29 Μαΐου 2020

ἄναξ Διὸς υἱὸς Ἀπόλλων

Στον Ομηρικό ύμνο προς τον Πύθειο Απόλλωνα θα δούμε την σύνδεση με τους Μινωϊτες Κρήτες που θα ιερουργήσουν για πρώτη φορά στον ναό των Δελφών, φερμένοι από τον ίδιο τον Απόλλωνα στον ιερό τόπο. 

Οι Δελφοί φαίνεται να είναι πρώτος σταθμός μετοικεσίας, και η ανεύρεση του Μαντείου από προσωπικότητα κρητικής προέλευσης ερμηνεύεται ως μαρτυρία εποικισμού των Δελφών από Κρήτες

Στον Ομηρικό ύμνο λέγεται ότι μια ομάδα ενθουσιωδών Κρητών επιβιβάστηκε από την Κνωσσό σε ένα πλοίο για να μεταφέρει στους Δελφούς τη λατρεία του Απόλλωνα. Σχετικά ο ύμνος μάς πληροφορεί: Το μαντείο των Δελφών ιδρύθηκε από τον Απόλλωνα, το πρώτο στον κόσμο που φανέρωνε στους ανθρώπους την αλάθευτη βουλή του Δία. Την απόφαση πήρε ο Απόλλων από την πρώτη μέρα που γεννήθηκε. Σαν το έστησε, έσπευσε προς αναζήτηση των ανθρώπων που θα το φρόντιζαν. Τώρα ο θεός έπρεπε να νοιαστεί να βρει τους ιερείς που θα έβαζε να τον υπηρετούν στις θυσίες και να φανερώνουν κάτω από την ιερή δάφνη τα προφητικά του λόγια στους προσκυνητές. Καθώς αγνάντευε από τα ύψη του Παρνασσού και η ματιά του, σαν θεός που ήταν, αγκάλιαζε όλες τις ελληνικές θάλασσες, είδε ένα καράβι που αρμένιζε στο Κρητικό πέλαγος. Ερχόταν από την Κνωσσό, τη μεγάλη πολιτεία του Μίνωα, και ήταν ναυλωμένο από εμπόρους που ταξίδευαν για την Πύλο της Τριφυλίας, να πουλήσουν και να αγοράσουν. Ο Θεός δεν αργεί να πάρει την απόφασή του. Αυτοί οι Κρητικοί θα γίνονταν οι πρώτοι ιερείς των Δελφών. Τρέχει, λοιπόν, και βρίσκεται κοντά στο καράβι, μεταμορφώνεται σε πελώριο δελφίνι, δίνει έναν πήδο και ξαπλώνει φαρδύς πλατύς στο κατάστρωμα. Έτσι, γι' αλλού κίνησαν και αλλού, στον κόλπο της Κρίσας, βγήκαν, σύμφωνα με τις βουλές του Απόλλωνα. Κρήτες, λοιπόν, οι πρώτοι ιερείς, που τους πρόσταξε ο θεός μόνο μην το πάρουν πάνω τους όπως συνηθίζουν οι άνθρωποι κι αρχίσουν μαλώματα και αδικίες. Γιατί, τους προειδοποίησε, άλλοι θα έρθουν να σας κυβερνήσουν, κι εσείς θ' αναγκαστείτε να σκύψετε το κεφάλι για πάντα μπροστά τους.


Η προειδοποίηση του θεού στους ιερείς, να ακολουθούν πιστά τις εντολές του αλλιώς θα έπαυαν να κυβερνούν το μαντείο, είναι μια μαντεία που πλάστηκε αργότερα για να εξηγήσει ορισμένες ιστορικές αλλαγές. Στα χρόνια του ποιητή, η επιστασία του μαντείου δεν βρισκόταν πια στα χέρια Κρητικών και έπρεπε να βρεθεί ο λόγος της μεταβολής αυτής. Οι Κρητικοί ιερείς το είχαν σιγά-σιγά πάρει πάνω τους και δεν εξυπηρετούσαν πια τους ανθρώπους όπως είχε ορίσει ο Απόλλωνος, γι' αυτό χρειάστηκε να αντικατασταθούν. Αντικατάσταση που, κατά μία ερμηνεία, αποδίδει τον τερματισμό της κυριαρχίας της μινωικής Κρήτης.

 

• ἔνθα ἄναξ τεκμήρατο Φοῖβος Ἀπόλλων 285

νηὸν ποιήσασθαι ἐπήρατον εἶπέ τε μῦθον•

ἐνθάδε δὴ φρονέω τεῦξαι περικαλλέα νηὸν

ἔμμεναι ἀνθρώποις χρηστήριον, οἵ τέ μοι αἰεὶ

ἐνθάδ’ ἀγινήσουσι τεληέσσας ἑκατόμβας,

ἠμὲν ὅσοι Πελοπόννησον πίειραν ἔχουσιν, 290

ἠδ’ ὅσοι Εὐρώπην τε καὶ ἀμφιρύτας κατὰ νήσους,

χρησόμενοι• τοῖσιν δ’ ἄρ’ ἐγὼ νημερτέα βουλὴν

πᾶσι θεμιστεύοιμι χρέων ἐνὶ πίονι νηῷ.

 

Εκεί ο αφέντης Φοίβος έκρινε πως ταιριάζει

να χτίσει ποθητό ναό κι αυτά τα λόγια είπε:

«Εδώ πανέμορφο ναό στοχάζομαι να χτίσω

να γίνει για τους ανθρώπους χώρος χρησμών

 να φέρνουν θυσίες αψεγάδιαστες πολλών βοδιών

για μένα όσοι στην Πελοπόννησο την εύφορη διαμένουν,

 όσοι στα θαλασσόβρεχτα νησιά και στην Ευρώπη,

για να παίρνουν καλούς χρησμούς• γι’ αυτούς

χρησμοδοτώντας

μέσα στον πλούσιο ναό θα λέω θεών σκέψεις».

 

Ὣς φάτο καί σφιν θάρσος ἐνὶ στήθεσσιν ἔθηκε.

τὸν καὶ ἀμειβόμενος Κρητῶν ἀγὸς ἀντίον ηὔδα•

ξεῖν’, ἐπεὶ οὐ μὲν γάρ τι καταθνητοῖσι ἔοικας,

οὐ δέμας οὐδὲ φυήν, ἀλλ’ ἀθανάτοισι θεοῖσιν, 465

οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε, θεοὶ δέ τοι ὄλβια δοῖεν.

καί μοι τοῦτ’ ἀγόρευσον ἐτήτυμον ὄφρ’ εὖ εἰδῶ•

τίς δῆμος; τίς γαῖα; τίνες βροτοὶ ἐγγεγάασιν;

ἄλλῃ γὰρ φρονέοντες ἐπεπλέομεν μέγα λαῖτμα

ἐς Πύλον ἐκ Κρήτης, ἔνθεν γένος εὐχόμεθ’ εἶναι• 470

νῦν δ’ ὧδε ξὺν νηὶ κατήλθομεν οὔ τι ἑκόντες

νόστου ἱέμενοι ἄλλην ὁδὸν ἄλλα κέλευθα•

ἀλλά τις ἀθανάτων δεῦρ’ ἤγαγεν οὐκ ἐθέλοντας.

Τοὺς δ’ ἀπαμειβόμενος προσέφη ἑκάεργος Ἀπόλλων•

ξεῖνοι, τοὶ Κνωσὸν πολυδένδρεον ἀμφενεμεσθε 475

τὸ πρίν, ἀτὰρ νῦν οὐκ ἔθ’ ὑπότροποι αὖτις ἔσεσθε

ἔς τε πόλιν ἐρατὴν καὶ δώματα καλὰ ἕκαστος

ἔς τε φίλας ἀλόχους, ἀλλ’ ἐνθάδε πίονα νηὸν

ἕξετ’ ἐμὸν πολλοῖσι τετιμένον ἀνθρώποισιν•

εἰμὶ δ’ ἐγὼ Διὸς υἱός, Ἀπόλλων δ’ εὔχομαι εἶναι, 480

ὑμέας δ’ ἤγαγον ἐνθάδ’ ὑπὲρ μέγα λαῖτμα θαλάσσης

οὔ τι κακὰ φρονέων, ἀλλ’ ἐνθάδε πίονα νηὸν

ἕξετ’ ἐμὸν πᾶσιν μάλα τίμιον ἀνθρώποισι,

βουλάς τ’ ἀθανάτων εἰδήσετε, τῶν ἰότητι

αἰεὶ τιμήσεσθε διαμπερὲς ἤματα πάντα. 485

ἀλλ’ ἄγεθ’ ὡς ἂν ἐγὼ εἴπω πείθεσθε τάχιστα•

ἱστία μὲν πρῶτον κάθετον λύσαντε βοείας,

νῆα δ’ ἔπειτα θοὴν ἀν’ ἐπ’ ἠπείρου ἐρύσασθε,

ἐκ δὲ κτήμαθ’ ἕλεσθε καὶ ἔντεα νηὸς ἐίσης,

καὶ βωμὸν ποιήσατ’ ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης, 490

πῦρ ἐπικαίοντες ἐπί τ’ ἄλφιτα λευκὰ θύοντες•

εὔχεσθαι δὴ ἔπειτα παριστάμενοι περὶ βωμόν.

ὡς μὲν ἐγὼ τὸ πρῶτον ἐν ἠεροειδέϊ πόντῳ

εἰδόμενος δελφῖνι θοῆς ἐπὶ νηὸς ὄρουσα,

ὣς ἐμοὶ εὔχεσθαι Δελφινίῳ• αὐτὰρ ὁ βωμὸς 495

αὐτὸς δέλφιος καὶ ἐπόψιος ἔσσεται αἰεί.

δειπνῆσαί τ’ ἄρ’ ἔπειτα θοῇ παρὰ νηῒ μελαίνῃ,

καὶ σπεῖσαι μακάρεσσι θεοῖς οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν.

αὐτὰρ ἐπὴν σίτοιο μελίφρονος ἐξ ἔρον ἧσθε,

ἔρχεσθαί θ’ ἅμ’ ἐμοὶ καὶ ἰηπαιήον’ ἀείδειν 500

εἰς ὅ κε χῶρον ἵκησθον, ἵν’ ἕξετε πίονα νηόν.

Ὣς ἔφαθ’• οἱ δ’ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδ’ ἐπίθοντο.

ἱστία μὲν πρῶτον κάθεσαν, λῦσαν δὲ βοείας,

ἱστὸν δ’ ἱστοδόκῃ πέλασαν προτόνοισιν ὑφέντες,

ἐκ δὲ καὶ αὐτοὶ βαῖνον ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης, 505

ἐκ δ’ ἁλὸς ἤπειρον δὲ θοὴν ἀνὰ νῆ’ ἐρύσαντο

ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ’ ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν,

καὶ βωμὸν ποίησαν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης•

πῦρ δ’ ἐπικαίοντες ἐπί τ’ ἄλφιτα λευκὰ θύοντες

εὔχονθ’ ὡς ἐκέλευε παριστάμενοι περὶ βωμόν. 510

δόρπον ἔπειθ’ εἵλοντο θοῇ παρὰ νηῒ μελαίνῃ,

καὶ σπεῖσαν μακάρεσσι θεοῖς οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν.

αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο

βάν ῥ’ ἴμεν• ἦρχε δ’ ἄρα σφιν ἄναξ Διὸς υἱὸς Ἀπόλλων

φόρμιγγ’ ἐν χείρεσσιν ἔχων ἐρατὸν κιθαρίζων 515

καλὰ καὶ ὕψι βιβάς• οἱ δὲ ῥήσσοντες ἕποντο

Κρῆτες πρὸς Πυθὼ καὶ ἰηπαιήον’ ἄειδον,

οἷοί τε Κρητῶν παιήονες οἷσί τε Μοῦσα

ἐν στήθεσσιν ἔθηκε θεὰ μελίγηρυν ἀοιδήν.

ἄκμητοι δὲ λόφον προσέβαν ποσίν, αἶψα δ’ ἵκοντο 520

Παρνησὸν καὶ χῶρον ἐπήρατον ἔνθ’ ἄρ’ ἔμελλεν

οἰκήσειν πολλοῖσι τετιμένοι ἀνθρώποισι•

δεῖξε δ’ ἄγων ἄδυτον ζάθεον καὶ πίονα νηόν.

τῶν δ’ ὠρίνετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισι•

τὸν καὶ ἀνειρόμενος Κρητῶν ἀγὸς ἀντίον ηὔδα• 525

ὦ ἄν’ ἐπεὶ δὴ τῆλε φίλων καὶ πατρίδος αἴης

ἤγαγες• οὕτω που τῷ σῷ φίλον ἔπλετο θυμῷ•

πῶς καὶ νῦν βιόμεσθα; τό σε φράζεσθαι ἄνωγμεν.

οὔτε τρυγηφόρος ἥδε γ’ ἐπήρατος οὔτ’ εὐλείμων,

ὥς τ’ ἀπό τ’ εὖ ζώειν καὶ ἅμ’ ἀνθρώποισιν ὀπηδεῖν. 530

Τοὺς δ’ ἐπιμειδήσας προσέφη Διὸς υἱὸς Ἀπόλλων•

νήπιοι ἄνθρωποι δυστλήμονες οἳ μελεδῶνας

βούλεσθ’ ἀργαλέους τε πόνους καὶ στείνεα θυμῷ•

ῥηΐδιον ἔπος ὔμμ’ ἐρέω καὶ ἐπὶ φρεσὶ θήσω.

δεξιτερῇ μάλ’ ἕκαστος ἔχων ἐν χειρὶ μάχαιραν 535

σφάζειν αἰεὶ μῆλα• τὰ δ’ ἄφθονα πάντα παρέσται,

ὅσσα τ’ ἐμοί κ’ ἀγάγωσι περικλυτὰ φῦλ’ ἀνθρώπων•

νηὸν δὲ προφύλαχθε, δέδεχθε δὲ φῦλ’ ἀνθρώπων

ἐνθάδ’ ἀγειρομένων καὶ ἐμὴν ἰθύν τε μάλιστα

ἠέ τι τηΰσιον ἔπος ἔσσεται ἠέ τι ἔργον, 540

ὕβρις θ’, ἣ θέμις ἐστὶ καταθνητῶν ἀνθρώπων,

ἄλλοι ἔπειθ’ ὑμῖν σημάντορες ἄνδρες ἔσονται,

τῶν ὑπ’ ἀναγκαίῃ δεδμήσεσθ’ ἤματα πάντα.

εἴρηταί τοι πάντα, σὺ δὲ φρεσὶ σῇσι φύλαξαι.

 Καὶ σὺ μὲν οὕτω χαῖρε Διὸς καὶ Λητοῦς υἱέ• 545

αὐτὰρ ἐγὼ καὶ σεῖο καὶ ἄλλης μνήσομ’ ἀοιδῆς.

---

«Ξένοι, ποιοι είστε; Από πού αρμενίζετε δρόμους υγρούς;

Για εμπόριο ή άσκοπα τριγυρνάτε όπως ληστές

στη θάλασσα μέσα περιπλανιούνται

ριψοκινδυνεύοντας και κάνοντας κακό σ' άλλους;

Τι κάθεστε λυπημένοι και δε βγήκατε έξω,

δε βγάλατε τα σύνεργα του μαύρου σας του πλοίου;

Αλλ’ είναι σωστό γι’ ανθρώπους δραστήριους εκείνο,

όταν φτάσουν σε μια στεριά τη θάλασσα περνώντας

 χορτασμένοι την κούραση να λαχταρούν αμέσως

το νόστιμο το φαγητό βαθιά μες στην ψυχή τους».

Έτσι μίλησε και θάρρος τους έβαλε στα στήθη.

Τότε ο αρχηγός των Κρητών του είπε απαντώντας:

«Ξένε, που διόλου δε μοιάζεις με τους θνητούς ανθρώπους

στο σώμα, στην κορμοστασιά, αλλά με αθανάτους,

γεια και χαρά, ευτυχία οι θεοί ας σου δίνουν.

Και πες μου αυτό ειλικρινά, για να το καλοξέρω.

Ποιος λαός; Ποια γη; Ποιοι θνητοί μένουν σ’ αυτόν τον τόπο;

 Την απέραντη θάλασσα σχίζαμε μ’ άλλες σκέψεις,

 για Πύλο από την Κρήτη, πατρίδα μας που είναι-

αθέλητά μας ήρθαμε τώρα εδώ με πλοίο-

 θέλαμε να γυρίσουμε απ’ άλλα μονοπάτια και δρόμους,

μα κάποιος θεός μας έφερε εδώ πέρα».

Ο μακρορίχτης Απόλλωνας του είπε απαντώντας:

 «Ξένοι, όσοι πριν μένατε στην Κνωσό με τα δέντρα

τα πολλά, δε θα έχετε γυρισμό από εδώ και πέρα

στην πόλη την αγαπητή, στο σπίτι του ο καθένας,

 στις γυναίκες σας, αλλ’ εδώ τον πλούσιο ναό μου

θα έχετε, που έχει τιμή από πολλούς ανθρώπους.

Είμαι του Δία γιος, Φοίβος καυχιέμαι ότι είμαι-

σας οδήγησα ως εδώ απ’ τα κύματα πάνω

χωρίς κακές σκέψεις- εδώ τον πλούσιο ναό μου

θα έχετε, που έχει τιμή από πολλούς ανθρώπους

-θα ξέρετε βουλές θεών και με τη θέλησή τους

μα θα σας τιμούν οι άνθρωποι σε όλη τη ζωή σας.

Όμως ελάτε, όπως θα πω, και γρήγορα πεισθείτε.

Πρώτα του πλοίου τα πανιά λύστε και κατεβάστε.

έπειτα σύρτε στη στεριά το γρήγορο σας πλοίο,

ξάρτια βγάλτε από το πλοίο το καλοζυγισμένο

και στην ακτή της θάλασσας βωμό για μένα στήστε-

 σε φωτιά με κριθάλευρα τις προσφορές σας κάντε

και γύρω-γύρω απ’ το βωμό να μου προσευχηθείτε.

'Όπως στη σκοτεινιασμένη θάλασσα εγώ σας

ήρθα στο γρήγορο το πλοίο σας μοιάζοντας με δελφίνι,

σ’ εμένα να προσεύχεστε σαν δελφίνιος να ’μουν-

και ο βωμός δελφίνιος, περίοπτος θα είναι.

Έπειτα δείπνο στρώσετε πλάι στο γοργό το πλοίο,

 χάνετε σπονδή στους θεούς που τον Όλυμπο έχουν.

Όταν φάτε τα νόστιμα τα φαγητά σας,

τότε  μαζί μου ελάτε, ψάλλετε τον ύμνο στον Παιάνα,

ωσότου πια θα φτάσετε στον πλούσιο ναό μου».

Έτσι είπε" αυτοί άκουγαν και δέχονταν το λόγο.

Έλυσαν και κατέβασαν τα πανιά απ’ το πλοίο,

έλυσαν λουριά κι έβαλαν στη θήκη το κατάρτι-

κι οι ίδιοι τότε έβγαιναν στης θάλασσας την άκρη-

απ’ τη θάλασσα στη στεριά το γοργό πλοίο τότε

έσυραν στον άμμο πάνω πια σε μακριές βάσεις

και τότε έχτισαν βωμό στης θάλασσας την άκρη-

στη φωτιά με κριθάλευρα έκαναν τις θυσίες

όπως τους είχε προστάζει στο βωμό γύρω-γύρω.

Έπειτα πήραν το δείπνο πλάι στο μαύρο πλοίο

 κι έκαναν σπονδή στους θεούς τους κάτοχους του Ολύμπου.

Αφού τον πόθο χόρτασαν της πείνας και της δίψας,

κίνησαν- μπροστά τους ήταν ο γιος του Δία Φοίβος

με μια λύρα στα χέρια του όμορφα παίζοντας την

και πηδώντας- οι Κρήτες αυτόν ακολουθούσαν

προς τους Δελφούς- στον Παιάνα ύμνο τους τραγουδούσαν

όπως οι Κρήτες τραγουδούν- στα στήθη τους η Μούσα

η θεότητα έβαλε γλυκύτατο τραγούδι.

Χωρίς να νιώσουν κούραση ανέβηκαν το λόφο-

πήγαν γοργά στον Παρνασσό, σ’ όμορφο τόπο όπου

θα κατοικούσε με τιμές από πολλούς ανθρώπους-

ιερό άδυτο, ναό τους έδειξε με πλούτο.

Ξεσηκωνόταν η ψυχή σ’ αυτών τα στήθη μέσα-

τότε ο ηγέτης των Κρητών του έλεγε ρωτώντας:

«Αφέντη, απ’ τη γη μας και φίλους μακριά μας πήγες.

Αυτό βέβαια ήταν αρεστό βαθιά μες στην ψυχή σου.

Πώς πιο πέρα θα ζήσουμε; Πες μας, παρακαλούμε.

Η όμορφη γη δεν έχει καρπούς, καλά λιβάδια,

Μα να ζούμε καλά, να ’χουμε σχέσεις με τους ανθρώπους».

Χαμογελώντας τους είπε ο γιος του Δία Φοίβος:

«Ανόητοι και δύστυχοι, που να έχετε έγνοιες θέλετε,

κόπους δύσκολους, στεναγμούς στην ψυχή σας.

Εύκολο λόγο θα σας πω, θα βάλω στην ψυχή σας.

Στο δεξί χέρι έχοντας καθένας το μαχαίρι

σφάζετε πάντα πρόβατα- άφθονα θα σας είναι

όσα τα ξακουστά γένη των θνητών θα μου φέρνουν.

Φυλάτε το ναό, γένη δεχθείτε των ανθρώπων

που θα μαζεύονται εδώ, προπάντων το σκοπό μου.

Αν πείτε λόγο άστοχο, αν κάνετε μια πράξη άστοχη,

 μια αλαζονεία, όπως θνητοί το κάνουν,

τότε άλλοι αρχηγοί σας θα είναι στη ζωή σας

και θα σας εξουσιάζουν στη ζωή άθελά σας.

Περι Δελφίνιου Απόλλωνα και δελφινιών εδώ κάποια ενδεικτικά προγενέστερα κείμενα

Πύθωνα τὸν δράκοντα κατετόξευσεν ΙΙ

τίς δ' ἐστὶν ὁ καλούμενος ἱερὸς ἰχθύς;

 Περί των μελισσών και των Κρητών κάποια παλαιότερα κείμενα ενδεικτικά:

Μελισσών βασιλεύς

Περί Ιδαίων δακτύλων

Αδράστεια θυγάτηρ Μελίσσου

 Στον Ομηρικό ύμνο του Ερμού μαθαίνουμε για την παραχώρηση της λύρας στον αδερφό του Απόλλωνα ως είδος συμφιλίωσης και συγνώμης για την κλοπή των γελαδιών του. Ταυτόχρονα όμως, ο Ερμής  ζητά να μάθει την τέχνη της μαντικής, όπως ο ίδιος ο Φοίβος την έχει λάβει ως δώρο από τον πατέρα του τον Δία. Ο Ερμής, στον μεταξύ τους διάλογο, τον ονομάζει μυαλωμένο και μακρορίχτη (εἰρωτᾷς μ' Ἑκάεργε)  και του θυμίζει τα δίκαια και ακριβά δώρα που έχει λάβει από τον πατέρα του όπως και το χάρισμα της μαντείας ή προφητείας. 

Hymni Homerici, In Mercurium

Line 471

φιλεῖ δέ σε μητίετα Ζεὺς

ἐκ πάσης ὁσίης, ἔπορεν δέ τοι ἀγλαὰ δῶρα·

καὶ τιμὰς σὲ δέ φασι δαήμεναι ἐκ Διὸς ὀμφῆς

μαντείας θ' Ἑκάεργε Διὸς πάρα, θέσφατα πάντα·

τῶν νῦν αὐτὸς ἔγωγε † παῖδ' ἀφνειὸν † δεδάηκα.

 

Και λένε πως από χάρισμα του Δια καλοξέρεις

Μαντεύματα, μακρορίχτη, όλες τις μαντοσύνες

Ξέρω κι εγώ πως η πηγή των μαντευμάτων είσαι.

Ότι πολύ επιθυμείς μπορείς και να το ξέρεις.

 Με αφορμή την κουβέντα τους με τον Ερμή ο Απόλλων μας δίνει απλόχερα πληροφορίες για το μαντείο, την μαντική τέχνη του καθώς και τις τρείς προφήτισσες που βρίσκονται στον ναό των Δελφών…εκείνες που της χαρίζει στον Ερμή για να τον πληροφορούν για τα μελλούμενα για να ενημερώνει κι εκείνος με τη σειρά τους ανθρώπους.

Οι τρείς Θρίαι δεν είναι τιποτ΄ άλλο παρά οι ίδιες οι  μέλισσες οι μάντισσες και οι ιέρειες του ιερού ναού του και του χρηστηρίου του.

Με την γύρη να σκεπάζει τα κεφάλια τους, τρέφονται με αγνό μέλι και έχουν γρήγορα φτερά στις πλάτες τους..

 

τῶν ἀγαθῶν ὅσα φημὶ δαήμεναι ἐκ Διὸς ὀμφῆς.

μαντείην δὲ φέριστε διοτρεφὲς ἣν ἐρεείνεις

οὔτε σὲ θέσφατόν ἐστι δαήμεναι οὔτε τιν’ ἄλλον

ἀθανάτων• τὸ γὰρ οἶδε Διὸς νόος• αὐτὰρ ἐγώ γε 535

πιστωθεὶς κατένευσα καὶ ὤμοσα καρτερὸν ὅρκον

μή τινα νόσφιν ἐμεῖο θεῶν αἰειγενετάων

ἄλλον γ’ εἴσεσθαι Ζηνὸς πυκινόφρονα βουλήν.

καὶ σὺ κασίγνητε χρυσόρραπι μή με κέλευε

θέσφατα πιφαύσκειν ὅσα μήδεται εὐρύοπα Ζεύς. 540

ἀνθρώπων δ’ ἄλλον δηλήσομαι, ἄλλον ὀνήσω,

πολλὰ περιτροπέων ἀμεγάρτων φῦλ’ ἀνθρώπων.

καὶ μὲν ἐμῆς ὀμφῆς ἀπονήσεται ὅς τις ἂν ἔλθῃ

φωνῇ τ’ ἠδὲ ποτῇσι τεληέντων οἰωνῶν•

οὗτος ἐμῆς ὀμφῆς ἀπονήσεται οὐδ’ ἀπατήσω. 545

ὃς δέ κε μαψιλόγοισι πιθήσας οἰωνοῖσι

μαντείην ἐθέλῃσι παρὲκ νόον ἐξερεείνειν

ἡμετέρην, νοέειν δὲ θεῶν πλέον αἰὲν ἐόντων,

φήμ’ ἁλίην ὁδὸν εἶσιν, ἐγὼ δέ κε δῶρα δεχοίμην.

ἄλλο δέ τοι ἐρέω Μαίης ἐρικυδέος υἱὲ 550

καὶ Διὸς αἰγιόχοιο, θεῶν ἐριούνιε δαῖμον•

σεμναὶ γὰρ τινες εἰσὶ κασίγνηται γεγαυῖαι

παρθένοι ὠκείῃσιν ἀγαλλόμεναι πτερύγεσσι

τρεῖς• κατὰ δὲ κρατὸς πεπαλαγμέναι ἄλφιτα λευκὰ

οἰκία ναιετάουσιν ὑπὸ πτυχὶ Παρνησοῖο 555

μαντείης ἀπάνευθε διδάσκαλοι, ἣν ἐπὶ βουσὶ

παῖς ἔτ’ ἐὼν μελέτησα• πατὴρ δ’ ἐμὸς οὐκ ἀλέγιζεν.

ἐντεῦθεν δὴ ἔπειτα ποτώμεναι ἄλλοτε ἄλλη

κηρία βόσκονται καὶ τε κραίνουσιν ἕκαστα.

αἱ δ’ ὅτε μὲν θυίωσιν ἐδηδυῖαι μέλι χλωρὸν 560

προφρονέως ἐθέλουσιν ἀληθείην ἀγορεύειν

ἢν δ’ ἀπονοσφισθῶσι θεῶν ἡδεῖαν ἐδωδὴν

ψεύδονται δὴ ἔπειτα δι’ ἀλλήλων δονέουσαι.

τάς τοι ἔπειτα δίδωμι, σὺ δ’ ἀτρεκέως ἐρεείνων

σὴν αὐτοῦ φρένα τέρπε, καὶ εἰ βροτὸν ἄνδρα δαείῃς, 565

πολλάκι σῆς ὀμφῆς ἐπακούσεται αἴ κε τύχῃσι.

---

 Ωστόσο, διογέννητε, ρωτάς για τη μαντεία-

…αυτό δεν είναι ορισμένο να ξέρεις συ ή άλλος

αθάνατος- αυτό μόνο ο νους του Δία ξέρει.

Αυτό μου εμπιστεύθηκε κι έκανα τρανό όρκο,

 πως κανένας αθάνατος μ’ εξαίρεση εμένα

τη σκέψη τη στοχαστική του Δία δε θα ξέρει.

Συ, χρυσόραβδε αδερφέ, μη θες να φανερώσω

όσα θεϊκά σκέφτεται ο βροντόφωνος Δίας.

Άλλον θα βλάψω απ’ τους θνητούς,

άλλον θα ωφελήσω τριγυρνώντας

γένη πολλά κακόμοιρων ανθρώπων.

Ο λόγος μου θα ωφελεί κάποιον που

θα μου έρθει με των τέλειων οιωνών το πέταγμα,

το λόγο-ο λόγος μου θα ωφελεί, δε θα τον ξεγελάσω.

Αλλ' όποιος δεχτεί οιωνούς που φλυαρούν ασκόπως

και μου ζητεί παράλογα μαντεία να του δώσω,

απ’ τους αιώνιους θεούς και πιο πολλά να ξέρει,

τραβάει δρόμο μάταιο, τα δώρα του θα πάρω.

Και κάτι άλλο θα σου πω, γιε της ξακουστής Μαίας,

του ασπιδοφόρου Δία, θεέ θεών βοήθεια.

Υπάρχουν τρεις σεβάσμιες, αδερφές γεννημένες,

κοπέλες που έχουν χαρά τα γρήγορα φτερά τους•

στην κεφαλή κριθάλευρο πασπαλισμένο έχουν

και στις πτυχές του Παρνασσού κατοικημένες είναι-

τη μαντική διδάσκουν ‘κεί βόσκοντας τις γελάδες

μικρός αυτή μελέτησα- πατέρας δε νοιαζόταν.

Κάθε τόσο από εκεί εδώ και εκεί πετώντας

κερήθρες γεύονται, όλα ρυθμίζουν όσα έχουν.

Όταν πια έχουν έμπνευση τρώγοντας φρέσκο μέλι,

πρόθυμα την αλήθεια να φανερώσουν θέλουν-

αλλ’ αν τη θεϊκή τροφή τη νόστιμη δεν έχουν,

η μια την άλλη σπρώχνει, ψέματα αραδιάζουν.

Αυτές σου δίνω- συ αυτές μ’ ειλικρίνεια ρώτα,

δώσε χαρά στη σκέψη σου- αν κάποιον συ διδάξεις,

θ’ ακούσει το λόγο σου, αν το φέρει η τύχη.

 Οι παραπάνω είπαμε είναι οι τρείς ιέρειες Θρίες. Τα ονόματα που τους αποδίδονται είναι Μέλαινα, Κλεοδώρα (= περίφημη για τα δώρα ή τα χαρίσματά της) και Δάφνις. Τους απέδιδαν και τον χαρακτηρισμό «Σεμναί».

Οι Θριές αγαπούσαν πολύ το μέλι και γι' αυτό όταν πήγαιναν να τις ρωτήσουν τα μελλοντικά γεγονότα τους προσέφεραν τη συγκεκριμένη τροφή των αθανάτων. Με άλλα λόγια, οι Θριές είναι προσωποποιήσεις ιερειών μελισσών, αφού και τα κεφάλια τους περιγράφονται ως λευκά -όπως των μελισσών από τη γύρη, έχουν φτερά και μπορούν να πετούν εδώ και εκεί, και τρέφονται με φρέσκο –γλυκό μέλι – νόστιμη τροφή αγνή και θεϊκή.


 Στον ομηρικό ύμνο συγχέονται και με τις Κωρύκειες Νύμφες των «προφητικών πηγών» του Παρνασσού.

Στο «Λεξικό της Σούδας» υπάρχει ένα σχόλιο ότι «αποκαλούν την τρέλα των ποιητών «θρίασιν».

Θυμίζουμε και την αφήγηση του Πλούταρχου, σύμφωνα με την οποία ήταν ένας Κουρήτης, από εκείνους που γνωρίσαμε στην Κρήτη, ο αιγοβοσκός που ανακάλυψε το Μαντείο, ενώ, κατά τον μέγιστο των λυρικών ποιητών Πίνδαρο, η Πρόμαντις του Απολλώνειου μαντείου ήταν η Μέλισσα Δελφίς. Πρόκειται αναμφισβήτητα για πληροφορίες που επιβεβαιώνουν την εξάρτηση των Δελφών από το νησί του Μίνωος. Το ίδιο και η εκδοχή του δελφικού ιερατείου ότι τον τέταρτο ναό, τον πέτρινο, τον έχτισαν ο Τροφώνιος και ο Αγαμήδης, ονόματα που συναντούμε σε ποικίλες εκδοχές μιας ιστορίας και μας οδηγούν από διαφορετικούς δρόμους στην Κρήτη και τις μέλισσες.

Ο Τροφώνιος και ο Αγαμήδης έχτισαν έναν «θησαυρό» για τον Υριέα. Τα ονόματα Υριεύς και Υρίη κατάγονται από το ϋρον, την κρητική λέξη για την «κυψέλη» ή καλύτερα από το υποκοριστικό της, που εμφανίζεται στο υριατόμος.

 Hesychius Lexicogr., Lexicon (ΠΩ)Alphabetic letter upsilon, entry 809, line 1

 <ὕρον>· σμῆνος.

 Hesychius Lexicogr., Lexicon (ΠΩ)Alphabetic letter upsilon, entry 804, line 1

 <Ὑρία>· πόλις Βοιωτίας

<ὑριατόμος>· ὁ τὰ κηρία τέμνων τῶν μελισσῶν

 Άλλη πόλη με όνομα της ίδιας καταγωγής ήταν η Υρία, που θεμελιώθηκε από τους Κρήτες στην Υαπυγία.

Eustathius Philol., Scr. Eccl., Commentarii ad Homeri Iliadem
Volume 1, page 403, line 20

                               ἔστι δὲ Ὑρία καὶ περὶ Ἰαπυγίαν Καλαβρικὴ πόλις,
Κρητῶν κτίσμα, ἡ λεγομένη καὶ Ὕριον οὐδετέρως, ὡς ἐν τοῖς τοῦ Περιηγητοῦ
δηλοῦται.

 Ο Υριεύς, για τον οποίο χτίστηκε ένας θησαυρός στην Υρία της Βοιωτίας, πρέπει να είχε κάποιους δεσμούς με την Κρήτη και ήταν πιθανόν ένας άλλος Μελισσεύς, όπως ο βασιλιάς της Κρήτης, του οποίου η κόρη Μέλισσα ήταν τροφός του Διός. Μάλιστα, ο λεξικογράφος Ησύχιος παραθέτει το λήμμα Ύρον ως σμήνος (στους Κρήτες) και το λήμμα Υριατόμος ως ο τα κηρία τέμνων των μελισσών.

 

συνεχίζετε…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...