8 Ιουλίου 2011

Ο δὲ Δαγὼν ἐπειδὴ εὗρε σῖτον καὶ ἄροτρον, ἐκλήθη Ζεὺς Ἀρότριος.


Η σύνδεση των Ναίων θεών και των Θεαινών με την Δωδώνη και την Δήλο καθώς και με την Αίγυπτο μέσω κοινών αρχαίων λατρειών παρουσιάσθηκε στα προηγούμενα κείμενα.

Ο Ζεύς ως Πελασγικός/Πελαγίσιος και Πελαργικός, Νάϊος και ταυτόχρονα η υπαρξη της Διώνης που λειτουργεί ως κτητικό "αρσενικό" επίθετο της αρχαίας ελληνικής Μητέρας Θεάς της Τηθυδας/ Θέτιδας/ Ρέας/ Ηρας/ Αφροδίτης αλλα και της Λατούς/Λητούς που λατρεύετε ως η πρότερη Θεά σ΄ολη την Αιγιακή λεκάνη. Το Ζεύ-γος του Ζευς και της συζύγου του Διώνη που δίδει ζωή και αναγεννά την ύπαρξη.

Η ύπαρξη ναών συνδέετε άμεσα με την  υπαρξη συγχρόνως και πλοίων/κιβωτών που εχουν διασωθεί από τον/τους Κατακλυσμούς.

Τα μυστήρια, τα μαντεία και οι ναοί δεν μπορούν παρα να είναι άρρητα συνδεδεμένα.
Ολοκληρο το Αιγαίο από την μια άκρη του μέχρι την άλλη βριθεί από ιερά και μαντεία. Από κομβικά σημεία στην ουσία που από την υπαρξή τους γίνονται τόποι λατρείας και ευχαριστείας για την διάσωση των ανθρώπων από τον Κατακλυσμό.
Ταυτόχρονα ειναι και λίκνα δημιουργίας και αναγέννησης νέων Λαών και νέας ζωής.

Ναός στην ελληνική γλώσσα σημαίνει το κατοικητήριο, το εσώτατο μέρος του ιερού, το άδυτο.
Στην ιωνική έχουμε τη γενική «του νηός», στην αττική «του νεώς» εκ του «ναίω». Το ρήμα αυτό, όπως και το «νεύω», καθώς και η λέξη «νους» δείχνουν ροή και πληρότητα. Ενδιαφέρον η λέξη παρουσιάζει ότι στη δωρική και αττική ποιητική η γενική της λέξης «Ναός» είναι νάϋς» δηλαδή το πλοίο. Αν ανατρέξουμε και στο συγγενικό ρήμα «νάω» (ρέω, τρέχω), θα βρούμε ως παράγωγό του τη λέξη «νάμα», που σημαίνει πηγή». Έτσι, ενώ το κατοικητήριο υποδηλώνει ένα σταθερό και ακίνητο σημείο, αρκετά παράγωγά της λέξης «ναός » μας δημιουργούν την αίσθηση της κίνησης και της διαρκούς ροής.

Ομοια και η λέξη ναύς αλλα και ναός ηχούν ομόηχα κατά την κλιση τους καθώς η μία και η άλλη σε πολλούς τύπους της κλίσης τους ταυτίζονται στην αττική αλλα και στην ιωνική.

ναίω ποιητ. Α παρατ. ναϊον, θαμιστ. ναίεσκον, έπ. άόρ. ένασσα κ. νάσσα, μέσ. μέλλ. νάσσομαι, άόρ. ένασσάμην (έπ. γ' έν. νάσσατο, γ' πληθ. μτγν. ναιήσαντο), παθ. άόρ. ένάσθην έπ. νάσθη,παρακ. νένασται, μτχ. νενασμένος· έπί προσ., κατοικώ, ένοικώ· κ. μέσ. 2 έπί τόπου, κεΐμαι, ευρίσκομαι· κ. παθ. 3 μτβ. μετά αΐτ. τόπου, εγκαθιστώ, κα­τοικίζω κ. μέσ., έγκαθίσταμαι, κατοικώ.

νάκα ή κ. νιάκα Δ δερμάτινον φορητόν λίκνον.


ναϋς-εώς ή ΑΝ έπ. νηϋς-νηός, ίων. νηϋς-νεός, δωρ. ναϋς κ. νας-ναός Α πλοϊον μακρά ναϋς, στενόμακρον πολεμικόν πλοϊον ναΰς στρογγυλή, έμπορικόν πλοϊον Α. 2 Α τριήρης. 3 Ν μτφ. τό μέ­σον κλίτος χριστιανικού ναού. Κλ. α) άττ. ναϋς, νεώς, νηί, ναϋν, ναϋ, δύίκ. γεν. κ. δοτ. νεοΐν. Γίλ. νήες, κ. μτγν. ναϋς, νεών κ. νηών, ναυσί, ναϋς κ. μτγν. νήας. β) έπ. νηϋς, νηός κ. νεός, νηί, νήα κ. νέα. Πλ. νήες κ. νέες, νηών κ. νεών, νηυσΐ κ. νήεσσι ή νέεσσι ή (κ. γεν.) ναύφι(ν), νήας κ. νέας. γ) ίων. νηϋς, νεός, νηί, νέα. ΓΤλ. νέες, νεών, νηυσί, νέας. δ) δωρ. ναΰς κ. νας, ναός, ναί, ναϋν κ. ναν ή νδα. Γίλ., ναες, ναών, ναυσί κ. νάεσσι, ναας.

 <νας:> το νόματος α εθεαι ποικίλαι οον νες δι το <ε>, νης
δι το <η>, νας δι το <α>, νς παρ Δωριεσι· χρται ον ποιητς ταύταις τας φωνας νηυσί, νευσί, νέεσσιν, νήεσσιν. ο Αολες νάεσσι. τί ον; οκ οδεν μηρος τν ναυσί; ναί, ν συνθέσει, Ναυσίθοος, ναυσικλυτός. (Aelius Herodianus et Pseudo-Herodianus Gramm., Rhet., Περ ρθογραφίας)

ναός ό ΑΝ ίων. νηός, άττ. νεώς, αίολ. ναύος Α τό είς τήν λατρείαν θεού άφιερωμένον κτήριον. 2 Ν τόπος λατρείας του Θεού παρά χριστιανοίς, εκ­κλησία. 3 Ν τόπος λατρείας κ. προσευχής έν οιαδήποτε θρησκεία. 4 Α τό άδυτον. 5 Α μικρόν φορητόν ομοίωμα κτηρίου λατρείας. 6 Α μτφ. τό σώμα του Χρίστου- κ. τό σώμα του χριστια­νού. 7 Ν μτφ. τόπος, ίδρυμα, έν φ ασκείται ύψη-λόν λειτούργημα. Ύποκορ. ναΐσκος ό, ναΐδιον κ. ναύδριον τό.
ναός Α δωρ. κ. άττ. ποιητ. γεν. τοϋ ναϋς.

Νάω Α αττ. Συνηρ. Γ’ εν. να. Μτχ. Νώντας, εν χρ. Μον κατ. Ενεστ. Και παρατ., ρέω

Νηος ο Α ιων. Τ. του ναός. 2. γεν. του Ναυς

Νους (96) παρα το νήσσα( 97), και σωρεύσαι απο των εντιθεμένων αυτή φορτίων. Οι δε παρα το νείσθαι/νεισομαι = πορεύομαι, πηγαίνω, υπάγω, πάω

96 Νούς Legendum est Ναυς, vt sequentia euincunt Larcher

97) νήσσα Corrige νησαι, cumulare Larcher (νησαίος = νησιώτικος, που αναφέρετε σε νησί κλπ.)

Νήσσα παρα το νέω το κολυμβώ, νέσα και νήσσα, τροπή του ε εις ή.

Ναύς παρα το νέω ομοίως το κολυμβώ, παράγωγον νεύω, νεύσω ο μέλλων, ως παρα το χέω, χεύσω, ουτω νευσω, νεύς και ναυς, τροπή του ε εις α ουτω.

Ναίω = κατοικώ, κατοικούμαι για τοπο, κατοικίζω, διάγω, διαμένω, διατρίβω, οικίζω, ρέω

Νάω = ρέω, αναβλύζω, αναβρυώ, πιδακίζω, χύνομαι


Ο Ζεύς ως Δωδωνεύς είναι και Νάϊος  και ο του πλοίου δηλαδή
Εκτός από το Θαλασσαίος,  ο της θαλάσσης και του πλοίου που με την μετατροπή του φωνηέντος Α σε Η μετατρέπετε σε νήϊος, ο του πλοίου- και πάλι- δηλαδή αλλά και κατάλληλος για κατασκευή πλοίου.

Συγχρόνως δε και το νήιον ξύλον είναι το ξύλο που είναι κατάλληλον για την κατασκευή πλοίου.

Και δεν μπορούμε να μην συνδιάσουμε την λέξη Πελαγαίος και Πελλάνιος – επίθετα του Ποσειδώνα
Πελάγιος ο του πελάγους, ο αρμενίζων στην θάλασσα ή το πέλ-αγος
Πελάγισμα το πλημμύρισμα και η πλημμύρα

Πέλαγος η ανοιχτή θάλασσα, πέλαο, αλλα και ο Πόντος μεγάλη μάζα νερών λίμνης ή πλημμύρας αλλα και πλήθος αμέτρητο

Ο Πελασγός όμως και ο Πελασγικός είναι ταυτόχρονα και Πελαργικός, ο των Πελ-αργων. Πελαργός ο λέλεκας και το λελέκι και οι Λελεγες ως φύλο των Ελλήνων

Πελαργάω ως ρήμα μας δηλώνει την σημασία της νουθεσίας και της συμβουλής.
Η Πελα(ρ)γίζω είμαι σαν πέλαγος η λίμνη, σχηματίζω πέλαγος, λίμνη, πλημμυριζω, ειμαι πλημμυρισμένος, κατακλύζω, κατακλύζομαι, αλλα και ταξιδεύω στο πέλαγος, πελαγοδρομώ, πελαγίζω…

Η ύπαρξη των ναών που συμβουλευουν και νουθετούν τους ανθρώπους, έννοιες που είναι αλληλένδετες και φανερές μέσω των συγκεκριμένων λέξεων και ορων της ελληνικής γλώσσης αλλα μέσω του νου και της αεννάου ροής συμβουλεύουν μέσω χρησμών.

Ο Νάϊος όμως δεν είναι άλλος από τον Αρότριο Δία αλλα και από τον «εβραίο» Δαγωνα.


(H)eren(n)ius Philo Gramm., Hist., Fragmenta
Volume
-Jacobyʹ-F 3c,790,F, fragment 2, line 136
         (25) δ Δαγν πειδ ερε στον κα ροτρον, κλήθη Ζες
ρότριος.

Τον Αρότριο Δία που μαθαίνει στους ανθρώπους την καλλιέργεια και το άρορτο. Ενας σιταρο-θεός. Ενας σύζυγος ή υιός  της Μητέρας Θεάς της Γαίας της ΑΙΓΑΣ ή ΓΑΙΑΣ

Όμως κατά έναν περίεργο λόγο ο Θεός ο Αρότριος της γής είναι συνδεμένος και με  το  περίεργο όνομα του ΔΑΓΩΝΑ κατά τους Εβραίους. 

Όνομα που εμφανίζεται στα Εβραϊκά ως דגון (σε σύγχρονη μεταφορά Dagon, στα Εβραϊκά της Τιβεριάδας Dagon), στα Ουγκαριτικά ως DGN (πιθανώς προφέρεται ως Dagnu), και στα Ακκαδικά ως Dagana, Daguna τα οποία συνήθως αποδόθηκαν με λατινικούς χαρακτήρες ως Dagan
Ενας από τους αγαπημένους και πιο σημαντικούς από τους Θεούς των Φιλισταίων/Πελασγαίων εκ του Πελός οπου πελός ο μέλας και πελίωμα το μέλαν.
Πελασγοί είναι και οι Αιθίοπες όπου ο Πελασγός θεωρείται αυτόχθονας κατά τον Ησίοδο. 

Acusilaus Hist., Fragmenta
Volume-Jacobyʹ-F 1a,2,F, fragment 25a, line 4

    σίοδος (F 43) δ τν Πελασγν ατόχθονά φησιν εναι.

Ο δε Ασιος, αρχαιότατος ποιητής παριστά τον Πελασγό ως υιόν της Γής, του πηλού του πελού, του χοός δηλ.  του Ερυθρού, γεννηθέντα εν τοις όρεσι και πατέρα των ανθρωπων. 

Asius Eleg., Epic., Fragmenta epica
Fragment 8, line 1
Δίου ν μεγάροις τέκεν εειδς Μελανίππη.  
ντίθεον δ Πελασγν ν ψικόμοισιν ρεσσι
γαα μέλαιν' νέδωκεν, να θνητν γένος εη. 

Scholia In Lycophronem, Scholia in Lycophronem (scholia vetera et recentiora partim Isaac et Joannis Tzetzae)
Scholion 245, line 2

<
Πελασγν> δ τ Θετταλν λέγει. ss3
 <Πελασγν λμα> τ Θετταλικν πήδημα· Πελασγς
γρ κα Θετταλς χιλεύς.

Lyrica Adespota (PMG), Fragmenta
Fragment
67b, subfragment 1, line 8

ε
τε Βοιωτοσιν λαλκομενες λίμ-  νας πρ Καφισίδος
πρτος νθρώπων νέσχεν·
ετε <που> Κουρτες σαν, θεον δαοι γένος·
Φρύγιοι Κορύβαντες
τος λιος πρώτους πεδε
δενδροφυες ναβλαστάνοντας·

ετ' <ρ'>  ρκαδία προσεληναον Πελασγόν·
Ραρίας δύσαυλον οκητρ' λευσίν·
καλλίπαις δι' ργιασμν
Λμνος ρρήτων τέκνωσε Κάβειρον·
ετε Πελλάνα Φλεγραον
λκυονα, γιγάντων
πρεσβύτατον· Λίβυες δέ
φασιν αχμηρν πεδίων ναδύντα
πρωτόγονον <τν>

Και στο παραπάνω κείμενο στην Αρκαδία ή η ΚΑΡΑ-ΔΙΑ  ή στην ΑΡΚΑ-(Κιβωτό)-ΔΙΑ ο προσεληναίος Πελασγός αναφέρεται.

Gregorius Nyssenus Theol., Contra Eunomium
Book
3, chapter 2, section 135, line 4
                       κα γρ κενοι κα τν Δαγν κα
τν Βλ κα τν δράκοντα θεν νόμαζον, λλ' ο δι

τοτο κα τν θεν προσεκύνουν.


Και στο παραπάνω κείμενο η σύνδεση του Δάγωνα με τον Δράκοντα. Ο θεός ψάρι ταυτίζετε με τον Δράκοντα και τον ονομάζουν Θεό μαζί με τον αδερφό του Βηλ, που στην ουσία είναι κι αυτό ένα επίθετο του Διός Βήλου.
Και ο Δίας ο Αρότριος, ο του Αρότρου και του σπόρου και της καλλιέργειας. Το άροτρο είναι το σπουδαιότερο εργαλείο για το όργωμα Εκτελεί μια παρόμοια εργασία με το γυνί δηλαδή διακόπτει τη συνέχεια της επιφάνειας του εδάφους και εκθέτει νέες επιφάνειες στην επίδραση της ατμόσφαιρας. Την ίδια στιγμή αναποδογυρίζει το έδαφος θάβοντας χορτάρια και άλλα άχρηστα υλικά.
Πριν την ανακάλυψη του αρότρου η καλλιέργεια της γης ήταν μια εξαιρετικά επίπονη δουλειά, διότι το έδαφος έπρεπε να σκαφτεί με μεγάλο κόπο με σκαλιστήρια, πριν από το φύτεμα του σπόρου. Σε πολλές κοινωνίες η λαϊκή παράδοση αποδίδει την εμφάνιση του αρότρου σε κάποιο θεό ή θεόπνευστο βασιλιά.



Αιγυπτιακό άροτρο, περίπου 1250 π.Χ.
Η ανάπτυξη του αρότρου μπορεί να χρονολογηθεί από τη λιθινη εποχή. Τότε ήταν ένα απλό εργαλείο, κάτι παραπάνω από ένα διχαλωτό βραχίονα που κατέληγε σε ένα αιχμηρό άκρο, το υνί. Υπάρχουν αποδείξεις ότι τα πρώτα άροτρα χρησιμοποιήθηκαν στην Αίγυπτο και στη Μεσοποταμία περίπου το 4000 π.Χ. Οι εικόνες δείχνουν ζευγάρια βοδιών να έλκουν το άροτρο, είναι πιθανόν αρχικά να σερνόταν από τον άνθρωπο.
Λόγω των διαφορετικών ειδών των εδαφών στη Μεσόγειο Θάλασσα, στη Μεσοποταμία, στην Αίγυπτο και στην προϊστορική Ευρώπη, είχαν διαδοθεί και διαφορετικοί τύποι αρότρων (όπως το aratrum και το ard). Στη Μεσοποταμία έγινε μια τροποποίηση με μια κατακόρυφη τρύπα στο υνί, στην οποία έμπαινε ένα χωνί και χύνονταν οι σπόροι τη στιγμή του οργώματος

Ετσι στα Ουγκαριτικά η λεκτική ρίζα DGN σημαίνει επίσης και κόκκος(πιθανόν σιταρίου ή άλλου δημητριακού} καθώς και στα Εβραϊκά το dāgān,στα Σαμαριτικά dīgan,έχουν κοινή ερμηνεία και σημαίνουν κόκκος σιταριού ή σιτάρι. Ο Φοινικικής καταγωγής συγγραφέας Σαγχουνιάθωνας λέει και αυτός επίσης ότι η λέξη Dagon προσδίδεται με την ίδια σημασία που οι Αρχαίοι Έλληνες εννοούν τον "Σίτον". Ο ίδιος επίσης εξηγεί πώς: "Αφου ο Ντάγκον ανακάλυψε το σιτάρι και το άροτρο μετονομάστηκε σε Αρότριος Ζεύς."που στην συνέχεια η λέξη αρότριος ταυτίζεται με τον "ζευγολάτη" και αυτόν που σχετίζεται με την γεωργία". 
Είναι ίσως σχετιζόμενη με την Μέση Εβραική και Ιουδαική Αραμαϊκή λέξη dgnʾ'κομμένη' ή την Αραβικά dagn (دجن) 'rain (σύννεφο)'. Η θεωρία συσχετισμού μεταξύ του Εβραικού dāg/dâg, 'Ψάρι', είναι βασισμένο αποκλειστικά σε ένα κείμενο απο το 1 Σαμουήλ(Samuel} 5:2–7 το οποίο παρατίθεται απο κάτω. Ετυμολογία: ΜΕ <εβρ="" span="" γεωργίας)="" θεός="" και="" καλαμποκιού.><="" ο="" ου="" σιτηρό="" της="">

Ο θεός Ντάγκον εμφανίζεται για πρώτη φορά με βάση κάποια διασωζόμενα αρχεία περί το 2500 π.Χ. τα κείμενα της Συριακής πόλης Μάρι και σε κάποιες ονομασίες Αμορριτών στα οποία οι θεοί ILU (EL), Dagan, και Adad είναι ιδιαίτερα διαδεδομένοι.

Στην πόλη Έβλα (Μαρδίχ), απο τουλάχιστον το 2300 π.Χ., Dagan ήταν ο επικεφαλής του πανθέου της πόλης που αποτελείται από περίπου 200 θεότητες και έφερε τον τίτλο BE-DINGIR-DINGIR, δηλαδή «Ο Άρχοντας των θεών» και Μπεκαλάμ, «Ο άρχοντας της γης» .Η Σύζυγος του ήταν αναγνωρισμένα μόνο ως η Be-latu, η «Κυρία».

Το άροτρο ή αλέτρι, όπως το λέει ο λαός μας, ήταν γνωστό και στα πολύ παλιά χρόνια. Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν ότι το άροτρο το έφτιαξε ο Τριπτόλεμος που καταγόταν από την Ελευσίνα, με τον τρόπο που του υπεδειξε η θεά της γεωργίας, η Δημητρα.
Το πρωτόγονο άροτρο ήταν φτιαγμένο από ένα κλαδί λυγισμένο στο πάνω μέρος προς τα πίσω. Το είδος αυτό του άροτρου εξακολουθεί και σήμερα να χρησιμοποιείται από πολλούς πρωτόγονους λαούς, κυρίως της Αφρικής.

Diodorus Siculus Hist., Bibliotheca historica (lib. 1-20)
Book 1, chapter 18, section 3, line 1

συνέπεσθαι δ κα τς γεωργίας μπειρίαν
χοντας, τς μν περ τν μπελον φυτείας Μά-  
ρωνα, το δ κατ τν στον σπόρου κα τς λης
συγκομιδς Τριπτόλεμον. πάντων δ' ετρεπν γε-
νομένων τν σιριν, εξάμενον τος θεος θρέψειν
τν κόμην μέχρι ν ες Αγυπτον νακάμψ, τν
πορείαν ποιεσθαι δι' Αθιοπίας· 

Lucianus Soph., De saltatione
Section 40, line 2
                               ξαιρέτως δ τν Δήμητρος πλάνην κα
Κόρης ερεσιν κα Κελεο ξενίαν κα Τριπτολέμου
γεωργίαν κα
καρίου μπελουργίαν κα τν
ριγόνης συμφοράν, κα σα περ Βορέου κα
σα περ ρειθυίας κα Θησέως κα Αγέως.

Flavius Arrianus Hist., Phil., Historia Indica
Chapter 7, section 6, line 2
                                                       Διόνυσον
δ λθόντα, ς καρτερς γένετο νδν, πόληάς τε
οκίσαι κα νόμους θέσθαι τσι πόλεσιν, ονου τε δο-
τρα νδος γενέσθαι κατάπερ λλησι, κα σπείρειν δι-
δάξαι τ
ν γν διδόντα ατν σπέρματα, οκ λάσαντος
ταύτ
Τριπτολέμου, τε περ κ Δήμητρος στάλη σπεί-
ρειν τ
ν γν πσαν, πρ Τριπτολέμου τις οτος Διό-
νυσος πελθν τν νδν γν σπέρματά σφισιν
δωκε καρπο το μέρου.

Όμως έχουμε και την μαρτυρία όπου ο Δάγων είναι υιός της Γής και του Ουρανού και αδερφός των  Ηλου/Κρόνου του Βαίτυλου και ‘Ατλαντα, αλλα και την ταύτισή του με τον ΣΙΤΟ, το σιτάρι και τον σπόρο !!!

(H)eren(n)ius Philo Gramm., Hist., Fragmenta
Volume-Jacobyʹ-F 3c,790,F, fragment 2, line 100

(16) παραλαβ
ν δ Ορανς τν το πατρς ρχν γεται πρς γάμον τν
δελφν Γν, κα ποιεται ξ ατς παδας τέσσαρας· λον τν κα Κρόνον
κα Βαίτυλον κα Δαγν (ς στι Σίτων) κα τλαντα.


(H)eren(n)ius Philo
Gramm., Hist., Fragmenta
Volume-Jacobyʹ-F 3c,790,F, fragment 2, line 114
                                                  άλω δ ν τι μάχηι κα πέραστος
το Ορανο σύγκοιτος γκύμων οσα, ν κδίδωσιν Κρόνος Δαγνι πρς
γάμον· τίκτει δ παρ τούτωι κατ γαστρς ξ Ορανο φερεν, κα κάλεσε
Δημαρον.

(H)eren(n)ius Philo
Gramm., Hist., Fragmenta
Fragment 2, line 153
            άλω δ ν τ μάχ κα πέραστος το
Ορανο σύγκοιτος γκύμων οσα, ν κδίδωσιν Κρό-
νος Δαγνι πρς γάμον.

(H)eren(n)ius Philo Gramm., Hist., Fragmenta
Volume-Jacoby
ʹ-F 3c,790,F, fragment 2, line 156

τι δ (φησίν) πενόησε θες Ορανς
βαιτύλια, λίθους μψύχους μηχανησάμενος. (24) Κρόνωι δ γένοντο π  
στάρτης θυγατέρες πτ Τιτανίδες ρτέμιδες. κα πάλιν τι ατι
γίνονται π έας παδες πτά, ν νεώτατος μα τι γενέσει φιερώθη·
κα π Διώνης θήλειαι **, κα π στάρτης πάλιν ρρενες δύο, Πόθος κα
ρως. (25) δ Δαγν πειδ ερε στον κα ροτρον, κλήθη Ζες
ρότριος. Συδύκωι δ τι λεγομένωι δικαίωι μία τν Τιτανίδων συνελθοσα
γεννι τν σκληπιόν. (26) γεννήθησαν δ κα ν Περαίαι Κρόνωι τρες
παδες, Κρόνος μώνυμος τι πατρ κα Ζες Βλος κα πόλλων. κατ
τούτους γίνονται Πόντος κα Τυφν κα Νηρες πατρ Πόντου, Βήλου δ πας.
(27) π δ το Πόντου γίνεται Σιδών, καθ' περβολν εφωνίας πρώτη
μνον ιδς ερε, κα Ποσειδν. τι δ Δημαροντι γίνεται Μέλκαθρος κα
ρακλς. (28) ετα πάλιν Ορανς πολεμε Πόντωι, κα ποστς Δημα-
ροντι † προστίθεται πεισί τε Πόντωι Δημαρος, τροποται δ ατν
Πόντος· δ Δημαρος φυγς θυσίαν ηξατο. (29) τει δ τριακοστι δευ-
τέρωι τς αυτο κρατήσεως κα βασιλείας λος (τοτ' στιν Κρόνος)
Ορανν τν πατέρα λοχήσας ν τόπωι τιν μεσογείωι κα λαβν ποχείριον
κτέμνει ατο τ αδοα σύνεγγυς πηγν τε κα ποταμν, νθα φιερώθη
Ορανός, κα πηρτίσθη ατο τ πνεμα, κα πέσταξεν ατο τ αμα τν
αδοίων ες τς πηγς κα τν ποταμν τ δατα· κα μέχρι τούτου δείκνυται
τ χωρίον.
 (30) τοσατα μν δ τ το Κρόνου, κα τοιατά γε τ σεμν το παρ'
λλησι βοωμένου βίου τν π Κρόνου, ος καί φασι γεγονέναι πρτον
χρύσεόν τε γένος μερόπων νθρώπων, τς μακαριζομένης κείνης τν παλαιν
εδαιμονίας. πάλιν δ συγγραφες τούτοις μεθ' τερα πιφέρει λέγων·
 (31) <«στάρτη δ μεγίστη κα Ζες Δημαρος κα δωδος
βασιλες θεν βασίλευον τς χώρας Κρόνου γνώμηι. δ
στάρτη πέθηκε τι δίαι κεφαλι βασιλείας παράσημον  
κεφαλν ταύρου· περινοστοσα δ τν οκουμένην ερεν ερο-
πετ στέρα, ν κα νελομένη ν Τύρωι τι γίαι νήσωι
φιέρωσε. τν δ στάρτην Φοίνικες τν φροδίτην εναι
λέγουσι.




Όμως σε κείμενα  εχουμε και την  ταύτιση του Δάγωνα ή (Αρότριου Διός) με τον Κρόνο, αλλα και  τον γάμον του Δάγωνα κατ΄εντολήν του Κρόνου και την γέννηση του Δήμαρου.
Και ο Αρότριος και της Σποράς και της καλλιέργειας και συγχρόνως ο Σπόρος, ο ΣΙΤΩΝ αφού μ΄αυτόν ταυτίζετε εμφανίζετε να δηλώνει συγχρονως και τον ΙΧΘΥ και τον Θεό-Ψάρι που τον έχουμε συναντήσει κι ως ΟΑΝΝΗ ή ΙΩΑΝΝΗ ή τον ταυτίζουν με τον μεγάλο θεός της Γάζας, που είναι γνωστός ως Marnas (Αραμαϊκά Marnā ο «Κύριος»), ο οποίος θεωρήθηκε ως ο θεός της βροχής και των σιτηρών και επικαλείται σε περιόδους λοιμού και πείνας.

 Ο Marnas της Γάζας εμφανίζεται σε πολλά νομίσματα της εποχής του Αδριανού. Και είχε ταυτιστεί με τον Δία της Κρήτης.

Είναι πιθανό ο Marnas να ήταν η Ελληνιστική έκφραση του Ντάγκον, ο Ναός του, το Μαρνείον το τελευταίο μεγάλο θρησκευτικό κέντρο της ειδωλολατρίας, κάηκε από εντολή του Ρωμαίου αυτοκράτορα το 402.

Stephanus Gramm., Ethnica (epitome)
Page 194, line 6

Ενθεν κα τ το Κρηταίου Δις παρ' ατος εναι,
ν κα καθ' μς κάλουν Μαρνν, ρμηνευόμενον Κρηταγεν.
τς παρθένους γρ οτως Κρτες προσαγορεύουσι Μαρνάν.


Ο ναός δηλαδή του Δία των Μαρνών ή των Παρθένων. Αφού οι Κρήτες τις παρθένους τις ονομάζουν και Μαρνάν.
Κατά τον ενδέκατο αιώνα,ο σχολιαστής της Εβραϊκής Βίβλου Rashi γράφει πάνω σε μια Βιβλική παράδοση, ότι το όνομα Ντάγκον είναι συγγενής με την εβραϊκή λέξη dag / dag «ψάρια» και συνεπώς θεωρούταν ότι είχε σχήμα ψαριού: συγκρινόμενος με τον Βαβυλωνιακό θεό-ψάρι Οάννες. 
Το δέκατο τρίτο αιώνα ο David Kimhi ερμήνευσε την περίεργη φράση στο 1 Σαμουήλ 5,2 - 7 ότι «μόνο τον Ντάγκον του άφησε» που σημαίνει «μόνο με τη μορφή ενός ψαριού έμεινε», προσθέτοντας: «Λέγεται ότι ο Ντάγκον, από τον ομφαλό του και κάτω, είχε τη μορφή ενός ψαριού (εξ ου και το όνομά του, Dagon), και από τον ομφαλό του,και πάνω τη μορφή ενός ανθρώπου,όπως λέγεται,τα δύο χέρια του ήταν κομμένα. «Το κείμενο των Εβδομήκοντα 1 Σαμουήλ 5,2 - 7 λέει ότι τόσο τα χέρια όσο και το κεφάλι του ειδώλου του Ντάγκον διακόπηκαν .[5]
 Σύμφωνα με τον Βαβυλώνιο συγγραφέα του Γ' αι. π.Χ Βήρωσσο, ο Ωάννης ήταν ένα μυθικό ον που κατοικούσε στην Ερυθρά Θάλασσα με την μορφή ψαριού. Αυτό σύμφωνα με τον μύθο δίδαξε στους ανθρώπους την σοφία. Το έργο του Βήρωσσου δεν έχει διασωθεί, αλλά αποσπάσματα διατηρήθηκαν στο έργου του Ευσέβιου Καισαρείας, Χρονικόν,Εκλογαί. Συγκεντρωμένα βρίσκονται στο Fragmenta Historicorum Graecorum, vol. II, p.495-510, μαζί με αποσπάσματα που συλλέχθηκαν και από άλλα έργα. Επίσης αποσπάσματα υπάρχουν και στην συλλογή του I. P. Cory, The Ancient Fragments, Cambridge 1828, στις σελ. 19-38. Νεώτερη έκδοση είναι αυτή των Verbrugghe, G.P. & Wickersham, Berossos and Manetho Introduced and Translated: Native Traditions in Ancient Mesopotamia and Egypt, University of Michigan Press 2000.

Παραθέτουμε ένα απόσπασμα, στο οποίο περιγράφεται ο Ωάννης: το οποίο υπάρχει μόνο σε αρμενική μετάφραση, και του Γεώργιου Σύγκελλου, 

«Εν δε τω πρώτω ενιαυτώ φανήναι εκ της Ερυθράς θαλάσσης κατά τον ομορρούντα τόπον τη Βαβυλωνία ζώον άφρενον ( ο J. Voss διορθώνει σε άρρεν ον) ονόματι Ωάννην, καθώς και Απολλόδωρος ιστόρησε, το μεν όλον σώμα έχων ιχθύος, υπό δε την κεφαλήν παραπεφυκυίαν άλλην κεφαλήν υποκάτω της του ιχθύος κεφαλής, και πόδας ομοίως ανθρώπου, παραπεφυκότας δε εκ της ουράς του ιχθύος˙ είναι δε αυτώ φωνήν ανθρώπου, την δε εικόνα αυτού έτι και νυν διαφυλάσσεσθαι˙ τούτο δε φησίν, το ζώον, την μεν ημέραν διατρίβειν μετά των ανθρώπων, ουδεμίαν τροφήν προσφερόμενον, παραδιδόναι τε τοις ανθρώποις γραμμάτων και μαθημάτων και τεχνών παντοδαπών εμπειρίαν, και πόλεων συνοικισμούς και ιερών ιδρύσεις, και νόμων εισηγήσεις και γεωμετρίαν διδάσκειν, και σπέρματα και καρπών συναγωγάς υποδεικνύναι, και συνόλως πάντα τα προς ημέρωσιν ανήκοντα βίου παραδιδόναι τοις ανθρώποις[viii]». 

Η μορφή του ψαριού μπορεί να θεωρηθεί βέβαια και ως ένα φαλλικό σύμβολο, όπως φαίνεται στην ιστορία του αιγυπτιακού θεού των σιτηρών Όσιρι, του οποίου το πέος ήταν φαγωμένο έτσι που έμοιαζε με την μορφη ψαριού του Νείλου μετά από την επίθεση που δέχτηκε από το τυφωνικό θηρίο Σετ. Ομοίως, και ο μύθος που περιγράφει την προέλευση του αστερισμού του Αιγόκερου, τον Έλληνα θεό της φύσης Πάνα έγινε ψάρι από τη μέση και κάτω, όταν πήδηξε στο ποτάμι, μετά από την επίθεση του Τιτάνα Τυφώνα. ΒλέπεΑιγιπαν.

Και φτάνουμε να ταυτίζουμε τον Δια τον Νάϊο και τον Αρότριο με τον Δαγωνα και τον Οάννες αλλα και με τον Ιχθύ  και ταυτοχρονα και με τον Σπόρο- Σιτο.


Η Ναϊα Θεά και σύζυγος του Θέτις/Διώνη/Ηρα/Αφροδίτη μετατρέπεται σε γοργόνα θεά, μισή ψάρι και μισή γυναίκα και παίρνοντας τα χαρακτηριστικά της Ορείας Μητέρας Θεάς των φιδιών μετατρέπετε στη μορφή της  γοργόνας που γνωρίζουμε. Τα φίδια στα χέρια της έχουν αντικατασταθεί από ψαροουρές.
Φωτο εκ των ιερών της Εφέσου- Στο βαθος η Γοργόνα που κρατά τις ουρές που εχουν μετασχηματισθεί σε δύο κλαδιά/ δέντρα

 Γοργόνα όπου πλέον δεν κρατά τον διπλό όφη αλλα την διπλή ουρά της που άλλοτε μετατρέπετε ακόμα και σε κλαδιά -δέντρα, ανάλογα με τον καλλιτέχνη και την λατρεία του κάθε ιερού χρηστηρίου.




Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...