Καταλήγουμε πάντα σ' ενα ερωτηματικό. Άραγε η Λέξη, η ελεύθερη Λέξη, πού εκφράζει την απώτερη επιθυμία, και που θα φύγη απ' το στόμα μας, θα 'ναι για Εκείνη, για μία (πρόσωπο ή απρόσωπη, ιδανικό) Εκείνη; Τόσες αγωνίες, αμφιβολίες, αναζητήσεις (τα φωνήεντα της Λέξης), δημιουργίες (τα σύμφωνα της Λέξης, θα συγκροτήσουν, μετά το πέρασμα του Χρόνου, (στο γοργό, αναπολητικό ξαναγύρισμα του νου στα περασμένα) μια Λέξη (αναγνώριση της επιθυμίας) αφιερωμένη σ' Εκείνη, σε μία (πρόσωπο ή απρόσωπη, ιδανικό) Εκείνη; 'Ή σε κάποια άλλη αξία;
Αθέτηση
α’
Στάθηκα στην άκρη της λίμνης του παρελθόντος,
περιμένοντας το φθινόπωρο.
Στήν άκρη της όχθης αναμνήσεις φυτρωμένες
σκιές μπροστά στην νοσταλγία παρελαύνουν.
Στέκω ορθός δίπλα στην κίνηση,
άγαλμ' αναίσθητο, αφογκραζόμενο
υποήχους παιάνων.
Σέ μία γλώσσα, πού δεν εννοώ,
μια άνοιξη, αγνότατη γιά τον κόσμο τον δικό μου, φλυαρεί.
Πέταξαν πέρ' απ' τον ορίζοντα θελήσεις
— δάκρυ δεν χύθηκε.
Εμενα πάντα δίπλα τους'
κανείς δεν στάθηκε κοντά μου.
Ετσι δεν μάντεψαν το τί ψιθύρισα
ποτέ δεν θα με μεταφράσουν,
(Ήταν η σιωπή μου μία φλυαρία,
τόσο ξενόγλωσση).
Τις τελευταίες χάραξα της απομόνωσης κολώνες
πάνω στα χρώματα των λουλουδιών
αδύνατο να τα αγγίξω.
Με μία βακτηρία μαγεμένη
περνώ ανάμεσα τους αγευστα.
Ούτ’ ένα αγγισμα δεν μου 'δωσαν,
ούτ' ένα πέταλο τους δέν αιστάνθηκα.
Με πληγωμένα όνειρα
απομακρύνθηκα από τη λίμνη
(αυτό σημαίνει: μ' απομάκρυναν
το φθινόπωρο, πού ’ρθε παντοδύναμο,
στολή κίτρινων φύλλων μου επέβαλε).
Στου ήλιου τις αχτίνες
το ύστατο ζωντάνιας βλέμμα αφιέρωσα.
Έπειτα πάτησα το πρώτο σκαλοπάτι
(Η "κλίμαξ της καθόδου")...
β'·
Θυμάμαι... τις πρώτες προφητείες μου,
χαρισμένες στο Χάροντα.
Τότε Εκείνη ήταν Λέξη.
Μιλούσα για τις γκρεμισμένες τις στοές,
για τα ερείπια, για την ψυχρή του σκοταδιού σελήνη.
Στης χαραυγής έπεφτα τις εκστάσεις,
βουνά πορείας πρωταντίκρυζα,
τη λίμνη ακόμα δεν την εβλεπα.
Άνοιγ' έπειτα ο ορίζοντας,
πουλιά καινούργιο έφερνε, με τις φτερούγες τους μεγάλες·
ήτανε νοτισμένες άπ' τη λίμνη,
Τότε διόρθωνα τις προφητείες μου,
με ήλιο τις πλαισίωνα,
τις έπαιρνα από το Χάροντα.
Μιλούσα τώρα για τα στάχυα
— έμοιαζαν τόσο με τη λίμνη,
με τα κύματα —
και τα πουλιά, που έρχονταν, τα πρόσεχα.
Στίς προφητείες μου προσάρμοσα την κίνηση τους,
για τους καρπους των δέντρων μίλησα
και για τα βήματα στην αμμουδιά.
Τότε Εκείνη ήταν Σκέψη.
Εσκέφτηκα πάλι τη λίμνη — μ' απομάκρυνση
σε μία προσμονής αδυναμία την εσυνειδητοποίησα
και την ωνόμασα θάλασσα.
Πάνω, στη θάλασσα τις προφητείες μου άπλωσα,
τις έντυσα αρμύρα,
με φύκια τις πλαισίωσα
και επροφήτεψα τα κύματα,
προφήτεψα τα ψάρια.
όλη τη σαγήνη της υποβρύχιας ζωής.
Για τη λίμνη δεν έκλαψα,
που την είχανε φτιάξει τα ποτάμια,
η θάλασσα μου αρκούσε.
Εκείνη ήταν πλέον Θέληση.
Η γλωσσά μου όμως απόμεινε λιμνιώτικη,
στη διάλεκτο της θάλασσας θα ελεγόταν
θα 'τανε — Εκείνη — Πόθος)
γ’
Τώρα οι προφήτες έφυγαν.
Το τελευταίο επεισόδιο
ήταν η απομάκρυνση του απ' τη θάλασσα
(αυτό σημαίνει: μ' απομάκρυναν).
Χρωμάτισαν με γη τις προφητείες μου,
τις φέραν πάνω σ' έξοχες δενδρόσπαρτες,
βατόμουρα γεμάτες και εληές.
Θυμήθηκα τις προφητείες μου για τα στάχυα,
για τα πουλιά και τους καρπούς των δέντρων
- τότε, που Εκείνη ήταν Σκέψη.
Τώρα δεν προφητεύω,
οι ώρες μου, πεζές, μένουν μέσα σε συλλογές καρπών
απλές.
λείψαν τ' ανθίσματα.
Εκείνη τώρα είν Καρπός.
Αυτό ήταν το τελευταίο επεισόδιο
— έφυγαν οι προφήτες τώρα.
δ'.
Εδώ μ' απαρνηθήκανε κι οι λέξεις,
απόμεινα με λίγα αδύναμα φωνήεντα,
κανένα σύμφωνο ή φθόγγος ισχυρός.
Στα όνειρα πέρασαν όλοι οί καρποί. . .
Στής δύναμης απάνω τα ερείπια έχτισα μιαν ανάμνηση
— όταν θα έρθη το φθινόπωρο ένα τουλάχιστ' όρθιο θα
υπάρχει,
κάτι, για να το αντιμετωπίση, όρθιο.
Τις προφητείες μου, αρχαίες, θα του δείξω
και θα του αποδείξω πώς δεν είμαι ηττημένος :
της άνοιξης τη λίμνη δεν την έχασα,
γιατί δεν πρόλαβε να μου την πάρη :
δεν βρέθηκα ποτέ ανάμεσα στίς καλαμιές της.
Τις απουσίες μόνο απαρίθμησα,
που συγκροτήσανε την αγνοία μου σχετικά μ' αυτήν,
και τις συμμάζεψα με χέρι στοργικό
— θα 'ναι προσκέφαλο παρηγοριάς.
ε'.
Την τράβηξα πολύ προτού εμφανισθή
του φθινοπώρου τη φωτογραφία.
Για ένα προφήτη
ήτανε κάτι εύκολο.
Μπροστά του πήγαινε κάποιου Όνείρου το ξεθώριασμα
— ήταν Εκείνη.
Πρώτη φορά προφήτευα με μιαν εικόνα
— οι λέξεις μ' είχανε απαρνηθή.
Αλλά παρίστανε κάτι από το Παρελθόν :
τότε κατάλαβα πώς δεν ήμουνα πια προφήτης,
τότε εννόησα πώς επιστρέψανε στο Χάροντα οι προφητείες
μου.
Και ήξερα, ΄Εκείνη ήταν πλέον μόνον Όνομα.
ς’
Αναλογίζομαι μιαν αναγέννηση.
Είναι λίγος καιρός, που εγκατέλειψα το πρώτο φέρετρο·
μ' άφησε λέφτερο,
μόνο τις προφητείες μου εκράτησε
— πιστεύω, για τροφή.
Στή λίμνη δίπλα μ' έβαλε
— στη λίμνη, επιτέλους.
Αλλά δεν ήμουν πια προφήτης,
και το φθινόπωρο είχε προηγηθή.
Τί να την κάνης πια τη λίμνη,
όταν έχη περάσει το φθινόπωρο;
Γι' αυτό εσύναζα τις πέντε τελευταίες σκέψεις μου,
μαζί τους στάθηκα στήν άκρη της λίμνης του παρελθόντος
περιμένοντας το φθινόπωρο;
Όχι, είχε περάσει.
Κάποιος προφήτης το αντιμετώπισε,
μόλις πλησίασε.
Η δύναμή του εκρεμόταν στο συλλογισμό
ότι ή λίμνη ήτανε δική του,
πώς το φθινόπωρο δεν την εκέρδισε
(δεν την εκέρδισ' απ' αυτόν,
γιατί ποτέ δεν του την είχε δώσει).
Μα το φθινόπωρο επέρασε
-— επέρασε κυρίαρχο,
δεν ξέρω πια ο θαρραλέος ποιος ήταν προφήτης
(ήταν το μόνο όρθιο κάτι, το φθινόπωρο που πρόσμενε,
με μίσος)
Τώρα με πέντε λέξεις παίζω μέσ' στη χούφτα μου •
— πέντε πιστές ξαναγυρίσαν λέξεις —
τη Λέξη και τη Σκέψη της, τη Θέληση της, τον Καρπό
της, τ' Όνειρο.
Τις πέντε λέξεις τις πιστές μου τις ωνόμασα
(μια μνήμη τα ονόματά τους υπαγόρεψε απρόσωπη),
αλλά το ξέρα, κι ας μην είμαι πια προφήτης,
πώς, και οι πέντε τους μαζί, θα χτίσουνε την ίδια πρόταση.
ζ'.
Έχαοα το συλλογισμό μου.
Στο κουρασμένο μου μυαλό μονάχα μία πρόταση
αναδεύεται,
τη φτιάνουν πέντε λέξεις.
Δεν πίστεψα ποτέ στην πίστη τους,
κι όμως μονάχα τούτες τώρα μου απόμειναν.
Λοιπόν, σ' αυτή τη λίμνη δίπλα κάθισα πολύ.
Ας φύγω από δίπλα της, μιλώ μια γλώσσα άγνωστη της.
η’
Ποτέ μου τόσο δεν περπάτησα.
Μα πόσος τάχα δρόμος για το φώς χρειάζεται;
Περπάτησα πολύ.
Με μια επίσκεψη σε κάποιο φέρετρο άρχισα παληό.
Κάτι παληές, πάνω του ξεχασμένες προφητείες, μου
μίλησαν.
Τις κύτταξα ενωχλημένος, αλλά μου μιλήσανε.
Μου μίλησαν για της φωνής την αναζήτηση. ·
Ηταν η τελευταία λέξη τους.
Τότε τη σημασία εκατάλαβα της λέξης.
Ήξερα πια πώς μέσ' στα σύμφωνά της ήτανε Εκείνη.
Η Λέξη δεν ήταν Εκείνη.
Έτσι εξαναγύρισα στην αναζήτηση,
Στό κλείσιμο του κύκλου μου
(του κύκλου της),
ήξερα :
η προφορά της η ορθή δεν ήταν
ότι 'Εκείνη ήτανε η Λέξη
— και έπειτα η Σκέψη,
μα πώς ή Σκέψη
— και έπειτα ή Λέξη —
δεν ήτανε Εκείνη.
Και πάλι σε γη άγνωστη η άκρη ακούμπησε της
βακτηρίας.
(Εκει, που δεν εσίμωσα,
πάντα θα εμένα
— αλλά είχα σιμώσει αρκετά;)
Αθέτηση
Μαζί,
σ’ ένα χορό αντιφατικών παρορμήσεων,
με χέρια, που ψηφίζουνε την ένωση,
και όμως απομακρυσμένα,
σ’ ένα τοπίο με θαμπό ορίζοντα,
με απροσδιόριστη βούληση,
καραδοκώντας αόριστα
για τη δημιουργία «εντίμου προσδοκίας».
Σταφύλια σε τσαμπιά αφυδατωμένα,
— χωρίς ελπίδα προσευχή —
στην αναπόληση του χυμού τους,
τρυγημένου απ’ τα σερσέγκια,
μια εικόνα πικρής εμπειρίας
σε δακρυσμένη ατμόσφαιρα αναζητήσεως
καταλήγει σε στυφή διαπίστωση,
αναπάντητη αίτηση για έλεος.
Κάποιο σόφισμα για αιτιολόγηση,
κάποια αναγνώριση της παρέκκλισης,
κάποιο σημείο στήριξης,
κάποια νομική θεμελίωση της παρανομίας.
Με μια απελπισμένη φορά,
«σκέψις αλλόφρων», αναμαλλιασμένη,
στη γοργή καταδίωξη των Εριννύων
ζητάει κάποια συμπαράσταση, που δεν ελπίζει,
κομματιασμένη απ’ τον πόνο,
ταπεινωμένη απ’ το γλύστρημα.
Σύνθεση θαμπών εικόνων,
ομίχλη,
μια ταραγμένη διάθεση,
χέρια με ντροπιασμένη θωπεία,
από μια ηθική, πού δεν συμπάθησαν,
κι από μια αδικία, πού αναγνώρισαν,
στο πλαίσιο της ανοδικής προσπάθειας
από σχεδιαστές με σπασμένα φτερά,
σε μια σκοτεινή, φαύλη δίνη,
από λασπωμένο δάκρυ
στο περιθώριο της τιμής.
Χειροπέδες «υπό βούλησιν»
προσκυνούν την αγνότητα
με αναγνώριση της ανωτερότητας,
δοσμένη απο μια κατωτερότητα
πληγωμένη απ’ το λήθαργο της εντιμότητας της.
Τελευταία λέξη
ξανά γι αγάπη της μιλάει·
και είναι ειλικρίνεια,
όλος συντριβή
ψελλίζει την ομολογία αφοσιώσεως,
συνθήκη δίχως όρους :
ανάγει σε λατρεία
αυτήν μόνη. ...
Αναμφισβήτητα είχε υπάρξει απάτη.
Ζητιάνοι της αυγής
Εκείνο το απόγευμα
στους ζητιάνους της αυγής
μοίρασαν βράδυ.
Η χρυσοποίκιλτη αμαξά
πέρασε βιαστικά
μέσα στο φτωχικό σοκκάκι
και πιτσίλισε τα ράκη
της προσδοκίας.
Οι ζητιάνοι περιορίστηκαν
να κυττάζουν τα ίχνη απο τις ρόδες της αμαξάς,
πού ξεμάκρυνε.
Χωρίς σχόλια, με ψιχία στ' ανόρεχτα δάχτυλα.
Αντιθετικό ζεύγος
Την είδε κάποτε.
Του φάνηκε αιθέρια
κι έτσι την αποζήτησ’ ή καρδιά του.
Μετά εγιν' ή πράξη
και το φως ήρθε και κατοίκησε στη γη.
Κάποτ' εκείνη ζήτησε την τυποποίηση.
Τότε τα μάτια του βάφτηκαν μ' άλλο χρώμα·
και του φάνηκε άσχημη.
Κολλάζ
Αμυδρόθωρος πίνακας
συγκεχυμένης εικόνας
της αναπαράστασης.
Κομμάτια απο νύχτες
πάνω σ’ αστρόσκονη,
σπασμένα φώτα,
τεμαχισμένα βράδυα,
θραύσματα καρδιάς
και οί βαλσαμωμένοι χτύποι της
πάνω σ' ένα σταματημένο χρονοδείχτη.
Θολή αναζήτηση
αποκεφαλισμένου προσανατολισμού
βρίσκει στεγνή τη στάχτη
απ' τα δάκρυα. -
Καρβουνιασμένη ύλη
κάποιας φωτιάς,
που ζήλεψαν οι κεραυνοί:
το κάδρο της εικόνας.
Τρελλό κολλάζ
της μνήμης,
μόνο μίσος δε γέννησε.