Κατά τον Ν. Π. Ανδριώτη στο «Ετυμολογικό λεξικό της κοινής
νεοελληνικής» το νινί ή νηνί σημαίνει
μικρό παιδί· παράγεται από το μεσαιωνικό νηνίον (= κούκλα), υποκοριστικό
του αρχαίου ιωνικού νήνις<νεάνις, ή από το αρχαίο ίνις = γιος, νέος, παιδί, βρέφος, απόγονος, νήπιο κατά
Παντελίδη «Βυζαντινά και νεοελληνικά» ή
κόρη κατά Ανδριώτη με ν προθετικό.
Η λέξη νηνί(ο)ν
(νινίον) με τη σημασία μικρό παιδί δεν είναι άγνωστη σε βυζαντινά κείμενα.
Υπάρχει μάλιστα και υποκοριστικό νινίτσιν στον Πτωχοπρόδρομο
Στο λεξικό του
Δημητράκου το λήμμα νιν(ν)ί(ον) έχει τις ακόλουθες ερμηνείες: 1) νήπιο, βρέφος,
2) κούκλα, 3) το είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη του ματιού και κατ' επέκταση
η ίδια η κόρη του ματιού και 4) ο μεταξοσκώληκας.
LSJ entry
νίννη, ἡ, perh.
grandmother
or mother-in-law, Demitsas Μακεδ. No.416 (Thessalonica, ii A.D.); also νίνη ib.No.415 (ibid.); cf. νέννος.
Στο “Απειρώνυμον” του Κωνσταντίνου Ζαρζαμπίδη βρίσκουμε τις
παρακάτω αναγραφές
Βρέφος –ους (το;)
–επίθετον Έρωτος –Επίθετον Ζαγρέως
Νίννιον –ιου (ἡ) –Ἀφιερώτρια
εἰς ἱερόν
Ἐλευσῖνος
–Εἰς ἀγγειογραφίαν
Νιννίον –ίου (ἡ)
Νίνον –ου (ἡ)
Νίνος –ου (ὁ) –Υἱός Βήλου, βασιλέως Ἀσσυρίων, μέ σύζυγον τήν ὡραίαν
Σεμίραμιν γεννᾶ Νινύαν
–Μυθιστοριογράφος
Νῖνος ἤ Νίννιος
–ίου (ὁ)
Νίνος ἤ Νινύας
–ου (ὁ)
Νῖνος
και Μῆνος
–ου (ὁ) –Υιός Ἀλφεσιβοίας νύμφης Ἰνδίας
καί Διονύσου μεταμορφωθέντος εἰς Τίγρην
καί καλούμενος ἔκτοτε οὔτω (τίγρης) ὁ
ποταμός
Νίνουσα –σης (ἡ)
Νινύα –ης (ἡ)
Νινύας –ου (ὁ) –Υἱός Νίνου καί Σεμιράμιδος –Ἰατρός
Μήν
–Μῆνος
(ὁ) –Πρῶτος
βασιλεύς Αἰγύπτου, Η-14-165Α
Μῆν –ηνός (ὁ) –Θεότης Φρύγων παριστῶσα Σελήνην μέ ἐπίθετα:
Ποιμήν καί Φωσφόρος
Μήνα ἤ Μήνη
–ης (ἡ) = Σελήνη
Μήνη και Μήνα –ης (ἡ)
–(Σελήνη) –Ἐπίθετον Ἀρτέμιδος –Ἐπίθετον
Ἑκάτης μέ συνώνυμον: Γοργώ –Ἐπίθετον Σελήνης
Μήνης –η ἤ –εως και Μενές
και Μηνῶας –ου και Μήν (ὁ) –Βασιλεύς Αἰγύπτου
ἐνοποιήσας ἄνω καί κάτω Αἰγυπτον
Μήνης και Μένες και Μηνάς και Μίνωας –α (ὁ) –Δεν εἶναι
ὄνομα, ἀλλά
βασιλικός τίτλος Κρητῶν, ὅπως ὁ
Φαραώ τῶν Αἰγυπτίων
Μηνία –ης (ἡ)
Μήνιον –ου (ἡ) –Ναός
τῆς Μήνης
(Σελήνης)
Μῆνος
–ου και Νινος (ὁ) –Υἱός Ἀλφεσιβοίας
καί Διονύσου μεταμορφωθέντος εἰς τίγρην
καί ἔκτοτε καλεῖται οὔτω ὁ ποταμός
Μήνος –ου και Μηνάς ἤ
Μήνη (ὁ) – (Σελήνη) –Αἰγύπτιος ἐπινοήσας
ἀλφάβητον τόν 18ον αἰῶνα π.Χ.
Ἶνις –ιος (ὁ) –(υἱός) –Ἐπίθετον Ἀπόλλωνος
Ἴννα –ης (ἡ) –Πηγή ἐν
Θράκη
Ἰννάνα –ης (ἡ) –Θεότης Σουμεριακή ἀντίστοιχος τῆς Ἀφροδίτης
Ἰνώ –οῦς (ἡ) –(θυγάτηρ, θηλυκόν τοῦ ἶνις
= υἱός)
Ἰνώ καί Βύνη καί
Λευκοθέα –ης, Ἀγηνορίς (ἡ) –(νευρώδης, ρωμαλέα) –Σύζυγος Ἀθάμαντος, μέ ὅν
γεννᾶ Λέαρχον καί Μελικέρτην, μητρυιά
Φρίξου καί Ἕλλης (τέκνων Νεφέλης)
–Θαλασσία θεά, τροφός Διονύσου –Θυγάτηρ Κάδμου καί Ἁρμονίας –Μαινάς καί ἀπόγονός
της ἡ Κοσκώ –Δευτέρα σύζυγος Ἀθάμαντος. Ἐξ
αἰτίας της τά τέκνα αὐτοῦ
καί τῆς Νεφέλης (Φρῖξος καί Ἕλλη),
ἵππευσαν πτερωτόν Κριόν. Διά τό δέρας αὐτοῦ ἔγινεν ἡ
Ἀργοναυτική ἐκστρατεία. (Ἡ ὀργισθεῖσα
Ἥρα ἔκαμε
παράφρονα Ἀθάμαντα καί ἔρριψεν εἰς
θάλασσαν Ἰνώ καί Μελικέρτην (ἀπό Μολουρίδα Πέτρα). Τῆ μεσολαβήσει τῆς
Ἀφροδίτης ὁ Ποσειδῶν κατέστησεν
θαλασσίους θεούς λατρευομένης τῆς Ἰνοῦς
ὡς Λευκοθέας. Ὑπηρέτρια εἶχεν τήν Ἴυγγα –Μήτηρ Κροέσσης πού μέ Ποσειδῶνα γεννᾶ
Βύζαντα, Ο.Ο.Ε.461, Η-7-1154, Η-9-531Δ, 920Δ, Η-13-213Δ, Η-18-379Α
Ζαγρέα –ης (ἡ)
Ζαγρέας ἤ
Ζαγρεύς –έως (ὁ) –Παλαιότερον ἐπώνυμον Βάκχου ἤ Ὀσίριδος ἤ Καταχθονίου Διονύσου –Υἱός Διός καί Περσεφόνης. Ἀμεσως μετά τήν γέννησιν ἐφονεύθη ὑπό
Τιτάνων (Τό ἔγκλημα αὐτῶν)
–1ος Διόνυσος
Ζαγρεύς –έως (ὁ) –Ἐπίθετον Ἅδoυ
–Ἐπίθετον Διονύσου
Ζάγρος –ου (ὁ) –Ὄρος Ἀσίας
Περισσότερα βέβαια δίδονται και σε προηγούμενα κείμενα μου
περί Ινούς, Λευκοθέας, Ζαγρέα, Σεμέλης κλπ
Perseus
analysis of νῆνις:
νῆνις (girl): fem nom sg
LSJ entry
νεᾶνις, Ep. and Ion. νεῆνις (contr. νῆνις Anacr.14.3, CIG7629 (vase),
Kretschmer Griech.Vaseninschr.p.144, EM448.29), ῐδος, ἡ, acc.
-ιδα A.Pr.704, -ιν E.Cyc.179:—girl, maiden, Il.18.418,
Pi.P.9.31, A.l.c., Eu.958 (lyr.), S.Ant.784 (lyr.), E.l.c., al., A.R.1.843,
Lyr. Alex.Adesp.26; of a young married woman, E.Andr.192; παρθενικὴ ν. Od.7.20.
as Adj.,
youthful, χεῖρες, ἧβαι, E.Ba.745,
Ion477 (lyr.).
new, βίβλος AP4.3b75 (Agath.).—Poet. word, but
freq. in LXX, Ex.2.8, al.
Ενώ ήνις και ένος είναι ο ετήσιος και ο χρονιάρικος
*ἤνῑς, ἡ, epith. of cows, of uncertain meaning (
yearling,
fr. ἔνος (c), acc. to EM432.2, Hsch.), used by Hom.
only in acc. sg. and pl.: gen. ἤνῐος A.R.4.174:—βοῦς . . ἤνῑς ἠκέστας Il.6.94,275,309; βοῦν ἤνιν εὐρυμέτωπον ἀδμήτην 10.292, Od.3.382. (ἦνιν codd. and Ptol. Oroandae ap. Hdn.Gr.2.71; ἤνιν Tyrannioibid.: perh. a stem in ῑ.)
ἔνος 1 (ο) year, Lyd.Mens.4.1, Hsch.
Etymologicum
Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – ὦμαι)
Alphabetic
entry mu, page 392, line 12
<Μήτι>, διὰ τοῦ ι. ὡς ἀπὸ τοῦ νεάνις, κατὰ κράσιν γί-
νεται νῆνις, καὶ ἐκεῖθεν νήνιος, νήνιι+, καὶ κατὰ κρά-
σιν τῶν
δύο ιι εἰς ι μακρὸν ἓν,
νήνι, ποικίλους ἀμ-
βάλω, οὕτω καὶ
ἀπὸ
τοῦ μήτις μήτιϊ καὶ κράσει τῶν
δύο ιι εἰς ἓν
ι μακρὸν μήτι.
Perseus
analyses of νηνία:
νηνίᾱ,νηνία (public eulogy): fem nom/voc/acc dual
νηνίᾱ,νηνία (public eulogy): fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
νηνία, ἡ,
public
eulogy on great men, sometimes accompanied by the flute: hence, lament, dirge,
only in Lat. nenia, a Gr. word acc. to Cic.Legg.2.24.62; cf. sq.
νηνία, ἡ, δημόσια εγκώμιο για μεγάλους άνδρες, που
μερικές φορές συνοδεύεται από το φλάουτο: ως εκ τούτου, θρήνος, μοιρολόι.
Από το “Nέον ορθογραφικόν
ερμηνευτικόν λεξικόν” του Δ. Δημητράκου
νηνίδα ή Δ έφελκίδες, σχηματιζόμενοι επί της κεφαλής των
βρεφών.
νηνίον τό Μ βλ. νιννίον.
νήνις-ιδος ή Α συνηρ. τ. του νεάνις βλ.λ….
AM νιννί κ. νηνίον Μ
-ϊ κ. νινί
νήπιον, βρέφος. 2 ) πλαγγών, κούκλα. 3) τό έν τη κόρη τού οφθαλμού σχηματιζόμενον
είδωλον. β) αυτή ή κόρη.
Suda,
Lexicon
Alphabetic
letter nu, entry 139, line 1
Νεηνίας:> νεανίας.
<Νεῆνις:> νεᾶνις.
Σύμφωνα με ιταλικό ετυμολογικό λεξικό, το θηλυκό ουσιαστικό
ninna συναντάται από το 1618 και σημαίνει το κοριτσάκι. Σχετικό είναι το ninno
-nenna στη Napoli, καθώς και το ισπανικό nina. Στη Lucca, την Pisa και το
Livorno συναντάται το άκλιτο nini, χαϊδευτικό για το μωρό. Η προέλευση του
πρέπει, κατά τους συντάκτες του λεξικού αυτού, να αναζητηθεί στη μωρουδιακή
γλώσσα. Στο ίδιο λεξικό το λήμμα ninna ή nanna, που πρωτοσυναντάται τον 19ο
αιώνα, σημαίνει νανούρισμα. Από τη λέξη αυτή προέρχεται το τοσκανικό υποκοριστικό
ninnarella. Σχετικό είναι το ρήμα ninnare (= νανουρίζω). Στην Τοσκάνη
χρησιμοποιείται το ουσιαστικό nino (πληθ. nini), χαϊδευτικό στην κλήση
αγαπητού προσώπου· ίσως από το Giovannino- λιγότερο πιθανή η αναγωγή στο
ninno.
Θα μπορούσε βέβαια να υποστηριχθεί, συνωδά προς τη θεωρία
για την τοσκανική καταγωγή της οικογένειας, ότι το Νιν(ν)ής ή Nin(n)i δεν
παράγεται από το ελληνικό νηνί ή νιν(ν)ί-ον, αλλά από τα ιταλικά ninna ή ninna
-nanna ή ninnare ή nin(n)o-nin(n)i. Ίσως πάλι το Νιννής/Νίννος να προέρχεται
από το Ιωάννης.
Στην εβραική γλώσσα τώρα το Νίννος λέγεται ότι προέρχεται
από τη λατινική γλώσσα και δηλώνει
λατινική καταγωγή. Και σημαίνει
τον γιό ή το μικρό παιδί, γόνο, εγγονό
Ενώ θεωρείτε ότι αντιστοιχεί σε παιδί και είναι το “μικρό”
όνομα, συρρικνωμένο του ονόματος Giovannino (ιταλική), καθώς και μια παραλλαγή
του ονόματος John (αγγλικά και εβραϊκά) στην ιταλική γλώσσα. Το αντίστοιχο
θηλυκό Νίνα- Nina ή Νιννα-Ninna στα εβραικά σημαίνει Χάρις και αντιστοιχεί με
το Γκρεις ενώ άλλες ερμηνείες που του δίδονται είναι: ωραία, ωραία μάτια, μητέρα, ισχυρή,
εξαιρετική, φίλη, λουλούδι, ενώ στους
γηγενείς της Αμερικής έχει την έννοια
της Δυνατής.
Nina | נִינָה στα εβραικά σημαίνει και εγγονή ή μικρό
κορίτσι με εναλλακτικό τρόπο γραφή ως
Ninah, Ninna
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου