Ρέα λοιπόν και Ηρα και Δήμητρα και Νύχτα αυτές που δινουν την ζωή και την τροφή σε υλικό αλλα και νοητικό επίπεδο και σε θεούς και σε ανθρώπους. Υπεύθυνες για κάθε τι υλικό και δια-νοητικό δημιουργημα αλλα και την τελειοποίηση της ζωής από το υψηλοτερο βάθρο ως τα χαμηλότερα στρώματα. Και με επιστέγασμα την την αρετή ως τελείωση των ψυχών
Μέχρι σήμερα ειδαμε την συνδεση της Λητούς ακόμα και με την Νύχτα και τώρα περναμε στην συνδεση της με την Δήμητρα - οι ερμηνείες της Δήμητρος ως Δα-μήτηρ, Γα-μητηρ και οι συνδέσεις με τις υπολοιπες ιδιότητες της αλλα και με διαφορετικά ονόματά της έχουν αναφερθεί και σε παλαιότερα κειμενα.
Περνάμε στην σύνδεση της Λητούς με την ζωο-γονία και τις λεπτομερείς εκεινες εκφάνσεις και ιδιοτήτες που χαρίζει η Λητώ/Ληθώ…
Ὅτι ἡ Λητὼ πηγή ἐστιν ζωογόνος ἐν τῇ Δή-
μητρι περιεχομένη· διὸ καὶ τὰ παρ' ἡμῖν πάτρια τὴν αὐτὴν
Δήμητρά τε καὶ Λητὼ θεραπεύουσιν τὴν ἕνωσιν ἐνδεικνύμενα
τῶν θεαινῶν. πᾶν δὲ τὸ ζωογόνον φῶς ἐκπέμπει αὕτη ἡ
θεός, φωτίζουσα τάς τε τῶν θεῶν νοερὰς οὐσίας καὶ τοὺς
ψυχικοὺς διακόσμους, καὶ τελευταῖον τὸν αἰσθητὸν οὐρανὸν
πάντα καταλάμπει ἀπογεννήσασα τὸ περικόσμιον φῶς καὶ τού-
του τὴν αἰτίαν ἱδρύσασα ἐν τοῖς παισὶν Ἀπόλλωνι καὶ Ἀρτέ-
μιδι, πᾶσι τὸ νοερὸν καὶ ζωογόνον φῶς ἐναστράπτουσα. ἀλλὰ
καὶ ταῖς ψυχαῖς τὴν τῆς ἀρετῆς τελεσιουργίαν ἐνδίδωσιν καὶ
τὴν ἔλλαμψιν τὴν ἀνάγουσαν αὐτὰς εἰς τὸ νοερὸν τοῦ πατρός,
τῶν τε σκολιῶν ἀτραπῶν τῆς ὕλης ἀναρπάζουσα καὶ τῆς πο-
λυπλόκου κακίας καὶ τῆς ἐν τῇ γενέσει τραχύτητος,
Η Λητώ που δεν είναι παρα η ζωογόνος πηγή που περιέχεται στη Δήμητρα και
γι' αυτό και οι πατροπαράδοτες μας τελετές αποδίδουν λατρεία στις ταυτιζόμενες Δήμητρα και Λητώ, καταδεικνύοντας την ένωση των θεών αυτών.
Η θεά τούτη εκπέμπει όλο το ζωογόνο φως και φωτίζει τις νοητικές ουσίες τ,ων θεών και τους ψυχικούς κόσμους, ενώ τελευταίον καταυγάζει σύμπαντα τον αισθητό ουρανό, δημιουργώντας το κοσμικό φως και εγκαθιστώντας την αιτία του στα παιδιά της, τον Απόλλωνα και την Άρτεμη, εκπέμποντας αστραποβόλο προς τα πάντα το νοητικό και ζωογόνο φως. Αλλά και στις ψυχές δίνει την τελείωση της αρετής και τη φωτεινή απορροή που τις ανυψώνει στη νοητική περιοχή του πατέρα, αναρπάζοντάς τες από τις σκόλιες ατραπούς της ύλης, από την πολυσύνθετη κακία και από την τραχύτητα του κόσμου της γένεσης·
πρὸς ἅ
μοι δοκοῦσι καὶ οἱ θεολόγοι βλέποντες <Λητὼ> προσειπεῖν
αὐτήν, διά τε τὸ <λεῖον> τοῦ ἤθους πορίζειν ταῖς ψυχαῖς καὶ
τὸ τῆς ἑκουσίου ζωῆς παρεκτικὸν καὶ τῆς θείας ῥᾳστώνης
χορηγόν· ταῦτα γὰρ ἐνδίδωσι τοῖς εἰς αὐτὴν ἀνατεινομένοις
ἄφατον ἐνέργειαν <καὶ> ζωὴν ἀπήμονα καὶ πραότητα καὶ
ἀταραξίαν καὶ γαλήνην νοεράν. εἴτ' οὖν ἀπὸ τοῦ ἐθελου-
σίου <Λητὼ> κέκληται (λῶ γάρ ἐστιν ῥῆμα δηλοῦν τὸ <βού-
λομαι>), εἴτ' ἀπὸ τοῦ <λείου Λεητώ> τις οὖσα, πάντως που
δι' ἀμφοῖν τὰς τῆς θεοῦ δυνάμεις ἐνδείκνυται τὸ ὄνομα· αἱ
γὰρ ἠναγκασμέναι τῆς ψυχῆς ἐνέργειαι διὰ τὴν τραχύτητα
συμβαίνουσι τὴν ἔνυλον, καὶ ἡ σκολιότης τῆς ἐν γενέσει ζωῆς
τὴν ἑκούσιον ζωὴν ἐλαττοῖ τῶν ψυχῶν, ἡ δ' εἰς τοὺς θεοὺς
ἄνοδος λείαν καὶ ἥμερον ἀντὶ σκληρᾶς καὶ τραχείας καὶ βου-
λητὴν ἀντὶ ἀναγκαίας αὐταῖς παρέχεται ζωήν, καὶ ἡ τούτων
αἰτία θεὸς <Λητὼ> διὰ τοῦτο προσαγορεύεται.
σ' αυτά, νομίζω, προσβλέποντας και οι θεολόγοι την προσονόμασαν «Λητώ», επειδή χαρίζει στις ψυχές τον «λείο» (ομαλό, μαλακό) χαρακτήρα, την πηγή της εκούσιας ζωής και τη χορηγία της θεϊκής ευτυχίας. Τούτα, στ' αλήθεια, δίνει σε όσους αποτείνονται προς αυτή, άφατη ενέργεια, αβλαβή ζωή, πραότητα, αταραξία και νοητική γαλήνη. Είτε λοιπόν από το εθελούσιο αποκλήθηκε «Λητώ» -διότι το ρήμα «λω» σημαίνει «θέλω»-, είτε από το «λείο», ως «Λεητώ», σε κάθε περίπτωση μέσα και από τα δύο τούτα το όνομα φανερώνει τις δυνάμεις της θεάς. Οι εξαναγκασμένες, πράγματι, ενέργειες της ψυχής οφείλονται στην υλική τραχύτητα, ενώ και η σκολιότητα της ζωής στον κόσμο της γένεσης ελαττώνει την εκούσια ζωή των ψυχών αντίθετα, η άνοδος προς τους θεούς κάνει τη ζωή ομαλή και ήμερη αντί για σκληρή και τραχιά, ελεύθερα επιθυμητή αντί για εξαναγκασμένη· για τον λόγο αυτό και η θεά που είναι η αίτια για όλα τούτα ονομάζεται «Λητώ».
τί οὖν δεῖ <Λητὼ> καλεῖν τὴν ὕλην, ὡς εὐτράπελον καὶ
ἐμμαγεῖον πᾶσι προκειμένην τοῖς εἴδεσιν, οἷον κάτοπτρον πάν-
των τὰς ἐμφάσεις δεχομένην, ὡς λήθης δὲ αἰτίαν τοῖς εἰς
αὐτὴν ὁρῶσι; τί δὲ τὸν Ἀπόλλωνα ὡς ἐκ Λητοῦς ὑποστάντα
καὶ Διὸς <ἁρμονίαν> δεῖ λέγειν; οὕτως γὰρ ἂν καὶ ὁ θεὸς
οὗτος ἀχώριστος εἴη τῆς ὕλης καὶ οὐχὶ αἴτιος τῆς ἐν τῷ παντὶ
ἁρμονίας. καίτοι πῶς δυνατόν, ποτὲ μὲν αὐτὸν τῷ δημιουργῷ
τὸν αὐτὸν ποιεῖν ποτὲ δὲ τῆς ὕλης ἀχώριστον; ἄμεινον οὖν
λέγειν τὴν μὲν Λητὼ οὐχ ὑποδοχὴν τοῦ Ἀπόλλωνος, ἀλλὰ
μητέρα καὶ πηγὴν αὐτὴν νοεῖν παντὸς ζωογονικοῦ φωτὸς
θέρμῃ τὰ πάντα σῴζοντος, τὸν δ' Ἀπόλλωνα, χωριστὸν ὄντα,
χορηγὸν πάσης τῆς ἐναρμονίου ζωῆς καὶ πάντων τῶν ἐγκος-
μίων λόγων, οἷς <ἀλύτως συνδέδεται> τὸ πᾶν· ἐπεὶ καὶ
Λητὼ καλεῖν τὴν μεγίστην ταύτην θεὸν ὡς ἀπὸ τῆς <λήθης>
ὁ μὲν Σωκράτης (p 406a) ἴσως διὰ τὸ τοῦ νέου ἀτελὲς ἐφυ-
λάξατο, λέγοιτο δ' ἂν καὶ τοῦτο ἐπ' αὐτῆς κυρίως, λήθην τῶν
κακῶν ταῖς ψυχαῖς ἐμποιούσης καὶ τῆς ἐν τῇ γενέσει ταραχῆς
καὶ κλύδωνος, ὧν ἔτι μνήμην φέρουσαν τὴν ψυχὴν ἀδύνατον
ἐνιδρυθῆναι τοῖς νοητοῖς· <ἄγει γὰρ ἡ μνήμη πρὸς τὸ
μνημονευτόν>, φησὶ <Πλωτῖνος>, καὶ ὥσπερ ἡ Μνημοσύνη
τὴν μνήμην τῶν νοητῶν ἀνεγείρει, οὕτως καὶ ἡ Λητὼ τὴν
λήθην δωρεῖται τῶν ἐνύλων.
Γιατί λοιπόν να ονομάζουμε «Λητώ» την ύλη, με τη σκέψη ότι είναι εύχρηστη και χρησιμεύει ως εκμαγείο για όλες τις μορφές, δεχόμενη επάνω της σαν να είναι καθρέφτης τις εμφανίσεις όλων των όντων, και σαν αιτία της λήθης για όλους όσοι κοιτάζουν σ' αυτή; Γιατί τον Απόλλωνα πρέπει να τον ονομάζουμε «αρμονία» βάσει του ότι έλαβε υπόσταση από τη Λητώ και τον Δία; Κατ' αυτό τον τρόπο, δηλαδή, και ο θεός τούτος θα ήταν αδιαχώριστος από την ύλη και όχι αίτιος της εντός του σύμπαντος αρμονίας. Πώς είναι όμως δυνατό άλλοτε να τον ταυτίζουμε με τον ίδιο τον δημιουργό και άλλοτε να μην τον διαχωρίζουμε από την ύλη; Καλύτερα λοιπόν να μη λέμε πως η Λητώ είναι αυτή που υποδέχτηκε τον Απόλλωνα, αλλά να την εννοούμε ως μητέρα και πηγή κάθε ζωογονικού φωτός που με τη θερμότητα του διαφυλάσσει τα πάντα, και τον Απόλλωνα πάλι, που είναι ξεχωριστός, να τον εννοούμε ως χορηγό της εναρμόνιας ζωής στο σύνολο της και όλων των εγκόσμιων λόγων, με τους οποίους «είναι δεμένο ακατάλυτα» το σύμπαν. Ονομάζοντας άλλωστε τη μέγιστη τούτη θεά «Λητώ» ο Σωκράτης, με τη σκέψη πως το όνομα προέρχεται από τη «λήθη», ίσως να ήθελε να προφυλάξει την ανωριμότητα της νεανικής ηλικίας, και στην περίπτωση αυτής θα μπορούσε κατά κύριο λόγο να ειπωθεί και τούτο, λόγω του ότι εμβάλλει στις ψυχές τη λήθη των κακών, της αναστάτωσης και του κλυδωνισμού που υπάρχει στον κόσμο της γένεσης, πράγματα που ενόσω η ψυχή εξακολουθεί"να τα θυμάται είναι αδύνατο να εγκατασταθεί μεταξύ των νοητών «η μνήμη οδηγεί προς το αντικείμενο της μνημόνευσης», λέει ο Πλωτίνος, και καθ' ον ακριβώς τρόπον η Μνημοσύνη συγκροτεί τη μνήμη των νοητών, ομοίως και η Λητώ δωρίζει τη λήθη των υλικών.