H
σύνδεση της Λευκοθέας και η γέννηση του ονόματος της από τον αφρό των κυμάτων
μας οδήγησε σε μια Αφρο-γεννημένη θεά της δυνατής βίνης/δίνης της θάλασσας.
Όμως η Λευκοθέα μαζί με την Κίρκη και την Καλυψώ διαθέτει
και το χάρισμα της ανθρώπινης ομιλίας ..
Porphyrius Phil., Quaestionum Homericarum ad Odysseam
pertinentium reliquiae
Odyssey book 5, section 334-337, line 27
ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῆς Λευκοθέας· ἣ <πρὶν μὲν ἔην βροτὸς αὐδήεσσα>
καὶ θνητῇ αὐδῇ χρωμένη, καθὰ καὶ οἱ βροτοί.
Odyssey book 5, section 334-337, line 27
ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῆς Λευκοθέας· ἣ <πρὶν μὲν ἔην βροτὸς αὐδήεσσα>
καὶ θνητῇ αὐδῇ χρωμένη, καθὰ καὶ οἱ βροτοί.
Η Λευκοθέα όταν ήταν θνητή μιλούσε ανθρώπινα και με θνητή
ομιλία, λαλιά, φωνή, έδινε απάντηση καθώς και οι άνθρωποι …
Ο Ἀνναῖος Κορνοῦτος, στωικός φιλοσοφός που έζησε κατά τη βασιλεία
του Νέρωνα (περι το 60 μ.Χ.) στο έργο
του De Natura Deorum ή Περί της φύσης των Θεών, αναφέρει
για τους θαλάσσιους θεούς και την συνδεση τους με τα ονόματά τους λόγω ιδιοτήτων/
ενεργειών τους.
Lucius Annaeus Cornutus Phil., De natura deorum
Page 44, line 20
Ὁ δὲ <Νηρεὺς> ἡ θάλαττά ἐστι, τοῦτον ὠνο-
Page 44, line 20
Ὁ δὲ <Νηρεὺς> ἡ θάλαττά ἐστι, τοῦτον ὠνο-
μασμένη τὸν τρόπον ἀπὸ τοῦ νεῖσθαι δι' αὑτῆς.
κα-
λοῦσι δὲ τὸν
Νηρέα καὶ ἅλιον γέροντα διὰ τὸ ὥσπερ
πολιὰν ἐπανθεῖν
τοῖς κύμασι τὸν ἀφρόν· καὶ γὰρ
ἡ
Λευκοθέα τοιοῦτόν
τι ἐμφαίνει,
ἥτις
λέγεται θυγάτηρ
Νηρέως εἶναι,
δηλονότι τὸ λευκὸν τοῦ ἀφροῦ.
Πιθανὸν δὲ καὶ
τὴν <Ἀφροδίτην> μὴ δι'
ἄλλο τι παραδεδόσθαι γεγονυῖαν
ἐν
τῇ
θαλάττῃ
ἢ
ἐπειδὴ πρὸς τὸ πάντα γενέσθαι κινήσεως δεῖ
καὶ
ὑγρα-
σίας, ἅπερ
ἀμφότερα
δαψιλῆ
κατὰ
τὴν
θάλαττάν ἐστιν.
ἐστοχάσαντο δὲ τοῦ
αὐτοῦ
καὶ οἱ
Διώνης αὐτὴν θυγατέρα
εἰπόντες εἶναι· διερὸν
γὰρ τὸ
ὑγρόν ἐστιν.
Ἀφροδίτη
δέ ἐστιν ἡ συνάγουσα τὸ
ἄρρεν καὶ
τὸ θῆλυ
δύναμις,
τάχα διὰ τὸ ἀφρώδη
τὰ σπέρματα τῶν ζῴων εἶναι
ταύτην ἐσχηκυῖα τὴν
ὀνομασίαν ἤ, ὡς Εὐριπίδης ὑπο-
νοεῖ,
Ο Νηρεύς λέγει είναι η θάλασσα και τον ονομάζουν έτσι από
τον τρόπο (κίνησης ) του Νείσθαι- εκ του νέω/ νέομαι δηλ. πλέω, κολυμπώ και με
την ευρύτερη έννοια πορεύομαι, ταξιδεύω, έρχομαι και απέρχομαι κλπ και άλλιον
γέροντα ή Πόλιον δηλαδή ασπρομάλλη ή γκριζομάλλη ή υπόλευκο, αρχαίο, λευκό κατά
συνέπεια και διαυγή, καθαρό ή αίθριο γέροντα γιατί ανθεί
και λουλουδιάζει ή επιπολάζει και ανθίζει αργά τα κύματα με τον αφρό τους, και
η Λευκοθέα αυτό ακριβώς παρουσιάζει και
φανερώνει γι αυτό και ονομάζεται θυγατέρα του Νηρέως γιατί δηλώνει το λευκό του αφρού. Πιθανόν, γράφει ο
Ανναίος, για την Αφροδίτη και την
ονομασία της, ότι δεν μας έχει παραδοθεί
παρά η γέννηση της κινήσεως και της υγρασίας
διότι και οι δύο ιδιότητες είναι άφθονες πλουσιοπάροχες και πληθωρικές
στη θάλασσα. Έτσι σκεπτόμενοι περί αυτού – οι φιλόσοφοι ή οι άνθρωποι- την
ονόμασαν θυγατέρα της Διώνης γιατί το υγρό στοιχείο είναι ζωογόνο, ζωηρό, ζωικό
ενώ η Αφροδίτη είναι αυτή, που ταυτόχρονα, συνάγει συσσωρεύει την θηλυκή και
αρσενική δύναμη και τα σπέρματα των ζώων
-όντων είναι αφρώδη όπως υπονοεί και ο Ευρυπίδης…Ενώ ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι
το σπέρμα παράγεται από το καθαρότερο αίμα ή τον αφρό του αίματος χρησιμοποιώντας
την θερμότητα του σώματος…
Σε έτερον φιλόσοφο τον Αρίστων τον Χίο διαβάζουμε :
Ariston Phil., Testimonia et fragmenta
Fragment 375, line 4
Plutarchus de virtute morali 2 p. 44of. <Ἀρίστων δ' ὁ Χῖος>
τῇ μὲν οὐσίᾳ μίαν καὶ αὐτὸς ἀρετὴν ἐποίει καὶ ὑγίειαν ὠνόμαζε· τῷ
δὲ πρὸς τί πως διαφόρους καὶ πλείονας, ὡς εἴ τις ἐθέλοι τὴν ὅρασιν
ἡμῶν λευκῶν μὲν ἀντιλαμβανομένην λευκοθέαν καλεῖν, μελάνων δὲ
μελανθέαν ἤ τι τοιοῦτον ἕτερον
Fragment 375, line 4
Plutarchus de virtute morali 2 p. 44of. <Ἀρίστων δ' ὁ Χῖος>
τῇ μὲν οὐσίᾳ μίαν καὶ αὐτὸς ἀρετὴν ἐποίει καὶ ὑγίειαν ὠνόμαζε· τῷ
δὲ πρὸς τί πως διαφόρους καὶ πλείονας, ὡς εἴ τις ἐθέλοι τὴν ὅρασιν
ἡμῶν λευκῶν μὲν ἀντιλαμβανομένην λευκοθέαν καλεῖν, μελάνων δὲ
μελανθέαν ἤ τι τοιοῦτον ἕτερον
Μία η ουσία και αυτή την αρετή ποιεί και την υγεία ονοματίζει,
πως σε πολλούς και διάφορους σαν κάποιος θέλει την όραση μας, όταν την
αντιλαμβάνεται ως λευκή διάφανη, Λευκοθέα την καλεί…
Σε έτερο χωρίο και διαφορετικό συγγραφέα, τον Ζήνωνα τον
Ελεάτη, η Λευκοθέα είναι αδελφή των
Τεχλίνων και φέρει το όνομα Αλία. Ο Ποσειδών ερωτευμένος σμίγει μαζί της
και αποκτά έξι γιούς και μια κόρη την Ρόδη ή Ρόδο, που πήρε το όνομα της και η
αντίστοιχη νήσος …
Μετά την γέννηση της Αφροδίτης, η θεά ταξίδευε στους ωκεανούς. Όταν οι νέοι γιοι της Αλίας
αλαζονικά αρνήθηκαν να αφήσουν την Αφροδίτη να αποβιβαστεί επάνω στην ακτή
τους, η θεά τους καταράστηκε με παραφροσύνη. Στην τρέλα τους, βίασαν την Αλία.
Ως τιμωρία, ο Ποσειδώνας τους έθαψε στα θαλάσσια σπήλαια του νησιού. Η Αλία
αργότερα έπεσε στη θάλασσα· οι Ροδίτες υποστηρίζουν ότι έγινε η θεά Λευκοθέα.
Zeno Hist., Fragmenta
Fragment 1, line 36
Ποσειδῶνα
Fragment 1, line 36
Ποσειδῶνα
δὲ ἀνδρωθέντα ἐρασθῆναι τῆς τῶν Τελχίνων ἀδελφῆς
Ἁλίας, καὶ μιχθέντα ταύτῃ γεννῆσαι παῖδας ἓξ μὲν
ἄρρενας, μίαν δὲ θυγατέρα Ῥόδον, ἀφ' ἧς τὴν νῆσον
ὀνομασθῆναι. Γενέσθαι δὲ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον ἐν
τοῖς πρὸς ἕω
μέρεσι τῆς νήσου τοὺς κληθέντας γίγαντας·
ὅτε δὴ καὶ
Ζεὺς λέγεται καταπεπολεμηκὼς Τιτᾶνας
ἐρα-
σθῆναι μιᾶς τῶν
νυμφῶν Ἱμαλίας
ὀνομαζομένης, καὶ
τρεῖς ἐξ αὐτῆς τεκνῶσαι
παῖδας, Σπαρταῖον, Κρόνιον,
Κύτον. Κατὰ δὲ τὴν
τούτων ἡλικίαν φασὶν Ἀφροδίτην
ἐκ
Κυθήρων κομιζομένην εἰς
Κύπρον καὶ προσορμιζομένην
τῇ νήσῳ κωλυθῆναι
ὑπὸ
τῶν Ποσειδῶνος υἱῶν, ὄντων
ὑπερηφάνων καὶ ὑβριστῶν· τῆς
δὲ θεοῦ
διὰ τὴν
ὀργὴν
ἐμβαλούσης αὐτοῖς
μανίαν, μιγῆναι αὐτοὺς
βίᾳ τῇ
μη-
τρὶ καὶ πολλὰ
κακὰ δρᾶν
τοὺς ἐγχωρίους.
Ποσειδῶνα
δὲ τὸ γεγονὸς
αἰσθόμενον τοὺς υἱοὺς κρύψαι κατὰ
γῆς
διὰ τὴν πεπραγμένην αἰσχύνην, οὓς κληθῆναι προσηῴ-
ους δαίμονας· Ἁλίαν δὲ ῥίψασαν ἑαυτὴν
εἰς
τὴν
θάλατ-
ταν Λευκοθέαν ὀνομασθῆναι
καὶ
τιμῆς
ἀθανάτου
τυχεῖν
παρὰ
τοῖς
ἐγχωρίοις.
Αλλά με το όνομα της Αλίης/ας συναντάμε και :
την Αλίη, μία από τις Νηρηίδες, κόρη του Νηρέα και της
Δωρίδος
την Αλία, κόρη της Σύβαρης. Σε ένα ιερό δάσος της Άρτεμης,
αντιμετώπισε ένα τεράστιο φίδι που ζευγάρωσε μαζί της· απόγονοί τους ήταν τα
πρώτα μέλη της φυλής Οφιογενείς.
Την Αλίη, κόρη της Τάλους. Παντρεύτηκε τον Κότις, γιο του
Μάνες, του πρώτου βασιλιά της Λυδίας, γεννώντας του δύο γιους, τον Ασίς και τον
Άτυς, βασιλιά της Λυδίας.
Αλίαν η Αλίη
είναι αυτή που θεωρούμε θαλασσινή, ή
αυτή που ανήκει στην θάλασσα συχνά εννοείται κύμβη
(κύμβη ή κύμβος, ριζ. Κύμβ- ισως συγγεν. με κύβη κυβιστάω ) δηλ. κοίλο αγγείο, ποτήρι, λέμβος, πλοιάριο,
παράγωγες οι λέξεις κύμβαλον, κύμβαλος,
κυμβίον, κλπ οπότε αλιάς κύμβη
είναι το αλιευτικό πλοιάριο και
αλιάδαι είναι οι ναύτες και οι ναυτικοί, όμως η αλία είναι και η συγκέντρωση
του λαού, οι συνεδριάζοντες (συχνή η χρήση της σε δωρικές πόλεις, αντίστοιχη
της εκκλησίας του Δήμου στην Αθήνα και της Απέλλας των Σπαρτιατών) – Περί
κυμβάλων και Κυβέλης υπάρχουν αντίστοιχα παλαιότερα κείμενα ..)
Etymologicum
Genuinum,
Etymologicum genuinum (littera λ)
Alphabetic letter lambda, entry 77, line 1
Alphabetic letter lambda, entry 77, line 1
<Λευγαλέον>: τὸ ὑγρόν·
μύρῳ λευγαλέῳ, Σοφοκλῆς· καὶ
πάλιν· νῦν δέ με
λευγαλέῳ θανάτῳ· τῷ δι' ὕδατος. παρὰ τὸ
χεύω χευαλέον. σημαίνει δὲ
καὶ τὸ
ὀλέθριον παρὰ τὸ λοιγὸν
λοιγαλέον· κατὰ
μετάθεσιν τῶν στοιχείων λευγαλέον.
<Λευκανοί>· ἀπό
τινος Λευκίου προσαγορευθέντες.
<Λευκαρίων>· οἷον· Πύρρα ἢ Λευκαρίων. Δευκαλίων καθ'
ὑπέρθεσιν Λευκαδίων, τροπῇ τοῦ Δ εἰς τὸ Ρ Λευκαρίων.
<Λευκή>: νῆσος ἐν Πόντῳ. Λευκὴ
δὲ λέγεται διὰ τὸ πλῆθος
τῶν λευκῶν ὀρνέων
ἐνδιαιτωμένων ἐν αὐτῇ.
<Λευκός>· παρὰ τὸ λεύσσω τὸ βλέπω, ὁ διαφανὴς καὶ λαμπρός.
Έτσι μπορούμε μέσω της έννοιας του λευκού της θάλασσας να
δούμε και μια διαφορετική ονομασία του Δευκαλίωνα
ως ΛΕΥΚ-ΑΡΙΩΝΑ – Περισσότερα περί Δευκαλίωνος περί λαρνάκων/κιβωτών
και σε παλαιότερα κείμενα
Είδαμε όμως σε προηγούμενα κείμενα την σύνδεση της
Ινούς-Λευκοθέας με την Βύνη/Δίνη-Ινη(α) και επιστρέφουμε με το παρακάτω
απόσπασμα όπου η Βύνη ή Λευκοθέα ή Ινώ δηλώνει όχι απλώς την θάλασσα και την
δίνη/ δίνες της αλλά και τον Βυθό της όπου βύσσος ή βύσος είναι η βήσσα είναι δηλαδή ο Βυθός
και ο πυθμένας, το βάθος της θάλασσας…το άφατο…μας συνδέει και με την
ά-βυσσο.
Theognostus Gramm., Canones sive De orthographia
Section 106, line 3
Πᾶσα λέξις ἐκ τῆς βυ συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ υ
ψιλοῦ γράφεται βυθός· βυζὸς, πυκνὸς, συνετός· βύζανα, κόν-
δυλος· βύζειν ἀθρόον, πυκνόν· Βύνη ἡ Λευκοθέα Ἴνω· βύσσος· βυσός·
Section 106, line 3
Πᾶσα λέξις ἐκ τῆς βυ συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ υ
ψιλοῦ γράφεται βυθός· βυζὸς, πυκνὸς, συνετός· βύζανα, κόν-
δυλος· βύζειν ἀθρόον, πυκνόν· Βύνη ἡ Λευκοθέα Ἴνω· βύσσος· βυσός·
Etymologicum Genuinum, Etymologicum genuinum (ἀνάβλησις – βώτορες)
Alphabetic letter beta, entry 292, line 1
<Βυθός>· τὸ βάθος τὸ ἄφατον· παρὰ τὸ βάθος, τοῦ <α> εἰς
Alphabetic letter beta, entry 292, line 1
<Βυθός>· τὸ βάθος τὸ ἄφατον· παρὰ τὸ βάθος, τοῦ <α> εἰς
<υ> τραπέντος. ἢ παρὰ τὸ βύζω βυστός καὶ βυθός AB, Sym. 236,
EM 366. Orio 38, 17.
<Βύκτης>· ἠχητικός, ὁ μεγάλως ἠχῶν· Ὅμηρος
(κ 20)·
ἔνθα δὲ βυκτάων ἀνέμων·
καὶ Λυκόφρων (738)·
βύκτας ἐν
ἀσκῷ
συγκατακλείσας βοός.
παρὰ τὸ βύω, ἔνθεν
βεβυσμένος· οὗ παράγωγον βύζω, ὁ παθητικὸς
παρακείμενος βέβυκται, ὡς
βάζω βέβακται, οἷον (θ 408)·
ἔπος
δ' εἴ πέρ τι βέβακται.
παρὰ γοῦν τὸ
† βέβακται γίνεται βύκτης. ἢ πεποίηται ἀπὸ
τοῦ βυθοῦ
καὶ τοῦ ἀράττειν·
ἢ παρὰ
τὸ <βυ> βύκτης· τὸ γὰρ
<βυ> ἐπὶ τοῦ μεγά-
λου ἔλεγον· καὶ Σώφρων (fr. 115 Kaibel)·
βυβά,
ἀντὶ τοῦ
μεστὰ καὶ
πλήρη καὶ μεγάλα βύζειν <***> AB,
Sym.
237, EM 361, Eust. 1646, 25. *Orio.
<Βύκχις> (Alcae. passim)· <ὄνομα Αἰολικόν· παρὰ τὸ>
Βάκχος Βακχίς καὶ Βύκχις,
ὡς ἵππος
ἱππίς καὶ
οἶκος Οἰκίς,
καὶ
τροπῇ τοῦ <α> εἰς
<υ>, ὡς βάθος βύθος AB, EM 360.
Hdn. II 351, 9.
<Βύνη> (Lycophr. 107)· ἡ Λευκοθέα, ἡ Ἰνώ, οἷον
(Call. fr. 745)·
Βύνης καταλέκτριαι αὐδηέσσης.
εἴρηται παρὰ τὸ εἰς βυθὸν δύνειν
Βυθοδύνη καὶ κατὰ συγκοπὴν
Βύνη. ἢ παρὰ τὸ δύνω δύνη, ἡ καταδύσασα
εἰς θάλασσαν καὶ Βύνη
κατὰ τροπήν AB, Sym. 238, EM 363. Schol.
Lycophr.
<Βυρσοδέψης> (Ar. eq. 136 var. lect.)· Ἀριστοφά-
νης (l. c.)·
ἐπιγίνεται
γὰρ βυρσοδέψης ὁ Παφλαγών.
ὁ αὐτὸς
δὲ καὶ
(Ar. av. 490) σκυλοδέψης καλεῖται. παρὰ τὸ
δεψῆσαι, ὅ ἐστιν
ἁπαλῦναι
AB, Sym. 239, EM 365, Eust. 1710, 15.
*Lex. rhet.
<Βύρσα>· παρὰ
τὸ δείρω, τὸ ἐκδέρω, ὁ μέλλων Αἰολικῶς
δέρσω· καὶ δέρσα καὶ βύρσα, ἡ
ἐκδερομένη τῷ σώματι. ἢ παρὰ τὸ
ῥύω ῥύσα καὶ
πλεονασμῷ τοῦ <β> καὶ καθ' ὑπέρθεσιν βύρσα, ἡ περιρ-
ρεομένη τῷ ἱδρῶτι.
οὕτως Ὦρος
AB, Sym. 240, EM 364. Orus.
beta.295.1
<Βυσσός> (Ω 80)· τὸ βάθος· παρὰ τὸ βυθός, τροπῇ τοῦ
<θ> εἰς <σ>
καὶ πλεονασμῷ ἑτέρου <σ> βυσσός AB, Sym. 241, EM 366. *Orio.
<Βύσσος>· εἶδος
βοτάνης· ἐξ οὗ καὶ τὰ ἀπ'
αὐτῆς
βαπτό-
μενα ἱμάτια βύσσινα
λέγονται AB, Sym. 241, EM 367, Et. Gud.
β 156. *Orio?
<Βύνη> (Lycophr. 107)· ἡ Λευκοθέα, ἡ
Ἰνώ, οἷον
(Call. fr. 745)·
Βύνης καταλέκτριαι αὐδηέσσης.
(Call. fr. 745)·
Βύνης καταλέκτριαι αὐδηέσσης.
Οι έννοιες του βυθού,
της βύνης/δίνης κι όλες οι θαλάσσιες έννοιες ταυτίζονται και με το βάθος και
την άβυσσο όπως και με τον Μεγάλο Ηχών, τον δυνατό άνεμο και την ανεμοζάλη αλλά
και με τον Βάκχο, τις Βάκχες ή Βυκχίδες και τον - Βύκχις> (Alcae. passim)· <ὄνομα Αἰολικόν· παρὰ τὸ> Βάκχος Βακχίς καὶ Βύκχις…
Ενώ βυκανίζω σημαίνει
σαλπίζω, βυκανισμός το σάλπισμα και βυκάνη η σάλπιγγα…
Συνεχίζετε…