Η λάρνακα είναι ένα όχημα φυλακή
είναι ο περιορισμός των κινήσεων του ήρωα/ιδας, καθώς δεν βαδίζει με τα πόδια
του, ούτε κολυμπάει με τα χέρια του, αλλά μεταφέρεται με το πνεύμα του. Η
λάρνακα είναι ένας περιορισμός που δύσκολα αποδέχεται μια καρδιά και τώρα
αναγκάζεται για να λυτρωθεί να χρησιμοποιήσει ένα μικρό όχημα/κιβώτιο/θήκη
Ωστόσο αυτό το όχημα είναι καταδικασμένο να
καταστραφεί γιατί η χρήση του είναι μονάχα μυητική. Είναι ένα κιβώτιο που μέσα
του εγκλωβίζεται ξανά ο ήρωας για να λυτρωθεί με τον θανατό του, και να
επανέλθει μετα την μύηση του ως μύστης πλέον.
Αυτό το ίδιο κιβώτιο δεν
είναι παρά η λάρνακα του Όσιρη, στην οποία τον έκλεισαν οι συνωμότες του
Τυφώνα. Αφού το έκλεισαν με καρφιά και έχυσαν μόλυβδο από πάνω του, το έριξαν
στο Νείλο κι έφτασε έτσι στη θάλασσα. Όλα αυτά λένε οι ιερείς ότι συνέβησαν
στις δεκαεφτά του μηνός Αθύρ.
Η μύηση στα αρχαία μυστήρια ήταν ότι και ο μύθος και αντίστοιχος
κύριος τρόπος διδασκαλίας. Στις αρχαίες Αιγυπτιακές μυήσεις, ο Μεγάλος ιερέας
διηγιόταν την ιστορία της δολοφονίας του Όσιρη, που κάθε Αιγύπτιος την γνώριζε
από παιδί.
Όμοια η κάθε μια
ηρωίδα η Σεμέλη, η Δανάη, η Ροιώ αλλά και ο Διόνυσος, ο Περσεύς, ο Οσιρης, ο Τέννης
κλπ και η τοποθέτηση τους εντός της λάρνακος, δηλώνουν έν’ είδος δέσμευσής κατ΄ ουσία.
Δέσμευση δεν είναι τίποτα άλλο από την ανάληψη, τον
αποκλεισμό, την απόκληση ή τον συμποδισμό ή τον υφεσμό (λατ. Impedimendum )
Η ανάληψη ταυτόχρονα της υποχρέωσης μέσω μιας απαγόρευσης όπου η τιμωρία είναι σκληρή
και απάνθρωπη για όσους την παραβούν.
Όσοι αποκλίνουν στην ουσία μπλοκάρονται, δεσμεύονται και
κλείνονται ή φράσσονται ή σφαλίζονται σε θήκες/κιβώτια/ λάρνακες
Λαρνακογυιός θεωρείτε εκτός απ΄ όλους τους παραπάνω και ο
Πάν, αν και κατά μια δεύτερη έννοια λαρνακογυιός μπορεί να σημαίνει το στραβοπόδη,
ή αυτόν που τα πόδια του έχουν νύχια σαν οπλές …Χηλή/ες
Scholia
In Oppianum,
Scholia et glossae in cynegetica (scholia vetera et recentiora)
Book 4, scholion 274, line 1
Book 4, scholion 274, line 1
Χηλόν· κιβωτόν. ἄῤῥητον· θυίον
(θεῖον).
….
Scholia In Theocritum, Scholia in Theocritum (scholia
vetera)
Prolegomenon-anecdote-poem Syr, section-verse 3, line 4 ἐπεὶ οὖν
ὑ πὸ τῆς Πηνελόπης γεγενῆσθαι αἰπόλον ἔφη, ἔστι δὲ αἰπόλος
καὶ ὁ Κομάτας, οὗ μέμνηται ὁ αὐτὸς ποιητὴς ἐν τοῖς Βουκο-
λικοῖς (VII 83 – 85), ὅτι κατακλεισθέντα αὐτὸν εἰς λάρνακα
ἔθρεψαν μέλισσαι, διὰ τοῦτο εἶπεν ὅτι οὐχὶ τὸν Κομάταν λέγω·
<ταυροπάτορα> δὲ εἶπεν τὴν μέλισσαν, ἐπειδὴ σηπομένων τῶν ταύρων μελίσσας φασὶ γίνεσθαι
Prolegomenon-anecdote-poem Syr, section-verse 3, line 4 ἐπεὶ οὖν
ὑ πὸ τῆς Πηνελόπης γεγενῆσθαι αἰπόλον ἔφη, ἔστι δὲ αἰπόλος
καὶ ὁ Κομάτας, οὗ μέμνηται ὁ αὐτὸς ποιητὴς ἐν τοῖς Βουκο-
λικοῖς (VII 83 – 85), ὅτι κατακλεισθέντα αὐτὸν εἰς λάρνακα
ἔθρεψαν μέλισσαι, διὰ τοῦτο εἶπεν ὅτι οὐχὶ τὸν Κομάταν λέγω·
<ταυροπάτορα> δὲ εἶπεν τὴν μέλισσαν, ἐπειδὴ σηπομένων τῶν ταύρων μελίσσας φασὶ γίνεσθαι
….
τὸν <Πᾶνα> οἱ μέν φασιν υἱὸν Πηνελόπης
καὶ πάντων
τῶν μνηστήρων καὶ διὰ τοῦτο λέγεσθαι
καὶ Πᾶνα· Ἐπιμενίδης
δὲ ἐν τοῖς ποιήμασι (fgm. 16 Diels Fgm. d. Vorsokr. II3
192)
Διὸς καὶ Καλλιστοῦς Πᾶνα καὶ Ἀρκάδα διδύμους· Ἀρίστιππος
δὲ ἐν τοῖς
Ἀρκαδικοῖς
(fgm. 2 Mueller Fgm. hist gr. IV 327)
KGEAPmT Διὸς καὶ νύμφης Οἰνηίδος.
οἱ δὲ
λέγουσιν, [ὅτι διὰ τοῦτο
Πὰν καλεῖται,] ὅτι ἀπάτωρ ἐστί, σημεῖον δὲ τοῦ παντός, ὅθεν
κυρίως προσαγορεύεται Πάν. συνοικειοῦται δὲ καὶ ἡ μορφὴ
αὐτοῦ τῷ περιέχοντι· καὶ τὸ μὲν τῶν κεράτων ἀπομίμημα ἡλίου καὶ σελήνης μηνίσκους φασὶν εἶναι·
<...> Ἀπολλόδωρος
δέ φησι τὸν μὲν αὐτόχθονα, τὸν KE
δὲ Διὸς καὶ
<Καλλιστοῦς ... ὁ> Κεφαλληνεὺς ἐν Θήραις τῆς
Ἀρκαδίας φησὶ γεννηθῆναι τὸν Πᾶνα, ὄντα Πηνελόπης καὶ Ἑρμοῦ υἱόν. Θεόξενος δὲ οὐράνιον τὸν Πᾶνά φησιν. Διδύμαρχος δέ φησι γηγενῆ αὐτὸν εἶναι.
Όμως οι παραπάνω μύθοι δηλώνουν όλοι και την μύηση, στην πρώτη παιδική ηλικία των παιδιών δια
μέσου της μύησης μαζί με τους ίδιους τους γονείς τους. Ο Ακρίσιος αντιλήφθηκε
το «αμάρτημα» της Δανάης αφού ο μικρός Περσεύς ήταν ήδη σε ηλικία 4-5 ετών και
έκανε φασαρία παίζοντας με τα παιχνίδια στο μεταλλικό, χάλκινο υπόγειο δωμάτιο
όπου ζούσε η μητέρα του μαζί με την παραμάνα της… Ο Δίας για να μην γίνει
αντιληπτός όταν μεγάλωνε στις κορυφές της Ιδης/Ιδας και του Δίκτη είχε για
αντιπερισπασμό τους Κουρήτες και τους Κορύβαντες να καλύπτουν με τα όπλα τους
και τις τελετές του και τους χορούς τους τα κλάματά του και τις φωνές του καθώς
έπαιζε… για να προλάβει να μεγαλώσει πριν τον μάθει ο Κρονος.
Όμοιος μύθος και για τον Διόνυσο αλλά και τον Ζαγρέα τον
πρώτο Διόνυσο.
Eutecnius Soph., Paraphrasis in Oppiani cynegetica (fort.
auctore Eutecnio)
Page 41, line 2
Τὸν γάρ τοι Διόνυσον νήπιον ὄντα
τρέφει μὲν Ἰνὼ θηλὰς ὑποσχοῦσα καὶ μεταδοῦσα γάλακτος· κοινωνοῦσι δέ οἱ τῆς παιδοτροφίας Αὐτονόη τε καὶ Ἀγαύη· οὐ μὴν οἴκοι ἐν Ἀθάμαντος ὁ νηπιάζων
ἐτέθραπτο θεὸς, ἀλλ' ἐν ἐρήμοις καὶ ὄρεσι δυεῖν ἕνεκεν· ὅτι τε Πενθεὺς ὁ τύραννος
ἐπεβούλευε τῷ παιδὶ καὶ ὅτι Ἥρα ἡ Διὸς σύνοικος ἐχαλέπαινε κατ' αὐτοῦ καὶ ἠγρίαινε ζηλοτύπως ἔχουσα διὰ τὸ περὶ τὴν εὐνὴν ἀδικεῖσθαι μάλιστα· ταῦτά τοι καὶ ἐν ξυλίνῳ λάρνακι τὸν παῖδα κατακρυψάμεναι καὶ κλάδοις καὶ νεβρίσι περιβαλοῦσαι τὴν λάρνακα κτύπῳ τυμπάνων, ἤχῳ κυμβάλων, ὀρχήματι καὶ ψοφήμασι τὸν κλαυθμὸν τοῦ παιδὸς ἠφάνιζον τοῦ μὴ κατάδηλον γενέσθαι τοῖς ἐπιβουλεύουσιν· συνωργίαζον δὲ ταύταις καὶ συνεβάκχευον καὶ γυναῖκες Ἀόνιαι καὶ οὕτως εἰς ἄκραν ἐκείναις φιλίαν ἀνκράθησαν, ὡς καὶ τῆς Βοιωτίας ἐκτὸς ἀπιέναι λάθρα, καὶ εἴ τί που κατὰ τοῦ παιδὸς φέρον κίνδυνον πύθοιντο καταμηνύειν αὐτίκα ταῖς ἑτέραις καὶ παρασκευάζειν φυλάςσεσθαι· ἀλλ' οὐ γὰρ ἔμελλεν ἐπὶ πολὺ κατασείειν τὰς γυναῖκας τὰ τοιαῦτα δέη καὶ φόβητρα, ἤδη γὰρ ὑπεκφαίνεσθαι κατὰ μικρὸν ἤρχετο τὰ Διονύσου τεράστια. αῦτ' ἄρα καὶ ὁ τῶν γυναικῶν χορὸς τὴν θεοφόρον ἀράμεναι λάρνακα καὶ ὄνῳ ἐπιθέμεναι τὸν αἰγιαλὸν καταλαμβάνουσι καὶ θαλαττοπόνῳ πρεσβύτῃ σύναμα τέκνοις περιτυχοῦσαι σώζειν ἱκέτευον καὶ τῷ ἀκατίῳ διαβιβάζειν εἰς τὴν ἀντιπέραν ἤπειρον· ἐκεῖνος δὲ τῶν γυναικῶν αἰδεσθεὶς τὸ σεμνοπρεπὲς καὶ ἱερὸν ὑποδέχεται ἄσμενος. Ἤδη δὲ ἀναγομένων αἱ Διονύσου δυνάμεις περιφανῶς διεδείκνυντο, χλωρά τε σμίλαξ τῆς νεὼς ἀνεφύετο καὶ ἡ πρύμνα σελίνῳ καὶ κιττῷ κατέστεπτο πάντοθεν· ὅμιλος δὲ ἁλιέων ἔκφρονες γενόμενοι τῷ δαιμονίῳ δείματι ἐκ τῶν πλοίων ἀπροαιρέτως ὠθοῦντο εἰς θάλατταν καὶ διεκυβίστων οὐκ ἐθέλοντες. Τὰ μὲν οὖν ἀμφὶ τὸν πλοῦν τοιάδε· ὡς δὲ προσέσχον αἱ γυναῖκες τῇ γῇ καὶ κατήχθησαν εἰς Εὔβοιαν, ξενίζονται μὲν ὑπὸ ποιμένος <τινὸς>, ὃς καὶ Διόνυσον ἐκ τοῦ κιβωτίου δεξάμενος ἀνεθρέψατο κόραις Εὐβοΐσι καὶ νύμφαις δρύασι συναγελαζόμενον· ἀμείβονται δὲ τὸν ξενοδόχον τοῖς παρ' ἑαυτῶν ἀγαθοῖς, ὅπως δεῖ σκευάζειν ἐκ τῆς ἐλαίας διδαξάμεναι τοὔλαιον, καὶ μελισσῶν αὐτῷ θήκας καὶ μέλιτος γένεσιν ὑποθέμεναι·
Page 41, line 2
Τὸν γάρ τοι Διόνυσον νήπιον ὄντα
τρέφει μὲν Ἰνὼ θηλὰς ὑποσχοῦσα καὶ μεταδοῦσα γάλακτος· κοινωνοῦσι δέ οἱ τῆς παιδοτροφίας Αὐτονόη τε καὶ Ἀγαύη· οὐ μὴν οἴκοι ἐν Ἀθάμαντος ὁ νηπιάζων
ἐτέθραπτο θεὸς, ἀλλ' ἐν ἐρήμοις καὶ ὄρεσι δυεῖν ἕνεκεν· ὅτι τε Πενθεὺς ὁ τύραννος
ἐπεβούλευε τῷ παιδὶ καὶ ὅτι Ἥρα ἡ Διὸς σύνοικος ἐχαλέπαινε κατ' αὐτοῦ καὶ ἠγρίαινε ζηλοτύπως ἔχουσα διὰ τὸ περὶ τὴν εὐνὴν ἀδικεῖσθαι μάλιστα· ταῦτά τοι καὶ ἐν ξυλίνῳ λάρνακι τὸν παῖδα κατακρυψάμεναι καὶ κλάδοις καὶ νεβρίσι περιβαλοῦσαι τὴν λάρνακα κτύπῳ τυμπάνων, ἤχῳ κυμβάλων, ὀρχήματι καὶ ψοφήμασι τὸν κλαυθμὸν τοῦ παιδὸς ἠφάνιζον τοῦ μὴ κατάδηλον γενέσθαι τοῖς ἐπιβουλεύουσιν· συνωργίαζον δὲ ταύταις καὶ συνεβάκχευον καὶ γυναῖκες Ἀόνιαι καὶ οὕτως εἰς ἄκραν ἐκείναις φιλίαν ἀνκράθησαν, ὡς καὶ τῆς Βοιωτίας ἐκτὸς ἀπιέναι λάθρα, καὶ εἴ τί που κατὰ τοῦ παιδὸς φέρον κίνδυνον πύθοιντο καταμηνύειν αὐτίκα ταῖς ἑτέραις καὶ παρασκευάζειν φυλάςσεσθαι· ἀλλ' οὐ γὰρ ἔμελλεν ἐπὶ πολὺ κατασείειν τὰς γυναῖκας τὰ τοιαῦτα δέη καὶ φόβητρα, ἤδη γὰρ ὑπεκφαίνεσθαι κατὰ μικρὸν ἤρχετο τὰ Διονύσου τεράστια. αῦτ' ἄρα καὶ ὁ τῶν γυναικῶν χορὸς τὴν θεοφόρον ἀράμεναι λάρνακα καὶ ὄνῳ ἐπιθέμεναι τὸν αἰγιαλὸν καταλαμβάνουσι καὶ θαλαττοπόνῳ πρεσβύτῃ σύναμα τέκνοις περιτυχοῦσαι σώζειν ἱκέτευον καὶ τῷ ἀκατίῳ διαβιβάζειν εἰς τὴν ἀντιπέραν ἤπειρον· ἐκεῖνος δὲ τῶν γυναικῶν αἰδεσθεὶς τὸ σεμνοπρεπὲς καὶ ἱερὸν ὑποδέχεται ἄσμενος. Ἤδη δὲ ἀναγομένων αἱ Διονύσου δυνάμεις περιφανῶς διεδείκνυντο, χλωρά τε σμίλαξ τῆς νεὼς ἀνεφύετο καὶ ἡ πρύμνα σελίνῳ καὶ κιττῷ κατέστεπτο πάντοθεν· ὅμιλος δὲ ἁλιέων ἔκφρονες γενόμενοι τῷ δαιμονίῳ δείματι ἐκ τῶν πλοίων ἀπροαιρέτως ὠθοῦντο εἰς θάλατταν καὶ διεκυβίστων οὐκ ἐθέλοντες. Τὰ μὲν οὖν ἀμφὶ τὸν πλοῦν τοιάδε· ὡς δὲ προσέσχον αἱ γυναῖκες τῇ γῇ καὶ κατήχθησαν εἰς Εὔβοιαν, ξενίζονται μὲν ὑπὸ ποιμένος <τινὸς>, ὃς καὶ Διόνυσον ἐκ τοῦ κιβωτίου δεξάμενος ἀνεθρέψατο κόραις Εὐβοΐσι καὶ νύμφαις δρύασι συναγελαζόμενον· ἀμείβονται δὲ τὸν ξενοδόχον τοῖς παρ' ἑαυτῶν ἀγαθοῖς, ὅπως δεῖ σκευάζειν ἐκ τῆς ἐλαίας διδαξάμεναι τοὔλαιον, καὶ μελισσῶν αὐτῷ θήκας καὶ μέλιτος γένεσιν ὑποθέμεναι·
Η λάρνακα είναι το κιβώτιο, η θήκη, η θίσβη, η λειψανοθήκη, ή η νεκροθήκη, ή θήκη των
λειψάνων αντίστοιχο με την τεφροδόχο και την τεφροδόχη, ή την υδρία ή τον
κρατήρα … ή ακόμα ακόμα και την αντίστοιχη κίστη των μυστηρίων
Ας προσθέσω και τι αναφέρεται για τον «διαμελισμό» του
Διόνυσου Ζαγρέα, στο βιβλίο του Παναγή Λεκατσά «Διόνυσος» (εκδ. Καστανιώτη):
«Η ίδια μορφή, μα με το σκοτεινότερο χρώμα, ανασώζεται μέσα από τη μυστηριακή του υπόσταση, του Ζαγρέα, που με τη νυκτιπολική κι ωμοφαγική του λατρεία του, την είδαμε κιόλας (παρ. 5). Ο μύθος του μας παραδίνεται από πλήθος πηγές, που κατεβαίνουν όλες από την Ορφική Θεογονία. Ο Δίας κ’η μάνα του η Ρέα (που από τον καιρό που τον γέννησε ειπώθηκε Δήμητρα) σμίγουνε μεταμορφωμένοι σε φίδια. Εδώθε γεννιέται η Περσεφόνη, κόρη με κέρατα, με δυο πρόσωπα και με τέσσερα μάτια (φεγγαρικές παραστάσεις). Σμίγοντας κ’ετούτη με τον φιδόμορφο Δία, γεννά ένα βρέφος με κέρατα, τον Ζαγρέα. Ο Δίας θρονιάζει το νήπιο βασιλιά των θεών, δίνοντάς του το σκήπτρο, τον κεραυνό και τη βροχή του. Με τη βασιλεία του Ζαγρέα αρχινά μια νέα περίοδος του κόσμου . Φύλακες του παιδιού ορίζει ο Απόλλωνας τους Κουρήτες, μα η Ήρα βάζει τους Τιτάνες να ξεγελάσουν με παιγνίδια το παιδί (να παρατήσει τον κεραυνό του;) και να το σκοτώσουν. Τα παιγνίδια είναι ‘ρόμβος’, σβούρα, κούκλες με τα μέλη κινητά, τόπι, καθρέφτης. Είταν η ώρα που κοιτιόνταν στο καθρέφτη το παιδί, που οι Τιτάνες, έχοντας αλείψει με γύψο τα πρόσωπα, χυμήξανε πάνω του με μαχαίρια. Για να ξεφύγει αλλάζει μορφές: γίνεται βρέφος, παληκάρι, έφηβος – Δίας, γέρο-Κρόνος, φίδι με κέρατα, άλογο, τίγρις, ταύρος – του κακού. Η Ήρα δίνει το σύνθημα κ’οι Τιτάνες το κομματιάζουν στην ταυρίσια μορφή του. Ύστερα στήνουν λεβέτι σε τρίποδα, βράζουν τα κομμάτια του, τα καρφώνουν σε σουβλοπήρουνα, τα ψήνουνε, και τα γεύονται κιόλας. Ο Δίας νιώθει ή μαθαίνει το κρίμα τους και, χτυπώντας τους με τ’αστροπελέκι του, τους κατακαίει ή τους ταρταρώνει. Η Αθηνά γλυτώνει την καρδιά του κομματιασμένου παιδιού κι ο Δίας τηνε βάζει σ’ένα γύψινο ομοίωμά του. Η εκδοχή σίγουρα βγαίνει από το κουτί (κίστην) των μυστηρίων του, που θα’κλεινε μέσα την καρδιά του. Για μιαν άλλη, η Ρέα (ή Δήμητρα) ξανασυναρμόζει τα κομμάτια του θεού, κι ο Ζαγρέας ανασταίνεται έτσι. Είναι η γνήσια εκδοχή καθώς μαρτυρούν ομόλογοι μύθοι».
«Η ίδια μορφή, μα με το σκοτεινότερο χρώμα, ανασώζεται μέσα από τη μυστηριακή του υπόσταση, του Ζαγρέα, που με τη νυκτιπολική κι ωμοφαγική του λατρεία του, την είδαμε κιόλας (παρ. 5). Ο μύθος του μας παραδίνεται από πλήθος πηγές, που κατεβαίνουν όλες από την Ορφική Θεογονία. Ο Δίας κ’η μάνα του η Ρέα (που από τον καιρό που τον γέννησε ειπώθηκε Δήμητρα) σμίγουνε μεταμορφωμένοι σε φίδια. Εδώθε γεννιέται η Περσεφόνη, κόρη με κέρατα, με δυο πρόσωπα και με τέσσερα μάτια (φεγγαρικές παραστάσεις). Σμίγοντας κ’ετούτη με τον φιδόμορφο Δία, γεννά ένα βρέφος με κέρατα, τον Ζαγρέα. Ο Δίας θρονιάζει το νήπιο βασιλιά των θεών, δίνοντάς του το σκήπτρο, τον κεραυνό και τη βροχή του. Με τη βασιλεία του Ζαγρέα αρχινά μια νέα περίοδος του κόσμου . Φύλακες του παιδιού ορίζει ο Απόλλωνας τους Κουρήτες, μα η Ήρα βάζει τους Τιτάνες να ξεγελάσουν με παιγνίδια το παιδί (να παρατήσει τον κεραυνό του;) και να το σκοτώσουν. Τα παιγνίδια είναι ‘ρόμβος’, σβούρα, κούκλες με τα μέλη κινητά, τόπι, καθρέφτης. Είταν η ώρα που κοιτιόνταν στο καθρέφτη το παιδί, που οι Τιτάνες, έχοντας αλείψει με γύψο τα πρόσωπα, χυμήξανε πάνω του με μαχαίρια. Για να ξεφύγει αλλάζει μορφές: γίνεται βρέφος, παληκάρι, έφηβος – Δίας, γέρο-Κρόνος, φίδι με κέρατα, άλογο, τίγρις, ταύρος – του κακού. Η Ήρα δίνει το σύνθημα κ’οι Τιτάνες το κομματιάζουν στην ταυρίσια μορφή του. Ύστερα στήνουν λεβέτι σε τρίποδα, βράζουν τα κομμάτια του, τα καρφώνουν σε σουβλοπήρουνα, τα ψήνουνε, και τα γεύονται κιόλας. Ο Δίας νιώθει ή μαθαίνει το κρίμα τους και, χτυπώντας τους με τ’αστροπελέκι του, τους κατακαίει ή τους ταρταρώνει. Η Αθηνά γλυτώνει την καρδιά του κομματιασμένου παιδιού κι ο Δίας τηνε βάζει σ’ένα γύψινο ομοίωμά του. Η εκδοχή σίγουρα βγαίνει από το κουτί (κίστην) των μυστηρίων του, που θα’κλεινε μέσα την καρδιά του. Για μιαν άλλη, η Ρέα (ή Δήμητρα) ξανασυναρμόζει τα κομμάτια του θεού, κι ο Ζαγρέας ανασταίνεται έτσι. Είναι η γνήσια εκδοχή καθώς μαρτυρούν ομόλογοι μύθοι».
Theognostus Gramm., Canones sive De
orthographia
Section 104, line 8
Ὕης Ζεὺς, ὄμβριος· υἱός.
Section 104, line 8
Ὕης Ζεὺς, ὄμβριος· υἱός.
Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol.,
Lexicon (Ε – Ω)
Alphabetic letter upsilon, Page 616, line 11
<Ὕειον>: χοίρειον.
<Ὕης>: ἐπίθετον Διονύσου, ὡς Κλείδημος· ἐπειδὴ,
φησὶν, ἐπιτελοῦμεν τὰς θυσίας αὐτῶ, καθ' ὃν ὁ θεὸς
ὕει χρόνον· ὁ δὲ Φερεκύδης τὴν Σεμέλην Ὕην λέ-
γεσθαι, καὶ τὰς τοῦ Διονύσου τροφοὺς Ὑάδας· Ἀρι-
στοφάνης δὲ συγκαταλέγει ξενικοῖς θεοῖς τὸν Ὕην.
Alphabetic letter upsilon, Page 616, line 11
<Ὕειον>: χοίρειον.
<Ὕης>: ἐπίθετον Διονύσου, ὡς Κλείδημος· ἐπειδὴ,
φησὶν, ἐπιτελοῦμεν τὰς θυσίας αὐτῶ, καθ' ὃν ὁ θεὸς
ὕει χρόνον· ὁ δὲ Φερεκύδης τὴν Σεμέλην Ὕην λέ-
γεσθαι, καὶ τὰς τοῦ Διονύσου τροφοὺς Ὑάδας· Ἀρι-
στοφάνης δὲ συγκαταλέγει ξενικοῖς θεοῖς τὸν Ὕην.
Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol., Lexicon (Ε – Ω)
Alphabetic letter upsilon, Page 616, line 19
<Ὕης>: τοῦ Σαβαζίου ἡ ἐπίκλησις.
Hesychius Lexicogr., Lexicon (Π – Ω)
Alphabetic letter upsilon, entry 112, line 1
<Ὕης>· Ζεὺς ὄμβριος
<ὕησον>· σάλευσον
Alphabetic letter upsilon, entry 112, line 1
<Ὕης>· Ζεὺς ὄμβριος
<ὕησον>· σάλευσον
Lexica
Segueriana, Glossae
rhetoricae (e cod. Coislin. 345)
Alphabetic entry alpha, page 207, line 25
<Ἄτης ὕης>: τὸ μὲν ὕης υἱός, τὸ δὲ ἄτης θεᾶς Ἀβάζιος.
Alphabetic entry alpha, page 207, line 25
<Ἄτης ὕης>: τὸ μὲν ὕης υἱός, τὸ δὲ ἄτης θεᾶς Ἀβάζιος.
Ο
Διόνυσος – στο κείμενο περί Ίσιδος και Οσιρίδος, ταυτίζεται με τον ΥΗΝ τον
κύριο της υγρής φύσεως και ο ‘Οσιρης ονομάζετε από τους ιερείς ως ΥΣΙΡΗΣ που
διατελεί και ως θεός της φύσεως αλλά και της ευρέσεως …
καὶ γὰρ Ἕλληνες
τὴν τοῦ
σπέρματος πρόεσιν ἀπουσίαν καλοῦσι καὶ
συνουσίαν τὴν μῖξιν, καὶ τὸν υἱὸν
ἀπὸ
τοῦ ὕδατος
καὶ τοῦ
ὗσαι, καὶ τὸν Διόνυσον ’ὕην’ ὡς κύριον τῆς ὑγρᾶς
φύσεως οὐχ ἕτερον ὄντα τοῦ Ὀσίριδος· καὶ γὰρ
τὸν Ὄσιριν
Ἑλλάνικος (FGrHist. 3 fr. 176) Ὕσιριν
ἔοικεν
ἀκηκοέναι
ὑπὸ τῶν ἱερέων
λεγόμενον· οὕτω γὰρ ὀνομάζων
διατελεῖ τὸν θεόν, εἰκότως ἀπὸ τῆς φύσεως καὶ
τῆς εὑρέσεως.
(Plutarchus
Biogr., Phil., De Iside et Osiride (351c-384c) Stephanus page 364, section D,
line 7 )
Όμως Κιβωτός (Ark, arche ) και λάρνακα είναι και η Κιβωτός της Διαθήκης αλλά και η ΑΡΚ –
Αργώ … NaukA
στα σανσκριτικά είναι η ΑRK (ship) ενώ
η ΑRKA στα σανσκριτικά σημαίνει και συμβολίζει όσα
σχετίζονται με τον ΗΛΙΟ και το ΠΥΡ, η ακτίδα, η φωτιά, η λάμψη του κεραυνού, η
ηλιαχτίδα, η λάμψη του κρύσταλλου, η Μέρα της Κυριακή αφιερωμένη στον ήλιο
– κλπ.
Οι λάρνακες/Κιβωτοί κλπ λειτουργούν ως σύμβολο της
ανθρώπινης προσωπικότητας που δεν χάνεται δια του θανάτου, είναι η μυστική
ανάσταση του μύστη, όταν προηγουμένως έχει περάσει από τις θύρες του «μυητικού»
θανάτου. Γι αυτόν τον λόγο η Λάρνακα, Κιβωτός αλλά και η Αργώ συναντάτε σ΄όλα τα μυστήρια όπου ως
φέρετρο ή παστός δέχεται τον μυούμενο θνήσκοντα εν αυτώ, συμβολικώς δια να
αναστηθεί με απ’ ολίγον ως μύστης πλέον
εις την νέα του ζωή. Μια δεύτερη πνευματική γέννηση.
Όμοια σύμβολα εκτός από τις λάρνακες είναι το σπήλαιο, το
φέρετρο, η ακόμα και ο Λουτήρ, ή ο Κρατήρα της ανανεώσεως της ζωής, και κάθε
δοχείο όπου μέσα του ο μυούμενος μπορεί να
δια-σπασθεί και να ανανεωθεί …Όπως και η κίστη των ελευσίνιων
μυστηρίων, ή η Πάνδροσος που χρησιμοποιείται για τον Εριχθόνιο … αλλά αυτό
είναι άλλη ιστορία/ανάλυση σε κάποιο μελλοντικό κείμενο
Όμοια και τα εξ αργύρου
κοσμήματα, φυλάσσονται εις ειδικήν κοσμηματοθήκην ή αργυροθήκην, καλουμένην στα
Λατινικά = Δωρικά arca (ή arcula, η μικρά).
Εκ της λέξεως ταύτης
και το φυλασσόμενον, άρα μυστικόν, καλείται Arcanum (εξ ου και η Μεγάλη και
Μικρή Αρκάνα στα Tarot) αλλά και γενικώτρα η κίστη, η θήκη, το κιβώτιον καλούνται arca.
Η χωρική έννοια της σμικρότητος της αργυροθήκης οδηγεί στην έννοια της
στενότητος κι έτσι η λέξη arca προσλαμβάνει την έννοια της στενής φυλακής και,
κατά λογικήν επέκτασιν, του φερέτρου, όπου συνήθως καταλήγει η στενή,
δηλαδή αυστηρή φυλάκισις, κι έτσι εξηγείται η ονομασία Μπανί Νας ή Μπανάτ Νας =
κόρη ή κόραι του φερέτρου στον Ιώβ και ΜπενάρΝας ελ – σογκρά = κόραι του μικρού φερέτρου (Banat al Naash al Sughra)στα αραβικά η ονομασία τηςΜικράς Άρκτου.
Από την ελλ. λέξη αργόν = λαμπερό, φωτεινό λευκό, παράγεται
η λ. άργυρος, το γνωστόν αυτοφυές ορυκτόν, το ασήμι, δηλ. το μέταλλον το οποίον
αντιστοιχεί, αστρολογικώς στον πλανήτη Σελήνη ή Μήνη, την Diana Nocturna των
Λατίνων, κυβερνήτου του ζωδίου του Καρκίνου, κυβερνωμένου υπό της θεάς
Αρτέμιδος ή Dianae
Arca στα λατινικά ένας χώρος για
την φύλαξη, το στήθος, κουτί
Η λατινική φράση Arca -Archa έχει
πολλές σημασίες, κυρίως όπως Στήθος,
κουτί, κουτί για χρήματα, φέρετρο, κελί
Arca archa με συνώνυμα τη λέξη Armarium
Η Λατινική = Δωρική λέξη acra,
επί της εννοίας της οποίας γίνεται λόγος, δηλώνει και την θήκην ή κιβώτιον και
το φέρετρον, εννοίας υποδηλουμένας δια της αυτής λέξεως θίσβη ή θήβα, ήτοι της
πρωτευούσης της Βοιωτίας, η οποία εις τον αρχαίον τύπον ΘΗΒΑΙ, ψηφίζει 30, όσον
και η λέξις ΙΔΕΑΙ, και δηλώνει την γενικήν ροήν των Ιόντων (Κατιόντων και
Ανιόντων) εις το Σύμπαν, καθ’ ην αι Ιδέαι ή Ψυχαί κατέρχονται εκ της
Βορείας Πύλης ή Ζώδιον του Καρκίνου φυλακιζόμεναι ή υπνωττούσαι ή νεκρούμεναι
εντός της φυλακής ή φερέτρου, του υλικού σώματος, εκ του οποίου ανίστανται ή ελευθερώνονται
εκ της Νότιας Πύλης ή Ζωδίου του Αιγόκερω δια του Θείου Λόγου ή Ιησού,
καταβάλλοντος ως αντίλυτρον το αίμα Του και προδιδομένου αντί 30 αργυρίων ή
αργυρών, φυλασσομένων, ως γνωστόν, εις την arcam δηλαδή αργυροθήκην ή φέρετρον,
και χρησιμοποιουμένων δια την αγοράν του νεκροταφείου ή Θηβών, όπερ καλείται
περιφραστικώς μεν Αγρός του Κεραμέως, μονολεκτικώς δε Κεραμικός.
http://www.os3.gr/arhive_taxidi/enas_tayros_stin_mesogeio/Europi-tayros1.jpg
Etymologicum Magnum,
Etymologicum magnum
Kallierges page 450, line 42 <Θήβα>: Συριστὶ λέγεται ἡ βοῦς· ὅθεν ἐκλήθησαν
α ἱ Θῆβαι ὑπὸ τοῦ Κάδμου κτισθεῖσαι, ὅτι ζητῶν
τὴν ἀδελφὴν χρησμὸν ἔλαβε κατοικῆσαι ὅπου ἡ
βοῦς ἑαυτὴν καταθήσει.
Kallierges page 450, line 42 <Θήβα>: Συριστὶ λέγεται ἡ βοῦς· ὅθεν ἐκλήθησαν
α ἱ Θῆβαι ὑπὸ τοῦ Κάδμου κτισθεῖσαι, ὅτι ζητῶν
τὴν ἀδελφὴν χρησμὸν ἔλαβε κατοικῆσαι ὅπου ἡ
βοῦς ἑαυτὴν καταθήσει.
Hesychius Lexicogr., Lexicon (Α – Ο)
Alphabetic letter theta, entry 452, line 1
Alphabetic letter theta, entry 452, line 1
*<Θηβαῖοι>· ἔθνος <Βοιωτίας>
ASn
<Θήβανις>· ἄνεμος
<Θηβάνας>· [θήρα] ἐκ
τοῦ Πλακίου κόλπου πνέουσα <ζάλη>
theta.452.1
*<Θήβη>· πόλις Βοιωτίας (Δ 378 ..) r. n [καὶ κιβώτιον (Exod. 2,3 v. l.)]
<θῆβος>· θαῦμα Sʹ s
†<θηγή>· θήκη. ⌊θέσις. τάξις
Sʹ s
Hesychius Lexicogr., Lexicon (Α – Ο)
Alphabetic letter theta, entry 500, line 1
Alphabetic letter theta, entry 500, line 1
<θῆμα>· θήκη. τάφος r. ἀνάθημα. Σοφοκλῆς
Σαλμωνεῖ (fr. 498)
Suda, Lexicon
Alphabetic letter upsilon, entry 677, line 2
Alphabetic letter upsilon, entry 677, line 2
<Ὕσθης:> βροχή.
καὶ <Ὕσθησαν.> Ἡρόδοτος· ὕσθησαν γὰρ τότε
Θῆβαι, οὐδαμὰ πρότερον ὑσθεῖσαι· ἐπεὶ ἐν
Αἰγύπτῳ
δοκεῖ μὴ
ὕειν.
<Θηβαΐς:> χώρα.
<Θῆβαι:>
τόπος. καὶ <Θηβαῖος.
Θηβαίη πόλις…
<Θῆκαι:> αἱ σοροί. διὰ δὲ ξύλων ἀπορίαν τὰς θήκας τῶν πέριξ
τεθαμμένων ἀνορύσσοντες ἐκείνοις ἐς τὰ ἀναγκαῖα ἐχρῶντο.
Ετσι η Θήβα ή οι
εφτάπυλες Θήβες δηλώνουν τις θήκες, τους τάφους, τα θαύματα αλλά και τα …βόδια
Scholia
In Lycophronem,
Scholia in Lycophronem (scholia vetera et recentiora partim Isaac et Joannis
Tzetzae)
Scholion 1206, line 20
Scholion 1206, line 20
Ὤγυγος ἀρχαῖος βασιλεὺς Θηβῶν ἀφ' οὗ καὶ Ὠγύγιαι πύλαι ἐν Θήβαις.
Ὠγυγίη ἡ Θήβη (D P
249). ἄλλος δὲ πάλιν ἱστορικὸς γρά-
φει· Ζεὺς Θήβῃ μιγεὶς Αἴγυπτον γεννᾷ, οὗ θυγάτηρ Κάρχος,
ἀφ' ὧν ἥ τε τῆς Αἰγύπτου πόλις
Θήβη ἐκλήθη καὶ ἡ Καρ-
χηδὼν νῆσος. καὶ ὁ Ὤγυγος Θηβῶν Αἰγυπτίων ἦν βασιλεὺς
ὅθεν ὁ Κάδμος ὑπάρχων ἐλθὼν ἐν Ἑλλάδι τὰς ἑπταπύλους
ἔκτισε καὶ Ὠγυγίας πύλας ἐκάλεσε πάντα
ποιήσας εἰς ὄνομα
τῶν Αἰγυπτίων Θηβῶν. ἄλλοι δὲ ἀπὸ τῆς
σφαγιασθείσης
ὑπὸ τοῦ Κάδμου βοός φασι Θήβην τὴν ἑπτάπυλον κληθῆναι.
θήβη γὰρ ἡ βοῦς κατὰ Σύρους. μαρτυρεῖ δὲ
σὺν ἄλλοις
καὶ
ὁ Περιηγητὴς τὰς Αἰγυπτίας Θήβας λέγων Ὠγυγίας
καλεῖσθαι· φησὶ γὰρ οὕτω οὗτος δὲ
ὁ Λυκόφρων
Η ιστορία όμως του ‘Οσιρη ή του Διονύσου/Περσέα κλπ έχει και
την αντίστοιχη αντιγραφή της με την ιστορία του βρέφους Μω-υσέως - Η ετυμολογία
του ονόματος του αποτελεί αμφιλεγόμενο ζήτημα μεταξύ των μελετητών. Στην
εβραϊκή, Μωυσής σημαίνει «Αυτός που Ανασύρθηκε, που Σώθηκε από το
Νερό» αλλά και «Εκείνος που
Ανασύρει» (καθώς η ρηματική μορφή του ονόματος είναι ενεργητική, πιθανόν
για να δοθεί έμφαση στο έργο που επρόκειτο να κάνει ο Μωυσής. Ο ιστορικός Φλάβιος
Ιώσηπος ισχυριζόταν ότι το όνομα αυτό αποτελούσε συνδυασμό δύο αιγυπτιακών λέξεων
που σημαίνουν
«νερό» και «σωσμένος»
.
· ↑
Φλάβιος Ιώσηπος, Ιουδαϊκές Αρχαιότητες
ΙΙ.9.6: «Κἀπʹ αὐτῶν τὴν ἐπίκλησιν ταύτην τῶν συμβεβηκότων ἔθετο εἰς τὸν ποταμὸν ἐμπεσόντι: τὸ γὰρ ὕδωρ μῶυ Αἰγύπτιοι καλοῦσιν,
ἐσῆς δὲ
τοὺς [ἐξ ὕδατος] σωθέντας. συνθέντες οὖν ἐξ ἀμφοτέρων τὴν προσηγορίαν αὐτῷ ταύτην τίθενται».
Παρόμοια και σήμερα,
ορισμένοι μελετητές πιστεύουν ότι το όνομα Μωυσής έχει αιγυπτιακή προέλευση
αλλά ότι πιθανότατα σημαίνει «Γιος,
Παιδί.
Η γέννηση και η σωτηρία του Μωϋσή (ΕΞΟΔΟΣ κεφ. 2.1-2.11)
καὶ ἐν γαστρὶ ἔλαβε καὶ ἔτεκεν ἄρσεν· ἰδόντες δὲ αὐτὸ ἀστεῖον ἐσκέπασαν αὐτὸ μῆνας τρεῖς. ἐπεὶ δὲ οὐκ ἠδύναντο αὐτὸ ἔτι
κρύπτειν, ἔλαβεν
αὐτῷ ἡ μήτηρ αὐτοῦ θῖβιν καὶ κατέχρισεν αὐτὴν ἀσφαλτοπίσσῃ καὶ ἐνέβαλε τὸ παιδίον
εἰς αὐτὴν καὶ ἔθηκεν αὐτὴν εἰς τὸ ἕλος παρὰ τὸν ποταμόν
καὶ κατεσκόπευεν ἡ ἀδελφὴ αὐτοῦ μακρόθεν
μαθεῖν, τί τὸ ἀποβησόμενον
αὐτῷ. κατέβη δὲ ἡ θυγάτηρ
Φαραὼ λούσασθαι ἐπὶ τὸν
ποταμόν, καὶ αἱ ἅβραι αὐτῆς
παρεπορεύοντο παρὰ τὸν
ποταμόν. καὶ ἰδοῦσα τὴν θῖβιν ἐν τῷ ἕλει, ἀποστείλασα
τὴν ἅβραν ἀνείλατο αὐτήν. ἀνοίξασα δὲ ὁρᾷ παιδίον κλαῖον ἐν τῇ θίβει, καὶ ἐφείσατο αὐτοῦ ἡ θυγάτηρ
Φαραὼ καὶ ἔφη· ἀπὸ τῶν παιδίων
τῶν Ἑβραίων τοῦτο…
ἀδρυνθέντος
δὲ τοῦ παιδίου,
εἰσήγαγεν αὐτὸ πρὸς τὴν
θυγατέρα Φαραώ, καὶ ἐγενήθη αὐτῇ εἰς υἱόν· ἐπωνόμασε
δὲ τὸ ὄνομα
αὐτοῦ Μωυσῆν λέγουσα· ἐκ τοῦ ὕδατος αὐτὸν ἀνειλόμην.
Συνεχίζετε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου