14 Ιανουαρίου 2012

τὸ ἥμισυ μὲν γυναῖκα,τὸ ἥμισυ δ' ὄφιν οὖσαν,

Το σύκο είναι ο καρπός της συκιάς  και είναι γνωστό στην αρχαία ελληνική γλώσσα και με τις ακόλουθες ονομασίες - συνώνυμα όπως είδαμε και στα κείμενα παραπάνω :  σύκο(ν) - αἱμώνιο( τα κόκκινα σαν αίμα), ασκάδι, βασίλεια ἀφ' ὧν καὶ βασιλίδας ἰσχάδας - ερινόν ή ερινεόν - έρνια (τα άγρια) - ισχάς (αφενός το αττικό, αφετέρου το ξερό) – καλλιστρούθιο,  κόλυθρον (το ώριμο) - κοττάνα (είδος μικρών), καπύρια, κοιλάρια, κυδωναία (τα χειμερινά, κατά Πάμφιλον, υπό Αχαιών) – λαπύρια,  λευκερινεὸς, νικύλεα (υπό Λακεδαιμονίων) - όλονθος ή όλυνθος - ορνιός (αφενός ο ερινεός, αφετέρου ο όλυνθος) , πρόδρομοι, προκνίς ή προκρίς (τα ξερά σύκα),  ρινέαι (οι μαύρες ισχάδες) , σαρκελάρεια,  συκοβασίλεια (τα βασιλικά) - τύκον (υπό Βοιωτών) – τοξαλίον μνημονεύει Ἡρακλέων ὁ Ἐφέσιος,  φήληξ,  φιβαλεα αλλα και μια ακόμα  σειρά από ονόματα όπως  κιρροκοιλάδια, ὑλάδια, σαρκελάφεια, καπύρια, πικρίδια, δρακόντια, λευκόφια, μελανόφια, μυλαικά, ἀσκαλώνια,   χελιδονίαι ισχάδες (τα μαύρα σύκα) καὶ ὀπωροβασιλίδες καὶ κόλουροι   καὶ δίφοροι καὶ Μεγαρικαί αλλα και υλάδια.

Τη μάνα του, τη συκιά, την πρωτοσυναντάμε στη Γένεση, Γ 7: «έρραψαν φύλλα συκής...».
Με τη λέξη συκία ή συκιά ή συκή συναντάμε και άλλα φυτά, παρεμφερή ή όχι. Έτσι η έννοια της συκής περιλαμβάνει επίσης τα φυτά:

Hesychius Lexicogr., Lexicon (Π – Ω)
Alphabetic letter sigma, entry 2234, line 1

<συκάμινα>· ἡ παρ' ἐνίοις <μορέα>, τὸ δένδρον. καὶ ὁ καρπὸς ......
<συκάνης>· συνετὸς [τῆς συκομορέας
<συκάστρια>· συκοφάντρια
<Συκάτης>· ὁ Διόνυσος
<συκῆ>· τὸ ἐν ταῖς πεύκαις γενόμενον δενδρῶδες
<συκηγορίαν>· τὴν ἐν τῷ λέγειν συκοφαντίαν
<συκῆ Αἰγυπτία>· ἡ λεγομένη <κερατία> τὸ δένδρον

Συκάμινος ή αγρία ή μορέα ή συκόμορος ή βάτος ή βατσινιά 
σῡκᾰ/μιν-ος, ἡ, more rarely ὁ,= μορέα, mulberry-tree, ὁ ς. συκάμιν', ὁρᾷς, φορεῖ Amphis 38, cf. Menestor ap. Thphr.HP5.3.4, Com.Adesp.1269, etc.; there were two kinds, red (or black) and white, Thphr.CP6.6.4, HP1.6.1, al.
ς. ἡ Αἰγυπτία,= συκόμορος, ib.1.1.7, cf. PCair.Zen. 83.3 (iii B.C.), Str.17.2.4, D.S.1.34, Ev.Luc.17.6.
ς. ἀγρία, = βάτος (A), Phan.Hist.33.

σῡκᾰ/μιν-ον, τό, fruit of the συκάμινος, mulberry, Amphis 38, Arist.Rh.1413a21, Diocl.Fr.140, LXX Am.7.14; its juice was used by women as a wash, Eub.98.2, Philippid. 19.1.
= συκόμορον, Dsc.1.127.

= σῦκον 11, Sch.Ar.Ra. 1278.
a disease of horses, Hippiatr.127.


Athenaeus Soph., Deipnosophistae
Book 2, Kaibel paragraph 36, line 12    

 ΣΥΚΑΜΙΝΑ. ὅτι πάντων ἁπλῶς οὕτω κα-
λούντων αὐτὰ Ἀλεξανδρεῖς μόνοι μόρα ὀνομάζουσι.  
συκάμινα δὲ οὐ τὰ ἀπὸ τῆς Αἰγυπτίας συκῆς, ἅ τινες
συκόμορα λέγουσιν…
. φέρει δὲ τὸν καρπὸν τοῦτον ἡ Αἰγυπτία συκάμινος ἀπὸ τοῦ ξύλου
καὶ οὐκ ἀπὸ τῶν ἐπικαρπίων. μόρα δὲ τὰ συκάμινα
καὶ παρ' Αἰσχύλῳ ἐν Φρυξὶν ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος
  ἀνὴρ δ' ἐκεῖνος ἦν πεπαίτερος μόρων.
ἐν δὲ Κρήσσαις καὶ κατὰ τῆς βάτου (fr. 111)·
  λευκοῖς τε γὰρ μόροισι καὶ μελαγχίμοις
  καὶ μιλτοπρέπτοις βρίθεται ταὐτοῦ χρόνου.
Σοφοκλῆς (fr. 362)·
  πρῶτον μὲν ὄψει λευκὸν ἀνθοῦντα στάχυν,
  ἔπειτα φοινίξαντα γογγύλον μόρον.
καὶ Νίκανδρος δὲ ἐν Γεωργικοῖς (fr. 75 Schn) ἐμφα-
νίζει καὶ ὅτι πρότερον τῶν ἄλλων ἀκροδρύων φαίνε-
ται μορέην τε καλεῖ τὸ δένδρον ἀεί, ὡς καὶ οἱ Ἀλε-
ξανδρεῖς·
  καὶ μορέης, ἣ παισὶ πέλει μείλιγμα νέοισι,
  πρῶτον ἀπαγγέλλουσα βροτοῖς ἡδεῖαν ὀπώρην.  
 Φαινίας δ' <ὁ> Ἐρέσιος ὁ Ἀριστοτέλους μαθη-
τὴς τὸν τῆς ἀγρίας συκαμίνου καρπὸν μόρον καλεῖ,
ὄντα καὶ αὐτὸν γλυκύτατον καὶ ἥδιστον ὅτε πεπαν-
θείη. γράφει δὲ οὕτως (FHG II 301)· ‘τὸ μόρον τὸ
βατῶδες ξηρανθείσης τῆς σφαίρας τῆς συκαμινώδους
σπερματικὰς ἔχει τὰς συκαμινώδεις διαγονάς, καθάπερ
ὑφάλους καὶ διαφυὰς ἔχει ψαθυρὰς καὶ εὐχύμους.’
Παρθένιος δὲ ἅβρυνά φησι συκάμινα, ἃ καλοῦσιν ἔνιοι
μόρα· Σαλαμίνιοι δὲ τὰ αὐτὰ ταῦτα βάτια


Η αιγυπτιακή συκιά  ή συκάμινος με όμοιο καρπό και φύλλο σαν την συκιά



Theophrastus Phil., Historia plantarum
Book 4, chapter 2, section 1, line 2

 Ἐν Αἰγύπτῳ γάρ ἐστιν ἴδια δένδρα πλείω,
ἥ τε συκάμινος καὶ ἡ περσέα καλουμένη καὶ ἡ
βάλανος καὶ ἡ ἄκανθα καὶ ἕτερ' ἄττα.
 Ἔστι δὲ ἡ μὲν συκάμινος παραπλησία πως τῇ
ἐνταῦθα συκαμίνῳ· καὶ γὰρ τὸ φύλλον παρόμοιον  
ἔχει καὶ τὸ μέγεθος καὶ τὴν ὅλην πρόσοψιν, τὸν
δὲ καρπὸν ἰδίως φέρει παρὰ τὰ ἄλλα, καθάπερ
ἐλέχθη καὶ ἐν τοῖς ἐξ ἀρχῆς· οὐ γὰρ ἀπὸ τῶν
βλαστῶν οὐδ' ἀπὸ τῶν ἀκρεμόνων ἀλλ' ἐκ τοῦ
στελέχους, μέγεθος μὲν ἡλίκον σῦκον καὶ τῇ ὄψει
δὲ παραπλήσιον, τῷ χυλῷ δὲ καὶ τῇ γλυκύτητι
τοῖς ὀλύνθοις, πλὴν γλυκύτερον πολὺ καὶ κεγ-
χραμίδας ὅλως οὐκ ἔχοντα, πλήθει δὲ πολύν.
καὶ πέττειν οὐ δύναται μὴ ἐπικνισθέντα·


Strabo Geogr., Geographica
Book 17, chapter 2, section 4, line 6

…ἡ δὲ περσέα ἐνταῦθα μόνον καὶ παρ' Αἰ-
θίοψι, δένδρον μέγα, καρπὸν ἔχον γλυκὺν καὶ μέγαν,
καὶ ἡ συκάμινος ἡ ἐκφέρουσα τὸν λεγόμενον καρπὸν
συκόμορον· σύκῳ γὰρ ἔοικεν

και το συκόμορον σαν σύκο μοιάζει !!!



Joannes Chrysostomus Scr. Eccl., In Zacchaeum publicanum [Sp.]
Vol 61, pg 768, ln 39

Καὶ ὁ μὲν Ζακχαῖος ἀγνοῶν ἐποίει, θείῳ ζήλῳ φερό-
μενος, καὶ πνευματικῷ ἔρωτι φλεγόμενος ἐπὶ τὴν
συκομορέαν ἔτρεχεν· ὁ δὲ Κύριος μυστικόν τι θεωρή-
σας, ἔλεγε, Κατάβηθι· οἶδά σου τὴν ψυχὴν, οἶδά σου
τὸν ὅσιον ἔρωτα· Κατάβηθι· μνήσθητι ὅτι ὁ Ἀδὰμ
γυμνωθεὶς, ὑπὸ συκῆν ἐκρύβη· σὺ δὲ θέλων σωθῆναι,
ἐπὶ συκομορέαν μὴ ἀνάτρεχε.

Και ο Ζακχαίος με τον θείον ζήλω και τον πνευματικό έρωτα ανεβαίνει στην Συκομορέα … ο δε Αδάμ όταν ένοιωσε γυμνός κρύφτηκε στην συκιά ...

Catenae (Novum Testamentum), Catena in Lucam (typus B) (e codd. Paris. Coislin. 23 + Oxon. Bodl. Misc. 182)
Page 137, line 11

      ἐπιθυμήσαντος γὰρ ἐκείνου τὸν Κύριον Ἰησοῦν θεάσασθαι,
καὶ διὰ τοῦτο ἐπὶ συκομορέαν ἀνελθόντος, ἐβλάστησεν ἐν ἑαυτῷ
σπέρμα σωτηρίας· ὅνπερ ἰδὼν ὁ Χριστὸς τοῖς τῆς θεότητος ὀφθαλ-
μοῖς, ὁ πάντας ἀνθρώπους θέλων σωθῆναι· προτείνει τὴν ἡμερότητα
λέγων, “Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι” καὶ τὰ ἑξῆς· ἐγίνωσκε
γὰρ ὡς προγνώστης Θεὸς τὸ ἐσόμενον.

Ετσι λοιπον, μέσω των κειμένων, αν εισαι ο Ζακχαίος τη γλυτώνεις όταν νιώθεις θείο έρωτα και ανεβαίνεις στην σύκομουριά και βλαστίζει μέσα του σπέρμα της σωτηρίας, αλλά αν εισαι ο Αδάμ και νιώσεις τη γύμνια σου και ίσως εχεις βιώσει τον ανθρώπινο έρωτα και κάνεις το λάθος και κρυφτείς στην συκιά κι όχι στην συκομουριά την έβαψες !!!


Ἰνδικὴ συκῆ καλουμένη μικρὸν ἔχει τὸν καρπὸν καὶ ὀλίγον, ὡς
ἂν εἰς τὴν βλάστην ἐξαναλίσκουσα πᾶσαν τὴν τροφήν δένδρο της Α. Ινδίας, πορτοκαλόχρουν.



Αλλά και η συκή η αιγυπτία ή κερατέα ή χαρουπιά



Αλλά και το σύκο έχει πολλαπλή έννοια και σημαίνει επίσης:
1. τον καρπό της συκιάς
2. το αιδοίον της γυναικός = σύκον
3. είδος σπόγγου σωληνοειδούς και «τιτανώδους»
4. σαρκώδη επίφυση (συκώδες εξάνθημα ή σάρκωμα στα βλέφαρα
5. σάρκωμα και σε άλλα μέρη του σώματος
6. τον καρπό της κερωνίας, στη φράση «σύκον αιγύπτιον», το χαρούπι.

Επιμένοντας στη γενετήσια ορολογία, μια που όλα τα μυστήρια ανα¬φέρονται στην έννοια και λειτουργία της Μητέρας Γης άλλωστε και υπάρχει και η ειδικην συσχέτιση και με την 1η Εντολή (την πραγματικά πρώτη, όπως αναφέρεται στη Γένεση, Α' 28, «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε»), είδαμε το κείμενο όπου ο Συκέας είναι  γιός της Γαίας-  Δωρίων ἱστορεῖ Συκέαν τινὰ ἕνα τῶν Τιτάνων διωκόμενον ὑπὸ Διὸς τὴν μητέρα Γῆν ὑποδέξασθαι καὶ ἀνεῖναι τὸ φυτὸν εἰς διατριβὴν τῷ παιδί, ἀφ' οὗ καὶ Συκέαν πόλιν εἶναι ἐν Κιλικίᾳ-

Ο γιος της Γης, Τιτάν Συκέας μεταμορφώνεται απ' αυτή σε συκιά, για να γλιτώσει την καταδίωξη του Δία, άλλως, ορθότερα: τονίζεται η περιοχή της πόλης Συκέας, της Κιλικίας, από το όνομα του Τιτάνα Συκέα, τον οποίο, καταδιωκόμενο από τον Δία έκρυψε η μητέρα του Γη, κάνοντας ν' αναβλαστήσει η πρώτη συκή  όπως και στην τοποθεσία  της Ιεράς Συκής στην Ελευσίνα από την μητέρα Δήμητρα - ας συλλογιστούμε  ότι και το αιδοίον της γυναικός της μητ-έ-ρας δηλ. ονομάζετε και σύκον ή τύκον (πρβλ. τοκετός, τόκος, από το τίκτω),  έχουμε δει και κάποιες ακόμα ονομασίες του όπως Ιλιον, ροδωνιά, κλπ.

Τα φίδια -όφεις - για να επανέλθουμε στους Πρωτόπλαστους - άρα και η ‘Εχιδνα για να μην ξεχνάμε τη μητέρα της  Σφίγγας,  όπως και η Σφίγγα διαμένει στο Φίκιον Ορος ή στο όρος των συκιών, συνήθως διαμένουν σε δέντρα τυλιγμένα ή κουλουριασμένα.

Θηλυκός όφις είναι και η  ‘Εχιδνα –η  μητέρα της Σφίγγας

Theodosius Gramm., Περὶ γραμματικῆς [Sp.] (fort. auctore Theodoro Prodromo)
Page 132, line 7

… καὶ τὸν μὲν ἄρσενα ὄφιν ὄφιν ἀρσενικῶς ὀνομάσαντες, τὸν δὲ θῆ-

λυν ἔχιδναν θηλυκῶς, καὶ τὸν μὲν ἄρσενα ἄνθρω-
πον ἀρσενικῶς ἄνδρα προσαγορεύσαντες, τὸν δὲ θῆ-
λυν γυναῖκα καλέσαντες, ἵνα κατὰ τὴν ἑκάστου φύσιν
προβαίνῃ καὶ τὰ ὀνόματα….

Η Έχιδνα είναι η ονομασία του θηλυκού Οφη…

Hesiodus Epic., Theogonia

Ὄρθόν τε κτείνας καὶ βουκόλον Εὐρυτίωνα
σταθμῷ ἐν ἠερόεντι πέρην κλυτοῦ Ὠκεανοῖο.
 ἡ δ' ἔτεκ' ἄλλο πέλωρον ἀμήχανον, οὐδὲν ἐοικὸς
θνητοῖς ἀνθρώποις οὐδ' ἀθανάτοισι θεοῖσι,

σπῆι ἔνι γλαφυρῷ, θείην κρατερόφρον' Ἔχιδναν,
ἥμισυ μὲν νύμφην ἑλικώπιδα καλλιπάρηον,
ἥμισυ δ' αὖτε πέλωρον ὄφιν δεινόν τε μέγαν τε
αἰόλον ὠμηστήν, ζαθέης ὑπὸ κεύθεσι γαίης.
ἔνθα δέ οἱ σπέος ἐστὶ κάτω κοίλῃ ὑπὸ πέτρῃ
τηλοῦ ἀπ' ἀθανάτων τε θεῶν θνητῶν τ' ἀνθρώπων,
ἔνθ' ἄρα οἱ δάσσαντο θεοὶ κλυτὰ δώματα ναίειν.
 ἡ δ' ἔρυτ' εἰν Ἀρίμοισιν ὑπὸ χθόνα λυγρὴ Ἔχιδνα,
ἀθάνατος νύμφη καὶ ἀγήραος ἤματα πάντα.
τῇ δὲ Τυφάονά φασι μιγήμεναι ἐν φιλότητι
δεινόν θ' ὑβριστήν τ' ἄνομόν θ' ἑλικώπιδι κούρῃ·
ἡ δ' ὑποκυσαμένη τέκετο κρατερόφρονα τέκνα.
Ὄρθον μὲν πρῶτον κύνα γείνατο Γηρυονῆι·
δεύτερον αὖτις ἔτικτεν ἀμήχανον, οὔ τι φατειόν,
Κέρβερον ὠμηστήν, Ἀίδεω κύνα χαλκεόφωνον,
πεντηκοντακέφαλον, ἀναιδέα τε κρατερόν τε·
τὸ τρίτον Ὕδρην αὖτις ἐγείνατο λύγρ' εἰδυῖαν
Λερναίην, ἣν θρέψε θεὰ λευκώλενος Ἥρη  
ἄπλητον κοτέουσα βίῃ Ἡρακληείῃ.
καὶ τὴν μὲν Διὸς υἱὸς ἐνήρατο νηλέι χαλκῷ
Ἀμφιτρυωνιάδης σὺν ἀρηιφίλῳ Ἰολάῳ
Ἡρακλέης βουλῇσιν Ἀθηναίης ἀγελείης·
ἡ δὲ Χίμαιραν ἔτικτε πνέουσαν ἀμαιμάκετον πῦρ,
δεινήν τε μεγάλην τε ποδώκεά τε κρατερήν τε.
τῆς ἦν τρεῖς κεφαλαί· μία μὲν χαροποῖο λέοντος,
ἡ δὲ χιμαίρης, ἡ δ' ὄφιος κρατεροῖο δράκοντος.
[πρόσθε λέων, ὄπιθεν δὲ δράκων, μέσση δὲ χίμαιρα,
δεινὸν ἀποπνείουσα πυρὸς μένος αἰθομένοιο.]
τὴν μὲν Πήγασος εἷλε καὶ ἐσθλὸς Βελλεροφόντης·
ἡ δ' ἄρα Φῖκ' ὀλοὴν τέκε Καδμείοισιν ὄλεθρον,
Ὄρθῳ ὑποδμηθεῖσα, Νεμειαῖόν τε λέοντα,
τόν ῥ' Ἥρη θρέψασα Διὸς κυδρὴ παράκοιτις
γουνοῖσιν κατένασσε Νεμείης, πῆμ' ἀνθρώποις.
ἔνθ' ἄρ' ὅ γ' οἰκείων ἐλεφαίρετο φῦλ' ἀνθρώπων,
κοιρανέων Τρητοῖο Νεμείης ἠδ' Ἀπέσαντος·
ἀλλά ἑ ἲς ἐδάμασσε βίης Ἡρακληείης.
 Κητὼ δ' ὁπλότατον Φόρκυι φιλότητι μιγεῖσα
γείνατο δεινὸν ὄφιν, ὃς ἐρεμνῆς κεύθεσι γαίης

πείρασιν ἐν μεγάλοις παγχρύσεα μῆλα φυλάσσει.
 τοῦτο μὲν ἐκ Κητοῦς καὶ Φόρκυνος γένος ἐστί.

Κι αυτή, μέσα σε μία ωραία σπηλιά, γέννησε άλλο ακαταμάχητο τέρας που δεν μοιάζει ούτε με τους θνητούς ανθρώπους ούτε με τους αθάνατους θεούς, τη θεϊκή Έχιδνα με τη σκληρή καρδιά, πελώριο φίδι τρομερό και γιγάντιο, στικτό και σαρκοβόρο μέσα στα έγκατα της ιερής γης. Εκεί είναι η σπηλιά της, κάτω απ’ το κοίλωμα ενός βράχου, μακρυά απ τούς αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους. Εκεί της όρισαν οι θεοί να έχει τη ξακουσμένη κατοικία της. Κι εκεί κρατήθηκε στον τόπο των Αρίμων, κάτω απ’ τη γη, η ολέθρια Έχιδνα, η αθάνατη νύμφη που δεν γερνά ποτέ. Λένε ότι ο ανόσιος και ο άνομος Τυφώνας έσμιξε ερωτικά μ’ αυτήν την παιχνιδομάτα κόρη κι αυτή αφού έμεινε έγκυος, γέννησε σκληρόκαρδους γιους. Γέννησε πρώτο τον Όρθρο, τον σκύλο του Γηρυόνη. Δεύτερο γέννησε τον σαρκοβόρο Κέρβερο, τον σκύλο του Άδη τον χαλκόφωνο, με τα πενήντα κεφάλια, ανήλεο και κρατερό. Τρίτη γέννησε την Λερναία Ύδρα που ο νους της ήταν πάντα στο κακό, την οποία ανάθρεψε η λευκοχέρα Ήρα με ασίγαστη οργή για τον ισχυρό Ηρακλή. Αυτήν όμως τη θανάτωσε με το αλύπητο χάλκινο σπαθί του ο γυιός του Δία, απ’ τη γενιά του Αμφιτρύωνα, ο Ηρακλής μαζί με τον πολεμοχαρή Ιόλαο και τη συμπαράσταση της Αθηνάς που μοιράζει τα λάφυρα. Κι ακόμη γέννησε τη φοβερή, την τεράστια Χίμαιρα, τη γοργοπόδαρη και δυνατή, που αναπνέει ακατάσχετη φωτιά. Είχε τρία κεφάλια, το ένα λιονταριού, με τη λαμπερή ματιά, το άλλο γίδας και το άλλο φιδιού, δράκοντα τρομερού. (Μπροστά το λιοντάρι, πίσω το φίδι και στη μέση η γίδα απέπνεαν φλογερή φωτιά). Αυτήν τη σκότωσε ο Πήγασος και ο ανδρείος Βελλερεφόντης. Επίσης σμίγοντας με τον Όρθρο γεννησε την ολέθρια Φίκα (Σφίγγα), την καταστροφή για τον λαό του Κάδμου, και τον Λέοντα της Νεμέας που ανάθρεψε η Ήρα, η τιμημένη ομοκρέβατη του Δία και τον φώλιασε στους λόφους της Νεμέας, για τους ανθρώπους συμφορά. Αλλά κι αυτόν τον νίκησε η ισχύς του Ηρακλή. Και τέλος η Κητώ σμίγοντας ερωτικά με τον νεότατο Φόρκυ, γέννησε ένα τρομερό φίδι, που στα σκοτεινά βάθη της γης, στην άκρη του κόσμου, φυλάει τα ολόχρυσα μήλα. Αυτή λοιπόν είναι η γενιά της Κητούς και του Φόρκυ.

Μια οικογένεια λοιπον η Εχιδνα και η κόρη της η Σ-φίγγα  αλλά και ο Οφις στον κήπο με τα   ολόχρυσα μήλα αλλα και το παράδειγμα και το υπόδειγμα για τον όφη/δια-βολέα στον Παραδείσου με το δέντρο του καλου και του κακού που …ο καρπός του  είναι το μήλο, αλλα και ο αετός που κατατρώγει το συκώτι του παραπεφθέντα Προμηθέα !!!  …. Α ρε κάτι συμ- πτώσεις !!!

Φερεκύδης, Fragmenta, 21, 2

Φερεκύδης ἐν δευτέρῳ,
Τυφῶνος καὶ Ἐχίδνης τῆς Φόρκυνος
φησὶ τὸν ἀετὸν τὸν ἐπιπεμφθέντα Προμηθεῖ.

Γαληνός, Αλληγορίες στη Θεογονία του Ησίοδου

…καὶ τὴν Ἔχιδναν ἐν γλαφυρῷ σπηλαίῳ ἀποτίκτει,
τὸ ἥμισυ μὲν γυναῖκα,τὸ ἥμισυ δ' ὄφιν οὖσαν,
 ποικίλον, ὠμηστήν, παρόσον ἐκ πνευμάτων
 ἀποκλειομένων τοῖς κοιλώμασι τῆς γῆς οἱ
ἐλαύνοντες καὶ δονοῦντες τὴν γῆν συνίστανται σεισμοί,
οὕς τινας δὴ διὰ μὲν τὸ τῆς ἐν αὐτοῖς ξηρᾶς ἀναθυμιά-
σεως ἀνωφερὲς νύμφην ἑλικώπιδα κατὰ τὸ ἄνω μέρος ἡ
αὐτονομία ἡ Ἑλληνικὴ προσηγόρευσε• διὰ δὲ τὸ κάτωθεν
τὴν τοιαύτην ἀναθυμίασιν ῥοιζηδὸν ἐπιτελεῖσθαι καὶ σφο-
δρότερον φαρμακεύειν, οἶον καὶ παραπικραίνειν τῇ τοῦ
ἐν ἑαυτῇ κενώσει ἰοῦ, ὄφιν ὠμηστὴν ὠνόμασε. ποικίλον
δὲ διὰ τὸ διάπορον καὶ ποικίλον τῶν κινήσεων• διάφορα
γὰρ εἴδη σεισμῶν κατὰ διαφόρους κινήσεις τῶν ἐν γῇ
πνευμάτων ἐπιγίνεται. διὰ τοῦτο δὲ καὶ ὑπὸ χθόνα ἡ
λυγρὴ Ἔχιδνα ἐρύεσθαι λέγεται καὶ κωλύεσθαι, παρόσον
οὐδέποτε ἐπιλείπουσιν ἐν τοῖς τῆς γῆς κοιλώμασι πνεύματα.

Ηρόδοτος, Ιστορία, 4, 9, 4

Ὡς δ' ἐγερθῆναι τὸν Ἡρακλέα, δίζησθαι, πάντα δὲ
τῆς χώρης ἐπεξελθόντα τέλος ἀπικέσθαι ἐς τὴν Ὑλαίην
καλεομένην γῆν• ἐνθαῦτα δὲ αὐτὸν εὑρεῖν ἐν ἄντρῳ μιξο-
πάρθενόν τινα ἔχιδναν διφυέα, τῆς τὰ μὲν ἄνω ἀπὸ τῶν

γλουτῶν εἶναι γυναικός, τὰ δὲ ἔνερθε ὄφιος.

Αλλα τα φίδια είναι θαμώνες συχνάζουν ή διαμένουν στη συκιά γιατι τους τρέφει  το γάλα της, άρα ο όφις είναι ο πρώτος συκωρός = πρώτος συκοφάντης  δηλ. αυτός που φανερώνει - ή φανερώνεται στα – σύκα,  και κατά συνέπειαν, με τη δεύτερη ερμηνεία της λέξεως, έχουμε συκοφάντης = διαβολεύς = Διάβολος, επειδή διαβάλλει το γένος των ανθρώπων στο Θεό 

Η λ. «συκοφάντης» στο αρχαίο αττικό δίκαιο αναφέρεται στην ψευδή καταμήνυση, αλλά η αμφίβολη ετυμολογία της από το «φανέρωμα σύκων» (από τάχα απαγορευτικό νόμο εξαγω¬γής σύκων) δεν πείθει, ενώ η άποψη για το <Συκοφαντεῖν:> κνίζειν ἐρωτικῶς. οὕτως Πλάτων καὶ Μένανδρος. To  «φανέρωμα αιδοίων» ή την  πρόκληση ερωτικού πάθους ή ερεθισμού ή ερωτικής παρόξυνσης μπορεί να είναι πολύ πιο …  συμβατή ως έννοια και ως πράξη,  όπως συμβαίνει αν  ερεθιστείς από το φύλλο ή το γάλα της συκιάς, όπως οξεία δερματίτις μετά από επαφή με συκιά …

σῡκοφαντ-έω, to be a συκοφάντης 1, παππῷος ὁ βίος συκοφαντεῖν ἐστί μοι Ar.Av.1452, cf. Ach.828, Ec.562, al., Lys.22.1, Isoc.15.23, 21.5, al., D.53.1, 55.1, al., Men.Epit.1, al.; ς κατ' ἀγοράν Diph.32.16: c. acc. pers., prosecute vexatiously, blackmail, συκοφαντεῖς τοὺς ξένους; Ar. Av.1431, cf. V.1096 (lyr.); τοὺς συμμάχους Isoc.15.318; ἑτέρους ἔσειε καὶ ἐσυκοφάντει Antipho 6.43; ς. τοὺς τὰς οὐσίας ἔχοντας Arist.Pol. 1304b22, cf. Lys.19.9 (Pass.); συκοφαντοῦμαι νῦν ὑπ' αὐτῶν ἀδίκως Id.Fr.43, cf.X.Oec.11.21, Thphr.Char.23.4; ἰδόντες . . σε ὑπὸ Δημέου συκοφαντούμενον PMich.Zen.57.2 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.212.4, 628.3 (iii B.C.), CPR232.3 (ii/iii A.D.); freq. of blackmail by officials, PTeb. 43.26, 789.21 (ii B.C.), UPZ112i4, 113.10,16 (ii B.C.); συκοφαντῆσαι ἡμᾶς καὶ διασεῖσαι BGU1756.11 (i B.C.); μηδένα διασείσητε μηδὲ συκοφαντήσητε Ev.Luc.3.14, cf. CPR238.6 (ii A.D.), PFlor.382.57 (iii A.D.); τοῦ συκοφαντῆσαι ἡμᾶς to seek occasion against us, oppress us, LXX Ge.43.18; ὁ συκοφαντῶν πένητα ib.Pr.14.31; accuse falsely, ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου that is a false charge brought against Hector by Homer, Philostr.Her.12b; κύριε Γάϊε, συκοφαντούμεθα Ph.2.598, cf. 1.145, D.C.38.28, al.: c. acc. et gen., τὸν θεὸν ὀλιγωρίας Ael.Fr.40: c. acc. rei, denounce as contraband, Μεγαρέων τὰ χλανίσκια Ar.Ach.519; extort by false charges or threats, τριάκοντα μνᾶς Lys.26.24; εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν Ev.Luc.19.8: abs., Isoc.18.10.
criticize in a pettifogging way, τοὺς ποιητάς Arist.Po.1456a5, cf. D.H.Th.52, Dem.34, D.S.26.1; lay verbal traps for one, τὸν ῥήτορα βουλόμενος δικαίως ἐξετάζειν καὶ μὴ ς. D.18.232; ς. Θρασύμαχον Pl.R.341c; ὑποσκελίζειν καὶ ς. D.18.138: c. acc. rei, quibble about, μὴ τὰ συμβάντα συκοφάντει ib.192; ς. τὸ πρᾶγμα Id.23.61, D.H.Dem.25; carp at, stint, τὸν ἐπὶ τοῖς καλλίστοις ἔργοις ἔπαινον D.S.4.8: abs., quibble, Pl.R.341b, Arist.Top.139b26, 157a32, D.20.62.

= κνίζω ἐρωτικῶς, Pl.Com. 255, Men.1071.



Κι έτσι να έχουμε και τους  Πρωτόπλαστους όταν κατάλαβαν τη γύμνια τους, να φόρεσαν «έρραψαν», όπως είδαμε «φύλλα συκής»



Ισως και η  πρώτη  προσπάθεια δημιουργία ανθρώπων μέσω της σεξουαλικής πράξης και ερωτικού πάθους  στο φυτουργείο της Σεμιράμιδος όπως έχω γράψει και σε προηγούμενα κείμενα.

Κατά συνέπεια, μπορούμε να πλησιάσουμε το πρόβλημα της κατάρας κατά της συκής περισσότερο συγκρίνοντας την  κατάρα θεού κατά των κατοίκων του Παραδείσου μέσα στον οποίο βρίσκεται  το δέντρο της ζωής /συκής (; ) όπως και του δέντρου της Γνώσης του καλού και του κακού κάτα του Αδάμ και της Εύας.

Suda, Lexicon
Alphabetic letter sigma, entry 1325, line 1

<Συκάζειν:> οὕτω τὸ ἐπηρεάζειν ἔλεγον οἱ παλαιοί. ζήτει ἐν
τῷ ἀποσυκάζεις.
<Συκάμινον:> εἶδος δένδρου. καὶ σάρκωμά τι ἢ ἕλκος γινόμενον
ἐπί τε τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ ταῖς ἕδραις, ὃ καὶ σῦκον λέγεται.
<Συκέα:> τὸ δένδρον. <Σῦκον> δὲ ὁ καρπός.
<Συκῆ·> ζήτει ἐν τῷ ὄλυνθος.
<Σύκινον:> ἀσθενές. καὶ παροιμία· <Συκίνη μάχαιρα,> ἀντὶ
τοῦ συκοφάντις. καὶ ἑτέρα παροιμία· <Συκίνη ἐπικουρία,> ἐπὶ
τῶν ἀνωφελῶν. ἡμεῖς δὲ οἱ καθήμενοι τὴν συκίνην ἐπικουρίαν,
τοὺς στρατιώτας, προσδεχόμενοι. ὅτι συκίνη ναῦς τὸ εὐτελὲς δηλοῖ. καὶ
ζήτει ἐν τῷ ἐγένετο καὶ Μάνδρωνι.  
<Συκομορρέα.> ὅτι τῆς συκομόρρου ὁ καρπὸς οὐ πεπαί-
νεται, εἰ μή τινα βραχεῖαν τομὴν δέξηται.
<Σῦκον αἰτεῖν:> κολακεύειν· νεωστὶ γὰρ τῶν σύκων φαινομέ-
νων, ὡς ἂν εἰς ὥρας ἥκοντες, ἐλιπάρουν τοὺς συκωροὺς δοῦναι.
ζήτει περὶ ἐρινεοῦ τοῦ καρποῦ τῆς ἀγρίας συκῆς ἐν τῷ ἐρινεός.
<Σῦκον αἰτεῖς:> ἐπὶ τῶν κολακευόντων· οἱ γὰρ Ἀθηναῖοι ἐκο-
λάκευον τοὺς γεωργούς, βουλόμενοι παρ' αὐτῶν λαβεῖν πρώϊμα σῦκα·
οἰωνίζοντο γὰρ αὐτοῖς καὶ πάλιν ἐλθεῖν ἐς νέωτα. καὶ πάλιν ἑτέρα
παροιμία· <Σῦκον ἐφ' Ἑρμῇ·> ἐπὶ τῶν προκειμένων ἐπ' ὠφελείᾳ τοῖς
βουλομένοις· ὁπότε γὰρ φανείη σῦκον, τῷ Ἑρμῇ τοῦτο ἀνετίθεσαν,
καὶ ὁ βουλόμενος ἐλάμβανε. καὶ ἑτέρα παροιμία· <Ὥσπερ τὰ σῦκ'
ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔφυ·> ἐπὶ τῶν προσφυῶς τινος πράγματος
ἐχομένων. σῦκα λέγων τὰ σαρκώματα, ἢ ἕλκος γινόμενον ἐπὶ τοῖς

ὀφθαλμοῖς. σῦκον λέγει τὰ ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς σαρκώματα, ἢ ἕλκος
γινόμενον ἐπὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς. Ἀριστοφάνης· ὥσπερ τὰ σῦκ' ἐπὶ τοὺς
ὀφθαλμοὺς ἔφυ.
<Σῦκον:> στύκον τί ὄν, τὸ ἑστηκὸς καὶ μὴ ῥιπτόμενον, ὡς ὁ
ὄλυνθος. ὄλυνθος δὲ παρὰ τὸ ὅλος ἀνθεῖν, ἤγουν ἐκ πρώτης ἀνθή-
σεως τὸ αὐτὸ ἔχειν. ὅτι τὸ σῦκον ἀλεξιφάρμακόν ἐστι, καὶ μόνον·
καὶ ἰσχάδες σὺν πηγάνῳ ὀπτώμεναι καὶ νήσταις διδόμεναι, ὁμοίως
γλήχωνι. καί, σῦκόν τε μελαντραγές. λύσις ὀνείρου· βρῶσις σύκων
δείκνυσι φληνάφων ψόφους.
<Συκοφαντεῖν:> κνίζειν ἐρωτικῶς. οὕτως Πλάτων καὶ Μέναν-
δρος.
<Συκοφαντεῖν:> τὸ ψευδῶς τινος κατηγορεῖν. κεκλῆσθαι δέ
φασι τοῦτο παρ' Ἀθηναίοις πρῶτον εὑρεθέντος τοῦ φυτοῦ τῆς συκῆς
καὶ διὰ τοῦτο κωλυόντων ἐξάγειν τὰ σῦκα. τῶν δὲ φαινόντων τοὺς
ἐξάγοντας συκοφαντῶν κληθέντων, συνέβη καὶ τοὺς ὁπωσοῦν κατ-
ηγοροῦντας τινῶν φιλαπεχθημόνως οὕτω προσαγορευθῆναι. Ἀριστο- 
φάνης· καὶ ταῦτα μὲν δὴ σμικρὰ κἀπιχώρια. ἴδιον γὰρ Ἀθηναίων τὸ
συκοφαντεῖν. Αἰλιανός· ὁ δὲ ἐσυκοφάντει τὸν θεὸν ὀλιγωρίας. ἐκ
δὴ τούτων νόσοι καὶ τροφῶν ἀπορίαι τὴν Ἱμεραίων κατέσχον.
<Συκοφάντης:> λιμοῦ γενομένου ἐν τῇ Ἀττικῇ, τινὲς λάθρα
τὰς συκᾶς τὰς ἀφιερωμένας τοῖς θεοῖς ἐκαρποῦντο· μετὰ δὲ ταῦτα
εὐθηνίας γενομένης, κατηγόρουν τούτων τινές. ἐκεῖθεν οὖν συκοφάντης
λέγεται. ζήτει ἐν τῷ ἀποσυκάζεις.
<Συκοφάντης:> ὁ διάβολος· τὸν γὰρ θεὸν ἐσυκοφάντησε, φήσας
κεκωλυκέναι τοῦ ξύλου τὴν μετάληψιν· καὶ κατὰ τοῦ Ἰώβ· μὴ δωρεὰν
σέβεται Ἰὼβ τὸν θεόν; καὶ <Συκοφαντία,> ἡ ψευδὴς κατηγορία.
καὶ ῥῆμα <Συκοφαντῶ·> αἰτιατικῇ.
<Συκοφάσους:> συκοφάντας. ἦν ἄρα νικῆσαι συκοφάσους
ἀδίκους.
<Συκυαῖσι·> Φερεκράτης Τυραννίδι· ἆρ' ἀραχνία, ὥσπερ ταῖς συκυαῖσι ταῖς
κεναῖς. ζήτει ἐν τῷ ἀράχνη.

Το γάλα στις συκιές είναι αυτό που τρέφει τα σύκα όπως η μητέρα τρέφει το παιδί της  όμοια τρέφονται και τα φίδια από τα δέντρα που φέρουν γάλα όπως τη συκιά ή την συκομορέα ή την φραγκο-συκιά.

Pseudo-Zonaras Lexicogr., Lexicon

…<Γάλα>. ἡ πρώτη τροφὴ τοῦ ζώου, ὃ ἐκ μεταβολῆς

 αἷμα γίνεται. ἢ αἷμα πεπεμμένον, οὐ διεφθαρ-
 μένον, λευκαινόμενον ἐν τοῖς οἰκείοις αὐτοῦ
 καὶ ψυχροτέροις τοῦ ζώου μορίοις. παρὰ τὸ
 καλὸν εἰς ἀνατροφὴν εἶναι. κάλα καὶ γάλα.
….
<Γαλουχεῖ>. ἀντὶ τοῦ γαλακτοτροφεῖ.




συνεχίζετε …

6 σχόλια:

anonymous είπε...

Ψάχνοντας στοιχεία για ένα χαμένο πίνακα/θρύλο του Λεονάρντο, βρήκα τα εξής: Νεαρός όταν ήταν ο Λεονάρντο, του είχε δώσει ο πατέρας του να ζωγραφίσει κάτι πάνω σε μια ξύλινη ασπίδα, την οποία του είχε δώσει ένας από τους χωρικούς του (ο πατέρας του Λεονάρντο – που ήταν νόθος γιός του - ήταν εύπορος και είχε στην έπαυλή του στο Βίντσι, χωρικούς στη δούλεψή του) παρακαλώντας τον, όταν θα πήγαινε στη Φλωρεντία, όπου και διέμενε πλέον ο νεαρός Λεονάρντο σπουδάζοντας την τέχνη του ζωγράφου στο εργαστήριο του Βερόκιο, να ζητήσει από κάποιον να του τη ζωγραφίσουν. Επειδή ο χωρικός ήταν επιδέξιος κυνηγός πουλιών καθώς και ικανότατος ψαράς και ο πατέρας του Λεονάρντο συχνά καρπωνόταν αυτές τις δεξιότητές του, πρόθυμα δέχτηκε την παράκληση του, δίνοντας την ασπίδα στον Λεονάρντο, δίχως να του πει για ποιόν προοριζόταν. Τα ενδιαφέροντα και σχετιζόμενα με την ανάρτησή σας στοιχεία είναι πως την ασπίδα την είχε φτιάξει με τα χέρια του ο χωρικός από μια γέρικη συκιά που υπήρχε στο κτήμα και είχε πια ξεριζωθεί και πως ο Λεονάρντο αυτό που θέλησε αμέσως να κάνει μόλις είδε την ασπίδα από ξύλο συκιάς, ήταν το κεφάλι της Μέδουσας.

anonymous είπε...

Επίσης, και να με συγχωρείτε για την παρατήρηση, το μωβ χρώμα των γραμμάτων των σχολίων πάνω στο γκρι φόντο κάνουν τα σχόλια δυσανάγνωστα υποβάλλοντας τους αναγνώστες τους σε «οπτική δοκιμασία». Κάτι που έχω παρατηρήσει και σε κάποιες παλαιότερες αναρτήσεις σας όπου το σο(λο)μόν χρώμα των γραμμάτων αχνοφαίνεται πάνω στο λευκό φόντο της ανάρτησης. Ενδεχομένως να είναι μέσα στις προθέσεις σας κάτι τέτοιο, ώστε να κάνει τον αναγνώστη να ενσκήψει περισσότερο στα κείμενα και να τα διαβάσει αργά και προσεκτικά. Αν δεν είναι ωστόσο, μπορείτε να αυξήσετε το κοντράστ μεταξύ φόντου και γραμμάτων ώστε να ρέει οπτικά η ανάγνωση.

anonymous είπε...

Βέβαια, επιλέγοντας τα σχετικά κείμενα με τον κέρσορα, τα γράμματα γίνονται λευκά σαν το γάλα, το φόντο γαλάζιο σαν του ουρανού και η ανάγνωση ρέει σαν Γαλαξίας. Ίσως, λοιπόν, να πρέπει να σκεφτεί αυτό ο αναγνώστης, πως δηλαδή οφείλει να βρει ο ίδιος έναν τρόπο ώστε τα κείμενα να γίνουν ευανάγνωστα γι’ αυτόν και ίσως αυτή να είναι η λύση της οπτικής δοκιμασίας.

Καλό Σκύριακο

Ατάργα τις είπε...

Καλησπέρα

το ιστολογιο ήταν κάποτε μαύρο οποτε τοτε οι γραμματοσειρές ήταν σομον και λευκές, στα παλαιότερα κειμενα αυτά.

Ελπίζω τώρα με τα μαύρα γραμματα να ειναι καλύτερα. Πιο ευανάγνωστο.

Διαφορετικα θα επιστρέψει στην μελανα όψη του ...

οσο για τον Nτα Βιντσι ... σωστό τον βρίσκω του βγηκε η πραγματική χρήση της συκιάς .. φαντάζομαι την ασχήμια της ασπίδας για να τον εμπνεύσει σε κάτι τοσο τρομακτικό, εκτός αν το έκανε για καθαρά προτρεπτικούς λόγους.


Υ.Σ. εχω πάψει να ζωγραφίζω αλλα κάποια στιγμη ισως τα κειμενα με εμπνεύσουν να δώσω και τις δικές μου εκδοχές στους μύθους, ισως και μέσω της ζωγραφικής μου...

Καλο βράδυ

Unknown είπε...

"ενθαδ΄αναξ ηρως Φυταλος δεξατο ποτε σεμνην Δημητραν` οτε πρωτον οπωρας..."

Πως σε ξεγελασε αυτο το σημαντικοτατο γεγονος της περι την συκην σου ιστοριας;

Ατάργα τις είπε...

το πρωτο σας σχόλιο διεγράφει. Με αναγκάσετε με την γλώσσα που χρησιμοποιησατε. Χυδαία σχόλια θα διαγράφονται.

Οσο για το δευτερο σας σχόλιο, πολύ απλά δεν θυμόμουν τον ήρωα, σας ευχαριστώ για την υπενθύμιση στο κειμενο του Παυσανία.

Καλη συνέχεια

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...