνο αληθινά και μαθηματικά δομημένοι αλλά περιέχουν και δίδουν σ΄ ένα μόνο
όνομα ολόκληρη την ιστορία αλλά και τη «μύηση» που προκύπτει από τον μύθο , δοσμένη
μέσα σε κρυμμένες αριθμητικές πράξεις και
μαθηματικούς τύπους.
Ο Επωπεύς
συνδέεται με την Δήμητρα, την Φ/Περσεφόνη, τον Μονογενή Διόνυσο, την
αναγέννηση, τον τόκο, κάθοδο στον Αδη, τριαδική θεότητα, την Ουράνια Αφροδίτης,
την Αστάρτη κλπ. (δείτε προηγούμενο κείμενο)
Αντίστοιχα δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε και τον
ακόλουθο μύθο -με τον μύθο της Αφροδίτης και του Επωπέα – που περιέχει την
συνέχεια του - τον μύθο αυτόν περί της ελεύσεως του υιού. Συγχρόνως και την
αντίστοιχη μύηση στα Ελευσίνια μυστήρια .‘Όπου ‘Ελευσις: η άφιξη, ο ερχομός και
η έλευσις. Και ταυτόχρονα η αντίστοιχη
παραπομπή στον μύθο της Δάειρας, της
οποίας τον μύθο δεν πρέπει να προσπεράσουμε.
Η
Δάειρα η «σοφή θαλασσινή», που ταυτίζεται με την Αφροδίτη, αλλα και την
Περσεφόνη σε έτερα κειμενα αλλα και την Δήμητρα, την Ηρα, - με τη μινωική
Περιστερά-θεά που αναδυόταν κάθε χρόνο από τη θάλασσα της Πάφου στην Κύπρο με
ανανεωμένη την παρθενία της όπως και στην περίπτωση της Ωκυρρόης δηλ. αυτής που
ρέει γρήγορα - που είδαμε στο προηγούμενο κείμενο (μία από τις Ὠκεανίδες,
κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος) που γεννήθηκε εκεί όπου ρέει ο ποταμός
‘Ιμβρασος (Ποταμός της Σάμου δίπλα στο Ηραίο, όπου λεγόταν ότι η
Ήρα λουζόταν και επανακτούσε την παρθενία της. Γι' αυτό λεγόταν και Παρθένιος).
Η Δάειρα, είναι η πρώτη Ελευσίνια γυναίκα, κόρη του Τιτάνος
Ωκεανού και σύζυγος του Ερμού, η μητέρα του Ελευσίνος., από τον οποίο πήρε και
το όνομά της η πόλις της Ελευσίνας.
Το όνομα Ελευσίς δεν ήταν παρά ένα από τα επίθετα του σιταρο-θεού
Διονύσου, όπου λατρευόταν στα Ελευσίνια μυστήρια, ως η «έλευσις» του Θείου
βρέφους της Σοφής Θαλασσινής θεάς – Δάειρας. Του Πνεύματος που περιφερόταν
επάνω στα νερά καθώς ο Ελευσίς δεν
διέθετε πατέρα, παρά μονο παρθένο μητέρα, και είχε δημιουργηθεί προτού
επικρατήσει η πατριαρχία.
Η ταύτιση της
Αφροδίτης με την Δάειρα και την Δήμητρα. Αλλα και η ταύτιση της υγράς ουσίας με
την Δάειρα, καθώς θεωρείτε και αδερφή
της Στυγός
Phanodemus Hist., Fragmenta
Fragment 21, line 2
Fragment 21, line 2
Eustath. ad Iliad. Ζ: Φαύλως οὖν ὁ
Φανόδημος Ἀφροδίτην
νομίζει τὴν Δάειραν καὶ τὴν
αὐτὴν τῇ Δήμητρι λέγει.
Pherecydes Hist., Fragmenta
Fragment 11, line 1
Fragment 11, line 1
Eustath.
ad Hom. Il. Ζ: Δάειραν
Φερεκύδης ἱστορεῖ Στυγὸς ἀδελφὴν, καὶ ἔοικε, φησὶν,
οὕτως ἔχειν. Ἐπὶ γὰρ ὑγρᾶς οὐσίας τάττουσιν οἱ πα-
λαιοὶ τὴν Δάειραν. Διὸ καὶ πολεμίαν τῇ Δήμητρι νο-
μίζουσι. Ὅταν γὰρ θύηται αὐτῇ, οὐ πάρεστιν ἡ τῆς
Δήμητρος ἱέρεια.
Καὶ οὐδὲ τῶν
τεθυμένων γεύεσθαι
αὐτὴν ὅσιον.
Ομοια δείτε και το ΔΕΥΣ (γενική του Διός, από το δεύω = βρέχω).
Το όνομά της
ετυμολογείται από την ίδια την λέξη για την Γη. Είναι όμως συγκλονιστικό ότι
Δά-ειρα = Δα + ερα, όπου Δα είναι το όνομα της Γης ως θεάς και έρα το «σώμα»
της (http://www.visaltis.net/2013/07/blog-post.html)
Το πανάρχαιο αυτό Όνομα-αριστούργημα της Ελληνικής
Γλώσσης - ΔΑΕΙΡΑ - υπάρχει αναγεγραμμένο με συλλαβική-γραμμική γραφή επί του
ετεροστόμου Αμφορέως της Ελευσίνος. Ο εν λόγω αμφορεύς ανατίθεται στην Δα, την
θεά Γη, γιατί η επιγραφή στην πρώτη σειρά αναφέρει: ΔΑ ΤΙΘΩ. Την Δάειρα
ελάτρευσαν οι Ελευσίνιοι, ως αγία πρόγονό τους, μητέρα του οικιστού της πόλεως,
του ήρωος Ελευσίνος. Στο πρόσωπό της βέβαια λάτρευαν την ίδια την Μεγάλη
Μητέρα. Το διαλαλούν στην επιγραφή του αμφορέως, που θαμμένος επέζησε μετά την
εγκαθίδρυση της νέας Ολυμπιακής λατρείας (της Δήμητρας του Κελεού που ήλθε από
τον Όλυμπο), η οποία αντικατέστησε την παλαιά της Δαείρας!
Η Δάειρα λοιπόν είναι ή κορη του Ωκεανού και μητέρα του
Ελευσίνου- και την λατρεία της θ΄αντικαταστήσουν μ΄αυτην της Δήμητρας και της
Περσεφόνης.
Είναι η ΔΑ είναι η αρχαιότερη
Ελληνική λέξη για την ΓΑ/Γη. Είναι η Μεγάλη Θεά που λατρεύεται απ’ όλους. Με το
Δ (δέλτα) δηλώνει την θεία αυτής ιδιότητα, την κίνηση (θέω=τρέχω, κινούμαι
ταχέως, εξ ού θεός), αλλά και το γυναικείο μόριο. Με το Γ (γάμμα) εκφράζει
απλώς το φυσικό μέγεθος ΓΑ (Γη).
Pausanias Perieg., Graeciae descriptio
Book 1, chapter 38, section 7, line 6
Book 1, chapter 38, section 7, line 6
Ἐλευσῖνα δὲ ἥρωα, ἀφ'
οὗ τὴν πόλιν ὀνομάζουσιν, οἱ μὲν Ἑρμοῦ παῖδα εἶναι
και Δαείρας Ὠκεανοῦ θυγατρὸς λέγουσι, τοῖς δέ ἐστι
πεποιημένα Ὤγυγον
εἶναι
πατέρα Ἐλευσῖνι·
Κατά τον Παυσανία ο Ελευσίνος
είναι ο ήρωας που έδωσε το όνομα του στην πόλη της Ελευσίνος, κάποιοι θεωρούν
ότι είναι παιδί του Ερμή και της Δαείρας θυγατέρας του Ωκεανού, και κάποιοι
πιστεύουν ότι είναι γιός του Ωγύγου που έκτισε την πόλη μετά τον
Κατακλυσμό του Ωγύγου. Κατά τον Σταγειρίτη: «Ο Ώγυγος και Ωγύγης λεγόμενος,
νομίζεται ο πρώτος αυτόχθων βασιλεύς της Αττικής και αρχαιότατος αυτής
οικιστής. Οι μεν ουν Αττικοί έλεγον αυτόν Υιόν της Γης, οίον αυτόχθονα εξ
αγνώστων γονέων. Άλλοι δε του Ποσειδώνος…. Εβασίλευε δε άμα εν τη Αττική και εν
τη Βοιωτία, και απ’ αυτού ωνομάσθησαν αι Ωγύγιαι πύλαι των Θηβών…. Βασιλεύοντος
τοίνυν του Ωγύγου, συνέβη ο πρώτος κατακλυσμός εις την Ελλάδα, του Ωγύγου
καλούμενος και έπνιξε την Αττικήν. Οι δε εγκάτοικοι άλλοι μεν επνίγησαν, άλλοι
δε έφυγον….
Είχε δε γυναίκα ο Ώγυγος την Θήβην, θυγατέρα του Διός, και εγέννησεν εξ αυτής τον Ελευσίνα και τας Πραξιδίκας ως είρηται…. Ο μεν ουν Ελευσίν έκτισε την Ελευσίνα και έμεινεν εκεί μετά τον κατακλυσμόν. Άλλοι δε λέγουσι τούτον υιόν του Ερμού και της Δαείρας του Ωκεανού. Ήτον όμως και άλλη κωμόπολις, Ελευσίνα, και άλλη Αθήναι καλουμένη εν τη Βοιωτία πλησίον της Κωπαΐδος λίμνης, τας οποίας έπνιξε η λίμνη αύτη επί Κέκροπος πλημμυρίσασα. Τινές δε είπον τον Τριπτόλεμον υιόν του Ελευσίνος» (Ωγυγία, Δ΄τόμος, σελ.221). Περισσότερα εδώ
Είχε δε γυναίκα ο Ώγυγος την Θήβην, θυγατέρα του Διός, και εγέννησεν εξ αυτής τον Ελευσίνα και τας Πραξιδίκας ως είρηται…. Ο μεν ουν Ελευσίν έκτισε την Ελευσίνα και έμεινεν εκεί μετά τον κατακλυσμόν. Άλλοι δε λέγουσι τούτον υιόν του Ερμού και της Δαείρας του Ωκεανού. Ήτον όμως και άλλη κωμόπολις, Ελευσίνα, και άλλη Αθήναι καλουμένη εν τη Βοιωτία πλησίον της Κωπαΐδος λίμνης, τας οποίας έπνιξε η λίμνη αύτη επί Κέκροπος πλημμυρίσασα. Τινές δε είπον τον Τριπτόλεμον υιόν του Ελευσίνος» (Ωγυγία, Δ΄τόμος, σελ.221). Περισσότερα εδώ
Το βέβαιον είναι ότι η Δάειρα ελατρεύετο στην Ελευσίνα πριν
από την Δήμητρα. Η εποχή της Δαείρας ανάγεται στον Δευκαλίωνα. Το Σπήλαιον της
Ελευσίνας αποτελούσε τον τόπο λατρείας της Δαείρας. Εκεί δίπλα βρέθηκε ο
αναθηματικός Αμφορεύς, που φέρει την επιγραφή με το όνομά της (με αξιοπρόσεκτη
Γραφή – καλλιτεχνική σχεδόν κρυπτογραφική), σε βάθος τριών μέτρων, στο δάπεδο
οικήματος με προσανατολισμό Ανατολικό-Δυτικό. Τούτο δεικνύει ότι ίσως επρόκειτο για Ναό της Δαείρας, που προσπαθούσε
να επιβιώσει παραλλήλως προς την νέα λατρεία που ανέτελλε. Ο Αμφορεύς
εκτίθεται στο οικείο Αρχαιολογικό Μουσείο, χωρίς να γνωρίζουν επισήμως την
σημασία του!
Στα κείμενα που δίνω παρακάτω,
η Δάειρα ταυτίζεται με την Περσεφόνη – κόρη της Θεάς Δήμητρας, λόγω της δάδας
που φέρει όταν επιτελούνται τα μυστήρια της
Aeschylus Trag., Fragmenta
Tetralogy 42, play A, fragment 480c, line 1
Tetralogy 42, play A, fragment 480c, line 1
Δαῖραν’ <τὴν> Περσεφόνην καλοῦσι, Τιμοσθένης ἐν τῶι Ἐξηγητικῶι
(354 F 1
Jac.) συγκατατίθεται, καὶ <Αἰσχύλος ἐν Ψυχαγωγοῖς> ἐμ-
φαίνει, τὴν
Περσεφόνην ἐκδεχόμενος
8‘Δαῖραν’.
Hesych. Lex. Δ 100 L. (aus Diogenian.): 8‘Δαῖρα’· ἡ αὐτὴ τῆι
Δαείραι.
Etym.
Genuin. ed. K. Wendel (zu oben F 480a): ‘Δάειρα’·
ἡ
Περσεφόνη παρὰ Ἀθηναίοις, παρὰ τὴν ‘δᾶιδα’, ἐπειδὴ μετὰ δάιδων ἐπι-
τελεῖται αὐτῆς τὰ μυστήρια, ἢ ὅτι δᾶιδα φορεῖ (vgl. Ailios Dionysios δ 1
Erbse).
Η Δάειρα ή Δαίρα εκ της δαίδας/Δάδας,
λαμπάδας, επειδή μετά δάδων/ λαμπάδων επιτελούνται τα μυστήρια της. Το ρήμα <Δαίεις>· φλέγεις. και <Δαίει>· καίει. Όμως υπάρχει και
το αντίστοιχο ονομα <Δάειρα> όπου καταγράφεται ως τροφός της Περσεφόνης, ή
επίθετο/ιδιότητα της Δήμητρος, της Ηρας ως αδερφής του Πλούτωνος, αλλα και
ως μητέρα της Σεμέλης - γιαγιάς δλ. του θεού της υγρας φύσεως, του Διονύσου.
Η Δάι(ρ)α είναι η
μεγάλη, σεμνή φοβερά Θεά.
Aelius Herodianus
et Pseudo-Herodianus Gramm., Rhet., Περὶ ὀρθογραφίας
Part+volume 3,2, page 489, line 12
Part+volume 3,2, page 489, line 12
<δᾷδες> λαμπάδες ἔχει τὸ <ι>, ἐπειδὴ εὕρηται κατὰ
διάστασιν δαΐδων.
γίνεται δὲ
ἐκ τοῦ δαίω τὸ διακόπτω καὶ καίω. ὁ μέλλων δαίσω καὶ
λοιπὸν
ἐκ τοῦ δαίς καὶ δᾴς κατὰ
συναίρεσιν· ἔμεινε δὲ τὸ <ι> ἀνεκφώ-
νητον.
Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol.,
Lexicon (Α – Δ)
Alphabetic letter delta, entry 7, line 1
Alphabetic letter delta, entry 7, line 1
<Δᾷδες>·
λαμπάδες.
<Δᾳδουχεῖ>· φαίνει.
<Δαιδάλεον>· τῇ
κατασκευῇ ποικίλον.
<Δαίδαλον>· ποικίλον κατασκεύασμα· ἀπὸ Δαιδάλου τινὸς
μηχανοποιοῦ,
ὃς κατασκευάσας
<***>.
<Δάειρα>· τινὲς
Στυγὸς
ἀδελφήν.
ἔνιοι
τροφὸν
Περσεφόνης.
ἄλλοι τὴν
αὐτὴν
Δήμητρι. τινὲς τὴν αὐτὴν
τῇ
Ἥρᾳ.
καὶ
πιθανὸν
τὴν
Ἥραν δάειραν τοῦ
Πλούτωνος λέγεσθαι· δαὴρ γάρ ἐστιν
ὁ
τοῦ
ἀνδρὸς ἀδελφός.
Ἀριστοφάνης
δὲ
(fr. novum) Σεμέλης φησὶ μητέρα
εἶναι.
<Δαΐα>· μεγάλη,
σεμνή, φοβερά.
<Δάειρα> καὶ
<Δάμων>· ὀνόματα
κύρια.
<Δαΐαν ὁδόν>
(Ar. Ran. 897)· ἔμπειρον, ἀπὸ
τοῦ
δαῆναι
θαυμασθῆναι…
<Δαίεις>·
φλέγεις.
<Δαίει>· καίει.
<Δαΐζων>· διακόπτων. ἢ
παρὰ τὴν δάϊν, τὴν μάχην, ὁ καταμαχόμενος.
<Δαιμονᾶν>·
τὸ ὑπὸ δαίμονος κατέχεσθαι καὶ πλήρη εἶναι
δαί-
μονος, ὡς
<κορυβαντιᾶν> τὸ ὑπὸ
τῶν Κορυβάντων
κατέχεσθαι.
<Δαίμονα>· ἐκστατικόν.
<Δαιμόνιε>· μακάριε.
Τα ρήματα
<δαείω>· οἶδα, ἐπίσταμαι (Φ 61
..) <
αρχ. οἶδα < Fειδ-
του άχρηστου εἴδω "βλέπω" < Fοιδ- < οιδ- < ΙΕ woid-
"γνωρίζω", weid-
"βλέπω, είδα" Ετυμολογία:
[<αρχ. οἶδα] αλλα και ἐπίσταμαι (AM)
Όπου επίσταμαι : γνωρίζω πώς να κάνω κάτι, είμαι ικανός να ενεργήσω 2. είμαι βέβαιος,
έχω πεποίθηση.3. γνωρίζω καλά 4. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) επιστάμενος,
-η, -ο (AM ἐπιστάμενος, -η, -ον) α) νεοελλ. αυτός που
γίνεται με γνώση και προσοχή, εξονυχιστικός («επιστάμενος έλεγχος», «επισταμένη
έρευνα»)β) αρχ.-μσν. έμπειρος, πεπειραμένος αρχ. γνωρίζω κάποιον
(«Ἀρίγνωτον γὰρ οὐδεὶς ὅστις οὐκ ἐπίσταται»).
Από
το επίσταμαι προήλθαν και τα επιστητός, επιστήμων, επιστήμη
με -η- (αντί -α-) αναλογικά προς τα μνή-μη, φή-μη
κ.ά.].
Η έννοια της Δάειρας είναι η θηλυκή μορφή του <δαήμων>·
εἰδήμων, ⌊ἐπιστήμων r *ἔμπειρος. Η θεά της φώτισης, της
γνώσης- που προέρχεται από την ηλιακή φώτιση που φέρει μαζί της και το «κάψιμο»
αλλα και το «μελάνιασμα» για τον α-δαή. Αλλα που φέρει και την μάθηση, την θεία
γνώση, την επιστήμη μέσω της εμ-πυρίας-
την μάθηση μέσω της ηλιοφωτήσεως,
που λαμβάνει το χρίσμα μέσω της βαπτίσεως εν πυρί, μέσα στην φωτιά της μάχης, για να μετατραπεί η γνώση σε εμπειρία, σοφία,
φώτιση, που μοιράζεται όμως και δίδεται σε όσους την αναζητήσουν.
Hesychius Lexicogr., Lexicon (Α – Ο)
Alphabetic letter delta, entry 23, line 1
Alphabetic letter delta, entry 23, line 1
*<δᾷδα>· λαμπάδα vAS
*<δᾷδας>· λαμπηδόνας (g) SP
*<δᾷδες>· λαμπάδες g
[<δαδαίνειν>· ἀντέχειν. ἀτενίζειν. μεριμνᾶν. φροντίζειν. ἀθρῆσαι]
[<δαδεῦνται>·
διαιροῦσιν. εὐωχοῦνται]
*<δᾳδουχεῖ>·
λάμπει, φέγγει. φωτίζει. ⌊φαίνει vgS
*<δᾳδουχίας>·
λαμπαδηφορίας AS λυχναψίας. φωτισμοῦ (2. Macc. 4,22)
*<δᾳδοῦχος>·
λυχνάπτης. ⌊λαμπαδηφόρος SP
*<δᾳδουχοῦνται>· φαίνονται AS
*<δᾳδουχῶν>·
διαλάμπων. SPn φωτίζων SP
<δαδύσσεσθαι>· ἕλκεσθαι.
⌊σπαράσσεσθαι
(Sophr. fr. 117) (pn)
<δαείω>· οἶδα,
ἐπίσταμαι
(Φ 61 ..)
<δαείς>· μαθών
(δ 396?) S
.<δάειν>· κακουργεῖν
<δάειρα>· δαέρα
γὰρ
εἶναι
.... τὸν
τοῦ
ἀνδρὸς
ἀδελφὸν
δηλοῖ.
[καὶ <δαήμων> ἔμπειρος.]
<δαῖσαι>· χορτάσαι σιτίων (Eur. Or. 15 ..)
<δᾶερ>· ἀνδράδελφε (Ζ 355)
*<δαείω>· μάθω (Κ 425) AS
<δαερόν>· μέλαν. καὶ
τὸ καιόμενον
*<δαέρων>· τοῦ
ἀνδρὸς ἀδελφῶν
(Ω 762 ..) AS
<Δαήλης>· ἱερεὺς Ἀρτέμιδος
*a) <δαήμεναι>· <μαθεῖν>
(Ζ 150) S b) *<<δαήμονες>>· ἔμπειροι
vgA γυναῖκες
(*)<δαήμων>· ἔμπειρος τεχνίτης
*<δαήμονος>· ἐμπείρου
τεχνίτου (Ο 411) S
<δαήμων>· εἰδήμων,
⌊ἐπιστήμων
r *ἔμπειρος
Σ
*<δαῆναι>·
μαθεῖν (δ 493) g
<δαηρόν>· θερμόν, καυματηρόν, λαμπρόν, προφανές
<δάης>· μάχης μεγάλης
*<δάηται>· καίηται (Υ 316) S
†<δάθεα>· ἅρπη
φρεατία. Ταραντῖνοι
*<δαίδαλα>· κατασκευάσματα ποικίλα (Ε 60) vgAS
<δαιθμόν>· ἐμπρησμόν
*<δαΐα>· μεγάλη, ἄπειρος
s σεμνή, φοβερά
†<δαΐαν>· τὴν
ἀρουμένην σεμνήν
*<δαΐ>· μάχῃ,
A ὡς γραῦς γραΐ, καὶ
ναῦς ναΐ (Ν 286)
<δαΐν>· μάχην. νίκην λαμπάδων (Callim. fr. 518)
<δαιομένων>· μεριζομένων
<δαϊζόμενος>· μεριζόμενος. τὴν γνώμην διαιρούμενος. (Ξ 20)
<δάϊον>· ἰσχυρόν.
ἀγαθόν
<Δαῖρα>·
ἡ
αὐτὴ
τῇ
Δαείρᾳ
(Aesch. fr. 277)
<δαίς>· πεύκη,
λαμπάς [εὐωχία. ἢ μάχη καὶ
σώφρων]
συνεχίζετε