13 Ιανουαρίου 2011

H λατρεία της Σύριας Θεάς (Αταργάτιδος) στη Δυτική Μακεδονία / Παύλου Χρυσοστόμου

Το θέμα των ιδιοτήτων, επιθέτων της Μεγάλης Μητέρας Θεάς, σε όλες τις εκφάνσεις τους εμφανίζετε σε λατρείες, ιερά, επιγράμματα, αγάλματα που έχουν αποτυπωθεί και διασωθεί στην Μακεδονία, όπως και σε ολοκληρη την Ελλάδα.


Ετσι μεταφέρω ένα ολοκληρο άρθρο του Αρχαιολόγου Παύλου Χρυσοστόμου που έχει δημοσιευθεί στον τρίτο τόμο του "Αρχαιολογικού έργου στη Μακεδονία και Θράκη κατα το έτος 1989. 'Εκδοση του ΤΑΠ

 Η σύνδεση της Σεμιράμιδος (κόρης της Δερκετούς/Αρτέμιδος/Αταργάτιδος κλπ. και όλο το κείμενο στην μνήμην του Παύλου Κυράγγελου καθώς σαν σήμερα ήταν η μέρα των γενεθλίων του.


Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΡΙΑΣ ΘΕΑΣ (ΑΤΑΡΓΑΤΙΔΟΣ) ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Η λατρεία της Συρίας Θεάς1 ή Αταργάτιδος2 στη Βοττιαία της Μακεδονίας περιγράφεται με γλαφυρότητα στο μυθιστόρημα «Μεταμορφώσεις» ή «Ο Χρυσός γάιδαρος» του Απουλήιου 3. Την υπόθεση του την πήρε από ένα ελληνικό μυθιστόρημα («Λούκιος ή ‘Ονος»), του οποίου έχουμε μια μεταγενέστερη μεταγραφή, οφειλόμενη όπως γενικά νομίζεται στο Λουκιανό από τα Σαμόσατα της Συρίας. Ο Απουλήιος όμως ισχυρίζεται ότι πρόκειται για έργο του Λευκίου από την Πάτρα. Στα κεφάλαια 35-41 του έργου αυτού του Λουκιανού περιγράφεται διεξοδικά η λατρεία της Συρία: Θεάς στη Βέροια και στη  χώρα της4.
Την ιδιαίτερη λατρεία της Συρίας Θεά στη Μακεδονία ήρθαν να επιβεβαιώσουν στον αιώνα μας οι επιγραφές και τα άλλα αρχαιολογικά ευρήματα. Το εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι ότι στη Βέροια η. θεά λατρευόταν ήδη από τον 3ο αι. π.Χ..      .: αποδεικνύεται από την αναθηματική επιγραφή η οποία βρέθηκε το 1912 κατά την κατεδάφιση σπιτιών Β της εκκλησίας του Αγίου Αντωνίου5. Πρόκειται για μαρμάρινη λΐθόπλινθο. η οποία*· αρχικά έφερε επάνω και κάτω, στην κύρια και στις στενές πλευρές της κυμάτια. τα-οποία απολαξεύτηκαν κατά τη δεύτερη χρήση της (Εικ. ! Η λιθόπλινθος ανήκε σε μια από τις πλευρές ορθογώνιου βάθρου παρά βωμού, γιατί παρατηρούνται δύο πειόμορφοι  τόρμοι συνδέσμων στην επάνω επιφάνειά της, καθώς και αναθύρωση στις τρεις ακμές της πίσω όψης της. Ο αναθέτης είναι ιερέας της θεάς «Αταργάτης» Σώτείρας, ο Απολλωνίδης Δεξιλάου7. Σύμφωνα με την επιγραφή, το ανάθημα χρονολογείται, στο τέλος- του 3ου αι. π.Χ. Επομένως, η Συρία Θεά στη Βέροια είχε ιερό ήδη από τον 3ο αι. π.Χ., το οποίο μπορεί να τοποθετηθεί στην αγορά της πόλης, πιθανότατα στη σημερινή πλατεία του Αγίου Αντωνίου. Η λατρεία της θεάς διατηρήθηκε περισσότερο από μισή χιλιετία, όπως. δηλώνουν oι δύο χρο­νολογημένες απελευθερωτικές επιγραφές, η μία από τις οποίες χαράχτηκε κάτω από την παραπάνω επιγραφή του Απολλωνίδη (Εικ. 1) και η άλλη στη δεξιά πλευρά της λιθοπλίνθου του αναθήματος (Εικ. 2). Η πρώτη επιγραφή αναφέρει ότι η Κορνηλία Διονυσία, στις 17 του μηνός Πανήμου του έτους 239 μ.Χ. ("Ετους ΑΟΣ Σεβαστού και ΖΠΤ, Πανήμου ζι') δυνάμει του δικαίου των τέκνων που κατείχε ως Ρωμαία, απελευθερώνει δι' αφιερώσεως στη θεά Συρία Παρθένο, την τριακονταετή οικογενή δούλη της Σωτηρία. Η δεύτερη επιγραφή αναφέρει ότι η Αππία Παννυχίς  δυνάμει του δικαίου των τέκνων που κατείχε, απελευθερώνει στις 12 του μήνα Ξανδικου  του έτους 261 μ.Χ. ("Έτους TQC Σεβαστού και Θεού, Ξανδικοϋ. λ') δι' αφιερώσεως στη θεά Συρία Παρθένο", το δεκαοκτάχρονο δούλο της Πάννυχό, γιο της δούλης της Νυμφοδώρας. '*
Η λατρεία της Συρίας Θεάς ήτο γνωστή και σ' άλλα μέρη της Μακεδονίας. Στην 'Εδεσσα μαρτυρείτε σε μια αδημοσίευτη επιγραφή του 2ου αι. μ.Χ., που βρέθηκε στην Κάτω πύλη (Εικ. 3)8. Η Ευρυνόα Αριστοκλείδου αφιερώνει τη δούλη της Ευτυχίδα από τη Συρία, στη θεά Παρθένο. Πρόκειται προφανώς για τη Συρία Θεά, που στην 'Έδεσσα, όπως και αλλού, αποκαλούσαν Παρθένο. Η Συρία Θεά φαίνεται ότι συλλατρευόταν μαζί με την Εν(ν)οδία στο ιερό της θεάς. των Φερών κοντά στον αρχαίο οικισμό της Εξοχής Εορδαίας, που βρισκόταν Β από την Κίτρινη Λίμνη («Σαριγκιόλ»). Αυτό διαπιστώνεται από" την εύρεση του πάνω τμήματος μικρού μαρμάρινου ενεπίγραφου ανάγλυφου, που χρονολογείται στο πρώτο μισό του 3ου αι. μ.Χ.9 Η θεά παριστάνεται όρθια κατενώπιον, με το κεφάλι σε κατατομή προς τα αριστερά, φορώντας χιτώνα και ιμάτιο. Το αριστερό της χέρι είναι τοποθετημένο μπροστά στο στήθος της, κρατώντας κάποιο δυσδιάγνωστο σύμβολο, ενώ με το δεξί κρατάει δέσμη από στάχυα (Εικ. 4). Επειδή δε σώζεται το κάτω μέρος του ανάγλυφου, δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα η θεά να στεκόταν επάνω σε θαλάσσιο κήτος, όπως και στο ανάγλυφο της Δημητριάδας, που θα αναφέρουμε παρακάτω. Το ανάγλυφο αφιερώνεται στη Διάσυρο θεά από τη Ματέλα Μενάνδρου, ύστερα από κάποια ευχή της. Πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, που αφιέρωσε στο ίδιο ιερό ένα μαρμάρινο ενεπίγραφο ανάγλυφο της έφιππης Εν(ν)οδίας10. Η λατρεία της Συρίας Θεάς στη δυτική Μακεδονία διαπιστώνεται ακόμα από ένα άλλο αδημοσίευτο υστερορωμαϊκό ανάγλυφο11, που βρέθηκε σε χέρια του ιδιώτη Κ. Κογκα κατοίκου Κοζάνης, και το οποίο πιθανότατα προέρχεται από την Εξοχή. Η θεά εικονίζεται να κάθεται με γυναικείο τρόπο επάνω σε θαλάσσιο κήτος προς τα δεξιά. Φοράει χιτώνα και ιμάτιο, ακουμπώντας με το αριστερό χέρι της στη ράχη του ψαριού. Το κεφάλι της θεάς είναι αποκρουσμένο (Εικ. 5).
Η λατρεία της Συρίας Θεάς πιθανότατα ήταν γνωστή και στην Πέλλα, όπως μας  πιστοποιούν τρία τμήματα πήλινων ειδωλίων, τα οποία βρέθηκαν στην περιοχή Ν. της αγοράς κατά τις παλιές ανασκαφές. Στο πρώτο απ' αυτά12 η θεά παριστάνεται καθιστή με γυναικείο με γυναικείο τρόπο επάνω σε θαλάσσιο κήτος, του οποίου τα λέπια αποδίδονται  εγχάρακτα. Φοράει χιτώνα και ιμάτιο, ακουμπώντας με το αριστερό της χέρι τη ράχη του κήτους (Εικ. 6). Στο δεύτερο ειδώλιο13 η θεά παριστάνεται επάνω σε ψάρι (από το οποίο σώζεται το πίσω μέρος του με την ουρά) καθιστή με παρόμοιο τρόπο φορώντας χιτώνα και ιμάτιο. Στο τρίτο ειδώλιο14 παριστάνεται το μπροστινό τμήμα παρόμοιου ψαριού, του οποίου δηλώνονται εγχάρακτα τα λέπια, το στόμα, ή μύτη και το μάτι. Ή Συρία Θεά παριστανόταν καθιστή στη ράχη του. Τα ειδώλια μάλλον προέρχονται από τα εργαστήρια ή τα καταστήματα κοροπλαστικής της αγοράς της Πέλλας και όχι από κάποιο ιερό της θεάς στην περιοχή; αυτή. Η λόγησή τους πριν τις αρχές του 1ου αι. π.Χ. δείχνει ότι η θεά στη Μακεδονία απεικονιζόταν καθιστή σε ψάρι ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια. Η Συρία Θεά δεν αποκλείεται να είχε κάποιο ιερό στο νότιο τμήμα της πόλης Πέλλας, κοντά στη λίμνη Λουδία

 Η λατρεία της Συρίας Θεάς διαπιστώθηκε πρόσφατα στη δυτική όχθης της Λίμνης Λουδία15. Πρόκειται για τη θέση « Άγιος Νικόλαος» Γιαννιτσών, Ν του ποταμού Λουδία, η οποία δημιουργήθηκε από τις επιχώσεις αρχαίας, μεσαιωνικής και νεότερης κατοίκησης. Στο βόρειο τμήμα του οικισμού (αγρός Γ. Άκασμου) υπήρχε εκκλησάκι του Αγίου Νικόλαου και νεκροταφείο, τα οποία καταστράφηκαν το 1987, ύστερα από  εργασίες ισοπέδωσης της τούμπας. Στο χώρο αυτό βρέθηκαν και δόθηκαν στην αρχαιολογική υπηρεσία από το χειριστή του μηχανήματος του ΤΕΒ-Αλεξάνδρειας, μια μαρμάρινη ενεπίγραφη - πλάκα (Εικ. 7) και μερικά άλλα αντικείμενα16. Μεταξύ των αντικειμένων περιλαμβάνεται ένα χάλκινο αγαλματίδιο (ύψους 0,045 μ.), το οποίο πιθανότατα παριστάνει τον πάρεδρο της Συρίας Θεάς, το Δία Άδαδο ή Δία της Ηλιουπόλεως (Εικ. 8). Στην ίδια θέση προφανώς υπήρχε από τα ελληνιστικά χρόνια ιερό της Συρίας Παρθένου. Η λατρεία της θεάς διαπιστώνεται από τη χαραγμένη σε μαρμάρινη πλάκα επιγραφή17, από τα γυναικεία ειδώλια και τα άλλα αντικείμενα των ελληνιστικών χρόνων. Η επιγραφή αναφέρεται σε μια απελευ­θερωτική πράξη, που έγινε στις 19 του μήνα Ξανδικού του έτους 205 μ.Χ. ("Ετους ZAC Σεβ{αστοϋ] Ξανδικοϋ θι'). Η Κυρραια Κόϊντα Πορίου (από τη γειτονική πόλη
-Κύρρο, που απέχει 17 χλμ. και τοποθετείται στη θέση «Παλαιόκαστρο» Ν της
Αραβυσσού)18 απελευθερώνει τους δούλους της Λύκο και Ζώσιμο, αφιερώνοντας τους στη Συρία Θεά Παρθένο Γυρβιάτισσα. Η πλάκα με την επιγραφή προφανώς στήθηκε στο ιερό της θεάς. Η προσωνυμία Γυρβιάτισσα, που είναι άγνωστη απ' αλλού, είναι τοπική. Αυτό σημαίνει ότι ο οικισμός με το ιερό της Συρίας Θεάς αποκαλείτοΓυρβιάτισσα19.
Αξιοσημείωτο είναι ότι το 1989 στο δυτικό τμήμα της μεταγενέστερης λίμνης των "Γιαννιτσών εντοπίστηκαν ή ερευνήθηκαν με δοκιμαστικές τομές τέσσερις ακόμα αρχαίοι οικισμοί, που η κατοίκηση τους ανάγεται στα κλασικά χρόνια. Πρόκειται: α) για τον οικισμό του «Αγίου Νικολάου», Α της Κρύας Βρύσης, β) για τον οικισμό στη θέση «Κρεβάτια» Γιαννιτσών, στην περιοχή ανάμεσα στο Λουδία, το χωριό Σχοινά και το δρόμο Γιαννιτσών-Αλεξάνδρειας, και δ) για τον οικισμό-στη θέση «Χαλασμένη Γέφυρα», Β από το Παλιό Σκυλλίτσι. Ας σημειωθεί ότι στην πεδινή περιοχή νοτιότερα από τους παραπάνω οικισμούς, έχουν -βρεθεί ή επισημανθεί διάφορες αρχαιότητες και οικισμοί των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, όπως στην Αλεξάνδρεια, στο Νησί, στα Καβάσιλα, στο Σταυρό και στο Μακροχώρι20, που αποδεικνύουν ότι ήδη από την κλασική εποχή το δυτικό και νότιο τμήμα της πεδιάδας της Βοττιαίας-Ημαθίας (μεταγενέστερης Καμπανίας-Γιαννιτσών) ήταν πυκνοκατοι­κημένο. Στα αρχαία χρόνια ο δρόμος Πέλλας-Βέροιας διέσχιζε την πεδιάδα, περνώ­ντας από την περιοχή των προαναφερθέντων οικισμών. Αυτό ενισχύεται ακόμα από την ύπαρξη τύμβου των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων στην περιοχή ΒΔ του Νησιού, καθώς επίσης και από την ύπαρξη αρχαίας γέφυρας, στη σημερινή κοίτη του Λουδία (πριν από τη στροφή προς τα ΝΑ), που εντοπίστηκε πρόσφατα σε απόσταση 3 χλμ. περίπου Α από τη σύγχρονη γέφυρα του «Μηδέν» Γιαννιτσών στον ποταμό, Η γέφυρα αυτή που-αποκαλείται «Γέφυρα του Μ. Αλεξάνδρου»βρίσκεται σε απόσταση. 1 χλμ. Β-ΒΑ της Γυρβιάτισσας και 8 χλμ'. περίπου από την αρχαία Πέλλα. Ο δρόμος που ένωνε τη Βέροια με την Πέλλα, παρακάμπτοντας τη λίμνη Λουδία από Δ και ΒΔ, πιθανότατα ήταν και ο μοναδικός κατά τα κλασικά-ελληνιστικά χρόνια21.
Η παραπάνω πρόταση-ανατρέπει τα ιστορικά και τοπογραφικά δεδομένα της περιοχής και έρχεται σε αντίθεση με τις μέχρι σήμερα γνωστές απόψεις των ερευνητών22. Τη γέφυρα αυτή του Λουδία πέρασε ο Περσέας με το άλογο του, μετά την ήττα του στην Πύδνα (168 π.Χ.), καθώς και ο Αιμίλιος Παύλος με το στρατό του, που τον ακολούθησε. Άλλωστε, αν ο ρωμαϊκός στρατός δεν παρέκαμπτε τη λίμνη από τα Δ-ΒΔ της, δεν θα ήταν δυνατή η στρατοπέδευση του στα Δ της Πέλ­λας, στη θέση της μεταγενέστερης ρωμαϊκής αποικίας της Πέλλας, στην περιοχή Β των «Λουτρών του Μ. Αλεξάνδρου»23.
Η οργιαστική λατρεία της .-Συρίας Θεάς μεταφέρθηκε σε πολλά μέρη της Ελλάδας από τα ελληνιστικά χρόνια. Στην Αστυπάλαια η λατρεία της -μαρτυρείται ήδη από τα τέλη του 3ου - αρχές του 2ου αι. π.Χ.24. Στη Δήλο η θεά ήταν γνωστή ήδη από το πρώτο μισό του 2ου αι.. π.Χ.25. Εδώ ονομαζόταν Ατάργατις,. Ατάργατις Αγνή Θεός, Αγνή Αφροδίτη Ατάργατις, Αγνή Θεός ή Θεά Αγνή,. Αγνή Θεός Αφροδίτη. Αγνή Αφροδίτη, Αγνή Αφροδίτη Συρία Θεός και Αφροδίτη. Η θεά συλλατρευόταν με το Δία- 'Αδαδο (Hadad) και έναν άλλο νεαρό θεό σε μνημειακό ιερό Β του Σεραπείου26. Η λατρεία της θεάς ήταν ακόμα γνωστή στη Νίσυρο27, στη Σκύρο28 και στη Χαλκίδα της Εύβοιας29.


Στην πόλη Φίστυο της Αιτωλίας, που βρισκόταν Ν της λίμνης. Τριχωνίδας, η θεά λατρευόταν ήδη από τις αρχές του.2ου αι. π.Χ. ως Συρία Αφροδίτη Φιστυίς ή ως Συρία Αφροδίτη εν Ίαρίδες30. Επίσης λατρευόταν στον Πειραιά31, στην Αχαΐα32 και στη Θουρία .της Μεσσηνίας33.
Η λατρεία της θεάς ήταν ιδιαίτερα αγαπητή και στη Θεσσαλία, όπως μαρτυρούν οι επιγραφές που βρέθηκαν στη Δημητριάδα, στις Φερές και στην Κραννώνα. Στη  Δημητριάδα η Συρία Θεά λατρευόταν με το όνομα Παρθένος στη θέση της μεταγενέ­στερης Βασιλικής της Δαμοκρατίας, κοντά στο βόρειο λιμάνι της, όπως διαπιστώνε­ται από ένα ενεπίγραφο μαρμάρινο ανάγλυφο, που βρέθηκε στις ανασκαφές του 1970. Χρονολογείται στο τέλος του 3ου αι. μ.Χ. και είχε αφιερωθεί από κάποια ιέρεια της θεάς μετά την ιεροσύνη της34. Η θεά στέκεται όρθια επάνω σε θαλάσσιο κήτος και περιβάλλεται από το Δία της Ηλιουπόλεως- Άδαδο, τον ' Αδωνη-και τον Ερμή. 
Στις Φερές η θεά μαρτυρείται ως Παρθένος,σε μια μικρή μαρμάρινη ενεπίγραφη αετωματική στήλη του τέλους του 3ου - αρχών του 2ου αι. π.Χ., που βρέθηκε στην περιοχή κοντά στην  Υπέρεια πηγή35. Η Φυλακίνη Βαθύλλου αφιερώνει ως ευχαριστήριο στη θεά το ποσό των 50 στατήρων. Στην Κραννώνα η λατρεία της θεάς μαρτυρείται από μια επιγραφή του τέλους του 2ου αι. π.Χ.36. Εδώ η θεά αποκαλείται Παρθένος Βαμβυκία. Η λατρεία της Συρίας Θεάς ήταν γνωστή και στη Φιλιππούπολη της Θράκης, κοντά στον Έβρο37.- -

Στη  Συρία η θεά ονομαζόταν Ατάργατις ή Δερκετώ. Ταυτιζόταν με την ' Ηρα ή την Αφροδίτη Ασσυρία. Το λατρευτικό της κέντρο ήταν η πόλη, που οι Σύριοι αποκαλούσαν «Mabog ή Maambuki» και οι Μακεδόνες Βαμβύκη. Ήταν κτισμένη στη δεξιά όχθη του Άνω Ευφράτη στη βόρεια Συρία (Αραμαία), επάνω στον κύριο εμπορικό δρόμο, που συνέδεε την Αντιόχεια με τη Μεσοποταμία. Μετά την αναδιοργάνωση του ιερού της από τους Σελευκίδες (γύρω στο 300 π.Χ.) μετονομά­στηκε σε Ιεράπολη. Εδώ η θεά λατρευόταν με τον άρρενα πάρεδρο της Hadad και τον 'Αδωνη. Είχε μεγάλο και πλούσιο ιερό στο κέντρο της πόλης, κοντά στο οποίο υπήρχε" τεχνητή λίμνη με μεγάλα ψάρια, που περιγράφει ο Λουκιανός (Περί της Σοριης θεοϋ). Η παλιότερη παράσταση της θεάς χρονολογείται στο τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ., εποχή των Χαναναίων, επομένως η λατρεία της είναι αρχαιότατη38. Στο εξωτερικό ως θεά της διασποράς αποκαλούνταν Συρία Θεά Παρθένος, Παρθένος, Συρία Αφροδίτη, Ατάργάτις ή Ατάργατις Σώτειρα, Παρθένος Βαμβυκία, Διάσυρος Θεά, Dea "Syria -και συνεκδοχικά «Diasyria (Διασύρια) ή Iasura ή Suria». Ήταν δηλαδή μια θεά που καταγόταν, από τη Συρία, πού η λατρεία της μεταφέρθηκε στα παράλια της Μ. Ασίας39,, στην Αίγυπτο (Μάγδολα και Φιλαδέλφεια)40, στα νησιά του Αιγαίου, στην Εύβοια, στην Πελοπόννησο, στην Αιτωλία, στη Θεσσαλία, στη Μακεδονία και στη Θράκη. Αργότερα μεταφέρθηκε στη Σικελία41, στη Ρώμη42 και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. 


Στη Μακεδονία η λατρεία της θεάς είχε εισαχθεί ήδη από τον 3ο αι. π.Χ. από Μακεδόνες και εξελληνισμένους Σύριους εμπόρους, από Σύριους δούλους, αλλά και από αγύρτες ιερείς. Η λατρεία της γενικά συναντάτε σε νησιά, σε παραλιακές πόλεις, όπου υπήρχαν συντεχνίες εμπόρων, ψαράδων, ή Σύριοι έμποροι και δούλοι, αλλά και στην ενδοχώρα της κυρίως Ελλάδας, όπου υπήρχαν μεγάλες πηγές ή λίμνες. Κατά τις ετήσιες γιορτές της Συρίας Θεάς οι κάτοικοι των πόλεων και κωμών γύρω από τα ιερά της πραγματοποιούσαν καταβάσεις στη θάλασσα ή στις λίμνες. Η θεά δεν είχε πουθενά καθολική λατρεία, αλλά μόνο από θιάσους,- δηλαδή από συλλόγους που δημιουργούνταν χάριν της λατρείας, όπως γίνονταν και με τις άλλες ξενόφερτες λατρείες. .

Η Συρία Θεά, η μητέρα του Ιχθύος43, πολλές φορές παριστάνεται ως ωραία γυναίκα, με χιτώνα και ιμάτιο, με πύργο στο κεφάλι, άλλοτε όρθια επάνω σε θαλάσ­σιο κήτος, άλλοτε καθιστή με γυναικείο τρόπο σ' αυτό. Σύμφωνα με τις. φιλολογικές πηγές αρχικά παριστανόταν ως ψάρι με γυναικείο κεφάλι44 ή με ψαρίσιο το κάτω μέρος του σώματος της45, δηλαδή όπως και η Γοργόνα, η αδελφή του Μ" Αλεξάνδρου. Το ψάρι, όπως το λιοντάρι και το περιστέρι, ήταν τα ιερά της ζώα. Ήταν θεά της γονιμότητας των ανθρώπων, των ζώων, των-ψαριών-και των πουλιών46, αλλά ταυτόχρονα και θεά του θανάτου47. Γι' αυτό με τη διάδοση της λατρείας της σε διάφορους τόπους και λαούς σταδιακά συγκέντρωσε εικονογραφικά χαρακτηριστικά
kαι λατρευτικές υποστάσεις πολλών θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, της ‘Ήρας, της Δήμητρας, της Άρτεμης, της Ρέας-Κυβέλης, της -Ίσιδας, της Σελήνης, της. Νέμεσης, της Τύχης και των Μοιρών48. Σύμφωνα με τις φιλολογικές πηγές και την εικονογραφία τα εμβλήματα της ήταν η άτρακτος, το πηδάλιο, το σκήπτρο, η φιάλη, το κέρας και η δέσμη από στάχυα στα χέρια, ο πύργος, καθώς και ο μηνίσκος και οι ακτίνες στο κεφάλι. _

Κατά τον Αθηναίο (346d-e), κάθε μέρα οι ιερείς έφερναν στη θεά ψάρι που ζούσε στη λίμνη, κοντά στο ιερό της και το τοποθετούσαν σε τράπεζα, μπροστά στο άγαλμα της μέσα στο ναό, ωραία μαγειρεμένο, πρώτα βρασμένο και μετά ψημένο.' Στη συνέχεια οι ιερείς έτρωγαν το ψάρι, που ήταν ιερό ζώο της θεάς, γιατί τρωγόταν σε θυτήριο γεύμα ενώπιον της.


Το ψάρι πιθανότατα προσφερόταν ως τροφή σε ειδικές μυστηριακές τελετές, οπότε οι ιερείς και οι μύστες που τα έτρωγαν έφερναν τη θεά μέσα τους και αναγεννώνταν. Η μύηση κατά τις τελετές της Συρίας Θεάς θα είχε έτσι εσχατολογικές επαγγελίες. Σύμφωνα με τον Παυσανία (VII, 26, 7;), όσοι μετείχαν στη λατρεία της Συρίας Θεάς της Αχαΐας, έπρεπε την καθορισμένη μέρα της μυστηριακής τελετής να είναι «καθαροί», παραμένοντας εγκρατείς και νηστεύοντας. Ο-ίδιος περιηγητής (IV, 31, 2) αναφέρει ιερό της Συρίας Θεάς στην Άνω πόλη της Θουρίας της Μεσση­νίας, που πιθανότατα είχε ιδρυθεί στα ελληνιστικά χρόνια. Αργότερα κτίστηκε στην Κάτω πόλη ναός, όπου στήνονταν τα ψηφίσματα της Θουρίας. Εδώ η μύηση γινόταν μετά την επίσημη πομπή, με μυστηριακή τελετή σε ειδικό χώρο, όπου παρευρίσκο­νταν πολλοί, με τα τιμώμενα πρόσωπα επικεφαλής49. Συνήθως η λατρεία της θεάς στην Ελλάδα γινόταν σε «οίκους», όπως αρχικά στη Δήλο50, δηλαδή σε ειδικούς χώ­ρους για μύηση, γιατί οι συνηθισμένοι ναοί των ελληνικών θεών ήταν ακατάλληλοι; για τις ιδιόμορφες αυτές λατρείες. Όπως προαναφέρθηκε, η Συρία Θεά λατρευόταν . κυρίως από δούλους51, από ψαράδες και εμπόρους, κοντά σε λίμνες ή στη θάλασσα και θεωρούνταν προστάτιδα τους.
Η έντονη και ιδιόμορφη λατρεία της ιχθυόμορφης αυτής θεάς στη Βοττιαία, (την καρδιά του μακεδόνικου κράτους, που στα χρόνια του Λουκιανού (δεύτερο μισό του 2ου αι. μ.Χ.) χαρακτηριζόταν ως επιχώρια θεός-δαίμων και που επιγραφικά μαρτυ­ρείται με την τοπική προσωνυμία Γυρβιάτισσα, καθώς και η έντονη λαϊκή ανάμνηση των δολοφονιών από τους διαδόχους του μακεδονικού θρόνου των παιδιών του Μ. Αλεξάνδρου (του Ηρακλή και του Αλεξάνδρου Δ'), καθώς και των γυναικών, που σχετίζονταν με το μεγάλο στρατηλάτη (της μητέρας του Ολυμπιάδας, των αδελφών του Κλεοπάτρας και Θεσσαλονίκης, των συζύγων του Ρωξάνης και Βαρσίνης.)52, μπορεί να οδήγησαν στη δημιουργία του αρχικού πυρήνα του μύθου της ιχθυόμορφης-σειρηνόμορφης εναλίας δαίμονος Γοργόνας, .της ωραίας κόρης ή αδελφής του. Μ. Αλεξάνδρου, ο οποίος μας παραδίδεται σχετικά αργά στις πηγές [Ψευδο-Καλλισθένης (300-350 μ.Χ.)]53. Μπορεί να υποστηριχτεί δηλαδή, πρώτον, ότι ο μύθος της Γοργόνας στη Μακεδονία έχει τις ρίζες του στα ελληνιστικά χρόνια54 και δεύτερον, ότι ο μύθος μπορεί να σχετιστεί με τη λατρεία της Συρίας Θεάς55, που διαδόθηκε από τη Συρία, κυρίως μετά την αναδιοργάνωση του ιερού της. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι ένας άλλος μύθος του ρομάντζου του Μ. Αλεξάνδρου («Διήγησις περί του Μ. Αλεξάνδρου δια την Σεμίραμιν»)56 έχει πρωταγωνιστές τον Αλέξανδρο και τη Σεμίραμη, βασίλισσα της Βαβυλώνας, η οποία είχε κατακτήσει τις ίδιες περιοχές, που αργότερα κατέλαβε ο Μακεδόνας βασιλιάς. Το ενδιαφέρον είναι ότι η Σεμίραμη θεωρείτο κόρη της' Συρίας Θεάς και συλλατρευόταν μ' αυτήν στα μεγάλα ιερά της στην Ανατολή57.

Έδεσσα,                                                                                                          Παύλος Χρυσοστόμου
Εφορεία Κλασικών Αρχαιοτήτων


ΣΧΟΛΙΑ
1. Για τη θεά αυτή βλ. P. Lambrechts - P. Noven, Nouvelle Clio 6,-1954, 258-277: Ε. Ο. James, The Cults of Mother-Goddess (1959) 183 κ.ε. PL van Bere. Corpus Cul.'us Deae Sy.-iae I. 1-2 (19721. H" ]. W. Drijvers, «Die Dea. Syria und andere svrisohe Gottheiten im Imperium Rom'anum» στο συλλογικό έργο Μ. J. Vermaseren (έκδ.), Die orientalischen Reliponen im Romerreich (1981) 241-257. με την προγενέστερη βιβλιογραφία.
2. Προτιμήθηκε ο τριτόκλιτος τόπος Ατάργατις, αντί του πρωτόκλιτου Ατάργάτη, που συναντά­ται σπανιότερα (π.χ. σε επιγραφές της Βέροιας και της Ρώμης).
3. Απουλήιο^, Μεταμορφώσεις, VII, 24-30, IX,. 1. 4. 8-10.
4. Για τη χώρα της Βέροιας βλ. Μ. Β. Χατζόπουλος, Μνήμη Δ. Λαζαρίδη (1990) 57-68.
5. Η εκκλησία αυτή, που χτίστηκε το 1859 στη Θέση παλιότερου ναού του Αγίου, είναι η σημερινή μητρόπολη της Βέροιας (Γ. Χ. Χιονίδη, Ο Όσιος Αντώνιος, ο Νέος (1965) 18 κ.ε.). Ο παλιότερος ναός του Αγίου είχε χτιστεί στα Θεμέλια της εκκλησίας- της Παναγίας της Καμαριώτισσας. . .
6. Α. Κ. Ορλάνδος, ΑΔ 1916, 144-148 αριθ. 1-3. Πρβλ. SEG XVI,'392.
, Λ. 7.-Ο Απολλωνίδης ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια της Βέροιας, που πιθανότατα σχετιζόταν με το εμπόριο, μια και. η λατρεία της θεάς καταγόταν από την Ανατολή και ειδικότερα τη Συρία (Β. Αλλαμανή-Σουρή, ΑΔ 39, 1984, Α, 226). Μήπως απόγονος της οικογένεια; αυτής είναι ο Κλαύδιος Απολλώνις, γνωστός από δύο επιγραφές των αρχών του 3ου αι. μ.Χ.; (Α. Β. Tataki, Ancient Beroea: Prosopographv and Societv (1988) 195 αριθ. 711). Η δεύτερη επιγραφή είναι χαραγμένη σε ανάγλυφη επιτύμβια αετωματική στήλη, που παριστάνει τη Ζωσίμη, την κόρη του Κλαύδιου Απολλώνιδος, όρθια, κατενώπιον, γυμνή από τη μέση και πάνω, να κρατάει μεγάλο ψάρι, το ιερό ζώο της Συρίας Θεάς, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
8. Βρέθηκε στις 15.9.1982 στο στρώμα καταστροφής του χώρου 4 κτιρίου, κοντά στη νότια πύλη της Κάτω πόλης και σε βάθος 1,50 μ. Είναι χαραγμένη σε μαρμάρινη πλάκα και η επιγραφή σώζεται ακέραια: ύψος 0,10 μ., πλάτος 0,24 μ., πάχος 0,065 μ., ύψος γραμμ.: 0,015-0,017 μ., διάστιχο: 0,005 μ,).
9. Θ. Ριζάκης - Γ. Τουράτσογλου, Επιγραφές Άνω Μακεδονίας, Α' (1985) 100 αριθ. 102, πίν.
10. Ριζάκης - Τουράτσογλου, ό.π., 97-98 αριθ. 99, πίν. 36. -11. Κατάλογος Αρχαιοτήτων Μουσείου Κοζάνης (Ακατάγραφο. Σωζ. ύψους 0,225 μ., πλάτος 0,17 πάχος 0,075 μ:).
2. Μουσείο: Πέλλας Αρ.Ε 3486 (Σωζ. ύψος 0.11 μ., πάχος 0,065 μ.). '3. Μουσείο Πέλλας Αρ.Ε 3491'.. Βρέθηκε την 1.10.63, Ημερολόγιο Ε 37. 1 Μουσείο Πέλλας Αρ.Ε 1302. Βρέθηκε την 30.8.1961 στον τομέα I (τετράγωνο 2, Θ-Ι/29 ή βάθος 0,40 μ.). Ημερολόγιο Ε 195 (Σωζ. μήκος 0,078 μ., μέγ. πλάτος 0,062 μ.), δ. -Η λίμνη εκτεινόταν στην περιοχή Ν της Πέλλας και ήταν πολύ μικρότερη από τη μεταγενέστε­ρων Γιαννιτσών. Η τελευταία, σύμφωνα με τις γεωλογικές έρευνες (J. Bintliff, The Plain of π Macedonia and the Neolithic Site of.Nea Nikomedeia, Proceeding of the Prehistoric Society, 42, 41-262), αλλά και τις πρόσφατες τοπογραφικές και ανασκαφικές έρευνες στο δυτικό τμήμα της ευρύτερης πεδιάδας των Γιαννιτσών, δημιουργήθηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας (16ος αιώνας).

16. "Μουσείο Πέλλας ΒΠ αριθ. 1987/αριθ. 4β-η. Πρόκειται για σιδερένιο υνί (σωζ. μήκος 0,39 μ., πλάτος 0,145 μ.) ξύλινου άροτρου, για πέντε κεφάλια πήλινων γυναικείων ειδωλίων, για μικρή βάση χάλκινου αγγείου (διάμετρος 0,09 μ., ύψος 0,03 μ.), για πήλινο μελαμβαφές λυχνάρι των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, για δύο σφοντύλια, για μια πήλινη κωνική αγνύθα, για όστρακα ομηρικών σκύφων και για κεραμική ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων.
17. Μουσείο Πέλλας ΒΠ. 1988/αριθ. 4α. ύψος 0,51 μ., πλάτος 0,33-0,37. μ., πάχος 0,055 μ., ύψος γραμ.: 0,015-0,025 μ., διάστιχο 0,020-0*025 μ.
18. F. Papazoglou, Les villes de Macedoine a l'epoque Romaine (1988) 152-154.
19. Η πιο κοντινή πόλη ήταν αυτή της αποικίας της Πέλλας, που απείχε γύρω στα 7,5 χλμ., γι' αυτό πιθανότατα η Γυρβιάτισσα στα ρωμαϊκά χρόνια ανήκε σ' αυτήν. Στα ελληνιστικά χρόνια μάλλον ήταν δορυφορικός οικισμός της Πέλλας, παρά της Βέροιας. Η κατάληξη (-ισσα) θυμίζει την πόλη Τύρισσα, που τοποθετείται ανάμεσα στις χώρες της Κύρρου και της αποικίας της Πέλλας, στον αρχαίο οικισμό Δ του Πενταπλάτανου Γιαννιτσών (Π. Χρυσοστόμου, Μνήμη Δ. Λαζαρίδη, 213-214).
20. Μ. Hatzopoulos, Two studies of ancient Macedonia, Μελετήματα 3 (1987) 30 κ.ε., σημ. 24. Του •ίδιου. Μνήμη Δ. Λαζαρίδη (1990) 59 κ.ε.
21. Ένας άλλος δρόμος που ερχόταν από την Πιερία, περνούσε τον Αλιάκμονα στο" Νησέλι και ενωνόταν βορειότερα μετά την Αλεξάνδρεια (πρώην Γιδάς) με το δρόμο Βέροιας-Πέλλας. Κατά τα ρωμαϊκά και παλαιοχριστιανικά χρόνια ο δρόμος ρωμαϊκής Πέλλας-Βέροιας ήταν 30 ρωμαϊκά μίλια, δηλαδή 44,4 χλμ. Η απόσταση όμως ρωμαϊκής Πέλλας-Βέροιας σε ευθεία γραμμή είναι γύρω στα 36 χλμ. Υπάρχει δηλαδή μια διαφορά 8,5 χλμ. Αυτό πιθανότατα σημαίνει ότι ο δρόμος δεν ήταν ευθύς, αλλά ακολουθούσε τη διαμόρφωση του εδάφους, λαμβάνοντας υπόψη τη λίμνη, τα έλη και τα ποτάμια, όπως ο σημερινός δρόμος Βέροιας-Σταυρού-Γιαννιτσών. ,
22. Μ. Hatzopoulos. ό.π., 34 κ.ε. Οι απόψεις αυτές είχαν ακαδημαϊκό χαρακτήρα και είχαν διαμορ­φωθεί, χωρίς τη γνώση του χώρου και χωρίς τοπογραφική και ανασκαφική έρευνα της περιοχής. Ή άποψη μας, που θα τεκμηριωθεί σε άλλη μελέτη, λύνει τα τοπογραφικά και τα ιστορικά προβλήματα της Βοττιαίας, που δεν είχαν βρει ικανοποιητική ερμηνεία.
23. L. Gounaropoulou - Μ. Β. Hatzopoulos, Les Milliaires de la Voie egnatienne entre Heraclee des Lyncestes et Thessalonique, Μελετήματα 1 (1985) 52. Πρβλ. Hatzopoulos, Μελετήματα 3 (1987) 43-44..
24. IG, XII, 3, 178 και 188.
25. Rh. Bruneau, Recherches sur les Cultes de Dilos a I'epoque hellenistique et a I'epoque imperiale (1970) 466-473.
26. Ph. Bruneau, ό.π., 467 κ.ε.
27. Α. Κοντολέων, AM 15, 1890, 134. Πρβλ. IG, XII, 3, 104.
28. W. Peek, AM 59, 1934, 72.
29. Α. Καραπασχαλίδου, Ανθρωπολογικά και Αρχαιολογικά Χρονικά 2, 1987, 173-174.
30. IG, IX, 2, 95-110. ΠΑΕ 1908, 95 κ.ε. Πρβλ. Lambrechts - Noyen, ό.π., 266-268.
31. Lambrechts - Noyen, ό.π. 273.
32. Παυσανίας, VII, 26, 7. .      .
33. Lambrechts - Noyen, ό.π., 268-270. . "
34. V. Von Graeve, Idl 87, 1972, 336 κ.ε., πίν. 19. Του ίδιου. Demetrias I (1976) 145-156. Πρβλ. SEG 1976-1977 αριθ. 646.
35. Υ. B6quignon, Recherches areheologiques a Pheres de Thessalie (1938) 91 αριθ. 64.
36. Δ. Θεοχάρης, ΑΔ 17, 1961/62, Χρον. Β2, 179. Πρβλ. Bull. Epigr. 1964, αριθ. 223.
37. REG 15, 1902,-32.
38. Lambrechts - Noyen, ό.π., 259-260.
39. Για τη λατρεία της θεάς στη Λυδία και στην Καρία ήδη από τον 5ο αι. π.Χ., βλ. W. Burkert, Homo Necans (1983) 204 κ.ε. Πρβλ. Lambrechts - Noyen, ό.π. 274.
40. Ε. Visser, Gotter und Kulte in plolemaischen Alexandrien (1938) 44 κ.ε.;·98.
41. G. Sfameni Gaspare I culti in Sicilia (1973) 162-164, 295.
42. Von Graeve, ό.π. 314-347. ο.   .
43. P.-L. Van Berg, CCDS I, 16-48, II, 37-96. Για την προσφορά ψαριού στη λατρεία της Συρίας Θεάς βλ. F. J. Doelger, IX0TC, II, Der heilige Fisch in den antiken Religionen und in Christentum (1922) 175 κ.ε. Του ίδιου, Das Fisch-Synibol (1928) 121 κ.ε.
44. Διόδωρος, II, 4, 1: αυτή (Δερκετώ) δε το μεν πρόσωπον έχει γυναικός, το δ'άλλο σώμα πάν ιχθύος διά τινας τοιαύτας αιτίας.
45. Λουκιανός, «Περί της Συρίης θεού 14»: Δερκετούς δε είδος εν Φοινίκη έθεησάμην, θέημα ξένον, ήμισέη μεν γυνή, το δε ύκόσον εκ μηρών ες άκρους πόδας ιχθύος ούρή αποτείνεται, ή δε έν τη ίρή πάλι πάσα γυνή έστί. Και παρακάτω: ότι Δερκετώ μορφήν ιχθύος έχει. Scholia Basileensia in Germanici Aratea (Breysing, 98-99): hie prima memoria κατά Βαμβύκην fuisse fertui, in quod Derceto decidens in piscem est transfigurata. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η μαρτυρία του Παυσανία (VIII, 41, 4-6), για ένα πανάρχαιο ιερό της θεάς Ευρυνόμης στη συμβολή των ποταμών Λύμακος και Νέδα κοντά στη Φιγάλεια της Αρκαδίας, στο οποίο υπήρχε λατρευτικό ξόανο της θεάς, δεμένο με χρυσές αλυσίδες. Η θεά είχε μορφή γυναίκας μέχρι τους γλουτούς και μορφή ψαριού-στο κάτω μέρος.
46. Πλούταρχος, Κράσσος, 17: σΐ δε την αρχάς και σπέρματα πάσιν εξ υγρών παρασχοΰσαν αΐτίαν και φύσιν νομίζουσιν και την πάντων είς ανθρώπους αρχήν αγαθών καταδείξασαν.
47. Von Graeve, ό.π., 342 κ.ε.
48. Ψευδο-Ερατοσθένης, Καταστερισμοί 9 (Olivieri, 11-12). Κορνούτος, Επιδρομή των κατά τήν έλληνικήν θεολογίαν παραδεδομένων, 6. Πλούταρχος, Κράσσος, 17. Λουκιανός, Περί της Συρίης θεοϋ, 32.
49. Ν. S. Valmin, Inscription de la Messenie 1928/29, 108 κ.ε. Πρβλ. Lambrechts - Noyen, ό.π. 268-270. Von Graeve, ό.π. 342. Ν. Δ. Παπαχατζής, Μεσσηνιακά και Ηλιακά (1979) 102-104.
50. Bruneau, ό.π. 467-468.
51. Αυτό διαπιστώνεται από τις απελευθερωτικές επιγραφές της Βέροιας, της Έδεσσας και της Γυρβιάτισσας της Βοττιαίας. Η Θεά Θεωρείτο προστάτιδα των δούλων της Σικελίας, που επαναστά­τησαν (136-132 π.Χ.) με αρχηγό το δούλο Αντιγένη Ενιαίου (που μετονομάστηκε σε Αντίοχο), από την Απάμεια της Συρίας (P.-L. Van Berg, ό.π. 100-101).
52. L. L. Gunderson, Early Elements in the Alexander Romance, Αρχαία Μακεδονία Α', 359 κ.ε.
53. Γ. Κ. Σπυριδάκης, Παραδόσεις και δοξασίες περί του Μ. Αλεξάνδρου, Γέρας Α. Κεραμόπου-λου (1953) 401 κ.ε.
-54. Το. πρότυπο του ρομάντζου του Μ. Αλεξάνδρου θεωρείται γενικά ότι είχε γραφτεί στα ελληνιστικά χρόνια (3ος-1ος αι. π.Χ.). Σύμφωνα με τον Α. Ausfeld, Der griechische Alexanderroman (1907) 237, που.έχει κερδίσει την υποστήριξη και των περισσότερων ερευνητών, το αρχικό ρομάντζο πρέπει να είχε γραφτεί στην Αλεξάνδρεια, στο τέλος ταυ 3ου - αρχές του 2ου alt π.Χ. Αντίθετα ο Ross journal of the Warburg and Courtauld Institutes 26, 1963, 2, υποστηρίζει ότι-δύσκολα μπορεί να αναχτεί στα χρόνια πριν από τον 3ο αι. μ.Χ. Η πρώτη άποψη έχει ενισχυθεί αποτελεσματικά από τη μελέτη, του Gunderson, ό.π., Αρχαία Μακεδονία, Α', 353-375.
55. Η Ατάργατις μετά το βιασμό της από το Μόψο το Λυδό, έπεσε στη λίμνη της Ασκαλώνας με το γιο της Ιχθύ και φαγώθηκε από ψάρι (Ξάνθος ο Λυδός/FGrHisi 765 17 = Αθηναίος 346e) ή ακόμη η Δερκετώ μετά τη γέννηση της Σεμίραμης από παράνομο δεσμό, έπεσε ντροπιασμένη στη θάλασσα, όμως δε φαγώθηκε από ψάρι, αλλά μεταφέρθηκε απ' αυτό στην ξηρά και η ίδια, ως θεά πλέον, παριστανόταν από τη μέση και κάτω με μορφή ψαριού (Κτησίας από τα Πάταρα, FGrHist 688 F 1 = Διόδωρος II, 4. Στράβων, 16, 785. Λουκιανός, «Περί της Συρίης Θεού, 14»). Στη μυθιστορία του Ψευδο-Καλλισθένη, παρατηρείται το ίδιο μοτίβο του μύθου. Ο πονηρός μάγειρας Ανδρέας, ο οποίος βρήκε το αθάνατο νερό, αλλά το έκρυψε, κατά το ταξίδι του Μ. Αλεξάνδρου στον Κάτω Κόσμο, διέφθειρε την Καλή, την κόρη του Αλεξάνδρου και της παλλακίδας του Ούνας, δίνοντας της στη συνέχεια ως δώρο, να πιει το αθάνατο νερό. Ο Αλέξανδρος ζήλεψε την αθανασία της κόρης του και αφού την κάλεσε κοντά του. την καταράστηκε: Λαβοΰσα τον ΐματισμόν σου άπελθε άπ ' εντεύθεν Ιδού γαρ γέγονας δαίμων ώς άθανατισθεϊσα εση δε καλούμενη Νηρεΐς, ώς ύπό τοΰ ΰδατος τό άϊδιον αχούσα και ένταΰθα κατοικήσεις.- "Η δ'ε κόρη του κλαίουσα και όδυρομένη εξήλθε τοΰ προσώπου αύτοΰ και απήλθε έν έρήμοις τόποις μετά των δαιμόνων. (Ψευδο-Καλλισθένης, II, 39-40, έκδοση Meusel)." Ot πλέον διαδεδομένες στον ελληνικό λαό παραδόσεις του. μυθικού κύκλου του Μ. Αλεξάνδρου είναι οι αναφερόμενες στην αναζήτηση του για το αθάνατο νερό και τη μεταμόρφωση της κόρης ή αδελφής του σε ιχθυόμορφη δαίμονα, τη Γοργόνα [ή τις αδελφές του σε Γοργόνες ή Νεράιδες (Σπυριδάκη, ό.π., 401 κ.ε.)].
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι παραστάσεις της Γοργόνας ή της Παναγίας της Γοργόνας ή της Θάλασσας σε υστεροβυζαντινές τοιχογραφίες (π,χ. στο βόρειο τοίχο του Αγίου Προκοπίου στη Λειβάδα Σελίνου Χανίων) ή σε μεταβυζαντινές τοιχογραφίες [π.χ. στην τράπεζα της Μονής Παντοκρά­τορα (I. Α. Παπάγγελος, Χαλκιδική (1988) 272), στη στοά του καθολικού της Μονής Βατοπεδίου (I. Παπάγγελος, Το 'Αγιον Όρος ως Αρχαιολογικός χώρος, Περιοδικό «Μήκος και Πλάτος» 4/1990, 67), στον εξωνάρθηκα του Αγίου Νικολάου στη Μαυριώτισσα Καστοριάς ή στο νάρθηκα του ναού του Ταξιάρχου Μιχαήλ στην Αιανή (Κ. Ε. Σιαμπανόπουλου, Αιανή (1974) 129-131, εικ. 79), καθώς και σε μια εικόνα του 19ου αι. (Ε. Vermeule, Aspects of Death in Early Greek Art and Ptfetry (1979) 196, εικ. 20)]. Στην τοιχογραφία της μονής Παντοκράτορα παριστάνεται η Γοργόνα, ως ωραία γυναίκα-πριγκίπισσα καθιστή προς τα αριστερά πάνω σε «άρμα» που το σέρνουν δύο κήτη. Κρατάει.με το δεξί χέρι της ομοίωμα καραβιού. Στην τοιχογραφία της μονής Βατοπεδίου εικονίζεται η Θάλασσα ως ωραία γυναίκα καθιστή σε «άρμα» που το σέρνουν δύο κήτη. Κρατάει ομοίωμα καραβιού με το δεξί χέρι και ανασύρει γυμνό νέο από τη θάλασσα. Στην εικόνα απεικονίζεται επάνω δεξιά η Γοργόνα με ψαρίσιο το κάτω μέρος του σώματος της να κρατάει με το δεξί της χέρι κεφάλι πνιγμένου. Στο κέντρο παριστάνεται η Παναγία η Γοργόνα ως ωραία γυναίκα-πριγκίπισσα καθιστή σε κήτος προς τα αριστερά, κρατώντας με τα χέρια της μπροστά στο στήθος της ομοίωμα πλοίου. Το κήτος, όπως και το ψάρι που εικονίζεται επάνω αριστερά, εξεμούν ανθρώπους που είχαν πνιγεί και είχαν φαγωθεί από αυτά. Η σκηνή των τοιχογραφιών αυτών, όπως και των υπόλοιπων τοιχογραφιών με το ίδιο θέμα, βρίσκεται ανάμεσα στις άλλες σκηνές, που εικονογραφούν την Αποκάλυψη του Ιωάννη.

Η Γοργόνα ή η Παναγία η Γοργόνα ή η Θάλασσα είναι η προσωποποίηση της θάλασσας, που ανασύρει από το υγρό στοιχείο τα καράβια και ανασταίνει τους πνιγμένους, "όπως και η προσωποποίηση της Γης, για την κρίση της Δευτέρας Παρουσίας. Σύμφωνα με τα παραπάνω μπορεί να υποστηριχτεί ότι, η σκηνή αυτή της Αποκάλυψης εμπνέεται από το ρομάντζο του Μ. Αλεξάνδρου. Η Παναγία η Γοργόνα, η οποία σήμερα λατρεύεται σε παραλιακές θέσεις του Αιγαίου (π.χ. της Σκάλας Συκαμινιάς στη Λέσβο) μπορεί να υποστηριχτεί ότι είναι η διάδοχη λατρεία της ειδωλολατρικής Συρίας Θεάς.
56. Κ. Mitsakis, The Tradition of the Alexander Romance in Modern Greek Literature. Αρχαία Μακεδονία, A, 380-382.
57. Van Berg, CCDS I, 7 κ.ε., II, 13 κ.ε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...