23 Μαρτίου 2013

Μελαναιγίδα Διόνυσον



Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – μαι)
Alphabetic entry mu, page 387, line 38

<Μενδήσιος>, μένδος λέγετο παρ' Αγυπτίοις τράγος,
 κ το μένδος, μένδητος, μενδήτιος κα μενδήσιος· τι
 τοπικόν στι, ς θαλάσσιος, οράνιος.
<Μέλας>, ε
ς τ λάας.

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – μαι)
Alphabetic entry pi, page 458, line 25

                                    πέλειαν δ λλοι φασ
 περιστερς εδος, οον φάσσαν· τυμολογεται παρ τ
 πέλαν σημαίνει τ μέλας· πέλειαι περιστερα λέγον-
 ται κα
μαντεαι.


Etymologicum Gudianum, Additamenta in Etymologicum Gudianum (άλιονζειαί) (e codd. Vat. Barber. gr. 70 [olim Barber. I 70] + Pari
Alphabetic entry alpha, page 43, line 22

Αθάλη>· παρ τ αθω, στι καίω. αθάλη δέ στι σποδς το πυρός.
 <Αθάλη>· παρ τ αθω, τ καίω
<Αθιοπία> <Ps. 67, 32>· παρ τ Αθίοψ· τοτο παρ τ αθω, τ καίω.
 <Αθίοψ>· μέλας· οονε ες ψιν ν θείας δόξης, ν πτάνεται <ντς>
το ν δμ ⟦παραδείσου. τν⟧ δ διαγωγν κα τν πολιτείαν τν Βραγμάνων
κέκτηται, οτινές εσιν ο γιοι μάκαρες· οδν πάρχει ατος ⟦πρς διαγωγήν⟧,
λλ ορανς σκέπη, στρωμν λη, τράπεζα γ, κρόδρυα ες βρσιν ατος,
κα τρυφ ⟦εχα κα μνοι⟧ ες θεν γινόμενοι. ατς Αθίοψ
περισσόχειλος, χαλαστόδοντος, ερωστόψυχος, τολμηρς ν ψύχει, δειλς ν καύ-
ματι, νεπιθύμητος πόλεων, πιθυμητς δ μλλον καθεύδειν ν τ δί γαί
κα πολαύειν τν ατς παγκοσμίων ρωμάτων.  
 <Αθίοψ>· οχ, ς τινες, παρ τ χειν τν πα μελανήν, σημαίνει τν
φωνν τν φθαλμόν· λλ' χων τν ψιν καυστικήν. κα γράφεται δι
το <ο> μικρο.
 {μήρου} <Αθουσαι> <θ 57>· α π το λίου καταυγαζόμεναι στοαί· παρ τ
αθεσθαι, στι καίεσθαι κα φλέ⟦γεσθαι⟧.
<Αθριος>. ξω, π τν αθέρα τοι έρα.
Etymologicum Symeonis, Etymologicum Symeonis (αμωσγέπως)
Volume 1, page 136, line 15

<αθάλειος>· τ π τν ες <λος> βαρυτόνων πρ δύο
συλλαβς ντων μ θνικ δι τς <ει> διφθόγγου γράφονται· αόλος,
κατάστικτος, αόλειος, ποικίλος· αθαλος αθάλειος, σημαίνει
δ τν καπνόν….
θος> (Eur. Rhes. 990?)· στέον, τι αθος στν
καίων· παρ τ αθω, τ καίω, αθός δ καιόμενος. οτω Φιλό-
ξενος ες τ ηματικόν Z68. Et. gen. 188.  
θύσσειν> (Soph. Fr. 542)· νασείειν, νακαίειν
θω>· τ καίω· κ το δαίω, τ καίω, περβιβασμ
αδω κα τροπ το <δ> ες <θ> αθω. κ δ το αθω γίνεται αθός,
μέγας μέλας. κα αθων (Soph. Ai. 222 teste Eust. 357, 14)
νδρεος πολεμικός c 220 Z91. Et. gen. p. 136, 4.
θινα>· τ εκαυστα κα καύσιμα ξύλα. Et. gen. p.

Scholia In Aeschylum, Scholia in Aeschylum (scholia recentiora)
Play Pr, hypothesis-verse of play 428bis, line 14

                                            βο δ κα στενάζει δι τοτο
θάλασσα κα βυθς κα μέλας τόπος το ιδου ποβρέμει κα
ποστενάζει, μετ στεναγμο χον μφέρει.

Ενώ υπάρχουν αναφορές για τον ναό του  Διονύσου του Μελαναιγίδος, του Διονύσου εκείνου που φέρει ή κρατά την Μαύρη ΑΙΓΙΔΑ ή φέρει την μαύρη κατ-ΑΙΓΙΔΑ …
 Απατούρια/ Απατουρία είναι η ανάλογη τελετή των Αθηναίων στην οποία εορτάζεται ο προστάτη-θεού της φρατρίας, συνήθως ο Δία Φρατρίου ή της Αθηνάς Φρατρίας καθώς και ο Μελαναιγς Διόνυσος.

 Θεωρείτε ότι είναι η εορτή εισόδου των νέων εφήβων στην φρατρία… Εορτάζεται από τις 27-29 Πυανεψιώνος (12-14 Νοεμβρίου) όπου γράφονται τα παιδιά τους στα μητρώα…Η εορτή των νέων κλάδων/υιών με την αιγίδα του Διονύσου, ενώ θεωρούσαν ότι μέχρι τότε οι παίδες δεν είχαν πατέρα – Α-πάτορες και τώρα αποκτούν  αφού έχουν δηλωθεί και αναγνωριστεί και επίσημα πλέον , από τους γονείς-πατέρες τους, ως γνήσια τέκνα τους στην φρατρία !!!


Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum
Kallierges page 118, line 55

                 Κα <πατουρία>, ορτ πιτελουμένη
τ Διονύσ τ πυανεψινι [μηνί·] πειδ ν ταύτ
τ ορτ τος γεννωμένους ν τ νιαυτ κείν
παδας τότε νέγραφον μνύντες ο πατέρες, μν
θηναίους ξ ατν θηναίων· δόκουν τε ο παδες
πρ τούτου πάτορες ντες, τότε πατέρας χειν.


Hesychius Lexicogr., Lexicon (Α – Ο)
Alphabetic letter alpha, entry 5842, line 1

<πατούριαορτ θήνησιν π μέρας τέσσαρας, ν
 πρώτη <δορπία> καλεται, δευτέρα <νάῤῥυσις>, τρίτη
 <κουρετις>, τετάρτη <πίβδα>

 Pausanias Perieg., Graeciae descriptio
Book 2, chapter 35, section 1, line 2

τ δ κα ν ατ τ πόλει. πλη-
σίον δ ατο Διονύσου νας Μελαναίγιδος· τούτ
μουσικς γνα κατ τος καστον γουσι, κα μίλλης
κολύμβου κα πλοίων τιθέασιν θλα·

( μέλαιναν αγίδα φοροσα. )

Suda, Lexicon
Alphabetic letter mu, entry 451, line 3

Μελαναιγς Διόνυσος.> κα ζήτει ν τ πατούρια.
<Μέλαν:> τ ντιδιαιρούμενον τ λευκ χρώματι· κα δίως,
γράφομεν. μέλαν δέ στι χρμα συγκριτικν ψεως, λευκν δ χρμα
διακριτικν ψεως. κα <Μελαναιγίδα Διόνυσον> δρύσαντο κ
τοιαύτης ατίας. α το λευθρος θυγατέρες θεασάμεναι φάσμα το
Διονύσου χον μελάνην αγίδα μέμψαντο· δ ργισθες ξέμηνεν
ατάς. μετ τατα λευθρ λαβε χρησμν π παύσει τς μανίας
τιμσαι Μελαναιγίδα Διόνυσον.

Lexica Segueriana, Collectio verborum utilium e differentibus rhetoribus et sapientibus multis (Σ<b>) (recensio aucta e cod. Co
Alphabetic entry alpha, page 113, line 15

                   
κ δ τούτου τε ορτ πατούρια
 
κα Διονύσου Μελαναιγίδος [δομ]ήσαντο βωμόν


Scholia In Aeschylum, Scholia in Aeschylum (scholia vetera)
Play Th, hypothesis-epigram-scholion 699k, line 1

μελαναιγς] τν μέλαιναν κα φοβερν αγίδα χουσα. ADNaP
μελαναιγς] θανατηρά. BH  
μελαναιγς] μέλαιναν αγίδα φοροσα. CQθT
μελαναιγς] μελαίνας καταιγίδας μποιοσα. Ξa

Scholia In Aeschylum, Scholia in Aeschylum (scholia vetera)
Play Th, hypothesis-epigram-scholion 700c, line 4

 θT μέτερον· + ο χρ πρς τσι> τ <δόμον> συντάσσειν κα σμι-
κρύνειν τ μον – ο γρ ρμόζει τ μέτρ οτως – , λλ πρς τ <ριν-
νς> κα μεγεθύνειν κα συντάσσειν οτως· ριννς γρ τν δόμων
μελαναιγ
ς οκ εσι κα πελεύσεταί τινι, ταν δέχωνται ο θεο θυσίαν κ
χειρ
ν ατο.

Michael Apostolius Paroemiogr., Collectio paroemiarum
Centuria 3, section 31, line 17

                              κ δ τούτου τε ορτ πα-
τούρια κα Διονύσου Μελαναιγίδος βωμν δομήσαντο.

Suda, Lexicon
Alphabetic letter mu, entry 451, line 3

 κα <Μελαναιγίδα Διόνυσον> δρύσαντο κ τοιαύτης ατίας.

Suda, Lexicon
Alphabetic letter mu, entry 451, line 7

         μετ τατα λευθρ λαβε χρησμν π παύσει τς μανίας
τιμσαι Μελαναιγίδα Διόνυσον.

Suda, Lexicon
Alphabetic letter alpha, entry 2940, line 14

κ δ τούτου τε ορτ πατούρια, κα Διονύσου Μελαναιγίδος
δομήσαντο.



Συνεχίζετε

ἕλιξ: νέος κλάδος ps μέλας




Είδαμε σε προηγούμενα κείμενα την σύνδεση της Σεμέλης με τον αιθέρα καθώς και την σύνδεση του Διονύσου ως φυλακισμένου στον αιθέρα από τον Δία για να κατευνάσει την οργή της Ηρας, καθώς και τον μύθο του  Διόνυσου που μεγαλώνει στο Κέρας της Αμάλθειας . Να υπενθυμίσω ότι ως «έσπερος θεός» χαρακτηριζόταν από τους αρχαίους ο Αδης.
Και ότι Εσπέρου Κέρας, ονομάζει ο Πτολεμαίος,  ένα ακρωτήριο της δυτικής Αφρικής.
Και ότι ο πλανήτης της Αφροδίτης όταν αυτός εμφανίζεται μετά τη δύση του Ήλιου (την «εσπέρα»), ονομάζεται και Από-σπεριτης. Ενδεικτικό κείμενο 

Ο Διόνυσος θεωρείτε λατρεμένος θεός και αντιγραφή του μύθου του αιγυπτιακού θεού ‘Οσιρη, στους ‘Ελληνες. O παρ΄ όλιγον καμμένος υιός- θεός που γλυτώνει μέσα από τις στάχτες και την φωτιά. Και είναι ο μοναδικός που θα κρατήσει το σκήπτρο του ιδίου του Διός. Σκήπτρο της απόλυτης εξουσίας του Πατέρα των θεών και των ανθρώπων. Όμως και ο Όσιρης όμως θεωρείτε μελάγχροος, μελας την όψη και «καμμένος»


 Pseudo-Zonaras Lexicogr., Lexicon
Alphabetic letter alpha, page 68, line 2

Αθαλώδης>. σκοτώδης.
<Αθήρ>. ν ψει ἀὴρ, πάνω το έρος, καιό-
 μενος κ το λίου. παρ τ αθω αθήρ. πυ-
 ρώδης γρ τόπος περάνω τν αθέρα. κα
 λέγεται θηλυκν αθήρ. τ παράγωγον α-
 θέριος. κα αθερία κα τς αθέρος, αθερί-
 της. στροειδέα ντα διφρεύουσ' αθέρος ερς….
θιοπεύς>. π Αθιοπίας. [ ατιατικ τν
 πληθυντικν Αθιοπας.]
θίοψ>. μέλας.
θος>. κκαύστης· αθων κα καίων. παρ
 τ αθω τ καίω. [αθς δ αθόμενος κα
 καιόμενος.]
θωνας>. λαμπρος, πυροειδες καυστικούς.
θοπα>. μέλανα, διάπυρον τν ποιοντα
 ρυθρος, τν καυστικν, ς τό·    – αθοπα ονον.
  εθεα αθοψ.
θων>. βίαιος λιμός. [π το αθωνος λίου  τινός.]
θονίδης>. κύριον.
θριαίνης· Αθριξ>. νόματα κύρια.
[<Αθριος>. π τν αθέρα.]

Suda, Lexicon
Alphabetic letter alpha iota, entry 126, line 1


<Αθεροβατεν:> ες τν αθέρα βαίνειν. κα δοκν αθερο-
βατεν κα ατς φθαι τς ορανίας ψδος κα συμπεριπολεν τος
στροις γνόησε τ κρεουργηθναι, κα ς μύσος κριφναι.
alpha iota.118.1
<Αθεσι:> λαμπρος.
<Αθειν:> καίειν. ς δ νέβαλεν ες τν πολεμίαν, παρεκελεύετο
αθειν κα φθείρειν τν χώραν.
θη:> νομα θηλείας ππου. μηρος· Αθην τν γαμεμνονέην.
θήρ:> ν ψει ήρ, πάνω το έρος καιόμενος κ το
λίου.
θρ> θηλυκς μηρος· αθέρος κ δίης. κα Πίνδαρος· φρήμας
δι' αθέρος. διότι πυρώδης ν ο τρέφει. κα αθις· στεροειδέα
ντα διφρεύουσ' αθέρος ερς…
θίοπα σμήχειν:> π τν μάτην πονούντων.
θιοπες> καθιοπας.
Αθιοπία:> χώρα.
θιόπιον:> τς Εβοίας στ χωρίον.
θίοψ:> μέλας. κα ζήτει ν τ πλ λόγ.
θλη:> Χίος.
θόμενος:> καιόμενος.
θοπα:> ντ το διάπυρον, φλεγμαίνουσαν. ν πιγράμμασι·
μέχρι κα ατο βλέμματος νστήσας αθοπα βασκανίην.
θοπος:> διαπύρου. θερμο ν τας μάχαις. δ Σοφοκλς  
π το παρακεκινηκότος χρήσατο. οαν δήλωσας νδρς αθοπος
γγελίαν τλατον οδ φευκτόν.
θος:> κκαύστης.
θός:> καιόμενος….
θοψ:> μέλας.
θουσα:> στοά.
θω:> τ καίω.

Ενώ ο ‘Οσιρης θεωρείτε κι εκείνος μελάγχροος – δηλαδή μελαχρινός, μαυριδερός ή ο έχων μελανή χροιά/επιδερμίδα.

Plutarchus Biogr., Phil., De Iside et Osiride (351c-384c)
Stephanus page 359, section E, line 4

                          
στοροσι γρ Αγύπτιοι τν μν
ρμν τ σώματι γενέσθαι γαλιάγκωνα, τν δ Τυφνα
τ χρό πυρρόν, λευκν δ τν ρον κα μελάγχρουν τν  
σιριν, ς τ φύσει γεγονότας νθρώπους.

Plutarchus Biogr., Phil., De Iside et Osiride (351c-384c)

Stephanus page 364, section B, line 4

 
τν δ' σιριν α πάλιν μελάγχρουν γεγονέναι μυθολογοσιν,
τι πν δωρ κα γν κα μάτια κα νέφη μελαίνει
μιγνύμενον, κα τν νέων γρότης νοσα παρέχει τς
τρίχας μελαίνας, δ πολίωσις οον χρίασις π
ξηρότητος πιγίνεται τος παρακμάζουσι.

Eusebius Scr.
Eccl., Theol., Praeparatio evangelica
Book 3, chapter 3, section 16, line 3

       “
στοροσι γρ Αγύπτιοι τν μν ρμν τ σώματι γενέσθαι γα-
λιάγκωνα, τν δ Τυφνα τ χροι πυρρόν, λευκν δ τν ρην κα μελάγ-
χρουν τν σιριν, ς τ φύσει γεγονότας νθρώπους.

Ο Οσιρης όμως λατρεύεται και ως ο Απις ή Σεραπις, και σύμβολο του ο μελανός ταύρος με το λευκό τρίγωνο στο κεφάλι…

Plutarchus Biogr., Phil., De Iside et Osiride (351c-384c)
Stephanus page 362, section B, line 12


τι πρτος ες Αγυπτον ξ νδν Διόνυσος γαγε δύο
βος, ν ν τ μν πις νομα τ δ' σιρις· Σάραπις
δ' νομα το τ πν κοσμοντός στι παρ τ σαί-
ρειν, καλλύνειν τινς κα κοσμεν λέγουσιν.

Herodotus Hist., Historiae
Book 2, section 154, line 1

 
δ πις κατ τν λλήνων γλσσάν στι παφος.

Herodotus Hist., Historiae
Book 3, section 27, line 2

πιγμένου δ Καμβύσεω ς Μέμφιν φάνη Αγυπτίοισι
πις, τν Ἕλληνες Ἔπαφον καλέουσι· ἐπιφανέος δὲ
τούτου γενομένου αὐτίκα οἱ Αἰγύπτιοι εἵματά τε ἐφόρεον
τὰ κάλλιστα καὶ ἦσαν ἐν θαλίῃσι.

Herodotus Hist., Historiae
Book 3, section 28, line 5

                                   
δὲ Ἆπις οὗτος
Ἔπαφος γίνεται μόσχος ἐκ βοὸς ἥτις οὐκέτι οἵη τε
γίνεται ἐς γαστέρα ἄλλον βάλλεσθαι γόνον· Αἰγύπτιοι δὲ
λέγουσι σέλας ἐπὶ τὴν βοῦν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ κατίσχειν καί
μιν ἐκ τούτου τίκτειν τὸν Ἆπιν.

Herodotus Hist., Historiae
Book 3, section 28, line 10

                                       
Ἔχει δὲ μόσχος οὗτος
Ἆπις καλεόμενος σημήια τοιάδε, ἐὼν μέλας ἐπὶ μὲν τῷ
μετώπῳ λευκόν τι τρίγωνον, ἐπὶ δὲ τοῦ νώτου αἰετὸν
εἰκασμένον, ἐν δὲ τῇ οὐρῇ τὰς τρίχας διπλάς, ὑπὸ δὲ τῇ
γλώσσῃ κάνθαρον


Ο Απις ή Σέραπις είναι ο Θεός Οσιρης . Από  Άσερ-χαπι, δηλαδή ‘Οσιρις-Άπις ή Σάραπις (Σέραπις) που θεωρήθηκε πως ήταν η πλήρης μορφή του Όσιρι και όχι απλώς η ζωική του δύναμη (το Κα ).
Ο ποταμός δε ο Νείλος ονομάζεται και Μέλας
Flavius Arrianus Hist., Phil., Bithynicorum fragmenta
Fragment 61, line 3

<Eustath. ad Dionys.> 222, p. 256, 45.

 Τινὲς δὲ Νεῖ-
λόν φασιν ὠνομάσθαι ἀπὸ Νείλου τινὸς ἀπογόνου Ἄτ-
λαντος, βασιλεύσαντος τῶν ἐκεῖ· ἄλλοι δὲ ὅτι Μέλας
πρότερον καλούμενος μετεκλήθη Νεῖλος ἀπό τινος Νεί-
λου βασιλικοῦ παιδὸς ἐκεῖ ῥίψαντος ἑαυτόν· τινὰς μέν-
τοι ἀπό τινος Νειλασίου κεκλῆσθαι οὕτως αὐτὸν εἰπόντας
οὐκ εὖ λέγοντας ἀπελέγχει <Ἀρριανός.
Eustathius Philol., Scr. Eccl., Commentarii ad Homeri Iliadem
Volume 2, page 310, line 5

(v. 266)
Αἶθοψ δὲ οἶνος μέλας θερμός, ὡς ἐν ἄλλοις εἴρηται.
Eustathius Philol., Scr. Eccl., Commentarii ad Homeri Odysseam
Volume 2, page 312, line 11
                                                                                      (Vers. 11.)
Ἰστέον δὲ ὅτι
Λευκάδα μὲν πέτραν μῦθος πρὸς τῷ Ἅιδῃ πλάττει κατὰ ἀντίφρασιν, μέλας γὰρ ἐκεῖ σκότος, καὶ διὰ τοὺς ἐσχάτους τῆς ἐκεῖ γῆς τόπους, οὓς εἰκὸς τὸν ἥλιον ἔτι διαλευκαίνειν δυόμενον.
Η σύνδεση με την Πελοπόννησο και τους εκεί ποταμούς της καθώς ένας είναι και ο Μέλας ως άλλος Νείλος της Πελοποννήσου !!! Και ως Απια ή Απίη και η Πελοπόννησος  από τον μυθικό βασιλέα της τον ‘Απι, πριν την έλευση του Πέλοπα.

Eustathius Philol., Scr. Eccl., Commentarium in Dionysii periegetae orbis descriptionem
Section 414, line 4
Ὅτι Ἀρκάδες περὶ μέσην τὴν Πελοπόννησον
κοίλην χθόνα ναίουσιν ὑπὸ τὸ ὄρος τὸ Ἐρύμανθον, ἐν
ᾧ κάπροι πολλοὶ, ὅθεν καὶ ὁ Ἐρυμάνθιος κάπρος, ὃν
ἔκτανεν Ἡρακλῆς· ἔνθα Μέλας καὶ Κρᾶθις καὶ Λάδων
ῥέουσιν.


Scholia In Euripidem, Scholia in Euripidem (scholia vetera)
Vita-argumentum-scholion sch Ph, section 651, line 8

<κισσὸς ὃν περιστεφής>: ὁ πανταχόθεν αὐτὸν στέψας. τοῦ
γὰρ οἴκου κεραυνωθέντος ἐξήμβλωσεν αὐτὸν ἡ μήτηρ φοβηθεῖσα, κισσὸς
δὲ περιέλιξεν:  – MTAB
<ἄλλως>: ὅντινα, Διόνυσον, κισσὸς ἔξωθεν περιπλακεὶς ἔτι βρέφος
ὄντα κατὰ τοῦ νώτου ἐκάλυψεν. ἱστορεῖ γὰρ Μνασέας [frg. 18] ὅτι τῶν
Καδμείων βασιλείων κεραυνωθέντων κισσὸς περὶ τοὺς κίονας φυεὶς ἐκά-
λυψεν αὐτὸν, ὅπως μὴ αὐθημερὸν καὶ ἐν μηδενὶ τὸ βρέφος διαφθαρῇ
 [καλυφθέν κισσῷ]· διὸ καὶ περικιόνιος ὁ θεὸς ἐκλήθη παρὰ Θηβαίοις:  –  
MTAB

Όμως δεν φτάνουν οι παραπάνω αναφορές, όπου ο θεός καλύπτετε από τον κισσό που καλύπτει, όχι μόνο τους κίονες, αλλά και τον ίδιο για να μην καταστραφεί ή αφανισθεί ο νέος ΥΙΟΣ , κι έτσι ονομάζεται και Περικιόνιος από τους Θηβαίους,  Μπορούμε να συνδέσουμε την ΕΛΙΞ/ΚΑ και με τις έλικες του κισσού αλλά και του αμπελιού καθως και  με την παρακάτω παραπομπή, εξάλλου ο νέος κλάδος συχνά εννοείτε ως ο Υιός που «φυτρώνει» φύεται εκ του πατρός, ο καρπός και ο σπόρος που αναδύεται.  Γι αυτό και στις Βάκχες αλλά και στα σχόλια του Ευριπίδη, οι ‘Ελικες, τα νεαρά βλαστάρια  περικυκλώνουν και σώζουν τον υιό από την φωτιά αλλά με την παρουσία τους δηλώνουν ταυτόχρονα και την γέννηση του Νέου Κλάδου/Υιού.

Euripides Trag., Bacchae
Line 12
ὁρῶ δὲ μητρὸς μνῆμα τῆς κεραυνίας
 τόδ' ἐγγὺς οἴκων καὶ δόμων ἐρείπια
 τυφόμενα Δίου πυρὸς ἔτι ζῶσαν φλόγα,
 ἀθάνατον Ἥρας μητέρ' εἰς ἐμὴν ὕβριν.
 αἰνῶ δὲ Κάδμον, ἄβατον ὃς πέδον τόδε
 τίθησι, θυγατρὸς σηκόν· ἀμπέλου δέ νιν
 πέριξ ἐγὼ 'κάλυψα βοτρυώδει χλόηι.

Και της κεραυνοσκοτωμένης μου της μάνας
 βλέπω το μνήμα, εδώ κοντά στου παλατιού της
τα γκρεμισμένα αποκαΐδια, που καπνίζουν ακόμα,
από την άσβηστη του Δία φλόγα,
-σημάδι αιώνιο οργής στη μάνα μου απ΄ την Ηρα_
Μα εύγε στον Κάδμο που έκαμε σ΄ αυτόν τον τόπο
Ιερό στην κόρη του, κι απάτητο να ΄ ναι
Κι εγώ τον έζωσα χλωρά αμπελιού βλαστάρια …
Ενώ κόρυμβοι λέγονται και οι βοτρυώδεις καρποί του κισσού

Eustathius Philol., Scr. Eccl., Commentarium in Dionysii periegetae orbis descriptionem
Section 566, line 19

 
Κόρυμβοι δὲ νῦν οἱ βοτρυώδεις λέγονται καρποὶ τοῦ κισσοῦ.
Hesychius Lexicogr., Lexicon (ΑΟ)
Alphabetic letter epsilon, entry 2098, line 1

<ἕλιξ>· νέος κλάδος ps μέλας.

<ἕλικας βοῦς>· ἤτοι ἀπὸ τῶν κεράτων, ἢ ἀπὸ τῶν ποδῶν
 ἑλικοειδεῖς. <ἑλικὸν> γὰρ τὸ συνεστραμμένον (Φ 448)
<ἑλικοί>· οἱ ἀσφοδελοί
<ἑλικόν>· ὀρθόν. καὶ ⌊μέλαν r περιφερές
<ἕλικος βοὸς ἀμφὶ φονῆισι>· περὶ βοὸς φόνοις ἐκκειμένης
Hesychius Lexicogr., Lexicon (ΑΟ)
Alphabetic letter epsilon, entry 2098, line 1

<ἕλιξ>· νέος κλάδος ps μέλας. καὶ αἰγίλωψ. καὶ κατάγραφος
 καὶ ἀναγλυφὴ παρὰ τοῖς ἀρχιτέκτοσι. [καὶ καρπός]. καὶ
 ψέλιον. καὶ τοῦ ὠτὸς περιοχή. καὶ δεσμός τις. τύλιγμα.
 ἢ †παράκλησις
*<ἑλιξάμενος>· ἐπιστραφείς (Μ 408) An
<ἑλίξας>· πλέξας. ⌊κάμψας S, στρέψας (Ψ 466)
<ἑλιξόκερως>· στρεβλόκερως...
<πέρκανα>· τὰ ἱστοῦ περιπλέγματα
<περκνόν>· μελανόν. ποικίλον
<περκνός>· γλαυκός. μέλας. καὶ τὰ ὅμοια


συνεχίζετε ...

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...