Όμως, αν ο αυτοευνουχισμός έχει τόσο μακρινές ρίζες, η πρακτική του ευνουχισμού ενός άνδρα από έναν άλλο άνδρα είναι ακό¬μη αρχαιότερη: Σε κάθε χώρα -όχι μόνο στη λεκάνη της Μεσογείου σε κάθε κουλτούρα και άσχετα από το ποιος έφτιαχνε τους νόμους που ρύθμιζαν τη δημόσια ζωή, τις σχέσεις εξουσίας και τους κανόνες, ο ευνούχος ήταν παρών, ένα πλάσμα που δεν ήταν ούτε αρσενικό ούτε θηλυκό.
Μπορούμε να πιστέψουμε, να αμφισβητήσουμε ή να αρνηθούμε ότι ο θεός έπλασε τη γυναίκα από το πλευρό του άνδρα, όμως είναι απόλυτα σίγουρο και αναμφισβήτητο ότι τον ευνούχο τον έπλασε ο άνδρας.
Μπορεί ο Θεός να δημιούργησε τα δύο φύλα, αλλά το έκανε με ήπιο τρόπο. Ο άνδρας έφτιαξε τον ευνούχο με μια βάρβαρη μαχαιριά. Ο Θεός πρόσθεσε υλικό για να φτιάξει τον άνθρωπο με κεφάλι, κορμό, πόδια, χέρια, γεννητικά όργανα. Ο άνδρας αφαίρεσε υλικό για να φτιάξει τον ευνούχο. Ο Θεός εμφύσησε στον άνθρωπο τη ζωτική ανάσα, την ικανότητα της ζωής. Στον ευνούχο, το δημιούργημα του, ο άνδρας προσέδωσε την ανικανότητα. Ο Θεός τοποθέτησε το δημιούργημά Του στο φως, στο κέντρο ενός πανέμορφου κόσμου. Ο άνδρας δημιούργησε τον ευνούχο μέσα στο αίμα και στην πιο φρικτή οδύνη, στον εξευτελισμό και την κοινωνική απαξίωση. Ο Θεός έφτιαξε τον άνθρωπο για να είναι ελεύθερος. Ο άνδρας έφτιαξε τον ευνούχο για να τον κάνει σκλάβο του.
Δημιούργημα για να χρησιμοποιηθεί αμιγώς ως «κατοικίδιο», παρόμοιο με τον στερημένο από τη βαρβατοσύνη του ταύρο, προκειμένου να περιοριστεί στο αλέτρι, αρκετά χρησιμότερο από το σκύλο, ο οποίος υπακούει βέβαια στο σφύριγμα του κυνηγού, αλλά δεν είναι ικανός παρά μόνο για να οσμίζεται τη λεία και να φυλάει το κοπάδι, ο ευνούχος βαδίζει από εποχή σε εποχή και από χώρα σε χώρα με το βήμα του βαρύ από τη μόνιμη πληγή που τον σακατεύει. Τα πιο αρχαία κείμενα τον αναφέρουν σαν δεδομένη και μόνιμη παρουσία σε κάθε κοινωνικό μόρφωμα. Μας διηγούνται για άνδρες και γυναίκες. Και πάντα στο πλευρό τους, νά και ο ευνούχος.
Η αναπηρία του τον καθιστά ανίκανο να διεκδικήσει τη δόξα του κυρίου και αφέντη του, ακόμη και σε εποχές όπου οι ευνούχοι ζούσαν μέσα στη λάμψη, όπως στην Κίνα της δυναστείας των Μινγκ, στην Ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και στο Παλέρμο της αραβικής κυριαρχίας του 10ου αιώνα.
Παρότι «κατασκευασμένος» από τον άνδρα, ο ευνούχος των αρχαίων κειμένων παραδόξως θεωρεί ότι υπεύθυνος της τερατώδους καταγωγής του δεν είναι παρά τα χέρια της γυναίκας ευνουχίστριας. Από την αρχή ακόμη, ήταν ο άνδρας που ευνούχιζε. Κι όμως, η αρσενική φαντασία έπλασε μια μεγαλοφυή εκτροπή στην ιστορία, απαλλάσσοντας τον άνδρα από το κρίμα του εφευρέτη του ευνουχισμού.
Οι ιστορικοί μάς διηγούνται ότι η θρυλική Σεμίραμις, η φιλήδονη ασσύρια βασίλισσα, επέβαλε τον πρώτο ευνουχισμό. Όπως η Εύα, που έδωσε στον Αδάμ τον καρπό της Γνώσης, έτσι και η Σεμίραμις έφερε στον κόσμο το «τρίτο φύλο» χρησιμοποιώντας το μαχαίρι.
Η γυναίκα ήταν η μεγάλη ευνουχίστρια μας πληροφορούν οι ιστορικοί.
Σύμφωνα με την ελληνική παράδοση, όπως μας τη μεταφέρει ο ιστορικός Διόδωρος ο Σικελιώτης, η Σεμίραμις νυμφεύθηκε τον Νίνο, ιδρυτή της Νινευί και του βασιλείου των Ασσυρίων.
Υπήρξε σύζυγος πιστή για σαράντα δύο ολόκληρα χρόνια. Όμως μια φθινοπωρινή νύχτα έπνιξε τον άνδρα της και του πήρε την εξουσία. Λένε πως στα χέρια της το βασίλειο ήκμασε και μεγάλωσε, πως αυτή ίδρυσε τη Βαβυλώνα, πόλη ασύγκριτη σε δόξα, στολισμένη με τους κρεμαστούς της κήπους, ολόγιομους με σπάνια, ευωδιαστά λουλούδια- σε αυτή την πόλη, περίπου δυο αιώνες μετά, ξεψύχησε ο Μέγας Αλέξανδρος, νέος και ωραίος ακόμη...
Αυτή η τόσο αισθησιακή γυναίκα, που όμως ντυνόταν ανδρικά, παρουσιάστηκε και από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη σαν ευνουχίστρια, όχι στρατιωτών, αλλά εραστών. Ο ιστορικός μάς διηγείται ότι η Σεμίραμις διέταζε τη φρουρά της να σκοτώνει κάθε άνδρα μετά τις νυχτερινές τους περιπτύξεις.
Το χάραμα, ενώ ο εραστής ένιωθε ακόμη στο δέρμα του το χάδι της μαγευτικής βασίλισσας, οδηγείτο χωρίς έλεος για εκτέλεση. Αργότερα συνεπέραναν ότι δεν τους εκτελούσαν, αλλά τους ευνούχιζαν. Η Σεμίραμις, ακρωτηριάζοντας τους, τους έσωζε τη ζωή. Τους έσωζε από τη ζήλια και τη χωρίς όρια κτητικότητά της.Κάθε εραστής της, φεύγοντας από το κρεβάτι της, δεν έπρεπε να ποθήσει άλλη γυναίκα. Θα ήταν η τελευταία του. Για να του μείνει αξέχαστη, η Σεμίραμις άφηνε σε κάθε άνδρα της ανεξίτηλο το σημάδι της με τον ευνουχισμό. Σημάδι φρικτό και μη αναστρέψιμο σε κάθε ανδρικό σώμα που είχε κατακτήσει. Μερικοί ιστορικοί αποδίδουν το θάνατο της Σεμιράμιδος στη μαχαιριά ενός ευνούχου: το μοιραίο χτύπημα ήρθε από το δημιούργημα της. (περισσότερα στα κείμενα περί Σεμιράμιδος εδώ ) (αποσπάσματα απο το βιβλίο (Οι Ευνούχοι: Η εκπληκτική και απόκρυφη ιστορία τους /Βάννα Ντε Αγγέλις )
Απο ένα σημείο και μετά απαγορεύουν στους μητραγύρτες - ευνούχους ιερείς να περιφέρονται ασκόπως μέσα στην πόλη και η παρουσια τους επιβάλλεται μονο κάποιες συγκεκριμένες μέρες. Κατά τούς χρόνους της ελληνικής παρακμής περιέφεραν ξόανα (ξύλινα αγάλματα) θεών ή άλλα ιερά αντικείμενα και τα εξέθεταν εις λαϊκό προσκύνημα.Ταυτοχρόνως επωφελούντο από την συγκέντρωση του πλήθους και του προσέφεραν έναντι δήθεν αμοιβής ή εις ανταπόδοση τής συνεισφοράς των υπέρ του δήθεν ιερού σκοπού ιατρικές συμβουλές, φάρμακα, προφητείες, όχι σπανίως δε έκαμναν και καλώς προετοιμασμένα «θαύματα»- τα ειδαμε όλα αυτά στο προηγούμενο κείμενο
Με αφορμή αυτους τους μητραγύρτες και τους αγύρτες γενικότερα ο Απουλήιος γράφει και καταγγέλει στην ουσία την εμφάνισή τους με τα μελανώτερα χρώματα στον Λούκιο ή Χρυσό όνο. Το έργο του, εν μέρη θεωρείται βιογραφικό, καθώς θεωρούν οι μελετητές του, οτι πολλά απο τα στοιχεία του ακολουθούν την πορεία του καθως και τα ταξίδια του ιδιου του συγγραφέα για να μυηθεί στις λατρείες της 'Ισιδος και του 'Οσιρη. Ο ίδιος ξόδεψε σχεδόν ολοκληρη την πατρική του περιουσία ταξιδεύοντας για να σιγάσει το πάθος και την δίψα του για γνώση και στην αναζήτηση της αληθινής θρησκεία.
Ο Λούκιος ή Όνος είναι μια μυθιστοριογραφία ή αν θελετε μια μορφή της παρωδίας με πολλά λαϊκά στοιχεία, με φραστική ελευθεροστομία και σκαμπρόζικες σκηνές. Σατιρίζονται η μαγεία, η μετεμψύχωση, οι περιπλανώμενοι «ιερείς» της «Συρίας θεού» που τους συναντούμε και στο ομώνυμο έργο καθως και η σεξουαλική απληστία μερικών γυναικών.
Ακολουθει απόσπασμα απο τον Χρυσό 'Ονο ή τις μεταμορφώσεις του Απουλήιου:
"Έτσι ο πουλητής μου κορόιδευε αυτόν τόν γερο- παραλυμένο εκείνος όμως τό κατάλαβε και του φωνάζει, τάχα θυμωμένος:
- Άντε νά μού χαθείς, πού νά βουβαθείς καί νά κουφαθείς, πού δεν ξέρεις τί λές, ηλίθιε! Μπά πού νά σέ τυφλώσει η παντοδύναμη μητέρα, η Συριακή Θεά, κι ο αγιος Σαβάζιος. Κι η Ένυώ, η θεά των πολέμων, κι η μητέρα της Ίδης μέ τόν Άττι της κι η κυρία Αφροδίτη μέ τόν καλό της 'Αδωνη, εσένα λέω, βλάκα, πού τόσην ώρα πας νά μέ κοροϊδέψεις. Θαρρείς λοιπόν, κρετίνε, πώς θά εμπιστευτώ εγώ τή θεά βάζοντάς την στή ράχη ενός γρουσούζικου γαϊδάρου, γιά νά τή ρίξει χάμω καί νά σπάσει τό ιερό άγαλμα, κι έπειτα εγώ νά τρέχω σάν τρελός γιά νά βρω γιατρό γιά τήν κατάκοιτη θεά μου;
Ακούγοντάς τον νά λέει τέτοια, μού ’ρθε ν’ άρχίσω νά κλωτσάω πρός όλες τίς κατευθύνσεις σάν φρενόπληκτος, γιά νά φοβηθεί καί νά μή μ’ αγοράσει. 'Ομως αυτός, πολύ ανυπόμονος νά με αποχτήσει, πρόλαβε τό σχέδιό μου καί μετρούσε κιόλας στόν πουλητή μου τή συμφωνημένη τιμή, δεκαεφτά δηνάρια, πού ό κύριός μου τα τσέπωσε πανευτυχής, τόσο ήθελε νά μέ ξεφορτωθεί. Αμέσως μού πέρασε ένα σκοινί άπ’ τό λαιμό καί μέ παρέδωσε στόν κύρ-Φίληβο: έτσι ονομάζονταν ό ανθρωπος αυτός, που στό εξης γινόταν ό νέος αφέντης μου.
26. Αυτός λοιπόν, μιά καί δυό τραβάει τό νέο υπηρέτη του στό σπίτι, καί φτάνοντας μπρος στό κατώφλι, φωνάζει:
- Κορίτσια, τρεχάτε! σάς φέρνω έναν σκλάβο κούκλο, πού μόλις τόν αγόρασα άπ’ τό παζάρι.
Καί νά ’σου βγαίνουν τά κορίτσια, καί τί κορίτσια,’θεέ μου! Ένα τσούρμο από βρωμοευνούχους, πού βάλθηκαν νά χοροπηδούνε βγάζοντας χαρούμενα ξεφωνητά μέ βραχνές, θηλύπρεπες φωνές, γιατί προφανώς uπέθεταν οτι ό καινούργιος σκλάβος θά ’ταν κανένας λεβέντης πού θά χρησίμευε γιά τίς ξαδιάντροπες δουλειές τους. Μά μόλις, αντί γιά άνθρωπο είδαν ένα τετράποδο, έκαμαν κάτι μορφασμούς κι άρχισαν τά πειράγματα γιά τό αφεντικό τους: «Καθώς βλέπουμε, δέν αγόρασε δούλο, παρά γαμπρό γιά πάρτη του», κι έπειτα, δυνατά σ’ αυτόν: «Ίε, αφεντικό, δέν θά τό ξεκοκκαλίσεις μόνος σου αυτό τό τρυφερούδι, θά μάς τό περνάς καί μάς πότε-πότε». Λέγοντας τέτοια αισχρόλογα, μέ δέσανε στό παχνί.
Μεταξύ τους ήταν κι ένας βαρβάτος νεαρός, πού έπαιζε τέλεια τή φλογέρα τόν είχαν αγοράσει συνεταιρικά έξω στην περιοδεία πήγαινε πάντα μπρος άπό κείνους πού σήκωναν τή θεά, κι έπαιζε τή φλογέρα. Μέσα στό σπίτι παραδινόταν κι αυτός, όπως κι οί άλλοι, στίς έκφυλες κι άνομες ηδονές. Μόλις μέ είδε, έτρεξε καί μού έδωκε άφθονη τροφή.
- Επί τέλους, είπε γεμάτος χαρά, θά μέ βοηθήσεις στίς δύσκολες ασχολίες μου ό Θεός νά δώσει νά ζήσεις πολύ, ν’ αρέσεις στούς παραφεντάδες καί νά ξεκουράσεις τά νεφρά μου.
’Από τά λόγια αυτά μάντεψα τά βάσανά μου.
Τήν άλλη μέρα βγήκαν ντυμένοι χρωματιστά καί γελοία, μέ τό πρόσωπο αλειμμένο λάσπη, τά φρύδια βαμμένα καί στό κεφάλι μίτρες. Φορούσαν φουστάνια μεταξωτά κίτρινα, μέ ζώνη στη μέση καί σάνδαλα• φορτώνουν στη ράχη μου τή θεά, σκεπασμένη μ’ ένα μεταξωτό πέπλο, καί μέ τό μπράτσο γυμνό ως τόν ώμο, σχίζοντας τόν αέρα μέ τσεκούρια καί σπαθιά απειλητικά, ξεκινούν μέ τόν ήχο τής φλογέρας πηδώντας καί ούρλιάζοντας σάν βάκχες μαινόμενες.
Αφού προσπέρασαν πολλές καλύβες, φτάνουν στό εξοχικό σπίτι κάποιου πλουσίου• μόλις μπήκαν, διπλασιάζοντας τά παράφωνα ουρλιάσματά τους, άρχισαν νά χορεύουν σά φρενιασμένοι, γέρνοντας τό κεφάλι, σχηματίζοντας μέ τούς λαιμούς των λάγνους σπασμούς, κάμνοντας μέ τά μαλλιά τους τά ξέπλεκα κύκλους μεγάλους, κι από καιρό σέ καιρό δαγκάνοντας τά μπράτσα τους ή κόβοντάς τα μέ κάτι πού ήταν σάν -ψαλίδι. Ό ένας άπ’ αύτούς, ο πιό δαιμονισμένος απ’ όλους, έβγαζε βαθιούς άναστεναγμούς καί φαινόταν στό τέλος ότι κατέχονταν από τό θείο πνεύμα κι ότι μέθυσεν από θεϊκή μανία: λές κι η παρουσία των θεών, αντί νά κάνει καλό, έκανε τόν άνθρωπο τρελό κι άρρωστο.
26. Ω, θεία Πρόνοια, κοιτάχτε τί του στοίχισε αυτό! Πρώτα, μέ φωνή βροντερή καί προφητική αρχίζει νά κατηγορεί τόν εαυτό του γιά κάποιο έγκλημα θρησκευτικό, ενάντια στούς ιερούς κανόνες, ξορκίζοντας τά χέρια του νά πάρουνε εκδίκηση γιά τό ανόμημά του. Έπειτα παίρνει ένα μαστίγιο, συνηθισμένο εργαλείο αυτών τών έκφυλων, κατασκευασμένο από μακριές μάλλινες πλεξούδες μέ κόμπους καί μικρά κοκκαλάκια, άρχίζει νά χτυπιέται δυνατά, κι άντεχε ο άθλιος στούς πόνους φοβερά. Τό χώμα είχε κοκκινίσει άπό αίμα όταν ξεκίνησε πάλι ή συνοδεία κι έξακολουθούσαν διαρκώς νά χτυπιώνται, πράγμα πού μού προξενούσε τρόμο• γιατί βλέποντας τό αίμα νά τρέχει ποτάμι άπό τά τόσα χτυπήματα, ετρεμα μή τυχόν, όπως στην αδιαθεσία τους οί άνθρωποι πίνουν τό αίμα τής γαϊδάρας, παρόμοια καί τό στομάχι τής περίεργης αυτής θεάς είχεν ανάγκη από τό αίμα ενός γαϊδάρου. Αμα κουράστηκαν, ή καλύτερα άμα χόρτασαν από χτυπήματα, έπαψαν αυτό τό μακελειό. Τότε πολλοί άρχισαν νά τούς πετουν διάφορα νομίσματα κι εκείνοι τά μάζευαν στούς μανδύες τους• άλλοι τούς έδωκαν ένα βαρέλι κρασί, άλλοι γάλα, τυρί κι αλεύρι. Άλλοι έφεραν κριθάρι γιά τό γάιδαρο πού σήκωνε τή θεά οι γελοίοι άφεντάδες μου μάζευαν σάν τρελοί τά δώρα, γέμισαν σακούλια καί μου τά φόρτωσαν• τώρα τό φορτίο μου είχε γίνει διπλό, δηλαδή βωμός καί αποθήκη μαζί.
26. Έτσι λοιπόν τριγύριζαν καί χαράτσωναν όλη τή χώρα. Μιά μέρα, φτάνοντας σ’ ένα χωριό πάνω στά βουνά, χαρούμενοι πού είχαν κάνει μιά γενναία είσπραξη, αποφάσισαν νά οργανώσουν γλέντι. Παριστάνοντας λοιπόν πώς έλαβαν μιά προφητεία εντελώς φανταστική, ζητούν από έναν χωρικό ένα τετράπαχο κριάρι, γιά νά τό θυσιάσουν καί νά χορτάσουν τάχα τήν πείνα τής Συριακής θεάς. Μόλις τελείωσαν μέ τίς προετοιμασίες, τραβούν γιά τά λουτρά• έπειτα φρέσκοι-φρέσκοι γυρνούνε πίσω φέρνοντας μαζί τους, γιά νά πάρει κι αυτός μέρος στό γλέντι, έναν χωρικό, έναν άντρα ρωμαλέο, πρώτο μπόϊ, πού εφάνταζε από μακριά ό ανδρισμός του κι ή τρανή του διάπλαση• δέν είχαν προφτάσει καλά-καλά νά φάνε κάτι σαλατικά πού είχαν γιά ορεχτικό, κι ευθύς, τά άθλια υποκείμενα, εκεί μπροστά στά πόδια τού τραπεζιού, αρχίζουνε τά βδελυρά τους όργια καί τίς πιό αισχρές στάσεις τού παρά φύση έρωτα: βάζοντας στή μέση τό νέο ξαπλωμένο μπρούμυτα γυμνό, αρχίζουν νά τόν παρακαλούν νά ενδώσει μέ τά σιχαμερά τους στόματα.
Μήν μπορώντας νά βαστάξω πιά αυτό τό φριχτό θέαμα, προσπάθησα νά φωνάξω: «’Ώ! Βοήθεια! Πολίτες», μά δεν κατάφερα νά προφέρω παρά ένα «Ω!», κι ότι άλλο βγήκε ήταν ένα σκέτο «νΩ», δίχως τά λοιπά γράμματα καί τίς συλλαβές• ωστόσο αυτό τό «’Ώ» υπήρξε ιδιαιτέρως ισχυρό καί δραστικό, κι άντιστοιχοΰσε σέ ό,τι καλύτερο μπορεί νά φωνάξει ένας γάιδαρος σέ τέτοιες κρίσιμες στιγμές. Γι’ αυτό καί κάποιοι νέοι άπ’ τό γειτονικό χωριό, πού ψάχναν ένα γάιδαρο χαμένο από τή νύχτα καί γιά τό λόγο αυτό τριγύριζαν όλα τά γύρω χάνια, μέ άκουσαν πού γκάριζα, καί βέβαιοι πώς ό γάιδαρος τους ήταν κρυμμένος εκει μέσα, όρμησαν ξαφνικά κι αντίκρυ - σαν τά τέρατα εκείνα πάνω στις ακόλαστες απολαύσεις τους. Φώναξαν όλη τή γειτονιά νά θαυμάσει τό ωραίο εκεινο θέαμα καί την αγνότητα των άγιων αυτών ανθρώπων."
συνεχίζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου