ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΩΝ ΕΒΔΟΜΟΝ
Ἤδη δ' ἀενάοιο βίου παλιναυξέι καρπῷ
ἄρσενα θηλυτέρῃ γόνιμον σπόρον αὔλακι μίξας
ἄσπορον ἤροσε κόσμον Ἔρως,
φιλότητος ἀροτρεύς·
καὶ φύσις ἐρρίζωτο, τιθηνήτειρα γενέθλης,
καὶ χθονὶ πῦρ
κεράσασα καὶ ἠέρι σύμπλοκον ὕδωρ
ἀνδρομέην μόρφωσε γονὴν τετράζυγι δεσμῷ.
ἀλλὰ βίον μερόπων ἑτερότροπος
εἶχεν ἀνίη
ἀρχόμενον καμάτοιο καὶ οὐ
λήγοντα μερίμνης.
καὶ Διὶ παμμεδέοντι δυηπαθέων γένος ἀνδρῶν
ἄμμορον εὐφροσύνης ἐπεδείκνυε
σύντροφος Αἰών·
οὔ πω γὰρ τοκετοῖο
λεχώια νήματα λύσας
Βάκχον ἀνηκόντιζε
πατὴρ ἐγκύμονι
μηρῷ,
ἀνδρομέης ἄμπαυμα μεληδόνος· οὐ τότε λοιβὴ
ἠερίους ἐμέθυσσε πόρους εὐώδεϊ καπνῷ
οἰνοβαφής, στεφάνους
δὲ θεῶν
λειμωνίδι ποίῃ
θυγατέρες λυκάβαντος ἀτερπέες
ἔπλεκον Ὧραι·
οἴνου γὰρ χρέος ἦεν·
ἀβακχεύτου δὲ χορείης
ἡμιτελὴς ἀνόνητος
ἔην χάρις· ἀγρομένων γὰρ
ὄμματα μοῦνον ἔθελγεν,
ὅτε στροφάδεσσιν ἐρωαῖς
ὀρχηστὴρ πολύκυκλος ἑλίσσετο
λαίλαπι ταρσῶν,
νεύματα μῦθον ἔχων, παλάμην στόμα, δάκτυλα φωνήν.
ἀλλὰ
Διὸς
πετάσας ἐπὶ γούνασι λευκάδα χαίτην
Αἰὼν
ποικιλόμορφος, ἔχων κληῖδα γενέθλης,
ἱκεσίης ὀρέγων κεχαλασμένον ὁλκὸν ὑπήνης,
εἶχε
λιτάς· δαπέδῳ δὲ καθελκομένοιο καρήνου
ἐκταδίην ἔθλιψε ῥάχιν κυρτούμενος αὐχήν·
καὶ
ποδὸς
ὀκλάζοντος
ἀτέρμονα
χεῖρα
τιταίνων
ἀενάου βιότοιο γέρων ἐφθέγξατο ποιμήν·
“Ζεῦ ἄνα, καὶ
σὺ δόκευε κατηφέος ἄλγεα κόσμου·
οὐχ ὁράᾳς,
ὅτι γαῖαν
ὅλην οἴστρησεν
Ἐνυὼ
ὥριον ἀμώουσα ταχυφθιμένης στάχυν ἥβης;
οὔ πω λείψανα κεῖνα παρήλυθεν, ἐξότε
φωτῶν
ἔκλυσας ἔθνεα πάντα, καὶ
ἠερίου ῥόος
ὄμβρου
αἰθέρα
κυμαίνων ἐπεπάφλασε γείτονι Μήνῃ.
χαιρέτω ὠκυμόρων
μερόπων βίος, ὧν ἐπὶ πότμῳ
οὐρανίους
οἴηκας
ἀναίνομαι·
οὐκέτι
κόσμου
πεῖσμα
κυβερνήσω· μακάρων δέ τις ἄλλος ἀρείων
πηδάλιον βιότοιο
παλιννόστοιο δεχέσθω·
ἄλλος ἐμῶν ἐτέων ἐχέτω δρόμον· αἰνοπαθὲς
γὰρ
οἰκτείρων ἐμόγησα πολυτλήτων γένος ἀνδρῶν.
ἄρκιον οὐ πέλε γῆρας,
ὅ περ νεότητα μαραίνει
καὶ βραδὺν ἄνδρα
τίθησι κάτω νεύοντι καρήνῳ,
κυφὸς ὅτε τρομερῇσι
περισσοπόδεσσι πορείαις
γηροκόμῳ βαρύγουνος ἐρείδεται ἠθάδι
βάκτρῳ·
ἄρκιος οὐ πέλε πότμος, ὃς
ἔκρυφε πολλάκι Λήθῃ
νυμφίον ἀρτιχόρευτον
ὁμόστολον ἥλικι νύμφῃ,
συζυγίης ἀλύτοιο
φερέσβια πείσματα λύσας.
οἶδα μέν, ὡς ἐρόεις
πέλεται γάμος, ἧχι λιγαίνει
Πανιάδος σύριγγος ὁμόθροος
αὐλὸς
Ἀθήνης·
ἔμπης, ποῖον ὄνειαρ,
ὅτε ζυγίῳ
παρὰ παστῷ
ἑπτατόνου φόρμιγγος ἀράσσεται ὄρθιος
ἠχώ;
πηκτίδες οὐ λύουσι
μεληδόνας· ἀλλὰ καὶ αὐτὸς
νυμφιδίην ἀχόρευτος Ἔρως ἀπεσείσατο
πεύκην
τερπωλῆς χατέοντας ὀπιπεύων ὑμεναίους.
ἀλλὰ πολυκμήτων μερόπων ἐπίληθον ἀνίης
φάρμακον ἐρρίζωτο
βιοσσόον· οὐράνιον γὰρ
οὐκ ὄφελέν ποτε κεῖνο
πίθου κρήδεμνον ἀνοῖξαι
ἀνδράσι Πανδώρη
γλυκερὸν κακόν. ἀλλὰ καὶ αὐτὸς
ἀνδρομέης κακότητος ἐπαίτιός ἐστι
Προμηθεύς,
ὃς μογερῶν μερόπων ἐπικήδεται·
ἀρχεκάκου
γὰρ
ἀντὶ πυρὸς γλυκὺ νέκταρ, ὅ
περ μακάρων φρένα τέρπει,
κλέψαι μᾶλλον
ὄφελλε
καὶ
ἀνδράσι
δῶρον
ὀπάσσαι,
ἀλλὰ λιπὼν
βιότοιο πολυφλοίσβοιο μερίμνας
σὰς τελετὰς σκοπίαζε κατηφέας· ἦ ῥά σε θέλγει
ἀσπόνδων θυέων ἀνεμώλιος ἀτμὸς ἀλήτης;”
ὣς φαμένοιο
γέροντος ἐπὶ χρόνον ἔμφρονι σιγῇ
μῆτιν ἑὴν ἐλέλιζεν
ἀτέρμονα μητίετα Ζεύς·
καὶ φρενὸς ἡνία
λῦσεν ἐπασσυτέρῃσι δὲ
βουλαῖς
ἐγκεφάλου γονόεντος ἐδινεύοντο μενοιναί.
καὶ Κρονίδης Αἰῶνι θεηγόρον ἴαχε
φωνὴν
ἄξονος ὀμφήεντος ὑπέρτερα
θέσφατα φαίνων·
“ὦ
πάτερ, ἀενάων ἐτέων αὐτόσπορε ποιμήν,
μὴ
νεμέσα· βροτέη γὰρ ἀώριος οὔ ποτε λήγει
πληθομένη μινύθουσα
φύσις, μίμημα σελήνης.
νέκταρ ἔα
μακάρεσσι, καὶ ἀνδράσιν ἄλκαρ ἀνίης
αὐτοχύτῳ
γλυκὺν
οἶνον
ἐοικότα
νέκταρι δώσω,
ἄλλο ποτὸν μερόπεσσιν ἐφάρμενον·
ἀρχέγονος
δὲ
ἄχνυται εἰσέτι κόσμος, ἕως
ἕνα
παῖδα
λοχεύσω.
τίκτω ἐγὼ
γενέτης, καὶ τλήσομαι ἄρσενι μηρῷ
θηλυτέρας ὠδῖνας,
ὅπως
ὠδῖνα
σαώσω.
χθιζὰ μὲν εὐρυάλωος
ἐμῆς
ὑπὸ
νεύματι Δηοῦς
γαῖα χαρασσομένη
σταχύων μνηστῆρι σιδήρῳ
ξηρὸν ἀμαλλοτόκοιο λοχεύσατο καρπὸν ἀρούρης·
ἤδη δ' ἀγλαόδωρος ἐμὸς
πάις ἐν
χθονὶ
πήξει
ὑγρὸν ἀκεσσιπόνοιο θυώδεα καρπὸν ὀπώρης,
νηπενθὴς
Διόνυσος, ἀπενθέα βότρυν ἀέξων,
ἀντίπαλος Δήμητρι· καὶ αἰνήσεις με δοκεύων
ἄμπελον οἰνοτόκοισιν ἐρευθιόωσαν
ἐέρσαις
εὐφροσύνης κήρυκα,
καὶ ἀγρονόμους
παρὰ ληνῷ
ποσσὶ βαρυνομένοισιν
ἐπιθλίβοντας ὀπώρην,
Βασσαρίδων δὲ
φάλαγγα φιλεύιον ὑψόθεν ὤμων
ἄπλοκον αἰθύσσουσαν ἐς
ἠέρα λυσσάδα χαίτην·
καὶ φρένα
βακχεύσαντες ἀμοιβαίοισι κυπέλλοις
πάντες ἀνευάξουσιν ἐπ' εὐκελάδοιο
τραπέζης
ἀνδρομέης Διόνυσον ἀλεξητῆρα γενέθλης.
τοῦτον
ἀεθλεύσαντα
μετὰ
χθόνα σύνδρομον ἄστρων...
Διονυσιακών έβδομον
Η έβδομη ραψωδία τραγουδά την ικεσία του Λευκομαλλου Αιώνα, τη Σεμέλη,
τον έρωτα του Δία και το παράνομο κρεβάτι.
Ηδη ο Ερωτας έσπειρε τον άσπαρτο κόσμο αναμιγνύοντας τον αρσενικό γόνιμο
σπόρο στο θηλυκό αυλάκι, με τον καρπό της
αιώνιας ζωής, που αναγεννιέται, της αγάπης ο γεωργός. Και η φύση ρίζωσε, η τροφός
της νέας γενιάς, αναμειγνυοντας τη φωτιά με τη γή και συμπλέκοντας το νερό με
τον αέρα διαμόρφωσε μ΄αυτήν την τεταρπλή ένωση το γένος των ανθρώπων.
Αλλά ή θλίψη βασάνιζε με πολλούς τρόπους τη ζωή των ανθρώπων που ξεκινούσε
με πόνο και χωρίς να τελειώνουν οι έγνοιες.
Στον κυρίαρχο όλων, το Δια το γένος των πανάθλιων ανθρώπων, που δεν έβρισκε
χαρά παρουσίασε ο σύντροφός του ο Αιών.
Γιατί
ο πατέρας μην έχοντας λύσει τα νήματα της εγκυμοσύνης με τοκετό δεν εξακόντιζε ακόμα
το Βάκχο, που εγκυμονούσε στο μηρό του, την παρηγοριά του ανθρώπινου
καημού. Τότε
τα περάσματα του αέρα δεν μέθυσε το κρασοκόκκινο θυμίαμα με ευωδιαστό καπνό, ενώ
στεφάνια για τους θεούς με τα χορτάρια των λιβαδιών έπλεκαν οι κόρες του έτους,
οι Ώρες, χωρίς χαρά.
Γιατί υπήρχε ανάγκη για κρασί. Του χορού χωρίς κρασί η χαρά ήταν μισή
και μάταιη…
Γιατί τα μάτια των συμποσιαστών τρέπονται μόνο, όταν με ορμητικές στροφές στριφογύριζε με πολλούς κύκλους κάποιος χορευτής μέσα σε
λαίλαπα , χοροπηδητού, μιλώντας με
νεύματα, το χέρι για στόμα και τα δάχτυλα για φωνή. Αλλά αφού πέταξε στα γόνατα του Δία τη
λευκή χαίτη του, ο ποικιλόμορφος Αιών,
κρατώντας τα κλειδιά της ανθρώπινης γενιάς, απλώνοντας την ικετευτική του γενειάδα
παρακαλούσε. Στο δάπεδο σέρνοντας την κεφαλή του μακριά, έκανε τη
ράχη του να πονά κάμπτοντας τον αυχένα του και με λυγισμένα γόνατα, απλώνοντας
τα μακριά του χέρια είπε ο βοσκός
γέροντας της αιώνιας ζωής :
Δία, βασιλιά, κοίτα και συ τα πάθη του σκοτεινιασμένου
κόσμου. Δε βλέπεις, ότι η Ἐνυὼ ( γαρ ο δαίμων τὶς προστάτης τοῦ πολέμου, σύντροφος του
Αρη ). χτύπησε όλη τη γή
κόβοντας τον ανθό της νιότης, που καταστρέφεται γρήγορα Δε χάθηκαν ακόμα τα
απομεινάρια εκείνα, από τότε που όλα τα έθνη των ανθρώπων κατέκλυσες και το ρεύμα της ουράνιας βροχής , σηκώνοντας κύματα
στον αέρα, πάφλασε στη γειτονική Σελήνη. Η ζωή χαιρέτησε τους ανθρώπους, που
πεθαίνουν γρήγορα, γι' αυτή τη μοίρα που τους χτύπησε αρνούμαι το τιμόνι του ουρανού, δε θα κυβερνήσω πια το παλαμάρι του
κόσμου. Κάποιος άλλος από τους μακάριους θεούς, πιο δυνατός, ας δεχθεί το πηδάλιο της
ζωής, που αναγεννιέται. Άλλος ας πάρει
το δρόμο μου των τόσων χρόνων. Κουράστηκα
να θρηνώ το κακότυχο γένος των
πολυβασανισμένων ανθρώπων.
Δεν είναι αρκετά γι' αυτούς τα
γηρατειά, που μαραίνουν τη νεότητα και κάνουν τον άντρα αργό και με σκυμμένο κεφάλι,
καμπούρης πια, με βαριά πόδια στηρίζεται
στο γνωστό μπαστούνι που τον γηροκομεί και έχει τρία πόδια στη δύσκολη πορεία του.
Δεν του είναι αρκετός ο θάνατος, ο οποίος κρύβει στη Λήθη πολλές φορές
γαμπρό νιόπαντρο, σύντροφο με συνομήλικη
κόρη, που λύνει τα ζωοφόρα δεσμά του άλυτου συζυγικού βίου. Γνωρίζω καλά, πόσο
γλυκός είναι " , ο γάμος όταν παίζει
ο αυλός της Αθηνάς στον ίδιο τόνο με τη φλογέρα του Πάνα. Ωστόσο, ποιο το όφελος, όταν
η όρθια ηχώ της εφτάτονης κιθάρας ακούγεται κοντά στη συζυγική
κλίνη; Τα όργανα δε σταματούν τα βάσανα. Αλλά και ο Έρωτας χωρίς χορό πετά μακριά τη γαμήλια λαμπάδα, γιατί κατανοεί ότι οι γάμοι ζητούν την τέρψη. Αλλά για τους πολυβασανισμένους ανθρώπους, της στενοχώριας λησμονιά, ένα φάρμακο σωτήριο ρίζωσε.
Μακάρι η Πανδώρα , το γλυκό κακό για τους
ανθρώπους, ποτέ να μην είχε ανοίξει εκείνο το ουράνιο σκέπασμα του πιθαριού. Αλλά
και ο ίδιος ο Προμηθέας, που φροντίζει για τους βασανισμένους ανθρώπους, είναι
υπαίτιος της ανθρώπινης δυστυχίας. Περισσότερο θα χρησίμευε
αντί για τη φωτιά - που στάθηκε η αρχή του κακού - το
γλυκό νέκταρ να κλέψει το οποίο
ευφραίνει την ψυχή των θεών και να το χαρίσει στους ανθρώπους για να διασκεδάσει με το με το ποτό σου τα
βάσανα του κόσμου.
Αλλά εγκαταλείποντας τις έγνοιες της
πολυκύμαντης ζωής εξέτασε τις κακόκεφες τελετές σου. Στ' αλήθεια σε ευχαριστεί
να ανεβαίνει ο αγύρτης αέρας άδειος από άσπονδες θυσίες;
Έτσι αφού μίλησε ο γέροντας μέσα
σε μακρόχρονη βαθιά σιωπή που κινούσε την αιώνια σκέψη του ο πάνσοφος Δίας.
Έλυσε τα ηνία του μυαλού του.
Οι έγνοιες κινούνταν σε δίνη ενώ το μυαλό γεννούσε τη μια σκέψη μετά την άλλη. Ο Κρονίδης έβγαλε τη θεική φωνή του στον Αιώνα, φανερώνοντας τις απόκρυφες μαντείες του προφητικού άξονα: «Πατέρα, ποιμένα αυτοδημιούργητε των ασταμάτητων
χρόνων μην αγανακτείς. Γιατί η ανθρώπινη
φύση δε σταμάτα ποτέ αυξανόμενη και
σβήνεται σαν τη Σελήνη. Άφησε το νέκταρ στους θεούς και θα δώσω άλλη προστασία από τη στεναχώρια στους ανθρώπους γλυκό κρασί, που να μοιάζει
με νέκταρ που χύνεται μόνο του. Ένα άλλο
ποτό που αρμόζει στους ανθρώπους.
Από τις αρχές της ανθρώπινης γενιάς ο κόσμος ακόμη θλίβεται, μέχρι να γεννήσω ένα γιό. Εγώ θα του δώσω τη ζωή και θα το γεννήσω, και θα υποφέρω τις θηλυκές ωδίνες του τοκετού στον αρσενικό μηρό μου για να σώσω τη γέννα. Χθες κάτω από τα νεύματα της Δηώς της κυράς των αλωνιών η γη χαρασσόμενη από τους μνηστήρες του σιδήρου γεννούσε ξερό καρπό που παρήγαγε στάχυα. Ηδη ο γιός λαμπρό δώρο θα μπήξει στη γή τον υγρό καταπραϋντικό, ευωδιαστό καρπό ενός φυτού, ο Διόνυσος που δεν πενθεί ποτέ, παυσίλυπο σταφύλι φέρνοντας, ο αντίπαλος της Δήμητρας.
Από τις αρχές της ανθρώπινης γενιάς ο κόσμος ακόμη θλίβεται, μέχρι να γεννήσω ένα γιό. Εγώ θα του δώσω τη ζωή και θα το γεννήσω, και θα υποφέρω τις θηλυκές ωδίνες του τοκετού στον αρσενικό μηρό μου για να σώσω τη γέννα. Χθες κάτω από τα νεύματα της Δηώς της κυράς των αλωνιών η γη χαρασσόμενη από τους μνηστήρες του σιδήρου γεννούσε ξερό καρπό που παρήγαγε στάχυα. Ηδη ο γιός λαμπρό δώρο θα μπήξει στη γή τον υγρό καταπραϋντικό, ευωδιαστό καρπό ενός φυτού, ο Διόνυσος που δεν πενθεί ποτέ, παυσίλυπο σταφύλι φέρνοντας, ο αντίπαλος της Δήμητρας.
Και θα με υμνήσεις βλέποντας την άμπελο, τη μάνα του κρασιού να
κοκκινίζει ολόδροση, κήρυκας της χαράς και κοντά στο πατητήρι να συνθλίβουν με
τα βαριά τους πόδια το φυτό και την
παρέα των Βασσαρίδων με φωνές να σείει ψηλά στους ώμους την ξέπλεκη χαίτη που
ανεμίζει σαν τρελή. Και με μεθυσμένα τα
αμοιβαία κύπελλα όλοι θα κάνουν πρόποση
στα πολύβουα τραπέζια για το Διόνυσο, το
σωτήρα της ανθρώπινης γενιάς
συνεχίζετε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου