Σ’ ένα ταξίδι μέσα από
την μακραίωνη ιστορία μας και ακολουθώντας την ιστορική διαδρομή μέσω των
αρχαίων κειμένων και των μύθων
προσπαθούμε να εξηγήσουμε μια σειρά από μυστήρια που οδήγησαν στον εκπολιτισμό
της ανθρωπότητας, και είναι άμεσα συνυφασμένα με μια σειρά θρησκευτικών μυσταγωγιών.
Οι μυστηριακοί θεσμοί
ωφέλησαν πολλαπλά το ανθρώπινο γένος και κατέστησαν ως δίαυλο επικοινωνίας τις
αρχέγονες μυστηριακές κοινότητες είτε αυτές μυούσαν τους αμύητους στα μυστήρια είτε
είχαν σχέση με φιλοσοφικές σχολές κλπ
Τα Ελληνικά μυστήρια κατέχουν
μια σημαντική θέση στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδος. Είναι αυτά που διδάσκουν
την θέωση του ανθρώπου και την καταξίωση της έννοιας άνθρωπος. Ο Πλάτων – σαφέστατα μυημένος-
δηλώνει στον Φαίδωνα :
Plato Phil., Phaedo
Stephanus page 69, section c,
line 5
καὶ κινδυνεύουσι καὶ οἱ τὰς
τελετὰς ἡμῖν
οὗτοι καταστήσαντες οὐ φαῦλοί
τινες εἶναι, ἀλλὰ τῷ ὄντι
πάλαι αἰνίττεσθαι ὅτι ὃς ἂν ἀμύητος καὶ ἀτέλεστος εἰς
Ἅιδου ἀφίκηται ἐν βορβόρῳ κείσεται, ὁ δὲ κεκαθαρμένος
τε καὶ τετελεσμένος ἐκεῖσε
ἀφικόμενος μετὰ θεῶν οἰκήσει.
Και φαίνεται ότι εκείνοι οι
γνωστοί οι οποίοι ίδρυσαν τα μυστήρια δεν είναι τυχαίοι, αλλά πράγματι από
παλαιούς χρόνους συμβολικώς υποδηλώνουν ότι όποιος αμύητος και αμυσταγώγητος
φθάνει στον Άδη θα βρίσκεται εκεί μέσα στον βόρβορο- λάσπη, αλλά όποιος
(κεκαθαρμένος) καθαρός - από αμαρτίες - και μυημένος-μυσταγωγημένος φθάσει εκεί
θα κατοικεί με τους θεούς
Έτσι στα προηγούμενα κείμενα είδαμε μια σειρά από
απαγορεύσεις και «αμαρτίες» καθώς και την τιμωρία στην οποία οδηγούν αυτές. Κάποιες
απ΄αυτές που σήμερα θα θεωρούσαμε αμαρτίες, που ισως σήμερα δεν υφίστανται πλέον.
Και η λέξη αμαρτία δηλώνει αυτόν που έχει πάψει να είναι άρτιος και σωστός ή ολοκληρωμένος – δες και προηγούμενα κεφάλαια – Όμως
ξεκαθαρα η αμαρτία δηλώνει την αστοχία, την αποτυχία, και το σφάλμα.
Αμαρτία
είναι σκέψη, πράξη ή ενέργεια που θεωρείται παράβαση του θείου και του ηθικού
νόμου, όπως αυτός παρουσιάζεται στη θρησκεία.
Το ουσιαστικό αυτό προέρχεται
ετυμολογικά από το ρήμα της αρχαίας ελληνικής ἁμαρτάνω, του οποίου η σημασία
είναι αποτυγχάνω τού σκοπού, αστοχώ, χάνω κάτι, πλανώμαι σε κάτι, υποπίπτω σε
παράπτωμα (ετυμ.: ἁμαρτάνω < (πιθανόν) εκ του α στερητικό + μείρομαι=
γίνομαι αμέτοχος).
μορτή < αρχ.
< μείρομαι δηλ λαμβάνω μερίδιο, συμμετέχω, παίρνω κάτι που μου ανήκει.
ειμαρμένη
< αρχ. εἱμαρμένη, θηλ. της μτχ. εἱμαρμένος, του εἵμαρται, πρκμ. του μείρομαι