Ο Ησύχιος στο λεξικό του ταυτίζει τον Βάκχο ή τον βούκερω 'Ιακχο (κατα
τον Στράβων στα Γεωγραφικά
του) με τον Ιχθύ. Όχι μόνο τον ίδιο τον Διόνυσο-Βάκχο αλλά και τον ιερέα
του Διονύσου αλλά και τον Κλάδο του –γνωστό στις τελετές, τον θύρσο -το Κωνάριο, κουκουνάρι στην κορυφή.
O Διόνυσος ως Ιακχος
αλλα και ως <βάκχος>· ὁ ἱερεὺς τοῦ
Διονύσου. καὶ
κλάδος ὁ
ἐν
ταῖς
τελεταῖς,οἱ δὲ φανὸν
λέγουσιν· οἱ
δὲ
ἰχθύν>
Και δεν ονομάζεται μόνο Ιχθύς αλλα συνάμα και Φανός
<βακχᾶν>· ἐστεφανῶσθαι
κισσῷ
<Βακχέβακχος>· ὁ
Διόνυσος οὕτως ἐκαλεῖτο ἐν ταῖς
θυσίαις (Ar. Eq. 408)
<Βακχεία>· ἑορτὴ Διονύσου [βακχεύτρια]
*<βακχεύει>· μαίνεται P τραγῳδεῖ
*<βακχευθεῖσα>·
ἐξηχευομένη, ἐξεστηκυῖα vgAS
*<βακχεύοντες>· μαινόμενοι, vgAS σειόμενοι
<βακχεῖον>·
τελεστήριον. νάρθηξ
<Βάκχη>· γένος ἀπίου.
ἢ μία τῶν
Βακχῶν, ἢ
τοῦ Διονύσου
<βακχεύτρια>
<Βακχιάδαι>· οὐ
μόνον οἱ Μιλήσιοι, ἀλλὰ
καὶ Κορίνθιοι, ἀπὸ Βάκχιδος
<βακχία>· μανία (S)
<βακχόαν>· βόθρον. Αἰολεῖς
<βάκχος>· ὁ ἱερεὺς
τοῦ
Διονύσου. καὶ κλάδος ὁ ἐν ταῖς τελεταῖς,
οἱ δὲ
φανὸν
λέγουσιν· οἱ δὲ ἰχθύν q
<Βάκχου Διώνης>· οἱ
μὲν βακχευτρίας Σεμέλης· οἱ δὲ
Βάκχου τοῦ
Διονύσου καὶ Ἀφροδίτης q τῆς
Διώνης. παρόσον διωνυμία
περὶ τὴν θεάν (trag. ad. fr. 204). Πράξιλλα δὲ ἡ Σικυωνία (fr. 8)
Ἀφροδίτης
παῖδα τὸν θεὸν ἱστορεῖ
<βάκχυλον>· σποδίτην ἄρτον. Ἠλεῖοι
<βάκχον>·
κλαυθμόν. Φοίνικες
Οι Φοίνικες δε ονομάζουν τον Βάκχον κλαυθμόν δηλαδή γόο, θρήνο, κλαυθμονή, κλαύμα, κώκυμα, οδυρμός,
οιμωγμα κλπ.
Ενώ σε προηγούμενο κείμενο είδαμε την ερμηνεία του Ιχθύος ως
Ικ-θύς εκ του
ϊκω =φθάνω + θύω =όρμώ· ό κινούμενος ορμητικά
Δεν πρέπει όμως να ξεχνούμε και την ερμηνεία της λέξεως Θύω :
Θύω (ῥ. ΘΥ-)' φυσῶ
δυνατά,
συρίζω
(ἐπὶ ἀνέμου)'
ἐπὶ
ποταμῶν
καὶ
κυμάτων,
φουσκώνω'
ἐπὶ ἀνθρώπων,
μαίνομαι,
λυσσῶ,
τρελλαίνομαι,
αλλα και την ερμηνεία του ως Θύω : καίω, καπνίζω,
θυμιατίζω,
θυσιάζω'
μετὰ
δοτ. προσ., προσφέρω θυσία.
Έτσι ο ιχθύς μπορεί να πάρει και την έννοια του
κινούμενου προς θυσία, ή αυτού που φτάνει μαινόμενος, φουσκωμένος, ή αυτός
που φθάνει συρίζοντας, ή φυσώντας δυνατά, ή κλαίγοντας με οδυρμό, θρήνο και
γοώντας κλπ
Etymologicum Gudianum, Additamenta in Etymologicum
Gudianum (ἀάλιον – ζειαί) (e codd. Vat.
Barber. gr. 70 [olim Barber. I 70] + Pari
Alphabetic entry beta, page 258, line 18
{Ὠρίωνος} <Βάκχος· πλεονασμῷ τοῦ <κ>, βάζω, βάξω, βάχος> <καὶ> βάκχος, ὡς παρὰ τὴν ἰαχὴν ἴαχος καὶ Ἴακχος.
Alphabetic entry beta, page 258, line 18
{Ὠρίωνος} <Βάκχος· πλεονασμῷ τοῦ <κ>, βάζω, βάξω, βάχος> <καὶ> βάκχος, ὡς παρὰ τὴν ἰαχὴν ἴαχος καὶ Ἴακχος.
Μια άλλη ονομασία του Βάκχου
είναι αυτή που τον ταυτίζει με το’Ονο ή τον ονίσκο, το ψάρι που είναι γνωστό
ως γάδος ή βακαλάος ή Gadus. Ο όνος διαφέρει από τον
ονίσκο και η διαφορά τους δίνεται παρακάτω από τον Αθήναιο στο εβδομο βιβλίο
του στους Δειπνοσοφιστές.
Athenaeus Soph., Deipnosophistae
Book 7, Kaibel paragraph 99, line 1
Book 7, Kaibel paragraph 99, line 1
διαφέρει δ' ὄνος ὀνίσκου, ὥς
φησι Δωρίων ἐν τῷ
περὶ ἰχθύων γράφων οὕτως·
‘ὄνος, ὃν καλοῦσί τινες
γάδον. γαλλερίας,
ὃν καλοῦσί
τινες ὀνίσκον τε καὶ
μάξεινον.’ Εὐθύδημος
δ' ἐν τῷ
περὶ ταρίχων ‘οἳ
μὲν
βάκχον, φησί, καλοῦσιν, οἳ δὲ χελλαρίην, οἳ δὲ
ὀνίσκον.’ Ἀρχέστρατος
δέ φησι (fr. 35 R)·
τὸν δ' ὄνον Ἀνθηδών,
τὸν καλλαρίαν καλέουσιν,
ἐκτρέφει
εὐμεγέθη, σομφὴν δὲ τρέφει τινὰ σάρκα
κἄλλως οὐχ ἡδεῖαν ἔμοιγ',
ἄλλοι δ' .......
αἰνοῦσιν· χαίρει γὰρ
ὃ μὲν
τούτοις, ὃ δ' ἐκείνοις.
Ο Εύθύδημος αναφέρει ως Bάκχο τον ονίσκο ή τον χελλαριην, άλλες
ονομασίες του γαλλερίας η καλλαρίας και μάξεινος.
Οι ονομασίες τόσο του ‘Ονου, γάδου όπως και του ονίσκου διαφέρουν ως προς τα μεγέθη του ψαριού, αλλα και από τον τόπο διαβίωσης τους Ο μπακαλιάρος των βορείων θαλασσών, λέγεται "καλλαρίας" ή γάδος (gadus morrhua) ή μουρούνα, αυτή είναι η κοινή ονομασία του ψαριού γάδου (Cadus callarias) ή ονίσκου. Από το σηκώτι του γάδου βγαίνει το μουρουνέλαιο, το έλαιο του βακαλάου, που αποτελεί σημαντική πηγή για τις βιταμίνες A, D, K και τα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα (EPA and DHA)..Αυτο το είδος γάδου ανήκει στο είδος των μπακαλιάρων και ζει στα βαθιά νερά της βαλτικής και στις θάλασσες του Βόρειου Παγωμένου Ωκεανού. Ενώ υπάρχει και ο βακαλάος που ζει στην περιοχή της μεσογείου και έχει μικρότερο μήκος και λιγότερο βάρος.
Όμως τα κείμενα μας δίνουν πληροφορίες εκτός από τον Βάκχο ως Ιχθύ αλλά στα κείμενα
συναντάμε και μερικούς ακόμα ιερούς ιχθύες.
Ποιος όμως θεωρείται ως ιερός ιχθύς και τι πιστεύουν οι
προγονοί μας γι αυτούς ;
Περισσότερες
πληροφορίες στο έβδομο βιβλίο των Δειπνοσοφιστών όπου υπάρχει και αλφαβητικός
κατάλογος ιχθύων όπου δίδονται σχεδόν αναφορές σ΄ όλα τα κείμενα, οι ονομασίες τους,
τα χαρακτηριστικά τους, αλλά ακόμα και οι ιστορίες για κάθε είδος ιχθύ.
Όμως τι σημαίνει
ιερός και πως ερμηνεύεται ;
Δίδεται η έννοια
που δίνουμε εμείς για το ιερό ; δηλαδή όπου ιερός-όν Α κ.
-ός-ά-όν ΑΝ -ή-ό Δ 1ων. κ. πονητ. ίρός-ή-όν,
δωρ. Ιαρός, αίολ. Ιρος κ. ίαρος Α 6 έχων θείαν, υπερφυσικήν δύναμιν Α. 2 Α
ό μετέχων θεότητος ή άπό θεού προερχόμενος. 3 ό εις θεόν αφιερωμένος, καθηγιασμένος.
4 ό τελών υπό την προστασίαν θεού
τίνος ή του Θεού των Χριστιανών. 5 Ν 6 υπέρ του Θεού, υπέρ πίστεως γινόμενος. 6 Ν θεάρεστος ή θεόθεν επιβαλλόμενος. 7 απαραβίαστος,
όθ. κατ' έπέκτ., σεπτός, σεβαστός. 8
Α μτφ. θείος, λαμπρός, έξοχος. 9
ούσ., Ιερόν τό βλ.λ. β) Ιερό τά Α τά
πρός θυσίαν σφάγια, γ) Α θρησκευτ. τελεταί. (Νέον ορθογραφικό ερμηνευτικό
λεξικόν του Δ. Δημητράκου)
Στο λεξικό όμως του
Ησύχιου διαβάζουμε :
Hesychius Lexicogr., Lexicon (Α – Ο)
Alphabetic letter iota, entry 310, line 1
Alphabetic letter iota, entry 310, line 1
*<ἱερομύστας>· ἱερὰ μυομένους ASm
<ἱερόν>· ἔνυγρον. ἀγαθόν. μέγα. θεῖον. καὶ ναός
<ἱερὸν ἡ συμβουλή 'στιν>· παροιμία, ἐπὶ τῷ δεῖν καθαρῶς συμβουλεύειν (Aristoph. fr. 33)
<ἱερὸν ἰχθύν>· τὸν μέγαν καὶ ἄνετον n λέγει· ἱερὸν γὰρ τὸ μέγα (Π 407)
<ἱερὸν ὀστοῦν>· τὸ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν μετὰ τοὺς σπονδύλους
Ο πρώτος από τους
ιερούς ιχθύες λοιπόν θεωρείται ο Ανθίας ή
καλλίχθυς κατά τον Αριστοτέλη που θεωρεί ότι φέρει δόντια καρχαρία είναι σαρκοφάγος
και ζει ομαδικά σε αγέλη.
Athen. VII, 282d:
ἀνθίας, κάλλιχθυς ... <Ἀριστοτέλης>
δὲ καὶ καρχαρόδοντα εἶναι (φησὶ) τὸν <κάλλιχθυν> σαρκοφάγον τε καὶ συναγελαζόμενον.
Athenaeus Soph., Deipnosophistae
Book 7, Kaibel paragraph 16, line 1
Book 7, Kaibel paragraph 16, line 1
ΑΝΘΙΑΣ κάλλιχθυς·
τούτου μέμνηται Ἐπί-
χαρμος ἐν Ἥβας γάμῳ
(p. 232 L)·
καὶ
σκιφίας χρόμις θ', <ὃς> ἐν τῷ
ἦρι καττὸν
Ἀνάνιον
ἰχθύων
πάντων ἄριστος, ἀνθίας δὲ χείματι.
λέγει δὲ Ἀνάνιος οὕτως
(II 502 B49)·
ἔαρι μὲν χρόμιος ἄριστος,
ἀνθίας δὲ
χειμῶνι,
τῶν καλῶν δ' ὄψων
ἄριστον καρὶς ἐκ συκέης φύλλου.
ἡδὺ δ' ἐσθίειν
χιμαίρης φθινοπωρισμῷ κρέας·
δέλφακος δ', ὅταν
τραπέωσι καὶ πατέωσιν, ἐσθίειν·
καὶ κυνῶν αὕτη
τόθ' ὥρη καὶ λαγῶν κἀλωπέκων·
ὄιος αὖτ' ὅταν
θέρος τ' ᾖ κἠχέται βαβράζωσιν.
εἶτα δ' ἐστὶν
ἐκ θαλάσσης θύννος οὐ κακὸν
βρῶμα,
ἀλλὰ πᾶσιν
ἰχθύεσσιν ἐμπρεπὴς ἐν μυττωτῷ.
βοῦς δὲ πιανθείς, δοκέω μέν, καὶ μεσέων νυκτῶν
ἡδὺς
κἠμέρης.
τῶν τοῦ Ἀνανίου
πλεόνων ἐμνημόνευσα νομίζων καὶ
τοῦτον ὑποθήκας τοῖς
λάγνοις τοιαύτας ἐκτεθῆσθαι.
Ἀριστοτέλης δ'
ἐν τῷ
περὶ ζῴων
ἠθῶν
(620
b 33) ‘ὅπου ἂν ἀνθίας ᾖ, φησίν, οὐκ ἐστὶν
θηρίον·
ᾧ σημείῳ χρώμενοι οἱ σπογγιεῖς κατακολυμβῶσι κα-
λοῦντες
αὐτὸν ἱερὸν ἰχθύν.’
μνημονεύει δ' αὐτοῦ καὶ
Δωρίων ἐν τῷ περὶ
ἰχθύων· ‘τὸν δ' ἀνθίαν τινὲς
καὶ
κάλλιχθυν καλοῦσιν, ἔτι δὲ καλλιώνυμον καὶ ἔλοπα.’
Ἱκέσιος δ' ἐν τοῖς
περὶ ὕλης
ὑπὸ
μέν τινων λύκον,
ὑπὸ δ' ἄλλων
καλλιώνυμον· εἶναι δ' αὐτὸν
χονδρώδη
καὶ εὔχυλον καὶ
εὐέκκριτον, οὐκ εὐστόμαχον δέ. Ἀρι-
στοτέλης (p. 307 R) δὲ
καὶ καρχαρόδοντα εἶναι τὸν
κάλλιχθυν σαρκοφάγον τε καὶ
συναγελαζόμενον. Ἐπί-
χαρμος δ' ἐν Μούσαις
τὸν μὲν
ἔλοπα καταριθμεῖται,
τὸν δὲ κάλλιχθυν ἢ
καλλιώνυμον ὡς τὸν αὐτὸν ὄντα
σεσίγηκεν· λέγει δὲ
περὶ τοῦ
ἔλοπος οὕτως
(p. 238 L)·
τόν τε πολυτίματον ἔλοπ', ὁ δ' αὐτὸς
χαλκὸς ὤνιος,
ἕνα
μόνον, καὶ κῆνον ὁ Ζεὺς ἔλαβε
κἠκελήσατο
κατθέμειν αὐτῷ τέ οἱ
καὶ τᾷ
δάμαρτι θωτέρω.
Δωρίων δ' ἐν τῷ περὶ
ἰχθύων διαφέρειν φησὶν
ἀνθίαν καὶ κάλλιχθυν, ἔτι
τε καὶ καλλιώνυμον καὶ
ἔλοπα.
Δεν θεωρείται θηρίο δηλαδή – ζώο/ψάρι άγριο αλλά βοηθά πολλές φορές τους σπογγαλειείς
όταν κολυμπούν στα βαθιά, που τον χρησιμοποιούν και τον καλούν για να τους παρέχει
ασφάλεια.
Κάποιοι τον ονομάζουν καλλίχθυν και μερικοί τον αποκαλούν καλλιώνυμον
και έλοπα, ενώ κάποιοι άλλοι λύκο.
Η σάρκα του είναι μυώδης, και ζουμερή, και ευκολοχώνευτη,
αλλά δεν είναι ιδιαίτερα υγιεινό και κατά τον Αριστοτέλη έχει ακανόνιστα δόντια σαν τους καρχαρίες είναι
σαρκοφάγος και κοινωνικός καθώς ζεί σε αγέλη.
συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου