28 Μαΐου 2011

Φηγωναίου Διὸς ἱερὸν εἶναι ἐν Θεσσαλίᾳ


Pindarus Lyr., Fragmenta
Type of poem Paian, fragment 57*, line 1

ΕΙΣ ΔΙΑ ΔΩΔΩΝΑΙΟΝ

Paian.57*.1
Δωδωναε μεγασθενές
ριστότεχνα πάτερ
Paian.57*.2
***
Paian.59*.1
...
Paian.59*.1
[              ]..εν̣..[   ]
[          ]πάτ̣ερ·  
(τ)ο]θι?    ].π' ̣λλν.χρο[
...........]ες ορτ[ά·] κατεβα[
Paian.59*.5
...........]ν γεδα[..].(.)ν·[
[          ].ε̣υ μ̣αν̣[τ]ή̣ϊον[
[          ]πτυχ Τομά̣ρου[
.............]ς μετέρας π[ο
.......φόρμι]γγι κοινω-
Paian.59*.10
ς         ]ν πολυώνυμον·
νθεν μν̣[|τ]ρ̣ιπ̣όδεσ̣σ̣ί τε
κα θυσίαισ̣[ |  ]

Ο Δίας Δωδωναίος Θαλάσσιος και Πελασγικός στα παραπάνω κείμενα
Με μεγάλο σθένος/δύναμη/ισχύ/ρώμη και εξουσία πνευματική υπερισχύει  με την αριστη τέχνη του και την δεξιοτεχνία του ως Πατέρας αλλα και προπάτωρ, προγονος.

Η υπαρξη τριπόδων και θυσιών θεωρειτε όχι μονο βεβαία αλλα  είναι και επιβεβλημένη στο όρος Τόμαρος στις γιορτές του Μαντείου

Αρα ο τρίποδας δεν είναι μονο απαραίτητος στο μαντείο των Δελφών αλλα και στην Δωδώνη βρίσκουμε απαραίτητη την υπαρξη του.

 Ενώ στα παρακάτω κειμενα δίνονται περισσότερες λεπτομέρειες…

Stephanus Gramm., Ethnica (epitome)
Page 248, line 16


<Δωδώνη,> πόλις τς Μολοσσίδος ν πείρ, καθ' ν
Δωδωναος Ζεύς “Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου”. κα Διο-
νύσιος “Δωδώνης πειρος πείριτος κτετάνυσται”. Φιλόξενος
δ τν δύσσειαν πομνηματίζων δύο φησί, Θετταλικν
κα Θεσπρωτικήν, οτως “Δωδώνην νν φησι τν Θεσπρωτι-
κν ν τ μαντεον κ τς δρυός, τέρα δ Θετταλικ
φ' ς χιλλες καλε τν Δία”. οικε δ οτως πιλε-
λσθαι τό “μφ δ Σελλο σο ναίουσ' ποφται νιπτόπο-
δες χαμαιεναι”. πς γρ τούτων μέμνηται π τς Θεττα-
λικς καλν ατόν; οτω δ κα παφρόδιτος ν τ πʹ τς
λιάδος “τιμ τος ν Δωδών χοντας πιφανς μαντεον  
“τν δ' ς Δωδώνην φάτο βήμεναι”. πικέκληκε δ χιλλες
τν ν τ Θεσσαλί γειτνιντα θεόν, ς κα Πάνδαρος ε-
χεται τ Λυκηγενε κα Χρύσης τ Σμινθε. τν δ Δωδω-
ναον λεγον κα Νάιον. Ζηνόδοτος δ γράφει Φηγωναε,
πε ν Δωδών πρτον φηγς μαντεύετο”. κα Σουίδας δέ
φησι Φηγωναίου Δις ερν εναι ν Θεσσαλί, κα τοτον
πικαλεσθαι. τεροι δ γράφουσι Βωδωναε· πόλιν γρ εναι
Βωδώνην που τιμται. Κινέας δέ φησι πόλιν ν Θεσσαλί
εναι κα φηγν κα τ το Δις μαντεον ες πειρον με-
τενεχθναι. “νόμασται δ κατ Θρασύβουλον” ς παφρό-
διτος πομνηματίζων τ βʹ Ατίων “π Δωδώνης μις τν
κεανίδων νυμφν. κεστόδωρος δ π Δώδωνος το Δις
κα Ερώπης. εκς δ π Δώδωνος ποταμο, ν παρατί-
θησιν τεχνικς ν τ αʹ τς καθόλου λέγων οτως “Δώδων
ποταμς πείρου”. διττα δ' εσ Δωδναι, ατη κα ν
Θετταλί, καθάπερ λλοι κα Μνασέας”. λέγεται κα <Δωδών,>
ς τν γενικν Σοφοκλς δυσσε κανθοπλγι “νν δ' οτε  
μ' κ Δωδνος οτε Πυθικν γυ... τις ν πείσειεν”. κα
δοτικήν “Δωδνι ναίων Ζες μέστιος βροτν”. κα ν
Τραχινίαις “ς τν παλαιν φηγν αδσαί ποτε Δωδνι
δισσν κ πελειάδων φη”. κα Καλλίμαχος “τν ν Δωδνι
λέγοι μόνον ονεκα χαλκν γειρον”. κα τν ατιατικήν
φησιν Εφορίων Δωδνα ν νίκτο μν ς Δωδνα
Δις φηγοο προφτιν”. λήγεται δ κα ες <ω>· Σιμμίας
όδιος “Ζηνς δος Κρονίδαο μάκαιρ' πεδέξατο Δωδώ”.
δύνατο δ Δωδνος γενικ μετ τς λοιπς κινήσεως
κα κλίσις εναι τς Δωδών, επερ ν ν χρήσει τς πόλεως
εθεα. διόπερ οικεν τεχνικς μεταπλασμν γε-
σθαι. τ θνικν ταύτης ρρητον ς πεπονθυίας· ε δέ
τις σχηματίσειεν, σται Δωδώνιος, ς Πλευρνος Πλευρώ-
νιος, Καλυδνος Καλυδώνιος. τς μέν τοι Δωδώνης Δω-
δωναος. καταος Ερώπ “Μολοσσν πρς μεσημβρίης
οκέουσι Δωδωναοι”. κα μηρος “Ζε να Δωδωναε”.
κα Κρατνος ρχιλόχοις “Δωδωναί κυν βωλοκόπ τίτθη
γεράν προσεοικώς”. κα τ θηλυκν Δωδωνίς π το
Δωδώνη, ς Παλλήνη Παλληνίς. πολλώνιος “στεραν θη-
ναίη Δωδωνίδος ρμοσε φηγο”. κα Σοφοκλς δυσσε
κανθοπλγι “τς θεσπιδος ερίας Δωδωνίδας”. πολ-  
λόδωρος δ ν αʹ περ θεν τν Δωδωναον οτως τυμολογε
“καθάπερ ο τν Δία Δωδωναον μν καλοντες τι δίδωσιν
μν τ γαθά, Πελασγικν δ τι τς γς πέλας στίν”.
στι κα Δωδωναον χαλκίον παροιμία π τν πολλ λα-
λούντων, ς μν Δήμων φησίν “π το τν ναν το
Δωδωναίου Δις τοίχους μ χοντα, λλ τρίποδας πολλος
λλήλων πλησίον, στε τν νς πτόμενον παραπέμπειν
δι τς ψαύσεως τν πήχησιν κάστ, κα διαμένειν τν
χον χρις ν τις το νς φάψηται”. παροιμία δ ο
φησιν ε μ χαλκίον ν, λλ' ο λέβητας τρίποδας πολλούς.
προσθετέον ον τ περιηγητ Πολέμωνι κριβς τν Δω-
δώνην πισταμέν. κα ριστείδ τ τούτου μεταγεγραφότι,
λέγοντι κατ τν βʹν τ Δωδών στλοι δύο παράλληλοι
κα πάρεγγυς λλήλων. κα π μν θατέρου χαλκίον στν
ο μέγα τος δ νν παραπλήσιον λέβησιν, π δ θατέρου
παιδάριον ν τ δεξι χειρ μαστίγιον χον, ο κατ τ δεξιν
μέρος τ λεβήτιον χων κίων στηκεν. ταν ον νεμον
συμβ πνεν, τος τς μάστιγος μάντας χαλκος ντας μοίως
τος ληθινος μσιν αωρουμένους π το πνεύματος συνέ-
βαινε ψαύειν το χαλκίου κα τοτο διαλείπτως ποιεν, ως
ν νεμος διαμέν”. “κα κατ μέν τοι τος μετέρους
[χρόνους]” φησν Ταρραος “ μν λαβ τς μάστιγος
[διασέσωσται], ο δ μάντες ποπεπτώκασιν. παρ μέντοι  
τν πιχωρίων τινς κούσαμεν ς, πείπερ τύπτετο μν
χαλκίον] π μάστιγος χει δ' π πολν χρόνον, ς
χειμερίου τς Δωδώνης παρχούσης, εκότως ες παροιμίαν
περιεγένετο”. μέμνηται ατς Μένανδρος ν ρρηφόρ
  ἐὰν δ κινήσ μόνον τν Μυρτίλην
  ταύτην τίς, τίτθην καλ, πέρας [ο] ποιε
  λαλις· τ Δωδωναον ν τις χαλκίον,
   λέγουσιν χεν, ν παράψηθ' παριών,
  τν μέραν λην, καταπαύσαι θττον
  ταύτην λαλοσαν· νύκτα γρ προσλαμβάνει.


Παρα πολλά στοιχεία περι του ιερού και του Μαντείου της Δωδώνης στο παραπάνω κείμενο.

Άλλη η Θεσπρωτική κι άλλη η Θεσσαλική Δωδώνη.

Δύσκολη η παραμονή εκεί κατά τον χειμώνα .

Μαντείο εκ της Δρυός η οιονοσκοπία μέσω των φυλλωμάτων ή των χάλκινων κυμβάλλων ή των πεταγμάτων των πτηνών/περιστεριών/ αετών του Διός.

Ο Δίας ως Φηγωναίος και ως Βωδωναίος εκ της πόλης Φηγωνη ή Βωδώνη αλλα και η Ωκεανίδα νύμφη η οποία μπορεί να έδωσε το όνομα της στην περιοχή, αρα δεδομένο ότι η περιοχή είναι θαλάσσια ή εντός θαλάσσης αλλα και εντός της Θεσσαλία ή Θετταλίας, ή κοντά στον Δωδων(αίο)/Φηγωναίο/Βωδωναίο  Ποταμό κατά το Δίας Φηγωναίος/Βωδωναίος

Φηγός το δέντρο της μαντείας  και είναι αυτό που δίδει και το επίθετο και τις ιδιότητες του Διός
 
Δωδνι ναίων Ζες μέστιος βροτν

Ο Ζεύς στην Δωδώνη που κατοικεί και  είναι σύνοικος και συγκάτοικος των βροτων-θνητών ανθρώπων

Και βέβαια την υπαρξη πολλών τριπόδων δίπλα δίπλα που αν άγγιζες τον έναν παρέπεμπαν μεσω της αφής στην επήχησιν  κρατώντας  και παρατείνοντας  τον ήχον καθώς και τα χάλκινα κύμβαλλα ή λέβητες αλλα και την υπαρξη δύο παράλληλων στηλών πολύ κοντά, σχεδον κολλητά μεταξύ τους.
Η χρήση τους από  παιδιά που κρατώντας στο δεξι χέρι τους είδος μαστιγίου με ιμάντες όπως και με την βοήθεια  των ανέμων  λαμβάνουν τους χρησμούς …


Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum
Kallierges page 293, line 4
                                λιάδος πʹ,
 Ζε να Δωδωναε.

ν χωρί τν περβορέων τ Δωδών τιμώμενε ν
Θεσπρωτί.
Δευκαλίων μετ τν π' ατο γενό-
μενον κατακλυσμν, παραγενόμενος ες τν πειρον,
μαντεύετο ν τ δρυΐ. Πελειάδος δ χρησμν ατ
δούσης, κατοικίζει τν τόπον, συναθροίσας τος περι-
λειφθέντας π το κατακλυσμο· κα π το Δις
κα Δωδώνης μις τν κεανίδων Δωδώνην τν
χώραν προσηγόρευσεν. στορία παρ Θρασυ-
βούλ κα κεστοδώρ.


Scholia In Homerum, Scholia in Iliadem (scholia vetera) (= D scholia)
Book of Iliad 16, verse 233, line of scholion 1

<
Ζε να Δωδωναε.> ν χωρί τν
περβορέων τ Δωδών τιμώμενε.

Δύο ακόμα συνδέσεις  όπου ο  Ζεύς ο Δωδωναίος είναι ο Δίας που τιμάται σε χωρίο (χώρος, θέση, τόπος, γή, οχυρό)  των Yπερ-βορέων (Υπερβορειος ο Απόλλων) σε περιοχή της Θεσπρωτίας. Ο Δευκαλιών μετα τον κατακλυσμό μέσω της μαντειας της Πελειάδος (Περιστεράς)  κατοικεί στην περιοχή και συγκεντρώνει τους διασωθέντες από τον κατακλυσμόν. Και από το όνομα της Δωδώνης μιας εκ των Ωκεανίδων αλλα και από το ονομα του Διός ονόμασε την περιοχή Δωδώνη την ιστορία καταγράφουν οι Θρασύβουλος και ο Ακεστόδωρος….


Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum
Kallierges page 547, line 30
                             χιλλες μν γρ Θες-
σαλς ν, φησ,  Ζε να Δωδωναε Πελασγικέ·

κα κάβη,  λλ' εχου σύ γ' πειτα κελαινεφέϊ Κρονίωνι
 δαί, ς τε Τροίην κατ πσαν ρται.

Ε γρ δη τς Τροίας, οκείως κάβη σχηκε
παρωνομασμένον τν δαον.


Ο Αχιλλεύς ως Θεσσαλός γνωρίζει τον Δία ως άνακτα/βασιλέα Πελασγικό αλλα η Εκάβη ως Τρωάδα  εύχεται στον Κρονίδη τον γνωρίζει ως Ιδαίον εκ της  Ιδης της Τροίας ή μήπως και  εκ της Ιδης ή Δίκτης  ή Ιδας της Κρήτης !!!


Scholia In Homerum, Scholia in Iliadem (scholia vetera)
Book of Iliad 16, verse 233a1, line of scholion 1

                   T
 ex. | ex. <
Δωδωναε:> εκότως τν πολίτην κα γείτονα κα προ-
πάτορα θεν πικαλεται, ς κα Πάνδαρος <εχεται> τ Λυκηγενε
(cf.
Δ 101) κα Χρύσης Σμινθε (cf. Α 39). δ Δωδωναος κα Νάϊος·  
δρηλ γρ τ κε χωρία.

Και ναι ακόμα ένα κείμενο για τα υδρηλά – υδατώδη, ένυδρα, κάθυδρα, βρεγμένα μέρη που λατρεύεται ο Δίας



Scholia In Homerum, Scholia in Iliadem (scholia vetera et recentiora e cod. Genevensi gr. 44)
Book of Iliad 16, verse 233, line of scholion 1

[
ολων] μαλακν κα τρυφερν, κροκυδιστν, καθαρν.
Δωδωναε] Δευκαλίων μετ τν π' ατοκα
κεστοδώρ.
Πελασγικέ] Θεσσαλικέ· Πελασγία γρ πρότερον Θεσσαλία
καλετο. ξ ο θαυμαστς <ς> κα π Πελασγν τιμώμενος, πε
Πελασγο κατκησαν τν Δωδώνην κβληθέντες π Βοιωτίας π
Αολέων.
 [Πελασγικέ] ξ ρνης τς Φθιώτιδος. μέντοι πόλις Πελασγία.
 [Σελλοί] θνος – Σελλήεντος. Πίνδαρος δ λλος
ατος κληθναι χωρς το <σ> – τ μαντεον.
Σελλήεντος
ποφται] ο μάντεις, ερες χρησμδοί, θεολόγοι –   
κφέροντας. γουν τν προρρηθέντων χρηστηρίων ποφήτης ερηται
χρησμο κα προγνώσεως ξιωμένος.
νιπτόποδες] ἐὰν μν ψιλς, ποδονίπτροις μ χρώμενοι δι τ κα-
θαρν κα γνν κα δι τ μ ξιέναι το σηκο, ἐὰν δ δασέως, ο
ναπηδντες κα δίκην πτηνν ναπετόμενοι ν τ νθουσιασμ.


Hesychius Lexicogr., Lexicon (Α – Ο)
Alphabetic letter delta, entry 2712, line 1
 <δωδεκήις>· τέλειος θυσία, μοίως
<Δωδωναε>· πίθετον Διός r, π Δωδώνης, δι τ κε τιμσθαι
 τν θεόν (Π 233)
<Δωδωνεύς>· Ζεύς.
ατς κα Νιος



συνεχίζεται...

27 Μαΐου 2011

Εις Δία Δωδωναίον

 
Apollonius Soph., Lexicon Homericum
Page 61, line 12

<Δωδωναε.> πιθετικς Ζεύς, π Δωδώνης τς ν Θαλας-
 σί, ν ερν ατο.

θᾰλάσσιος

θᾰλάσς-ιος, later Att. θᾰλάσς-ττιος, α, ον, also ος, ον E.IT236: (θάλασσα):— θ. [Ποσειδν] Ar.Pl.396; of animals, opp. χερσαα, Hdt.2.123, cf. Pl. Euthd.298d, Arist.HA487a26; πεζοί τε κα θ. landsmen and seamen, A.Pers.558 (lyr.); θ. κρψαί τινα to thro wone into the sea, S.OT1411; θ. νεκρός, of one drowned, Thgn.1229; πλοον θ. sea-going vessel, POxy.1288.6 (iv A.D.).

Δωδωναίος ο Ζεύς από την Δωδώνη γιατι  το ιερό του είναι εντός της Θάλασσας
(Θαλασσας/θαλαττας αλλα μπορει καλλιστα και εντός Θεσσ-αλ(ία)ς
Αλς/αλός η θάλασσα.
Παρακάτω θα δούμε και αλλα επίθετά  και ιδιότητες του Διός στην συγκεκριμένη περιοχή. Εδώ αναφέρετε ως ο Θαλάσσιος Ζεύς  που λατρεύετε στην Δωδώνη.




Strabo Geogr., Geographica
Book 5, chapter 2, section 4, line 19

                                                     τόν τε
Δία τν Δωδωναον ατς ποιητς νομάζει Πελας-
γικόν “Ζε να, Δωδωναε, Πελασγικέ.

Strabo Geogr., Geographica
Book 7, chapter 7, section 10, line 5


 κλέλοιπε δέ πως κα τ μαντεον τ ν Δωδών,  
καθάπερ τλλα. στι δ', ς φησιν φορος, Πελα-
σγν δρυμα· ο δ Πελασγο τν περ τν λλάδα
δυναστευσάντων ρχαιότατοι λέγονται· κα ποιη-
τής φησιν οτω “Ζε να Δωδωναε, Πελασγικέ,”
δ' σίοδος “Δωδώνην φηγόν τε, Πελασγν δρα-
“νον εν.” περ μν ον τν Πελασγν ν τος
Τυρρηνικος ερηται, περ δ Δωδώνης τος μν πε-
ριοικοντας τ ερν διότι βάρβαροι διασαφε κα
μηρος κ τς διαίτης, νιπτόποδας χαμαιεύνας λέ-
γων· πότερον δ χρ λέγειν λλούς, ς Πίνδαρος,
Σελλούς, ς πονοοσι παρ' μήρ κεσθαι, γρα-
φ μφίβολος οσα οκ ἐᾷ διισχυρίζεσθαι. Φιλόχορος
δέ φησι κα τν περ Δωδώνην τόπον, σπερ τν Ε-
βοιαν, λλοπίαν κληθναι· κα γρ σίοδον οτω
λέγειν “στι τις λλοπίη, πολυλήιος δ' υλείμων·
νθα δ Δωδώνη τις π' σχατι πεπόλισται.” οον-
ται δέ, φησν πολλόδωρος, π τν λν τν περ
τ ερν οτω καλεσθαι· τν μέντοι ποιητν [οχ]
οτω λέγειν λλος λλ Σελλος πολαμβάνει τος
περ τ ερόν, προσθες τι κα Σελλήεντα τιν
νομάζει ποταμόν. νομάζει μν ον, ταν φ “τηλό-
“θεν ξ φύρης ποταμο πο Σελλήεντος.” [ο μέν-
τοι, Σκήψιός φησι, τς] ν Θεσπρωτος φύρας,
λλ τς ν τος λείοις· κε γρ εναι τν Σελλήεντα,
ν δ Θεσπρωτος οδένα, οδ' ν Μολοττος. τ δ
μυθευόμενα περ τς δρυς κα τν πελειν κα ε
τινα λλα τοιατα, καθάπερ κα] περ Δελφν, τ
μν ποιητικωτέρας στ διατριβς τ δ' οκεα τς νν
περιοδείας.
  Δωδώνη τοίνυν τ μν παλαιν π Θεσπρω-
τος ν κα τ ρος Τόμαρος Τμάρος (μφοτέρως
γρ λέγεται), φ' κεται τ ερόν· κα ο τραγικο  
δ κα Πίνδαρος Θεσπρωτίδα ερήκασι τν Δωδώνην·
στερον δ π Μολοττος γένετο. π δ το Το-
μάρου τος π το ποιητο λεγομένους ποφήτας
το Διός, ος κα νιπτόποδας χαμαιεύνας καλε, το-
μούρους φασ λεχθναι· κα ν μν τ δυσσεί οτω
γράφουσί τινες φησιν μφίνομος, συμβουλεύων
τος μνηστρσι μ πρότερον πιτίθεσθαι τ Τηλε-
μάχ πρν ν τν Δία ρωνται “ε μέν κ' ανήσωσι
“Δις μεγάλοιο τομοροι, ατός τε κτανέω, τούς τ'
λλους πάντας νώξω· ε δέ κ' ποτρεπέσι θεός,
“παύεσθαι νωγα.” βέλτιον γρ εναι τομούρους
θέμιστας γράφειν· οδαμο γον τ μαντεα θέμιστας
λέγεσθαι παρ τ ποιητ, λλ τς βουλς κα τ πο-
λιτεύματα κα νομοθετήματα· τομούρους δ' ερσθαι
πιτετμημένως οον τομαροφύλακας. ο μν ον νεώ-
τεροι λέγουσιν τομούρους· [παρ'] μήρ δ' πλούστε-
ρον δε δέχεσθαι θέμιστας καταχρηστικς κα βουλάς,
τ προστάγματα κα τ βουλήματα τ μαντικά, κα-
θάπερ κα τ νόμιμα· τοιοτον γρ κα τό “κ δρυς
ψικόμοιο Δις βουλν πακοσαι.”
 Κατ' ρχς μν ον νδρες σαν ο προφητεύον-
τες· κα τοτ' σως κα ποιητς μφαίνει· ποφήτας
γρ καλε, ν ος τάττοιντο κν ο προφται· στερον
δ' πεδείχθησαν τρες γρααι, πειδ κα σύνναος τ
Δι προσαπεδείχθη κα Διώνη. Σουίδας μέντοι Θετ-
ταλος μυθώδεις λόγους προσχαριζόμενος κεθέν τέ
φησιν εναι τ ερν μετενηνεγμένον κ τς περ Σκο-
τοσσαν Πελασγίας (στι δ' Σκοτοσσα τς Πελας-
γιώτιδος Θετταλίας), συνακολουθσαί τε γυνακας
τς πλείστας, ν πογόνους εναι τς νν προφήτι-  
δας· π δ τούτου κα Πελασγικν Δία κεκλσθαι·
Κινέας δ' τι μυθωδέστερον.
 Κινέας δέ φησι πόλιν ν Θεσσαλί εναι κα φη-
γν κα τ το Δις μαντεον ες πειρον μετενεχθ-
ναι. Stephanus in Δωδώνη.
 ν δ πρότερον περ Σκοτοσσαν πόλιν τς Πε-
λασγιώτιδος τ χρηστήριον· μπρησθέντος δ' πό τι-
νων το δένδρου μετηνέχθη κατ χρησμν το πόλ-
λωνος ν Δωδών. χρησμδει δ' ο δι λόγων, λλ
διά τινων συμβόλων, σπερ τ ν Λιβύ μμωνιακόν·
σως δέ τινα πτσιν α τρες περιστερα πέτοντο ξαί-
ρετον, ξ ν α έρειαι παρατηρούμεναι προεθέσπιζον.
φασ δ κα κατ τν τν Μολοττν κα Θεσπρωτν
γλτταν τς γραίας πελίας καλεσθαι κα τος γέρον-
τας πελίους· κα σως οκ ρνεα σαν α θρυλούμεναι
πελειάδες, λλ γυνακες γρααι τρες περ τ ερν
σχολάζουσαι. Epit. (i. e. epitome edita).

 τι κατ Θεσπρωτος κα Μολοττος τς γραίας
πελίας κα τος γέροντας πελίους, καθάπερ κα παρ
Μακεδόσι· πελιγόνας γον καλοσιν κενοι τος ν
τιμας, καθ παρ Λάκωσι κα Μασσαλιώταις τος
γέροντας· θεν κα τς ν τ Δωδωναί δρυ μεμυ-
θεσθαι πελείας φασίν. E. (i. e. epitome Vaticana).

 τι παροιμία “τ ν Δωδών χαλκίονντε-
θεν νομάσθη· χαλκίον ν ν τ ερ χον περκείμε-
νον νδριάντα κρατοντα μάστιγα χαλκν, νάθημα
Κορκυραίων· δ μάστιξ ν τριπλ λυσιδωτ πηρ-
τημένους χουσα ξ ατς στραγάλους, ο πλήττοντες
τ χαλκίον συνεχς, πότε αωροντο π τν νέ-
μων, μακρος χους πειργάζοντο, ως μετρν τν  
χρόνον π τς ρχς το χου μέχρι τέλους κα π
τετρακόσια προέλθοι· θεν κα παροιμία λέχθη
Κερκυραίων μάστιξ.” Epit.

10. "Ολίγον δέ έλειψε να εξαλειφθεί και το περίφημο μαντείο τής Δωδώνης, όπως και όλα τά λοιπά. Τό μαντείο τούτο ίδρυσαν, ως λέγει ό Έφορος, οί Πελασγοί, οι δέ Πελασγοί λέγεται, ότι υπήρξαν οί αρχαιότατοι εκ τών λαών, οί όποιοι έκυριάρχησαν τής Ελλάδος. Ό "Ομηρος μάλιστα λέγει: «Ζευ βασιλεϋ, Δωδωναίε, Πελασγικέ1», ό δέ Ησίοδος : «έπεσκέφθη τήν Δωδώνην καί τήν φηγόν, όπου κατοικούν οί Πελασγοί2». Περί μέν λοιπόν τών Πελασγών γένετο  εκτενής λόγος έπί τή ευκαιρία πού ώμιλήσαμεν περί τών Τυρρηνών, εδώ θά περιορισθώμεν νά όμιλήσωμεν περί της Δωδώνης. Προφανώς οί λαοί, οι όποιοι πρότερον κατοικούν πέριξ του ιερού ήσαν βάρβαροι, ώς καταφαίνεται έκ τής μαρτυρίας τού Όμηρου, και του τρόπου ζωής  των λαών τούτων, τους οποίους ούτος καλεί  άνιπτόποδας και  χαμαιεύνας1». Έάν δέ, πρέπει νά καλούμε αυτούς Έλλούς, ως θέλει ο Πίνδαρος, η' Σελλούς, ως νομίζουν ότι ονομάζονται υπό του Όμηρου, όσα αναφέρει ό "Ομηρος δεν είναι τόσον σαφή, ώστε νά άποφανθή.τις μετά βεβαιότητος περί του ζητήματος τούτου. Ό Φιλόχορος δέ ισχυρίζεται, ότι και ή περιοχή τής Δωδώνης όπως και ή  τής Ευβοίας, εκαλείτο πρότερον Ελλοπία- διότι και ό Ησίοδος2 λέγει: «υπάρχει κάποια περιοχή καλούμενη Ελλοπία μέ εύφορους αγρούς και πράσινα λιβάδια· εδώ, προς τό άκρον τής χώ­ρας, έκτίσθη πόλις καλούμενη Δωδώνη». Νομίζουν δέ, λέγει ό Απολλόδωρος, ότι τό ιερόν εκλήθη  ούτως από τα έλη πού υπάρχουν γύρω από τόν ναόν συγχρόνως δέ νομίζει, δ­τι ό Όμηρος έπρεπε νά καλέση Σελλούς και  ουχί Έλλούς τούς πέριξ του ναού λαούς, προσθέτων ότι και κάποιον πο­ταμόν ονόμασε Σελλήεντα. Όνομάζει δέ ποταμόν μέ τό ό­νομα τούτο είς τόν στίχον πού λέγει: «μακράν άπό τήν Έφύραν και άπό τόν ποταμόν Σελλήεντα3».  Ό Δημήτριος4 όμως έκ Σκήψεως (τής Τρωάδος) λέγει  ότι  δεν  πρόκειται περί τής Εφύρας τής Θεσπρωτίας, άλλα τής  Εφύρας τής Ήλιδος- διότι εκεί υπάρχει ό Σελλήεις είς δέ τούς Θεσπρωτούς και Μολοσσούς δέν υπάρχει τοιούτος ποταμός.  Όσον αφορά δέ τούς διαφόρους μύθους  περί τής δρυός και τών περιστερών και άλλων τινών τοιούτων, όπως συμβαίνει και μέ τούς Δελφούς, όλα αυτά ανάγονται μάλλον είς τήν δικαιοδοσίαν τής ποιήσεως, έν τούτοις όμως νομίζομεν ότι έχουν τήν θέσιν των και εις μίαν περιγραφήν, τήν οποίαν ήμεΐς έπιχειροϋμεν.
11. Ή Δωδώνη λοιπόν παλαιά μεν ήτο ύπό τήν έξουσίαν τών Θεσπρωτών, όπως και τό όρος Τόμαρος ή Τμάρος (διότι ονομάζεται και μέ τά δύο ονόματα), είς τούς πρόποδας του οποίου κείται το ιερόν  και οί τραγικοί δέ καί ό Πίνδαρος συχνά ονομάζουν τήν Δωδώνην  Θεσπρωτίδα, βραδύτερον δέ περιήλθεν υπό τήν έξουσίαν τών Μολοσσών. Έκ τού ονόματος δέ του Τομάρου σήμερον ισχυρίζονται ό­τι ό Όμηρος έσχημάτισε τήν λέξιν τομούρους, τήν οποίαν μετέχειρίσθη δια νά δηλώση τούς διερμηνείς τών θείων χρησμών, τούς οποίους καλεί και χαμαιεύνας και άνιπτό­ποδας· καί είς μέν τήν Όδύσσειαν5 οδτω γράφουν μερικοί εκείνα τά όποια λέγει ό Άμφίνομος, συμβουλεύων τους μνηστήρας νά μή έπιτεθοϋν κατά του Τηλεμάχου πριν ή συμβουλευθούν τόν Δία : «έάν μέν οί τόμουροι του μεγάλου Διός, επιδοκιμάσουν τήν πραξίν σας, καί εγώ ο Ιδιος θά τόν κτυπήσω καί τους άλλους θά προτρέψω εις τούτο· έάν όμως ό θεός σάς άποτρέψη, σας συμβουλεύω νά απόσχετε τής πράξεως ταύτης». Είναι λοιπόν προτιμότερον νά γράψωμεν τομούρους καί ουχί θέμιστας, διότι πουθενά είς τά ποιήμα­τα του ό ποιητής δέν καλεί τά μαντεία θέμιστας· μέ τήν όνομασίαν ταύτην δηλώνει τάς αποφάσεις, τά πολιτεύματα και τά νομοθετήματα· τόμουροι δέ συντετμημένος εϊναι οί τομαροφύλακες, δηλαδή οί φύλακες τοϋ Τομάρου. Οί μέν λοιπόν νεώτεροι μετεχειρίσθησαν τήν λέξιν τόμουροι, παρ' Όμήρω δέ απλούστερο είναι να μεταχειρισθώμεν τήν λέ­ξιν θέμιστες, δεχόμενοι μόνον, ότι ό ποιητής μετεχειρίσθη καταχρηστικώς τήν λέξιν διά νά δηλώση τάς βουλάς καί τά προστάγματα του μαντείου, ώς καί των νόμων παράδειγμα τούτου είναι ό στίχος1: «διά νά συλλέξη τάς θείας ταύτας θελήσεις, τάς οποίας έκ τής κορυφής τής υψηλής δρυός, ό Ζευς κάμνει τους ανθρώπους νά ακούσουν».
12. Κατ' αρχάς μέν λοιπόν άνδρες ήσαν οι διερμη­νεύοντες τάς θελήσεις του θεού· καί τούτο ίσως καί ό ίδιος ό ποιητής φανερώνει, διότι μεταχειρίζεται τήν λέξιν «ύποφήται», είς τήν οποίαν δύνανται νά συμπεριληφθούν καί οί προφήται- βραδύτερον δέ ώρίσθησαν τρεις γυναίκες γραϊαι πρός έκπλήρωσιν των καθηκόντων τούτων. Τούτο συνέβη, φαίνεται, κατά τήν έποχήν, κατά τήν οποίαν ή Διώνη εκλή­θη διά νά μοιράση τό ίερόν μέ τόν Δία- ό Σουΐδας όμως διηγείται άλλως τά πράγματα, άλλά είναι γνωστόν ότι ού­τος δέν διστάζει νά μεταχειρισθή μυθεύματα διά νά ευχα­ρίστηση τούς Θεσσαλούς· ούτως ισχυρίζεται, ότι τό ίερόν του Διός υπήρχε κατά πρώτον είς τήν Θεσσαλίαν είς τά πέριξ τής Σκοτούσσης μέρη τής Πελασγίας (τό τμήμα τής Θεσσαλίας, όπου ή πόλις αυτή κείται ονομάζεται ακόμη Πελασγιώτις) καί εκείθεν μετεφέρθη είς τήν Δωδώνην ή μεταφορά δέ αύτη συνωδεύθη από πολλάς γυναίκας τής χώ­ρας, των οποίων απόγονοι είναι αί σημερινοί προφήτιδες· έκ τούτου δέ εδόθη καί είς τόν Δία τό έπώνυμον τοϋ Πελα­σγικού· τήν Ιδίαν παράδοσιν ό Κινέας2 αναφέρει κατά τρό­πον ακόμη περισσότερον μυθώδη.
1. Ό Κινέας ομιλεί περί πόλεως τής Θεσσαλίας, κα­λούμενης Δωδώνης, από την οποίαν βραδύτερον μετεφέρθησαν είς τήν "Ηπειρον ή φηγός και τό μαντείο (Στέφανος ο Βυζάντιος 2 είς λέξιν Δωδώνη).
Ια Ήτο δέ πρότερον τό μαντείο περί τήν Σκοτούσσαν, πόλιν τής Πελασγιώτιδος· άλλ' επειδή έκάη ύπό τίνων τό ίερόν δένδρον, μετεφέρθη τό μαντείο είς τήν Δωδώνην κατά χρησμόν του Απόλλωνος. Έδίδοντο δέ οί χρησμοί ουχί δια λόγων, άλλά δι' ώρισμένων σημείων, όπως συμ­βαίνει και είς τήν Λιβύην μέ τό μαντεΐον τοϋ Άμμωνος· ίσως ή πτήσις των τριών περιστερών ύπέκειτο εις κάποιαν περίεργον άνωμαλίαν, και ετούτο παρατηρουσαι αί ίέρειαι προέλεγον τά μέλλοντα νά συμβούν. Λέγουν δέ επίσης, ότι κατά τήν γλώσσαν τών θεσπρωτών καί Μολοσσών αί γραΐαι εκκαλούντο πέλειαι, οί δέ γέροντες πέλειοι και ίσως αί πε­ρίφημοι πελειάδες δέν ήσαν πτηνά, άλλά γραΐαι γυναίκες τρεις επιφορτισμένοι μέ τήν περιποίησιν τοϋ ίεροϋ. (Έ-πιτ. έκδ.).
2. Είς τήν γλώσσαν τών Θεσπρωτών και Μολοσσών αί γηραιαι γυναίκες καλούνται πέλειαι, οί δέ γέροντες πέλειοι, όπως και είς τήν γλώσσαν τών Μακεδόνων πελιγόνας καλουσιν ώς τόσον εκείνοι τους άρχοντας των, όπως οί Λακεδαιμόνιοι και Μασσαλιώται καλοϋσι τούς ιδικούς των γέροντας· λοιπόν έκ τούτου λέγουσιν, ότι προήλθεν ό μύθος τών περιστερών ή πελειών της Δωδωναίας δρυός.
Ε. (Έπιτ. Βατ).
3. Λέγουν συνήθως δι' 'ένα φλύαρον: «είναι τό χάλκινον σκεύος τής Δωδώνης». Ιδού ποία είναι ή προέλευσις τής παροιμίας ταύτης. 'Υπήρχεν είς τό ίερόν τής Δωδώνης χαλκίνη χύτρα, αφιερωμένη ύπό τών Κερκυραίων και χρη­σιμεύουσα ώς ύπόβαθρον εις χάλκινον ανδριάντα, ό όποιος έκράτει μάστιγα χαλκίνην ή δέ μάστιξ άπετελεΐτο άπό τρεις άλύσεις, άπό τάς οποίας έκρέμαντο αστράγαλοι (μικρά όστα), τά όποια πλήττοντα συνεχώς τήν χαλκίνην χύτραν, οσάκις έκινούντο ύπό τού άνεμου, παρήγον συνεχείς ήχους, έως ό­του ό μετρών τόν ήχον άπό τής αρχής μέχρι του τέλους αύτοϋ, νά φθάση μετρών τόν αριθμόν τετρακόσια· διά τούτο ελέχθη και ή παροιμία «ή Κερκυραίων μάστιξ». (Έπιτ.).


Μυθολογικά σχόλια του Νόννου

Εκοστή στιν στορία κατ τος νιπτόποδας κα
χαμαιεύνας. στι δ ατη.
 Παρ' μήρ τ ποιητ Σελλο θνος Δωδωναίων. κ τούτων
ερες τς φηγο προεβάλλοντο. ν ταύτ δ τ φηγ μαντεον
ν το Διός, καλουμένη Δωδωναία δρς. οτοι ον ο ερες,
οα θεο ντες θεραπευτα γνεύοντες, οτε λούοντο οτε ν
κλίν κάθευδον, λλ χαμαί, ς φησιν ποιητς ν τούτ τ
πει·
    ... μφ δ Σελλοί
  σοι ναίουσ' ποφται, νιπτόποδες, χαμαιεναι.  

Υποφήτης = ερμηνευτής των χρησμών , μάντης, προφήτης, ιερέας, χρησμολόγος, ποιητής

Υποφήτις = ιέρεια, προφήτισσα

Χαμαιευνάς = αυτή που πλαγιάζει κάτω στην γή

Ανιπτό­πους = βρωμοπόδαρος, αυτός που έχει άπλυτα πόδια



Δωδεκάτη στν στορία περ τς Δωδωναίας δρυός.

  Δωδώνη πόλις στ περ τν παλαιν πειρον. ν ταύτ
ν δρς, ν λέγετο Ζες πισκιάζειν κα μαντείαν διδόναι
τος χρζουσι μαντείας. ξ ατς τς δρυς κινήματά τινα
μαντικ ξηχούμενα.   

Τρισκαιδεκάτη στν στορία περ το τρίποδος το Δελφι-
κο.

 Δελφο πόλις τς Φωκίδος, Φωκς δ παρχία τς λλάδος.
ν τούτοις τος Δελφος ν ερν το πόλλωνος, ν ν
Πυθώ, ν στατο τρίπους χαλκος, ξ ο χαλκο τρίποδος
μαντεία ξεφέρετο. πάνω γρ το τρίποδος ν τις φιάλη ν
α ψφοι α μαντικα λλοντο κα πήδων νίκα πόλλων
τν μαντείαν ξέφερεν. τρίπους δ ν δι τοτο, δι τ τν
μαντείαν κατ τος τρες χρόνους μαντεύειν. γρ ντως
μαντικ λέγει κα περ τν παρχημένων κα περ τν
νεστώτων κα περ τν μελλόντων.  

Τεσσαρεσκαιδεκάτη στν στορία περ τς Κασταλίας.

 στι δ ατη πηγ περ τν ντιόχειαν ν πόλλων
φορεύει. ν πηγ μαντεία τις ξεφέρετο κατ τν τοιάνδε
κρον το δατος, ο κατ φωνήν. ο γρ φωνή τις ξηχετο,
λλ' πλς χου τινς κα πνεύματος ναδιδομένου κα
κρος, πρς τινες στάμενοι κα νοοντες τ σύμβολα τατα
λεγον τ μέλλοντα.




Chrysippus Phil., Fragmenta logica et physica
Fragment 101, line 7

                                    aud. debeat p. 31ε. δε δ
μηδ τν νομάτων μελς κούειν, λλ τν μν Κλεάνθους
παιδιν παραιτεσθαι· κατειρωνεύεται γρ στιν τε προσποιούμενος
ξηγεσθαι τ
 ’Ζε πάτερ δηθεν μεδέων’ (Γ 320)
κα τ   ’Ζε να Δωδωναε’ (Π 233)
κελεύων ναγιγνώσκειν φ' ν, ς τν κ τς γς ναθυμιώμενον
έρα δι τν νάδοσιν ναδωδωναον ντα.

Cleanthes Phil., Testimonia et fragmenta
Fragment 535, line 11

Schol. BL Hom.
Π 233
  
Ζε να Δωδωναε]
τινς δ ναδωδωναε φ' ν παρ τν νάδοσιν τν γαθν.

Αναδίδωμι  = Αναδίδω, αναδίνω, αποπνεύω, αναπέμπω, αναφύω, προσφέρω, δίνω, διανέμω, διαμοιράζω, παρέρχομαι, αναβιβάζω, επιστρέφω
Αναδαίομαι = μοιράζομαι, διανέμομαι

Το Δωδωναίε από το αναδίδωμι  από την ανάδοση (ανάπτυξη, εμφάνιση, διανομή)  των αγαθών


Eustathius Philol., Scr. Eccl., Commentarii ad Homeri Iliadem
Volume 3, page 843, line 16

ο δ' ατο φυσιολογικς μα κα ντιθετικς κα τ ξς συμβιβάζοντές
φασι «Ζε να Δωδωναε», τουτέστιν αθέριε κα περίγειε.

Αιθέριος = ενάερος, άυλος, αφρόπλαστος, διάφανος, λεπτός, ουράνιος

Περίγειος = ο περί την γή, που περιβάλλει τη γή, που βρίσκεται σε πιο κοντινό σημείο στη γή





Συνεχίζεται
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...