….ἔγραφεν εἰς μέσα νῶτα
ποθοβλήτοιο φαρέτρης·
’πρῶτος ἄγει Κρονίωνα βοώπιδος ἐς λέχος Ἰοῦς·’
’δεύτερος Εὐρώπην
μνηστεύεται ἅρπαγι ταύρῳ·’
’Πλουτοῦς
εἰς
ὑμέναιον
ἄγει
τρίτος ἀρχὸν Ὀλύμπου·’
’τέτρατος εἰς
Δανάην καλέει χρύσειον ἀκοίτην·’
’πέμπτος ἐπεντύνει
Σεμέλῃ
φλογεροὺς ὑμεναίους·’
’αἰετὸν Αἰγίνῃ πρόμον αἰθέρος
ἕκτος ὀπάζει·’
’ἕβδομος Ἀντιόπην Σατύρῳ
δολόεντι συνάπτει·’
’ὄγδοος ἔμφρονα κύκνον ἄγει
γυμνόχροϊ Λήδῃ·’
’εἴνατος ἵππια λέκτρα φέρει Περραιβίδι Δίῃ·’
’θέλγεται Ἀλκμήνης
δεκάτῳ τρισέληνος ἀκοίτης·’
’ἑνδέκατος μεθέπει
νυμφεύματα Λαοδαμείης·’
’δωδέκατος τριέλικτον Ὀλυμπιάδος
πόσιν ἕλκει.’
ἀλλ' ὅτε πάντας ὄπωπεν
Ἔρως στοιχηδὸν ἀφάσσων,
ἄλλους μὲν μεθέηκε πυριγλώχινας ὀιστούς,
χειρὶ δὲ πέμπτον ἄειρε
καὶ ἥρμοσεν
αἴθοπι νευρῇ
κισσὸν ἐπὶ
γλωχῖνι βαλὼν πτερόεντος ὀιστοῦ,
δαίμονος ἀμπελόεντος
ἵνα στέφος ἅρμενον εἴη,
νεκταρέου κρητῆρος ὅλον βέλος ἰκμάδι
βάψας,
νεκταρέην ἵνα Βάκχος
ἀεξήσειεν ὀπώρην.
ὄφρα μὲν εἰς
Διὸς οἶκον
Ἔρως κουφίζετο παλμῷ,
τόφρα δὲ καὶ Σεμέλη ῥοδοειδέι
σύνδρομος ὄρθρῳ
ἀργυρέης ἐτίταινε δι' ἄστεος
ἦχον ἱμάσθλης
ἡμιόνους ἐλάουσα, καὶ
ὄρθιος ἄκρα
κονίης
λεπτὸς ἐυκνήμιδος ἐπέγραφεν
ὁλκὸς
ἀπήνης·
ὄμμασι γὰρ ληθαῖον
ἀμεργομένη πτερὸν Ὕπνου
ἀντιτύπῳ πόμπευεν ἀλήμονα
θυμὸν ὀνείρῳ
θέσφατα ποικίλλοντι, καὶ
ἀρτιγόνοισι κορύμβοις
ἔλπετο καλλιπέτηλον ἰδεῖν
φυτὸν ἔνδοθι
κήπου
ἔγχλοον, οἰδαλέῳ
βεβαρημένον ὄμφακι καρπῷ,
νειφόμενον Κρονίωνος ἀεξιφύτοισιν
ἐέρσαις·
Βέλη που ειναι έτοιμα στο θηκάρι του Ερωτα και το πέμπτο για την Σεμέλη, το πρώτο για την Ιώ, το δεύτερο για την Ευρώπη, το τρίτο για την Πλουτώ και το τέταρτο για την Δανάη... ερωμένες-σύζυγοι του Πατερα Δία... Νόννου Διονυσιακά συνέχεια ...
Το τέταρτο καλεί στη Δανάη τον χρυσό σύζυγο. Το πέμπτο
προσφέρει φλογερούς γάμους με τη Σεμέλη. Το έκτο τον αετό που μάχεται στον
ουρανό θα φέρει στην Αίγινα. Το έβδομο την Αντιόπη ενώνει με τον πανούργο
Σάτυρο. Το όγδοο οδηγεί το θεϊκό κύκνο στη γυμνή Λήδα. Το ένατο φέρνει αγκαλιά
αλόγου στην Περραιβίδα Δία. Με το δέκατο μαγεύεται ο εραστής της Αλκμήνης για
τρία φεγγάρια. Το ενδέκατο έχει τους γάμους της Λαοδάμειας. Το δωδέκατο έλκει
τον εραστή της Ολυμπιάδας τρεις φορές. Αλλά όταν όλους τους κοίταξε, ο Έρωτας
παίρνοντας τα με τη σειρά, άφησε, τα βέλη με τις φλογερές γλώσσες και το πέμπτο σήκωσε με τα χέρια και το
άρμοσε σε λαμπερή χορδή, για να βάλει κανείς στη γωνία του φτερωτού βέλους
κισσό, για να αρμόζει το στεφάνι του αμπελουργού θεού, βουτώντας όλο το βέλος
στο δροσερό νέκταρ, για να θρέψει ο Βάκχος τον καρπό από νέκταρ.
Τότε που ο έρωτας πετούσε προς το σπίτι του Δία, η Σεμέλη, η
συνοδοιπόρος με τη ροδόχρωμη αυγή άπλωνε τον ήχο αργυρού μαστιγίου μέσα στην
πόλη, βάζοντας τους ημιόνους να τρέχουν και η λεπτή σκόνη της καλότροχης άμαξας
διέγραφε σε ευθεία γραμμή τα χνάρια της. Γιατί απομακρύνοντας το φτερό του Ληθαίου
Ύπνου από τα μάτια της έστελνε την περιπλανώμενη ψυχή της σε προφητικό όνειρο
και είδε ένα φυτό μέσα στον κήπο της με όμορφα πέταλα, ολάνθιστο με νεαρά
μπουμπούκια και καταπράσινο, γερμένο από άγουρο φουσκωμένο καρπό, που λύγιζε
από τη δροσιά που αυξάνει τα φυτά.
ἐξαπίνης δὲ πεσοῦσα
δι' αἰθέρος οὐρανίη φλὸξ
δένδρον ὅλον
πρήνιξε, νέου δ' οὐχ ἥπτετο καρποῦ·
ἀλλά μιν ἁρπάξας τανυσίπτερος ὄρνις
ἀλήτης
ἡμιτελῆ χατέοντα τελεσσιγόνοιο
λοχείης
ὤρεγε μὲν Κρονίωνι· πατὴρ
δέ μιν ἡδέι κόλπῳ
δέκτο λαβών, μηρῷ δὲ
συνέρραφεν· ἀντὶ δὲ καρποῦ
ταυροφυὴς
κερόεντι τύπῳ μορφούμενος ἀνὴρ
αὐτοτελὴς
βλάστησεν ὑπὲρ βουβῶνα τοκῆος·
καὶ Σεμέλη φυτὸν ἦεν.
ὑπερφρίσσουσα δὲ κούρη
ἐκ λεχέων ἀνέπαλτο καὶ
ἐπτοίησε τοκῆα
εὐπετάλων ἐνέπουσα σελασφόρον ἀτμὸν ὀνείρων.
καὶ Σεμέλης δεδόνητο
φυτὸν πυρίκαυτον ἀκούων
Κάδμος ἄναξ· καλέσας
δὲ θεηγόρον υἷα Χαρικλοῦς
πρώιος αἰθαλόεντας ἐπέφραδε παιδὸς
ὀνείρους.
καὶ τότε Τειρεσίαο
δεδεγμένος ἔνθεον ὀμφὴν
παῖδα πατὴρ προέηκεν ἐς
ἠθάδα νειὸν
Ἀθήνης
Ζηνὶ θυηπολέουσαν ἀκοντιστῆρι
κεραυνοῦ
ταῦρον ὁμοκραίροιο φυῆς
ἴνδαλμα Λυαίου,
καὶ τράγον ἐσσομένης σταφυλητόμον ἐχθρὸν
ὀπώρης.
ἔνθεν ἔβη πρὸ
πόληος, ὅπως Διὶ βωμὸν ἀνάψῃ,
ἀστεροπῆς μεδέοντι· παρισταμένη δὲ θυηλαῖς
αἵματι κόλπον ἔδευσε, φόνῳ
δ' ἐρραίνετο κούρη·
καὶ πλοκάμους ἐδίηναν ἀφειδέες
αἵματος ὁλκοί,
καὶ βοέαις
λιβάδεσσιν ἐπορφύροντο χιτῶνες.
Ξαφνικά μια ουράνια
φλόγα έπεσε, στον ουρανό, ολόκληρο δέντρο έριξε, κάτω, αλλά τον καρπό του δεν
τον άγγιζε. Αλλά. αφού τον άρπαξε ένα γοργόφτερο περιπλανώμενο πουλί, ήταν
μισοτελειωμένος και είχε ανάγκη να ολοκληρωθεί η εγκυμοσύνη του, τον πρόσφερε
στο Δία. Ο πατέρας το δέχτηκε στη στοργική αγκαλιά του, και τον έραψε στο μηρό
του. Αντί για καρπό ο άντρας
διαμόρφωσε τη μορφή του ταύρου με κέρατα και βλάστησε σαν τέλειος άντρας πάνω
στη βουβωνική χώρα του γονιού του. Και η Σεμέλη ήταν φυτό, τρέμοντας από
φόβο η κόρη αναπήδησε από το κρεβάτι της και τρόμαξε τον πατέρα, όταν του
διηγήθηκε το όνειρο με τον καρπό και το λαμπερό κεραυνό και ταρασσόταν ο
βασιλιάς Κάδμος, ακούγοντας για το
φλογισμένο φυτό της Σεμέλης. Αφού κάλεσε το θεόπνευστο γιο της Χαρικλούς,
το πρωί, του είπε πάλι για τον κεραυνό του ονείρου του παιδιού του. Και τότε
δεχόμενος την ένθεη μαντεία του Τειρεσία, ο
πατέρας έστειλε την κόρη του στο γνωστό ναό της Αθηνάς, για να θυσιάσει στο
Δία, τον ακοντιστή των κεραυνών, έναν ταύρο ομοίωμα της κερασφόρας φύσης του
Λυαίου και να γίνει τράγος, εχθρός που θερίζει τους καρπούς. Βγήκε τα
κορίτσι από τις μπροστινές πόρτες της πόλης, για να ανάψει φωτιά στο βωμό του
Δία, τον κυρίαρχο της αστραπής. Και ενώ στεκόταν κοντά στον τόπο της θυσίας
κατέβρεξε με αίμα την τραχηλιά της και την κόρη έρανε ο φόνος. Και τα
σιντριβάνια του ανελέητου αίματος έβρεξαν τις μπούκλες και οι χιτώνες βάφονταν κόκκινοι
από τον ταύρο στο λιβάδι και αφού πήρε το δρόμο της κοντά στην κοίτη του
γειτονικού Αισωπού με τα πολλά καλάμια, βάδισε πλάι στο πατρικό του νερό, η
κόρη με τα διάφανα πέπλα, για να ξεπλύνει τα στικτά και βρεγμένα από το
ακάθαρτο αίμα ρούχα της στη ροή του.
καὶ δρόμον ἰθύνουσα βαθυσχοίνῳ παρὰ ποίῃ
γείτονος Ἀσωποῖο μετέστιχε πάτριον ὕδωρ
παρθένος αἰολόπεπλος,
ἵνα σμήξειε ῥεέθροις
στικτὰ
πολυρραθάμιγγι δεδευμένα φάρεα λύθρῳ.
καὶ φόβον ἄλλον ἔδεκτο,
καὶ ὑψόθι
γείτονος ὄχθης
ἠῴην παρὰ πέζαν ἀλεξικάκου
ποταμοῖο
εἰς ῥόον, εἰς
ἀνέμους ἀπεσείσατο
τάρβος ὀνείρων.
οὐκ ἀθεεὶ
δὲ ῥέεθρα
μετήιεν, ἀλλά ἑ κείνου
εἰς προχοὰς ποταμοῖο
προμάντιες ἤγαγον Ὧραι.
καὶ Σεμέλην ὁρόωσα παρ' Ἀσωποῖο ῥεέθροις
λουομένην ἐγέλασσεν ἐν ἠέρι
φοιτὰς Ἐρινὺς
μνησαμένη Κρονίωνος, ὅτι
ξυνήονι πότμῳ
ἀμφοτέρους ἤμελλε βαλεῖν
φλογόεντι κεραυνῷ.
κεῖθι δέμας
φαίδρυνε, σὺν ἀμφιπόλοισι δὲ γυμνὴ
χεῖρας ἐρετμώσασα δι' ὕδατος
ἔτρεχε κούρη·
καὶ κεφαλὴν ἀδίαντον
ἐκούφισεν ἴδμονι τέχνῃ
ὕψι τιταινομένην ὑπὲρ
οἴδματος, ἄχρι κομάων
ὑγροβαφής, καὶ στέρνον ἐπιστορέσασα
ῥεέθρῳ
ποσσὶν ἀμοιβαίοισιν ὀπίστερον
ὤθεεν ὕδωρ.
οὐδὲ Διὸς
λάθεν ὄμμα πανόψιον· ἀμφὶ
δὲ κούρῃ
ὑψιφανὴς ἐλέλιζεν
ἀτέρμονα κύκλον ὀπωπῆς.
καὶ βιοτῆς ἐπίκουρον
ἐν ἠέρι
τόξον ἀνέλκων
πατρὸς ὀπιπευτῆρος
Ἔρως ἀντώπιος
ἔστη,
τοξευτὴρ ἀκίχητος· ἐπ'
ἀνθοκόμῳ
δὲ βελέμνῳ
νευρὴ μὲν
σελάγιζεν, ὀπισθοτόνοιο δὲ τόξου
Αφού είδε μια Ερινύα, που πλανιόταν στον αέρα, τη Σεμέλη που
λουζόταν στο ρέμα του Αισωπού, γέλασε καθώς θυμήθηκε ότι ο Δίας επρόκειτο να
χτυπήσει και τους δυο, που ήταν ενωμένη με κοινή τύχη με το φλογερό κεραυνό του.
Εκεί καθάρισε το σώμα και γυμνή με τις υπηρέτριές της έτρεχε ή κόρη μέσα στο
νερό απλώνοντας τα χέρια. Και το κεφάλι κρατούσε στεγνό με την τέχνη ενός
ειδήμονα τεντώνοντας την ψηλά το κύμα, μέχρι να βρέχονται οι ρίζες των μαλλιών
και με το στέρνο μπρουμυτα στο ρέμα και με τα πόδια διαδοχικά, έσπρωχνε το νερό
προς τα πίσω. Και φόρεσε άλλο ρούχο και πάνω στη γειτονική όχθη, δίπλα στην
πέτρα του ΔΙΟΝΥΣΟΥ που διώχνει το κακό,
στο ρέμα, στους ανέμους παρέδωσε το φοβο του ονειρου της.
Δε ρίχτηκε στο ρέμα χωρίς πίστη, αλλά την οδήγησαν στα νερά
εκείνου του ποταμού οι μαντικές Ωρες.
Δεν ξέφυγε από το βλέμμα του Δια που όλα τα βλέπει. Από ψηλά
κινούνταν γύρω από την κόρη με βλέμμα που δεν τελείωνε. Και ο Έρωτας ο ανίκητος
τοξότης, σηκώνοντας στον αέρα το τόξο του που δίνει ζωή στάθηκε απέναντι στον
πατέρα του, που όλα τα βλέπει. Πάνω στο ανθοστόλιστο βέλος φώτισε τη χορδή, και
καθώς σύρθηκε το τόξο προς τα πίσω, σφύριξε το σοφό βέλος διονυσιακό ήχο. Ο
Δίας ο πατέρας ο πολύ μεγάλος, ήταν ο στόχος. Ανήμπορος έκαμψε τον αυχένα στον Έρωτα.
Και όμοιο με κομήτη
το βέλος των Ερώτων, που δονούνταν με γαμήλιο συριγμό, ήρθε στη καρδιά του Δια,
αλλάζοντας πορεία, σαν να’ χε φρόνηση, αφού με το ακραίο σημείο της ουράς του
άγγιξε το δέρμα του μηρού, προάγγελος του μελλούμενου τοκετού.
Εκεί ο Δίας κινώντας άστατα το βλέμμα του, το γεμάτο από
ερωτικό πόθο για την κόρη στον ιστό της που τον μάστιζε με πόθο. Και βλέποντας
τη Σεμέλη να σκιρτά, σχεδόν σα να έβλεπε την Ευρώπη για δεύτερη φορά στη όχθη.
Πονούσε στην καρδιά, καθώς ερχόταν πάλι ο πόθος στην Φοινίκη. Γιατί είχε την ίδια λαμπρή μορφή, ολόγυρα
στο προσωπό της ακτινοβολούσε η λάμψη σα να ήταν ίδια με την αδερφή του πατέρα
της. Ο Δίας ο πατέρας άλλαξε με δόλο τη μορφή του και πέταξε για τον έρωτα
της Σεμέλης σαν αετός πρόωρα πάνω από
τον Αίσωπο ποταμό, που ήταν γόνος μιας κόρης και έφερε ακριβες ομοίωμα του
βλέμματος του πουλιού σαν να προμάντευε το γάμο και για του ποταμού την κόρη.
Παράτησε τον αέρα και περνώντας κοντά από την όχθη αναμετρούσε το γυμνό κορμό
της κόρης με τα ωραία μαλλιά. Δεν ήταν ευχαριστημένος να το βλέπει από μακριά,
αλλα ήθελε να βλέπει όλο το λευκό σώμα από κοντά, γιατί αν και έστελνε το τόσο
μεγάλο και δυνατό μάτι ασταμάτητα παντού
γύρω και έβλεπε όλο τον κόσμο δεν του ήταν αρκετό να βλέπει μια παρθενική
κοπέλα.
ἑλκομένου ῥοίζησε σοφὸν
βέλος εὔιον ἠχώ.
Ζεὺς δὲ πατὴρ
σκοπὸς ἦεν
ὁ τηλίκος· οὐτιδανῷ δὲ
αὐχένα κάμψεν Ἔρωτι· καὶ
εἴκελος ἀστέρος
ὁλκῷ
συριγμῷ γαμίῳ δεδονημένος ἰὸς
Ἐρώτων
εἰς κραδίην Διὸς ἦλθε
παράτροπος ἔμφρονι παλμῷ,
ἀκροτάταις
γλυφίδεσσιν ἐπιγράψας πτύχα μηροῦ,
ἐσσομένου τοκετοῖο προάγγελος. ἔνθα
Κρονίων
ἄστατον ὄμμα φέρων γαμίης ὀχετηγὸν ἀνάγκης
παρθενικῆς ἐς ἔρωτα
πόθου μαστίζετο κεστῷ·
καὶ Σεμέλην ὁρόων ἀνεπάλλετο,
μὴ σχεδὸν
ὄχθης
Εὐρώπην ἐνόησε τὸ
δεύτερον· ἐν κραδίῃ δὲ
κάμνε πάλιν Φοίνικα φέρων πόθον· ἀγλαΐης γὰρ
τῆς αὐτῆς
τύπον εἶχεν, ἀεὶ δέ οἱ ἀμφὶ προσώπῳ
πατροκασιγνήτης ἀμαρύσσετο
σύγγονος αἴγλη.
Ζεὺς δὲ πατὴρ
δολόεσσαν ἑὴν ἠλλάξατο μορφήν,
καὶ Σεμέλης δι' ἔρωτα προώριος αἰετὸς ἔπτη
ὑψόθεν Ἀσωποῖο,
θυγατρογόνου ποταμοῖο,
Αἰγίνης ἅτε μάντις ἐυπτερύγων
ὑμεναίων
ὀξυφαὲς μίμημα φέρων ὄρνιθος ὀπωπῆς·
αἰθέρα δὲ προλέλοιπε καὶ
ἀγχιπόρου σχεδὸν ὄχθης
γυμνὸν ἐυπλοκάμοιο δέμας διεμέτρεε κούρης·
οὐ γὰρ ἰδεῖν μενέαινεν ἀπόπροθεν,
ἀλλὰ
δοκεύειν
ἀγχιφανὴς πάνλευκον ὅλον
δέμας ἤθελε νύμφης,
ὅττι τόσον καὶ τοῖον
ἀτέρμονα πάντοθι πέμπων
ὀφθαλμὸν περίμετρον, ὅλου
θηήτορα κόσμου,
ἄρκιον οὐ δοκέεσκεν ἰδεῖν μίαν ἄζυγα
κούρην….
Και ο Δίας θεός πατέρας χτυπημένος από το τόξο του Έρωτα υποτάχθηκε σ΄ένα παιδί αφού δέχθηκε τον ερωτικό σπινθήρα που του έκαψε την ψυχή…
καὶ
Σεμέλην φιλίῳ παλάμης ἠγκάσσατο δεσμῷ,
πῇ μὲν ὑπὲρ
λεχέων βοέην μυκώμενος ἠχώ,
ἀνδρομέοις μελέεσσιν ἔχων κερόεσσαν ὀπωπήν,
ἰσοφυὲς μίμημα βοοκραίρου Διονύσου,
πῇ δὲ
λεοντείην πυκινότριχα δύσατο μορφήν,
ἄλλοτε πόρδαλις ἦεν, ἅτε θρασὺν υἷα
φυτεύων,
πορδαλίων ἐλατῆρα
καὶ
ἡνιοχῆα
λεόντων·
ἄλλοτε μιτρωθεῖσαν ὑπὸ σπείρῃσι δρακόντων
νυμφίος ἀμπελόεντι
κόμην ἐσφίγγετο
δεσμῷ,
οἴνοπα
δινεύων ἑλικώδεα κισσὸν ἐθείρης,
Βάκχου πλεκτὸν ἄγαλμα·
δράκων δέ τις ἀγκύλος ἕρπων
θαρσαλέης λιχμᾶτο
ῥοδόχροον
αὐχένα
νύμφης
χείλεσι μειλιχίοισι, κατὰ
στέρνοιο δὲ βαίνων
ἀκλινέων τροχόεσσαν ἴτυν μιτρώσατο μαζῶν,
συρίζων ὑμέναιον,
ἐυσμήνοιο
μελίσσης
ἡδὺ μέλι προχέων, οὐ λοίγιον ἰὸν
ἐχίδνης.
Ζεὺς δὲ γάμῳ
δήθυνε, καὶ ὡς παρὰ γείτονι ληνῷ
εὔιον
ἐσμαράγησε,
φιλεύιον υἷα φυτεύων·
καὶ
στόματι στόμα πῆξεν ἐρωμανές, ἱμερόεν δὲ
νέκταρ ἀναβλύζων
Σεμέλην ἐμέθυσσεν ἀκοίτης,
νεκταρέης ἵνα
παῖδα
τέκῃ
σκηπτοῦχον
ὀπώρης,
ἄγγελον ἐσσομένων λαθικηδέα βότρυν ἀείρων,
πυρσοφόρῳ
νάρθηκι καταχθέα πῆχυν ἐρείσας.
ἄλλοτε θύρσον ἄειρε πολύπλοκον οἴνοπι
κισσῷ,
δέρμα φέρων ἐλάφοιο·
γυναιμανέος δὲ φορῆος
λαιῷ ποικιλόνωτος ἐσείετο νεβρὶς
ἀγοστῷ.
γαῖα δὲ πᾶσα
γέλασσε, καὶ αὐτοφύτοισι πετήλοις
ὄρχατος ἀμπελόεις Σεμέλης περιδέδρομεν εὐνήν,
καὶ δροσεροῦ λειμῶνος
ἀνέβρυον ἄνθεα
τοῖχοι
ἀμφὶ γονῇ
Βρομίοιο, καὶ ἀννεφέλων ἐπὶ λέκτρων
βρονταίοις πατάγοισιν ἐπέκτυπεν
ἐνδόμυχος Ζεὺς
τύμπανα νυκτελίοιο προθεσπίζων Διονύσου.
καὶ Σεμέλην μετὰ λέκτρα φίλῳ
προσπτύξατο μύθῳ
ἐλπίσιν ἐσσομένῃσι
παρηγορέων ἕο νύμφην·
“εἰμί,
γύναι, Κρονίδης σέο νυμφίος· αἰθερίῳ μὲν
αὐχένα
γαῦρον
ἄειρε
συναπτομένη παρακοίτῃ,
μείζονα δὲ
βροτέης μὴ δίζεο μέτρα γενέθλης.
οὔ
σοι ἐριδμαίνει
Δανάης γάμος· ἀλλὰ καὶ αὐτῆς
πατροκασιγνήτης βοέων
ὑμέναιον
Ἐρώτων
ἔκρυφες· Εὐρώπη γὰρ ἀγαλλομένη Διὸς εὐνῇ
ἤλυθεν ἐς Κρήτην, Σεμέλη δ' ἐς Ὄλυμπον
ἱκάνει.
τί πλέον ἤθελες
ἄλλο
μετ' αἰθέρα
καὶ
πόλον ἄστρων;
καί ποτέ τις λέξειεν,
ὅτι
Κρονίδης πόρε τιμὴν
νερτερίῳ
Μίνωι καὶ οὐρανίῳ Διονύσῳ.
ἀλλὰ μετ' Αὐτονόης
βροτὸν υἱέα
καὶ τόκον Ἰνοῦς,
τὸν μὲν ἑοῖς σκυλάκεσσι δεδουπότα, τὸν δὲ
τοκῆος
παιδοφόνου μέλλοντα θανεῖν
πτερόεντι βελέμνῳ,
καὶ μετὰ λυσσαλέης μινυώριον υἱὸν Ἀγαύης
ἄφθιτον υἷα λόχευε, καὶ ἀθανάτην
σε καλέσσω·
ὀλβίη, ὅττι θεοῖσι
καὶ
ἀνδράσι
χάρμα λοχεύσεις
υἱέα
κυσαμένη βροτέης ἐπίληθον ἀνίης.”
….Αλλά έλκοντας στη Δύση τον
προπομπό σου Εωσφόρο χαρίσου
σε σένα και σε μένα που ποθούμε,
μείνε όλη τη νύχτα μαζί με την Κλυμένη
σου και θα πάω αμέσως στη Σεμέλη. Ζέψε για μένα το άρμα σου και συ Σελήνη, που
λάμπεις, στέλνοντας τη λάμψη που τρέφει
τα φυτά. γιατί τη γέννα του θεού της βλάστησης Διονύσου θα φέρει αυτή η ένωση
και ανατέλλοντας στο λατρεμένο ανάκτορο της Σεμέλης λάμψε για μένα που λαχταρώ
μαζί με το άστρο της Αφροδίτης και κράτησε το γλυκό ερωτικό σκοτάδι για το
Δία.»
Τέτοια έλεγε ο πατέρας τα οποία ο πόθος ξέρει να ζητά. Αλλά
όταν σηκώθηκε από τη γη με μεγάλα πηδήματα για χάρη αυτού που βιαζόταν ο
εκτεινόμενος ψηλά και ολόγυρα κώνος της ομίχλης, οδηγώντας το υγρό σκοτάδι να
σκεπάσει την αναδυόμενη Ηώ, τότε ο ουράνιος Δίας διέσχισε το δωμάτιο το γεμάτο
με αστέρια, να βρεθεί ερωτικά με τη Σεμέλη, με πέδιλο που δεν άφηνε ίχνη με το
πρώτο άλμα διέτρεξε όλο το ουράνιο μονοπάτι. Με το δεύτερο έφτασε στη Θήβα σα
φτερό ή σα σκέψη Οι σύρτες της πύλης άνοιξαν αυτόματα, όταν πήδηξε.
Έσφιξε τη Σεμέλη στην
ερωτική αγκαλιά του, άλλοτε μουγκρίζοντας με βοή ταύρου πάνω στο κρεβάτι,
έχοντας όψη με κέρατα και ανθρώπινα
μέλη, ίση απομίμηση του κερασφόρου Διονύσου, άλλοτε ντυνόταν τη μορφή δασύτριχου
λιονταριού, άλλοτε ήταν πάνθηρας, για να σπείρει γιό θαρραλέρο, οδηγό
πανθήρων και ηνίοχο λιονταριών. Άλλοτε ο
εραστής έσφιγγε τα μαλλιά του με δεσμό από ζωσμένα από σπείρες φιδιών, κινώντας
σαν έλικα το σκουροπράσινο κισσό, το πλεκτό κόσμημα του Βάκχου.
Ενώ σερνόταν σαν ένα φίδι με αγκαθωτή ράχη, έγλυφε το ρόδινο
αυχένα της τρομαγμένης νύμφης, με γλυκά χείλη πηγαίνοντας προς το στέρνο τύλιξε
τη σφαίρα των άκαμπτων μαστών της, σφυρίζοντας το σμίξιμό τους. Χύνοντας το
γλυκό μέλι από όμορφα σμήνη μελισσών και
όχι το θανατηφόρο δηλητήριο της οχιάς. Ο Δίας επιμήκυνε το σμιξιμο και κραύγασε
σα να ήταν κοντά ένα πατητήρι «ΕΥοί»
σπέρνοντας το γιο που λάτρεψε την κραυγή αυτή. Μανιασμένο
ερωτικά στόμα του καρφώθηκε στο στόμα της κόρης και αναβλύζοντας το ποθητό
νέκταρ ο εραστής μέθυσε τη Σεμέλη, για να γεννήσει
γιο σκηπτούχο του γλυκού καρπού, σηκώνοντας το παυσίλυπο σταφύλι άγγελο των
όσων θα συνέβαιναν, στηρίζοντας το φορτωμένο βραχίονα του στο πυρφόρο νάρθηκα.
Άλλοτε σήκωνε το θυρσό, που ήταν
πλεγμένος με σκουροπράσινο κισσό, ενώ
είχε ρίξει πάνω του ελαφίσιο δέρμα. Στο αριστερό του χέρι έσειε μία
θηλυμανή ασπίδα από πλούσιο δέρμα ελαφιού. Όλη η γη γέλασε και με
αυτόφυτα πέταλα ένα αμπέλι τύλιξε το κρεβάτι της Σεμέλης και οι τοίχοι
πέταξαν άνθη δροσερού λιβαδιού για τη σύλληψη του Βρόμιου κι έριχνε, με
βροντερό πάταγο στο ασυννέφιαστο κρεβάτι κεραυνούς ο ενδόμυχος Δίας, θεσπίζοντας
από τώρα τα τύμπανα του νυχτερινού Διονύσου Και η Σεμέλη μετά τον έρωτα με
λόγια αγάπης αγκάλιασε με μελλοντικές ελπίδες παρηγορώντας τη νύμφη του :
« Είμαι γυναίκα, ο Κρονίδης ο άντρας σου. Σήκωσε περήφανα
τoν αυχένα σου, γιατί έσμιξες με τον ουράνιο εραστή, μη γυρεύεις θνητή με πιο
τιμημένη γέννα. Δεν μπορεί να σε συναγωνιστεί
ο γάμος της Δανάης. Αλλά και το σμίξιμο
των Ερώτων της αδελφής, του πατέρα σου
με ταύρο έσβησες. Γιατί η Ευρώπη χαρούμενη από το σμίξιμο με το Δία πήγε στην Κρήτη; ενώ η Σεμελη φτάνει στον
Όλυμπο. Τι άλλο περισσότερο ήθελες από τον ουρανό και τα΄ άστρα; Και κάποτε θα πει κάποιος, ότι ο
Κρονίδης χάρισε τιμή στον υποχθόνιο
Μίνωα και τον ουράνιο Διόνυσο Αλλά μετά το θνητό γιο της Αυτονόης και το
γιο της Ινούς που ο ένας γδάρθηκε από τα σκυλιά του και ο άλλος πρόκειται να πεθάνει
από το φτερωτό βέλος του παιδοκτόνου γονιού του και μετά το γιο της λυσσασμένης
Αγαυης που λίγο θα ζήσει, κράτα άφθαρτο γιο και αθάνατη θα σε κάνω. Ευτυχισμένη εσύ, γιατί
εγκυμονείς χαρά για τους θεούς και τους ανθρώπους, αφού κρατάς στην κοιλιά σου
το λυτρωτή γιό της πίκρας των θνητών.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου