26 Ιανουαρίου 2012

αγάλματα εστί μεν Δήμητρος Προσύμνης, έστι δε Διονύσου ...

Ο μύθος αυτός παραλείπεται από τους περισσότερους αρχαίους έλληνες συγγραφείς, εντούτοις είναι γνωστός χάρη στους χριστιανούς συντάκτες όπως είναι ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, o Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός κλπ


O φαλλός ως παράσταση του Φεγγαροθεού συνδέεται άμεσα με την γονιμική δύναμη του επάνω στη γή. Το φεγγάρι είναι η αρχή πασης γεννέσεως, κι ο συνδεσμός του με την βλαστική ζωή ξεμένει ακόμα και στις σημερινές δοξασίες. Πολλές φορές, φαλλοί συχνά διπλοί ή τριπλοί θαβονται με τους νεκρούς ή εμβληματίζουν τους τάφους τους για να βοηθήσουν τον ξαναγεννημό του νεκρού, μέσα από την φεγγαρική λειτουργία της αναπαραγωγικής ανανέωσης της ζωής. Περισσότερα και στον μύθο του ‘Οσιρι και της Ίσιδος. Τα κερασφόρα ζώα, ο Ταυρος, ο Τράγος, κι ο Κριός είναι συνήθως φεγγαρικά ζώα και ο ισχυρός φαλλισμός τους συναποσώνει τον φεγγαρικό χαρακτήρα τους. Ιδίως στα Διονυσιακά Μυστήρια η λατρεία του ιθυφαλλικού (= σε στύση) θεού,  που συμβόλιζε τη γονιμοποιό δύναμη της φύσης, έφτασε στο απόγειό της. Τον θεωρούσαν σαν καθολική αρχή του σύμπαντος, τον δημιουργό και χορηγό κάθε αγαθού. Ο δε  υπερμεγέθης φαλλός  ήταν το σύμβολο της θεϊκής δημιουργού δύναμης και της τάσης για αναπαραγωγή.


Στην ουσία, μέσω των κειμενων τους, δεν είναι παρά ένας  τρόπος να δυσφημίσουν τα μυστήρια και τις τελετές γονιμότητας των αρχαίων θεών με τους φαλλούς και τους θύρσους. Ας μην ξεχνούμε ότι και σήμερα σε ορισμένες περιοχές κατά το καρναβάλι αναβιώνουν τελετές με λατρευτικό χαρακτήρα που δίδουν έμφαση στις αναπαραγωγικές εορτές και στον φαλλό,  Βλ. Μπουρανί Τύρναβου κλπ

Ο Υμέναιος όπως και ο Πρίαπος φέρει στο κεφάλι στεφάνι από κισσό και κλήματα, ενώ στο ένα χέρι κρατάει το θύρσο και στο άλλο κύπελλο. Λεγόταν πως στα πρώτα χρόνια η λέξη Πρίαπος ήταν επωνυμία του Διόνυσου. Η σύνδεση του Πρίαπου με το Διόνυσο μας κάνει να ανατρέξουμε στις ομοειδείς λατρείες τους, που είναι λατρείες αναφερόμενες στη βλάστηση και στη γονιμότητα. Ομοια και το Πολύ-υμνος, ή το Προς-υμνος είναι ακόμα  ένα από τα ονόματα του Διονύσου, αυτος που εχει Πολύ-υμνηθεί, ο Πολυδοξασμένος και Αξιομνημονευτος. Ομοια δεν παύει  οι  ιδιότητες να εχουν δωθεί και ως όνομα αλλα και ως ιδιότητες στην Μεγάλη Μητέρα Τροφό, καθώς αποτελεί και δικό της επιθετο αλλα και επίθετο μιας εκ της τροφών της ΄Ηρας.

Clemens Alexandrinus Theol., Protrepticus
Chapter 2, section 34, subsection 3, line 2

Μυστήρια ἦσαν ἄρα, ὡς ἔοικεν, οἱ
ἀγῶνες ἐπὶ νεκροῖς διαθλούμενοι, ὥσπερ καὶ τὰ λόγια, καὶ
δεδήμευνται ἄμφω. Ἀλλὰ τὰ μὲν ἐπὶ Ἄγρᾳ μυστήρια καὶ
τὰ ἐν Ἁλιμοῦντι τῆς Ἀττικῆς Ἀθήνησι περιώρισται·
αἶσχος δὲ ἤδη κοσμικὸν οἵ τε ἀγῶνες καὶ οἱ φαλλοὶ οἱ
Διονύσῳ ἐπιτελούμενοι, κακῶς ἐπινενεμημένοι τὸν βίον.
Διόνυσος γὰρ κατελθεῖν εἰς Ἅιδου γλιχόμενος ἠγνόει τὴν
ὁδόν, ὑπισχνεῖται δ' αὐτῷ φράσειν, Πρόσυμνος τοὔνομα,
οὐκ ἀμισθί· ὁ δὲ μισθὸς οὐ καλός, ἀλλὰ Διονύσῳ καλός·
καὶ ἀφροδίσιος ἦν ἡ χάρις, ὁ μισθός, ὃν ᾐτεῖτο Διόνυσος·  
βουλομένῳ δὲ τῷ θεῷ γέγονεν ἡ αἴτησις, καὶ δὴ ὑπισχνεῖται
παρέξειν αὐτῷ, εἰ ἀναζεύξοι, ὅρκῳ πιστωσάμενος τὴν
ὑπόσχεσιν. Μαθὼν ἀπῆρεν· ἐπανῆλθεν αὖθις· οὐ κατα-
λαμβάνει τὸν Πρόσυμνον (ἐτεθνήκει γάρ)· ἀφοσιούμενος
τῷ ἐραστῇ ὁ Διόνυσος ἐπὶ τὸ μνημεῖον ὁρμᾷ καὶ πασχητιᾷ.


(πασχητι-άω, feel lust, Erot. s.v. γαργαλισμόν, D.C.79.16 ; esp. of unnatural lust, Luc.Am. 26, Ath.5.187c, Cat.Cod.Astr.2.175.6.) Διεγείρω σαρκικές επιιθυμίες, λαγνεία έντονη σαρκική επιθυμία κλπ


Clemens Alexandrinus Theol., Protrepticus
Chapter 2, section 34, subsection 5, line 5

Κλάδον οὖν συκῆς, ὡς ἔτυχεν, ἐκτεμὼν ἀνδρείου μορίου
σκευάζεται τρόπον ἐφέζεταί τε τῷ κλάδῳ, τὴν ὑπόσχεσιν
ἐκτελῶν τῷ νεκρῷ. Ὑπόμνημα τοῦ πάθους τούτου μυστικὸν
φαλλοὶ κατὰ πόλεις ἀνίστανται Διονύσῳ· «εἰ μὴ γὰρ
Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῦντο καὶ ὕμνεον ᾆσμα αἰδοίοισιν,
ἀναιδέστατα εἴργαστ' ἄν», φησὶν Ἡράκλειτος, «ωὑτὸς δὲ
Ἅιδης καὶ Διόνυσος, ὅτεῳ μαίνονται καὶ ληναΐζουσιν», οὐ
διὰ τὴν μέθην τοῦ σώματος, ὡς ἐγὼ οἶμαι, τοσοῦτον ὅσον
διὰ τὴν ἐπονείδιστον τῆς ἀσελγείας ἱεροφαντίαν.
 Εἰκότως ἄρα οἱ τοιοίδε ὑμῶν θεοὶ δοῦλοι παθῶν
Γεγονότες…

Pausanias Perieg., Graeciae descriptio
Book 2, chapter 17, section 1, line 8

αὐτὸ δὲ τὸ ἱερόν ἐστιν ἐν χθαμαλωτέρῳ τῆς Εὐβοίας·
τὸ γὰρ δὴ ὄρος τοῦτο ὀνομάζουσιν Εὔβοιαν, λέγοντες
Ἀστερίωνι γενέσθαι τῷ ποταμῷ θυγατέρας Εὔβοιαν
καὶ Πρόσυμναν καὶ Ἀκραίαν, εἶναι δὲ σφᾶς τροφοὺς
τῆς Ἥρας· καὶ ἀπὸ μὲν Ἀκραίας τὸ ὄρος καλοῦσι τὸ
ἀπαντικρὺ τοῦ Ἡραίου, ἀπὸ δὲ Εὐβοίας ὅσον περὶ τὸ
ἱερόν, Πρόσυμναν δὲ τὴν ὑπὸ τὸ Ἡραῖον χώραν.

Σε ιερό κοντά στις Μυκήνες βρίσκεται ναός της Ηρας –Ηραίον  το οποίον οι Αργείοι ονομασαν Ευβοιαν. Λεγουν ότι ο ποταμός Αστερίων ειχε τρείς θυγατέρες την Εύβοιαν, την Πρόσυμνα και την Ακραία. Η Πρόσυμνος όμως μαζί με την Ακραία είναι Τροφοί της Ηρας, το ονομα της Ακραίας   δόθηκε εις το απέναντι όρος του Ηραίου Ορους, της Εύβοιας  εις το όρος που ευρίσκεται ο ναός ενώ της Πρόσυμνας εις την πεδιάδα στην οποία εκτείνεται κάτωθι του Ηραίου

Το Πρόσυμνος όμως  είναι και  επίθετο της Δήμητρος.

Pausanias Perieg., Graeciae descriptio
Book 2, chapter 37, section 1, line 6

καὶ τὸν Πλούτωνα ἁρπάσαντα ὡς
λέγεται Κόρην τὴν Δήμητρος καταβῆναι ταύτῃ φασὶν
ἐς τὴν ὑπόγεων νομιζομένην ἀρχήν. ἡ δὲ Λέρνα ἐστίν,
ὡς καὶ τὰ πρότερα ἔχει μοι τοῦ λόγου, πρὸς θαλάσσῃ,
καὶ τελετὴν Λερναίᾳ ἄγουσιν ἐνταῦθα Δήμητρι.
 ἔστι δὲ ἄλσος ἱερὸν ἀρχόμενον μὲν ἀπὸ ὄρους ὃ
καλοῦσι Ποντῖνον, τὸ δὲ ὄρος ὁ Ποντῖνος οὐκ ἐᾷ τὸ
ὕδωρ ἀπορρεῖν τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ, ἀλλὰ ἐς αὑτὸ κατα-
δέχεται· ῥεῖ δὲ καὶ ποταμὸς ἀπ' αὐτοῦ Ποντῖνος. καὶ
ἐπὶ κορυφῇ τοῦ ὄρους ἱερόν τε Ἀθηνᾶς Σαΐτιδος, ἐρεί-
πια ἔτι μόνα, καὶ θεμέλια οἰκίας ἐστὶν Ἱππομέδοντος,
ὃς Πολυνείκει τῷ Οἰδίποδος τιμωρήσων ἦλθεν ἐς Θήβας.
ἀπὸ δὴ τοῦ ὄρους τούτου τὸ ἄλσος ἀρχόμενον πλατά-
νων τὸ πολὺ ἐπὶ τὴν θάλασσαν καθήκει. ὅροι δὲ
αὐτοῦ τῇ μὲν ποταμὸς ὁ Ποντῖνος, τῇ δὲ ἕτερος ποτα-
μός· Ἀμυμώνη δὲ ἀπὸ τῆς Δαναοῦ θυγατρὸς ὄνομα
τῷ ποταμῷ. ἐντὸς δὲ τοῦ ἄλσους ἀγάλματα ἔστι μὲν
Δήμητρος Προσύμνης, ἔστι δὲ Διονύσου, καὶ Δήμη-
τρος καθήμενον ἄγαλμα οὐ μέγα· ταῦτα μὲν λίθου
πεποιημένα, ἑτέρωθι δ' ἐν ναῷ Διόνυσος Σαώτης καθ-
ήμενον ξόανον καὶ Ἀφροδίτης ἄγαλμα ἐπὶ θαλάσσῃ
λίθου· ἀναθεῖναι δὲ αὐτὸ τὰς θυγατέρας λέγουσι τὰς
Δαναοῦ, Δαναὸν δὲ αὐτὸν τὸ ἱερὸν ἐπὶ Ποντίνῳ ποιῆ-
σαι τῆς Ἀθηνᾶς. καταστήσασθαι δὲ τῶν Λερναίων
τὴν τελετὴν Φιλάμμωνά φασι….


Ο Παυσανίας δίνει την παραπάνω εκδοχή με αυτή του Κλήμη του Αλεξανδρινού,  όμως  δίδεται για την Δήμητρα που ψαχνει  να βρεί την κόρη της.

"Απ' αυτό τό μέρος λέγουν ότι ο Πλούτων κατέβη είς τούς υπογείους τύπους, όπου πιστεύουν ότι βασιλεύει, όταν απήγαγε τήν  Κόρην, την θυγατέρα της Δήμητρος. Ή Λέρνα ευρίσκεται, όπως  τό  ανέφερα  ήδη, πρός τήν θάλασσαν. ΕΙς τήν πόλιν αυτήν τελούν πρός τιμήν τής Λερναίας Δήμητρος τελετήν (τά Λερναία μυστήρια).
Έκεί υπάρχει και άλσος άφιερωμένον είς την θεάν τό όποιον αρχίζει από το όρος Ποντίνον….

Είς τήν κορυφήν του βουνού Ευρίσκεται το Ιερόν τής Σαΐτιδος Αθηνάς άπό το οποίον δεν υπάρχαουν σήμερον παρα τα ερείπια του, καθώς και τα θεμέλια του οίκου του Ιππομέδοντος, ό όποιος εξεστράτευσε κατά τον Θηβών μαζι με τον Πολευνείκην τον υιόν του Οιδίποδος.
…. Μέσα είς το άλσος υπάρχει το  άγαλμα τής Προσύμνης Δήμητρος και ένα άλλο μικρόν άγαλμα τό όποιον είκονίζει τόν Διόνυσον και τήν Δήμητρα καθήμενους, —και τά δύο μαρμάρινα. Είς άλλο μέρος,  εντός του ναού υπάρχουν δύο αγάλματα. Τό ένα ξύλινον παριστανει τον Διόνυσον Σαώτην (Σωτήρα) καθήμενον, και τό άλλο, από μάρμαρον, είκονίζει τήν Αφροδίτην ενώ αναδύεται άπό τήν θάλασσαν. Τό άγαλμα τής Αφροδίτης, οπως λέγουν, είναι αφιέρωμα  των θυγατέρων του Δαναού. Επίσης λέγουν ότι ό ίδιος ό Δαναός άνήγειρε το  Ιερόν τής "Αθηνάς επάνω είς την κορυφήν του Ποντίνου….

Λέγουν δέ ότι τά Λερναία Μυστήρια καθιερώθησαν άπό τον Φιλάμμωνα…. Από κάποιον φίλο του Αμμωνα κάποιον που αγαπούσε τον Αμμων –Ρα, (τον ηλιακό θεό της Αιγύπτου)

Pausanias Perieg., Graeciae descriptio
Book 2, chapter 37, section 5, line 5

δι' ἧς φασιν Ἀργεῖοι Διόνυσον ἐς τὸν Ἅιδην ἐλθεῖν
Σεμέλην ἀνάξοντα, τὴν δὲ ταύτῃ κάθοδον δεῖξαί οἱ
Πόλυμνον. τῇ δὲ Ἀλκυονίᾳ πέρας τοῦ βάθους οὐκ
ἔστιν οὐδέ τινα οἶδα ἄνθρωπον ἐς τὸ τέρμα αὐτῆς  
οὐδεμιᾷ μηχανῇ καθικέσθαι δυνηθέντα, ὅπου καὶ Νέ-
ρων σταδίων πολλῶν κάλους ποιησάμενος καὶ συνάψας
ἀλλήλοις, ἀπαρτήσας δὲ καὶ μόλυβδον ἀπ' αὐτῶν καὶ
εἰ δή τι χρήσιμον ἄλλο ἐς τὴν πεῖραν, οὐδὲ οὗτος
οὐδένα ἐξευρεῖν ἐδυνήθη ὅρον τοῦ βάθους. καὶ τόδε
ἤκουσα ἄλλο· τὸ ὕδωρ τῆς λίμνης ὡς ἰδόντα εἰκάσαι
γαληνόν ἐστι καὶ ἠρεμαῖον, παρεχόμενον δὲ ὄψιν τοι-
αύτην διανήχεσθαι τολμήσαντα πάντα τινὰ καθέλκειν
πέφυκε καὶ ἐς βυθὸν ὑπολαβὸν ἀπήνεγκε. περίοδος
δὲ τῆς λίμνης ἐστὶν οὐ πολλή, ἀλλὰ ὅσον τε σταδίου
τρίτον· ἐπὶ δὲ τοῖς χείλεσιν αὐτῆς πόα καὶ σχοῖνοι
πεφύκασι. τὰ δὲ ἐς αὐτὴν Διονύσῳ δρώμενα ἐν νυκτὶ
κατὰ ἔτος ἕκαστον οὐχ ὅσιον ἐς ἅπαντας ἦν μοι γράψαι

Είδα επίσης τήν πηγήν πού φέρει   τό όνομα του Αμφιάραου και τήν λίμνην Άλκυονίαν,  από τήν οποίαν ό Διόνυσος κατέβηκε   στον  Αδην διά νά έπαναφέρη είς τήν γήν τήν μητέρα του Σεμέλην. Ό δρόμος του υπεδείχθη από   τον  Πόλυμνον. Η Άλκυονία (λίμνη) έχει πολύ μεγάλο βάθος και δέν γνωρίζω κανένα πού νά ήδυνήθη νά εύρη τον βυθόν της. Και ό Νέρων  ό όποιος διέταξε νά κατασκευάσουν σχοινιά μήκους πολλών σταδίων και προσέδεσεν είς αυτά μόλυβδον και έχρησιμοποίησεν όλα τά δυνατά μέσα διά νά επιτυχή εις τήν δοκιμήν του, δέν κατώρθωσε νά ευρη τον βυθόν. Σχετικώς μέ τήν λίμνην αυτήν ήκουσα και τά έξης: Τό ΰδωρ της δύναται νά τό νομίση ό βλέπων αυτό γαλήνιον και ήρεμον. "Ενώ όμως παρουσιάζεται έτσι, εκείνοι  πού τολμούν νά κολυμβήσουν είς αυτήν τήν λίμνην έλκονται προς τά κάτω και παρασύρονται εις τον βυθόν.  Ή περιφέρεια της  δέν είναι μεγάλη,  αλλά τό εν τρίτον σταδίου. Αι οχθαι της καλύπτονται από χλόην και σχοινα. Δέν μου επιτρέπε¬ται νά γράψω εκείνο πού γίνεται έκεί, άπαξ του έτους κατά τήν διάρκειαν της νυκτός, προς τιμήν του Διονύσου.  Διότι τούτο είναι άσεβες νά κοινολογήσω είς όλους.

Από το παραπάνω κείμενο καθως και τη μετάφραση ο καθείς αντιλαμβάνεται ότι η επίσκεψη της Δήμητρος στην Λέρνη για να βρεί την κόρη της καθώς και τα κοινά ιερά που μοιράζετε με τον Διονυσο, όπως και οι κοινές λατρείες στις λίμνες δίνουν το έναύσμα για να γραφούν κείμενα διαφορετικά από τους πατέρες της εκκλησίας και να κοινοποιηθούν τα «μυστήρια» όπως οι ίδιοι τα έφερναν και τα φαντάζονταν, ως μια σειρά οργιαστικων τελετων και μυήσεων.

Ενώ ένας συγκερασμός των δύο μύθων και της Δήμητρος στην Λίμνη Λέρνη και του Διονύσου στην λίμνη Αλκυονία δίδουν ένα νέο μύθο με γαργαλιστικό περιεχόμενο για τον Διόνυσο με τον Πρόσυμνο ή του Πόλυμνου, μόνο που ο Πόλυμνος ή Προς-υμνος είναι η ίδια η Δήμητρα, η μεγάλη μητέρα Θεά και οι τελετές της που τελούνται στα ιερά της άλση ή τις λίμνες.

Ο αρχαίος θάνατος του βλαστικού θεού/ας που δίδεται διαμορφωμένος από το μύθο σ΄ένα υποχθόνιο ταξίδι του και συνδιάζεται με την «’Ανοδο» ή Ανω-στάση μιας αρχαίας θεάς-Κόρης ή Μητέρας. Και βέβαια με τις φάσεις και τις αλλαγές  της Σελήνης

 Την θέση της την παίρνει η Σεμέλη, που λαμβανει κι ένα νέο όνομα, αυτό της Σεμέλης/Θυώνης- (Περί Θυώνης Περί των φάσεων της Σεμέλης/Σελήνης)

Το ΘΥΩΝΗ τώρα ως άλλη ονομασία της Σεμέλης Η εξήγηση που δίνεται για τη μεταξύ τους διαφορά είναι ότι «Σεμέλη» είναι η θνητή υπόσταση της μητέρας του θεού, ενώ « Θυώνη » είναι η Σεμέλη μετά την αποθέωσή της (δηλαδή τη μετατροπή της σε θεά) από τον Διόνυσο, ο οποίος την έφερε στον Όλυμπο παίρνοντάς την από τον Αδη.

Θυώ σημαινει θυσιάζω, η Θυώνη είναι η γυναίκα/μητέρα που θυσιάστηκε ως θνητή για να κερδίσει την αθανασία και την αποθέωση ως θεά πιά στον Ολολαμπρο Ολυμπο.


Κάθε χρόνο γίνονταν νυχτερινές τελετές, που ο Παυσανίας δεν τις φανερώνει. Από τον Πλούταρχο στο έργο του «Περί Ισιδος και Οσιρίδος» όμως μαθαίνουμε ότι έριχναν στην άβυσσο ένα αρνί, προσφορά στον θυροφύλακα του Κάτου Κόσμου, και κράζανε το Θεό με κάποιες ιερουργικές σάλπιγγες, που τις κρύβανε μέσα σε θύρσους. Αξιοσημείωτο είναι πως ο Διόνυσος, που κράζεται εδώ, λέγεται βουγενής, επίθετο που θυμίζει τον Ζαγρεικό αλλά και τον φεγγαρικό του χαρακτήρα.

Plutarchus Biogr., Phil., De Iside et Osiride (351c-384c)
Stephanus page 364, section F, line 2

Ἆπιν οἱ ἱερεῖς, ὅταν παρακομίζωσιν ἐπὶ σχεδίας τὸ σῶμα,
βακχείας οὐδὲν ἀποδεῖ· καὶ γὰρ νεβρίδας περικαθάπτον-
ται καὶ θύρσους φοροῦσι καὶ βοαῖς χρῶνται καὶ κινήσεσιν
ὥσπερ οἱ κάτοχοι τοῖς περὶ τὸν Διόνυσον ὀργιασμοῖς. διὸ
καὶ ταυρόμορφα Διονύσου ποιοῦσιν ἀγάλματα πολλοὶ
τῶν Ἑλλήνων· αἱ δ' Ἠλείων γυναῖκες καὶ παρακα-
λοῦσιν εὐχόμεναι ‘ποδὶ βοείῳ τὸν θεὸν ἐλθεῖν’ πρὸς
αὐτάς. Ἀργείοις δὲ βουγενὴς Διόνυσος ἐπίκλην ἐστίν·
ἀνακαλοῦνται δ' αὐτὸν ὑπὸ σαλπίγγων ἐξ ὕδατος ἐμβάλ- 
λοντες εἰς τὴν ἄβυσσον ἄρνα τῷ Πυλαόχῳ· τὰς δὲ
σάλπιγγας ἐν θύρσοις ἀποκρύπτουσιν, ὡς Σωκράτης ἐν
τοῖς περὶ ὁσίων (fr. 5 M.) εἴρηκεν. ὁμολογεῖ δὲ καὶ τὰ
Τιτανικὰ καὶ Νυκτέλια τοῖς λεγομένοις Ὀσίριδος δια-
σπασμοῖς καὶ ταῖς ἀναβιώσεσι καὶ παλιγγενεσίαις· ὁμοίως
δὲ καὶ τὰ περὶ τὰς ταφάς


Pseudo-Nonnus, Scholia mythologica
Oration 4, historia 38, line 8

Τριακοστὴ ὀγδόη ἐστὶν ἱστορία ἡ κατὰ τοὺς φαλλούς. ἔστι δὲ αὕτη.
 Τῷ Διονύσῳ ἑορτὴν ἄγοντες οἱ Ἕλληνες φαλλοῖς ἐτίμων
αὐτόν. φαλλὸς δέ ἐστιν ἐκ δέρματος ῥουσίου σχῆμα αἰδοίου
ἀνδρός. καὶ τοῦτο περιετίθουν ἑαυτοῖς καὶ ἐν τοῖς τραχήλοις
καὶ ἐν τοῖς μέσοις μηροῖς, καὶ ἐξωρχοῦντο, τιμῶντες ἐκ τούτου
τὸν Διόνυσον. τὴν δὲ τιμὴν ταύτην ἦγον τῷ Διονύσῳ διὰ
τοιαύτην αἰτίαν. ἐκ Σεμέλης τῆς Κάδμου θυγατρὸς γεννᾶται ὁ
Διόνυσος. αὕτη δὲ κεραυνωθεῖσα, ἐζητεῖτο ὑπὸ τοῦ Διονύσου.
περιπλανωμένῳ δὲ τούτῳ καὶ ζητοῦντι Πολύϋμνος παῖς οὕτω
λεγόμενος περιέτυχε τῷ Διονύσῳ, καὶ ὑπέσχετο δείξειν αὐτῷ
τὴν μητέρα, εἰ παιδεραστήσει αὐτόν. ὁ δὲ Διόνυσος ὑπέσχετο
τοῦτο. λέγει αὐτῷ ὁ Πολύϋμνος ὅτι ἐν Λέρνῃ ἐστὶν ἡ Σεμέλη.
εἶτα εἰσελθὼν ὁ Διόνυσος ἐν τῇ θαλάσσῃ ἵνα περάσῃ ἐν τῇ
Λέρνῃ, συνηκολούθησεν αὐτῷ καὶ ὁ Πολύϋμνος. καὶ ὁ μὲν
Διόνυσος, ὡς θεός, ἐσώθη, ὁ δὲ Πολύϋμνος τέθνηκε. λυπηθεὶς
δὲ ὁ Διόνυσος ὅτι ὁ ἐραστὴς αὐτοῦ τέθνηκε, πρὸς τιμὴν αὐτοῦ
αἰδοῖον ξύλινον ἐκ συκίνου ξύλου πελεκήσας, κατεῖχεν ἀεὶ
πρὸς μνήμην, ὡς εἶπον, τοῦ Πολυΰμνου.
 Διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν τοῖς φαλλοῖς τιμῶσι τὸν Διόνυσον.
φαλλοὶ οὖν εἰσιν πάντες, ἰθύφαλλοι δὲ οἱ εἰς τοὺς μηροὺς ἐπ'
εὐθείας ἐπιδεσμούμενοι.  

Anonymi Paradoxographi, De transformationibus
Page 223, line 6

Πολύυμνος Ἀργεῖος Διονύσου ἐρασθεὶς ὑπέσχετο
ζητοῦντι τὴν εἰς ἅδου κάθοδον μηνύσειν, ἐὰν αὐτῷ τῆς
ὥρας ἀποχαρίσεται. ἐπαγγειλαμένου δὲ τοῦ θεοῦ ἐμήνυσε
διὰ τῆς Λέρνης οὔσης ἀβύσσου. ἀναγαγὼν δὲ τὴν Σεμέ-
λην εὗρε τὸν Πολύυμνον τετελευτηκότα, θέλων δὲ εὐορ-
κεῖν ἐλθὼν ἐπὶ τὸν τάφον τοῦ ἐραστοῦ συκίνῳ φάλλητι
περιεκυλίσατο. διὰ τοῦτο ἔνιοί φασι ἵστασθαι τῷ θεῷ φάλ-
λους ὑπομνήματα τῆς εὐορκίας.  

Το όνομα του Πολύυμνου  είναι ένα από τα επίθετα και τις ιδιότητες του Διονύσου, καθως και η Πολύμνια, ή Πολυμνώ εκτός από το επίθετο της Δήμητρος και τροφός της Ηρας είναι και το όνομα μιας εκ των μουσών


Εδώ στα παραπάνω κείμενα το Πολυμνος είναι μια μορφή του φαλλικού Διονύσου, και το αντίστοιχό της είναι λατρεία του με  σύκινους φαλλούς στη Σάμο ή την Ρόδο και τα επίθετα που του αποδίδονται κατά περιοχές όπως Ενόρχης, ο έχοντας όρχεις και  δερμάτινους φαλλούς  ή σύκινα* αἰδοῖα , ή γιατί τα μυστήρια του συνοδεύονται από όρχηση –χορό με συνοδεία μουσικής –ή Θυωνίδας στους Ροδίτες.

Hesychius Lexicogr., Lexicon (Α – Ο)
Alphabetic letter epsilon, entry 3255, line 1

*<ἔνορχα>· ὄρχεις ἔχοντα S (Avgn) ἔφηβα (Ψ 147)
<ἐνόρχην λαόν>· τὸν ἐπὶ ἥβης· ἀφ' οὗ καὶ τὸ <ὀρχηδόν> (Com.  ad. 90?)
<Ἐνόρχης>· Διόνυσος ἐν Σάμῳ


Scholia In Lycophronem, Scholia in Lycophronem (scholia vetera et recentiora partim Isaac et Joannis Tzetzae) Scholion 212, line 1a

 Ἐνόρχης δὲ ὁ Διόνυσος, διότι μετ' ὀρχήσεως αὐτοῦ ἐπιτελεῖται τὰ μυστήρια.

Scholia In Lycophronem, Scholia in Lycophronem (scholia vetera et recentiora partim Isaac et Joannis Tzetzae) Scholion 212, line 26

                                                   τελευτήσαντος
δὲ Πολυύμνου Διόνυσος θέλων πληρῶσαι τὴν ὑπόσχεσιν
*σύκινα* αἰδοῖα προσῆψεν αὐτῷ καὶ φαλλοὺς δερματίνους  
ἐλάφων, ὅθεν, ὥς φασι, καὶ Ἐνόρχης λέγεται.

Scholia In Lycophronem, Scholia in Lycophronem (scholia vetera et recentiora partim Isaac et Joannis Tzetzae)
Scholion 212, line 55

                      <Φαυστήριος> δὲ οὕτως λέγεται, ὅτι
μετὰ φανῶν καὶ λαμπάδων ἐπετελεῖτο τὰ τούτου μυστήρια,
ὁ αὐτὸς δὲ καὶ <Ἐνόρχης>, ὅτι μετ' ὀρχήσεως αἱ θυσίαι αὐτῷ
ἐπιτελοῦνται.

 Ἐνόρχης δὲ ὁ Διόνυσος,
διότι μετ' ὀρχήσεως αὐτοῦ ἐπι-
τελεῖται τὰ μυστήρια. ὁ αὐ-
τὸς δὲ καὶ Φιγαλεὺς τιμᾶται
ἐν Ἀρκαδίᾳ. καὶ Φαυστήριος
διὰ τὸ μετὰ φωτὸς καὶ λαμ-
πάδος ἐπιτελεῖσθαι αὐτοῦ τὰ
μυστήρια. δαίμων δὲ Ἐνόρχης
ὁ Διόνυσος παρὰ Λεσβίοις·
φασὶ δύο ἀδελφοὺς συμμιγέν-
τας Θυέστη καὶ Δαιτὼ ... ἐξ
ὧν ἐτέχθη πρῶτος παῖς ss3
Ἐνόρχης, ἀφ' οὗ καὶ ὁ Διόνυσος
Ἐνόρχης· ὁ γὰρ παῖς s αὐτοῦ
ἱδρύσατο .... ἀπὸ τοῦ ἰδίου
ὀνόματος. λέγεται δὲ ἐξ ᾠοῦ
γεννᾶσθαι. ss3  
 <δαίμων Ἐνόρχης> ὁ
Διόνυσος παρὰ Λεσβίοις. φασὶ
γὰρ δύο ἀδελφοὺς συμμιγέν-
τας Θυέστη καὶ Δαισῶ ἐξ ὠοῦ
τεκεῖν παῖδα Ἐνόρχην καλού-
μενον, ὃς ναὸν ἱδρυσάμενος
Διονύσῳ ἀπὸ τοῦ ἰδίου ὀνό-
ματος αὐτὸν ἐκάλεσεν. ἢ Ἐνόρ-
 χης λέγεται, ὅτι μετὰ ὀρχή-
σεως τὰ μυστήρια ἐγίνετο.
 ἢ ὅτι ἐν ὄρχοις καὶ φυτοῖς
διῆγεν. s4? (cf. 10025)  
οἱ δὲ αἰσχράν τινα ἱστορίαν φασί· Διόνυσον λέγουσι ψηλα-
φᾶν τὴν μητέρα μετὰ τὸ κεραυνωθῆναι αὐτήν. Πολύυμνος
δέ τις νεανίας ἔφη δείξειν τὴν εἰς ταύτην ὁδόν, εἰ συγγέ-
νοιτο αὐτῷ· ὁ δὲ ὑπέσχετο τοῦτο ποιῆσαι, εἰ πρῶτον εὑρήσει
τὴν μητέρα. καὶ δὴ βουλαῖς Πολυύμνου κατελθὼν εἰς τὸν
Ἅδην ἐκ τῆς Λέρνης πηγῆς ἀνάγει αὐτήν. τελευτήσαντος
δὲ Πολυύμνου Διόνυσος θέλων πληρῶσαι τὴν ὑπόσχεσιν
*σύκινα* αἰδοῖα προσῆψεν αὐτῷ καὶ φαλλοὺς δερματίνους  
ἐλάφων, ὅθεν, ὥς φασι, καὶ Ἐνόρχης λέγεται. ἀλλ' οὗτοι
καὶ περὶ τὴν ἱστορίαν ληροῦσι καὶ τὴν ἀλληγορίαν οὐκ ἴσα-
σιν. ἔχει δὲ ἡ ἱστορία οὑτωσὶ πρῶτον· Ὄσιρις *ὁ* καὶ Διό-
νυσος βασιλεὺς ὑπάρχων Αἰγύπτου ὑπὸ Τυφῶνος τοῦ ἀδελ-
φοῦ καὶ τῶν συνωμοτῶν μεληδὸν κατετμήθη καὶ ἐξετέθη
πολλαχοῦ. Ἴσις δὲ ἡ καὶ Δήμητρα γυνὴ Διονύσου μετὰ
Ὥρου τοῦ υἱοῦ τὸν Τυφῶνα καὶ πάντας τοὺς σὺν ἐκείνῳ
*φονεῖς* ἀναιρεῖ. τὰ δὲ τοῦ Διονύσου μέρη καὶ μόρια συλλέ-
ξασα ἑκάστῳ ναὸν καὶ ἱερὰ ᾠκοδόμησεν. ἐν Φήλαις δὲ πόλει
Αἰγύπτου τὸ μέγιστον ὑπῆρχε τῶν ἱερῶν, ὃς καὶ μέγας ὅρκος
τοῖς Αἰγυπτίοις *ἐτύγχανε* μὰ τὸν ἐν Φήλαις Ὄσιριν λέγου-
σιν. πάντα γοῦν εὑροῦσα τὰ μόρια καὶ δειμαμένη πᾶσι ναούς,
τὰ δὲ παιδογόνα *μόρια* μὴ εὑροῦσα τοὺς δερματίνους φαλλοὺς
ἐπενόησε κρεμαννύειν ἕκαστον ἑαυτῷ καὶ σὺν τούτοις ὀρχεῖ-
σθαι. καὶ τὰ μὲν τῆς ἱστορίας ταυτί, τὸ δὲ συμβολικώτερον
τοῦτο δηλοῖ ὅτι ὁ οἶνος ἐντείνει τὰ μόρια, ὅθεν τὸν Διό-
νυσον καὶ νέον καὶ γέροντα γράφουσι, πρὸς τὴν πόσιν τοῦ
οἴνου, τὴν μετρίαν λέγω καὶ ἄμετρον, καὶ φαλακρὸν γράφουσι
γέροντα τούτῳ ἀκολουθεῖν, ὅτι οἱ οἰνωθέντες τὰ τοῦ λογις-
μοῦ ἀπόρρητα ἐκφαίνουσιν. ὅθεν καὶ Ἀλκαῖός φησιν (Fr. 53)


συνεχίζετε...

24 Ιανουαρίου 2012

Μειλίχον καλούσι Διονυσον ή Βάκχον Μειλίχιον

Τελευταίες αναφορές περί συκιάς και όφη. Κάποια βασικά σημεία ακόμα που πρέπει να συμπληρώσω…

Η 'Εχιδνα ή οχιά ή Εύα ή ‘Οφις της Σοφίας μπορεί να δίνει  μορφή στους πανάρχαιους φόβους όλων, άλλοτε αρσενικός κι άλλοτε θηλυκός. Η ύπαρξη της Δράκαινας, της έχιδνας, της Όχεντρας, του όφη στον κήπο της Εδέμ καθώς και ο δράκοντας στην Κολχίδα, ο Λάδων στα μήλα των Eσπερίδων και μια σειρά από φίδια με διάφορες ονομασίες όπως Ναας, η Ναχάς, Δελφίνη, Εχιδνα, Οφις, Εχιων, Ουδαιος, καθώς και μια σειρά από απεικονίσεις θεών και θεαινών ίσως αποτελούν  ακόμα και εντονες "γήινες" ηλεκτομαγνητικές δυνάμεις που βρίσκουν τρόπο απεικόνισης, απο τους καλλιτέχνες μέσω του παλμού και της κίνησης του όφεως. Εχουμε δε συχνά ακόμα και ιδρυτες πόλεων με μίξη- ή αν θέλετε με διπλή φύση χθόνιων δυνάμεων με γήινες και την απεικόνιση τους σε μύθους, επιτάφιες, λατρευτικές στήλες, αγάλματα, ζωοφόρους κλπ., ή μάχες ιερατείων οπου η γυναικεία μητριαρχεία μάχετε ενάντια στην ανδρική πατρική εξουσία. Συνύπαρξη κοινής λατρείας ξενοφερτων θεών που ζητούν το μερίδιο τους στην λατρεία με δικούς τους ιερείς-ιέρειες και ανάλογες λατρευτικές τελετές.


Αρχέτυπα μια σειρά «τεράτων» δηλαδή σημείων, οιωνών, συμβόλων, θηρίων που προκαλούν φόβο ή είναι γεννήματα της φαντασίας των ανθρώπων και του ενδόμυχου φόβου τους  για το παράξενο ή για γήινα φαινόμενα που δεν μπορούσαν να ερμηνευθούν παρά μόνο μέσω των μύθων. Μια επιστροφή ίσως στην δυαδικότητα κάτι που σήμερα έχει λησμονηθεί.
Ίσως η επιστροφή στον αρχικό ανδρόγυνο  ή ερμαφρόδιτο τύπο ανθρώπου, αλλά και στα διφυή πρόσωπα της μυθ-ιστορίας του κόσμου, όπως ο Κέκροπας, ο Εριχθόνιος, η πότνια των θηρίων κλπ.

Οι καββαλιστικές διδασκαλίες των Ιουδαίων του μεσαίωνα και οι γραφές των Γνωστικών Χριστιανών του δευτέρου αιώνα που παρουσιάζουν τον ενσαρκωμένο Λόγο σαν ανδρόγυνο -γεγονός που υποδηλώνει σίγουρα την κατάσταση του Αδάμ όταν αυτός δημιουργήθηκε, πριν ακόμη η θηλυκή όψη  της Εύας εκφραστεί με ιδιαίτερη μορφή και ως έτερος νέος άνθρωπος., ακόμα και πειράματα γονιμοποίησης και αναπαραγωγής που έλαβαν μέρος σε «φυτουργεία», κήπους της Εδέμ και του Παρ-αβύσσους κλπ.
Ερμαφρόδιτοι ανάμεσα στους Έλληνες, εκτός από τον Ερμαφρόδιτο (το παιδί του Ερμή και της Αφροδίτης)-

Anthologia Graeca, Anthologia Graeca
Book 2, epigram 1, line 102
Ἄλλην δ' εὐπατέρειαν ἴδον χρυσῆν Ἀφροδίτην,
γυμνὴν παμφανόωσαν· ἐπὶ στέρνων δὲ θεαίνης
αὐχένος ἐξ ὑπάτοιο χυθεὶς ἐλελίζετο κεστός.
 Ἵστατο δ' Ἑρμαφρόδιτος ἐπήρατος, οὔθ' ὅλος ἀνὴρ
οὐδὲ γυνή· μικτὸν γὰρ ἔην βρέτας. ἦ τάχα κοῦρον

Κύπριδος εὐκόλποιο καὶ Ἑρμάωνος ἐνίψεις·
μαζοὺς μὲν σφριγόωντας ἐδείκνυεν οἷά τε κούρη·
σχῆμα δὲ πᾶσιν ἔφαινε φυτοσπόρον ἄρσενος αἰδοῦς,
ξυνῆς ἀγλαΐης κεκερασμένα σήματα φαίνων.

διπλή φύση είχε επίσης και ο Έρως, η θεότητα της αγάπης (ο οποίος σύμφωνα με τον Πλάτωνα ήταν ο πρώτος των Θεών ή κατ ΄αλλους  ο Πρωτόγονος Φάνης, Ηρικεπαίος ( κάποια στιγμή θ΄ αναφερθώ και στα του Φάνητος-‘Ερωτα αναλυτικότερα)

«Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπο κατ' εικόνα εαυτού-κατ' εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς».
 Το ερώτημα που μπορεί να προβάλλει αναφέρεται στη φύση της εικόνας του Θεού• η απάντηση, όμως, ήδη έχει δοθεί στο κείμενο και είναι  αρκετά σαφής. «Όταν ο Ευλογημένος, ας είναι Δοξασμένος, έπλασε τον πρώτο άνθρωπο, τον έπλασε ανδρόγυνο».

Γι’ αυτό και το κηρύκειο του Ερμή δεν είναι τίποτ΄ άλλο παρά δύο φίδια ενωμένα που  στο τέλος καταλήγουν  σ’ ένα ζευγάρι φτερών και στο τέλος αποτελούν το σύμβολο του  φτερωτό όφη

Καθώς είδαμε και τις ερμηνείες του  Κήρυκα: <Κήρυκες>· οἱ ἄγγελοι, οἱ διάκονοι, οἱ τὰς ὑπηρετικὰς ἐπιτελοῦντες πράξεις. ἐκαλεῖτο δὲ καὶ γένος ἰθαγενῶν, ἀπὸ Κήρυκος  τοῦ Ἑρμοῦ. Φανίας. καὶ τοὺς ἐρινάζοντας τοὺς ἐρινοὺς <κήρυκας> λέγουσι  και την έννοια της Κηρυκίνης της Καταραμένης αλλα  και του κηρύκειου
<κηρύκειον>· σκῆπτρον.
<Κηρύκειον>· ὄρος τῆς Ἐφέσου r. p, ἐφ' οὗ μυθεύουσι τὸν Ἑρμῆν


caduceus = κηρύκειο (ραβδί του κήρυκα, και του Ερμή, κήρυκα των θεών)
staff of Asclepius = ράβδος του Ασκληπιού


 Η απόσπαση του θηλυκού εκ του ερμαφρόδιτου  και η δημιουργία μιας διαφορετικής μορφής ισως συμβολίζει την έναρξη της πτώσης από την κατάσταση της τελειότητας στο δυαδισμό, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την ανακάλυψη της δυαδικότητας του καλού και του κακού, την εξορία από τον κήπο όπου βαδίζει ο Θεός στη γη και ταυτόχρονα την ανέγερση του τοίχου του Παράδεισου, που εγκαθιδρύεται από τη «σύμπτωση των αντίθετών» . Ο τοίχος του Παράδεισου απομάκρυνε τον Άνθρωπο (που τώρα είναι άντρας και γυναίκα) όχι μόνο από το όραμα. αλλά και από την ανάμνηση της εικόνας του Θεού.
Αυτή είναι η βιβλική εκδοχή ενός μύθου, ο οποίος είναι γνωστός σε πολλές χώρες. Παρουσιάζει έναν από τους βασικούς τρόπους συμβολισμού του μυστήριου της δημιουργίας: την ανάπτυξη της αιωνιότητας στο χρόνο, τη διάσπαση του ενός στα δύο και στη συνέχεια στα πολλά, καθώς και την αναζωογόνηση της νέας ζωής μέσα από την επανασύνδεση των δύο. Η εικόνα αυτή πρωτοεμφανίζεται στην έναρξη του κοσμογονικού κύκλου και με την ίδια σημασία στην αποπεράτωση του ηρωικού καθήκοντος, τη στιγμή που καταρρέει ο τοίχος του Παράδεισου και η θεία μορφή ανακαλύπτεται, αποκαθίσταται και επανακτάται η σοφία.

Ο Τειρεσίας, ο τυφλός μάντης, ήταν αρσενικός και θηλυκός: τα μάτια του ήταν σφαλισμένα στις διασπασμένες μορφές του φωτεινού κόσμου των ζευγών των αντίθετων, και όμως στο εσωτερικό σκοτάδι του προείδε το πεπρωμένο του Οιδίποδα. Ό ίδιος είναι αυτός που γνώρισε και τα δύο φύλα και τις χάρες τους. 

Pseudo-Apollodorus Myth., Bibliotheca (sub nomine Apollodori)
Chapter 3, section 69, line 5

                                                ἦν δὲ
παρὰ Θηβαίοις μάντις Τειρεσίας Εὐήρους καὶ Χαρι- 
κλοῦς νύμφης, ἀπὸ γένους Οὐδαίου τοῦ Σπαρτοῦ
, γενό-

μενος τυφλὸς τὰς ὁράσεις.

Όμως ο Τειρεσίας κατάγονταν από το γένος του Ουδαίου του Σπαρτού. Οι άλλοι τέσσερις που απέμεινων εκ της σποράς και το γενών των Σπαρτών : ο Εχίων, ο Χθόνιος, ο Υπερήνωρ, ο Πέλωρ .

Aeschylus Trag., Fragmenta
Tetralogy 44, play A, fragment 731a, line 2

  –  –  –  – 942: οἱ περιλειφθέντες τῶν Σπαρτῶν, ὡς <Αἰσχύλος>
φησίν (vgl. Ἑπτ. 395), ἦσαν Χθόνιος Οὐδαῖος Πέλωρ Ὑπερήνωρ Ἐχίων,
ὃς ἔγημεν Ἀγαύην τὴν Κάδμου, ἐξ ἧς ποιεῖ Πενθέα, οὗ Ὄκλασος, οὗ
Μενοικεύς, οὗ Κρέων καὶ Ἰοκάστη.

Aeschylus Trag., Fragmenta
Tetralogy 44, play A, fragment 731b, line 3

                                   εἰσὶ δὲ οὗτοι <οἱ> ἐξ αὐτῶν ὑπολειφθέντες·
Πέλωρ Ἐχίων Οὐδαῖος Χθόνιος Ὑπερήνωρ, κατὰ δὲ Τιμαγόραν (381
F 2 Jac.) καὶ Κρέων, ἀφ' οὗ γέγονε <.


Σπαρτοί εκ της γενιάς του Δράκοντα και εκ των οδόντων του δράκοντος-φρουρού της Αρείας κρήνης. Ο Κάδμος σκοτώνει τον δράκοντα και σπέρνει τα δόντια του στην γή. Ένοπλοι άντρες – σπαρτοί (σπαρμένοι στην γή), ξεφυτρώνουν…   Γένος Ουδαίου λοιπόν όπου η ρίζα Ουδα(ς) σημαίνει  Γαί ή Γε δηλαδή τη γή – έδαφος.
Το Ούδα/αιος  σημαίνει το έρημο και σκοτεινό έδαφος = Για ή Γέ, ή Γή κι όχι απλώς το έδαφος. Έδαφος στην κυριολεκτική του σημασία εννοείται η  υπό την επιφάνεια έρημος και σκοτεινή γή = το έρημο και σκοτεινό υποχθόνιο χάος η άβυσσος ή τάρταρος.

Hesychius Lexicogr., Lexicon (Α – Ο)
Alphabetic letter omicron, entry 1547, line 1

<οὐδαῖοι>· χθόνιοι, ἐπίγειοι

<Ἰ-ούδας> καὶ <Ἰ-ουδαῖος.> ὅτι Δαμόκριτος ἱστορικὸς περὶ Ἰουδαίων
φησί· χρυσῆν ὄνου κεφαλὴν προσεκύνουν καὶ κατὰ τριετίαν ξένον ἀγρεύοντες
προσέφερον καὶ κατὰ λεπτὰ τὰς σάρκας διέξαινον καὶ οὕτως ἀνῄρουν.

Κι αν η ρίζα Ου- δαίος προέρχεται εκ του ρήματος δηίω σημαίνει φέρομαι εχθρικά, φονεύω, ξεσχίζω, κατακόπτω, ερημώνω χώρα, αφανίζω, καταστρέφω, φθείρω, λεηλατώ, σκοτώνω, κατασπαράζω… κλπ

Δάϊος αλλά και δήϊος : ο εχθρός, ο εχθρικός, ο πολέμιος, ο πολεμικός, ο άθλιος κλπ αλλά κατά μία έννοια και ο ειδήμων, ο έμπειρος, ο δεξιοτέχνης

<Δηϊώσας>. διακόψας. ἔστι δαίω τὸ διακόπτω.
 [καὶ ἐκ τούτου γίνεται δάϊος καὶ δήϊος, καὶ
 ῥῆμα δηΐω. ἐξ οὗ καὶ τό·
  δηΐουν ἀλλήλους ἀμφὶ στήθεσι βοείας.  
 εἶτα κατὰ συναίρεσιν δηῶ, καὶ ἡ μετοχὴ δηώ-
 σας, καὶ σημαίνει τὸ ἀναιρῶ.]
<Δηΐων>. διακόπτων.

Μικρή παρένθεση τα παραπάνω αλλά σημαντική για όσους θελουν να το ψάξουν περαιτέρω… περί Ουδαίων και περί Ι-ούδα και κρεμάσματος στην συκή κλπ.

Περνάω όμως στα του Διόνυσου καθώς κι εκείνος αναφέρετε ως ανδρόγυνος σε απεικονίσεις και σε κείμενα, και στις απεικονίσεις του συνδέεται άμεσα και με τους δράκοντες  και τα φίδια.  Και με μερικά επίθετα που είδαμε σε προηγούμενα κείμενα να ονομάζετε Δενδρίτης αλλά και  Δενδρεύς, ‘Ενδενδρος  κλπ

Hesychius Lexicogr., Lexicon (Α – Ο)
Alphabetic letter epsilon, entry 2763,

<Ἔνδενδρος>· παρὰ Ῥοδίοις Ζεύς· καὶ Διόνυσος ἐν Βοιωτίᾳ

Αλλά  και Συκίτης ή Συκεάτης  λατρευόμενος στην πόλη της Κιλικίας Συκή, ενώ Συκεών είναι το περιβόλι το κατάφυτο με  συκιές ή Μειλίχιος, άλλο επίθετο του «μείλιχον καλοῦσι Διόνυσον» ή Βάκχον Μειλίχιον ( γλυκυν, ευχάριστον) καθώς το μοιράζετε και με τον πατέρα του Δία.

Plutarchus Biogr., Phil., De esu carnium i (993a-996c)
Stephanus page 994, section A, line 6

τί τὴν θεσμοφόρον ἀσεβεῖτε Δήμητραν καὶ τὸν ἡμερίδην καὶ μειλίχιον αἰσχύνετε Διόνυσον,

Plutarchus Biogr., Phil., De communibus notitiis adversus Stoicos (1058e-1086b)
Stephanus page 1076, section B, line 1

…τοῦ Διὸς ὡς ἔνι ἄριστα διοικοῦντος ἡμᾶς ὡς ἔνι χείριστα
πράσσειν; εἰ γοῦν, ὃ μηδὲ θέμις ἐστὶν εἰπεῖν, ἐθελήσειε
μὴ Σωτὴρ μηδὲ Μειλίχιος εἶναι μηδ' Ἀλεξίκακος


Clemens Alexandrinus Theol., Protrepticus
Chapter 10, section 110, subsection 1, line 6

                     Οὐ γὰρ ἂν οὕτως ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ τοσοῦτον
ἔργον ἄνευ θείας κομιδῆς ἐξήνυσεν ὁ κύριος, ὄψει καταφρο-
νούμενος, ἔργῳ προσκυνούμενος, ὁ καθάρσιος καὶ σωτήριος
καὶ μειλίχιος, ὁ θεῖος λόγος, ὁ φανερώτατος ὄντως θεός,
ὁ τῷ δεσπότῃ τῶν ὅλων ἐξισωθείς, ὅτι ἦν υἱὸς αὐτοῦ καὶ «ὁ
λόγος ἦν ἐν τῷ θεῷ»…



Ενώ η λατινική λέξη morum  ή μορον δηλώνει το συκάμινο ή το συκόμορον όπου μόρος η μοίρα, το πεπρωμένον, το γραφτόν, η ειμαρμενη, το μοιραίο αλλα και ο βίαιος θάνατος...

Ενώ ο θεός που του προσφέρουν  τον πρώτο   καρπό του ιερού δέντρου είναι ο Ερμής, κι ας έχει ο Διόνυσος το όνομά του Συκάτη ή του Συκίτη γιατί ο ίδιος έχει φέρει εκτός από την ιερήν Αμπελον και την καλλιέργεια της  Ιερής Συκιάς.  Ενώ θεωρούν ότι και τη  «συκῆν δὲ καὶ ἄμπελον Διόνυσος» έφερε και έδειξε την καλλιέργειά της.

Όμως ο Διόνυσος λατρεύεται μαζί με την Μεγάλη μητέρα Θεά Κυβέλη/Ρέα/Ήρα/Δήμητρα κλπ – βλέπε και προηγούμενα κείμενα. Στις Βάκχες του Ευρυπίδη δίνεται απόλυτα και ξεκάθαρα η κοινή λατρεία των Θεών, με θύρσους και στεφάνους από κισσό και η συνύπαρξη στα ιερά των ιερειών που συν-λατρεύουν με τον ίδιο τρόπο  τη μεγάλη μητέρα και τον Διόνυσο, φερμένο εκ της Λυδίας και της Φρυγίας και με κοινούς τόπους λατρείας και  στην Ελλάδα- Θήβα, Κρήτη κλπ.

 Διόνυσον ὑμνήσω.
 ὦ μάκαρ, ὅστις εὐδαί-
  μων τελετὰς θεῶν εἰ-
  δὼς βιοτὰν ἁγιστεύει
 καὶ θιασεύεται ψυ-
  χὰν ἐν ὄρεσσι βακχεύ-
  ων ὁσίοις καθαρμοῖσιν,

 τά τε ματρὸς μεγάλας ὄρ-
  για Κυβέλας θεμιτεύων
 ἀνὰ θύρσον τε τινάσσων
 κισσῶι τε στεφανωθεὶς
 Διόνυσον θεραπεύει.
 ἴτε βάκχαι, ἴτε βάκχαι,
 Βρόμιον παῖδα θεὸν θεοῦ  


 Διόνυσον κατάγουσαι
 Φρυγίων ἐξ ὀρέων Ἑλλάδος εἰς εὐ-
  ρυχόρους ἀγυιάς, τὸν Βρόμιον·
 ὅν ποτ' ἔχουσ' ἐν ὠδί-
  νων λοχίαις ἀνάγκαι-
  σι πταμένας Διὸς βροντᾶς
 νηδύος ἔκβολον μά-
  τηρ ἔτεκεν, λιποῦσ' αἰ-
  ῶνα κεραυνίωι πλαγᾶι·
 λοχίαις δ' αὐτίκα νιν δέ-
  ξατο θαλάμαις Κρονίδας Ζεύς,
 κατὰ μηρῶι δὲ καλύψας
 χρυσέαισιν συνερείδει
 περόναις κρυπτὸν ἀφ' Ἥρας.
 ἔτεκεν δ', ἁνίκα Μοῖραι
 τέλεσαν, ταυρόκερων θεὸν
 στεφάνωσέν τε δρακόντων
 στεφάνοις, ἔνθεν ἄγραν θηρότροφον μαι-
  νάδες ἀμφιβάλλονται πλοκάμοις.

 ὦ Σεμέλας τροφοὶ Θῆ-
 βαι, στεφανοῦσθε κισσῶι·
 βρύετε βρύετε χλοήρει
 μίλακι καλλικάρπωι
 καὶ καταβακχιοῦσθε δρυὸς  
 ἢ ἐλάτας κλάδοισι,
 στικτῶν τ' ἐνδυτὰ νεβρίδων
 στέφετε λευκοτρίχων πλοκάμων
 μαλλοῖς· ἀμφὶ δὲ νάρθηκας ὑβριστὰς
 ὁσιοῦσθ'· αὐτίκα γᾶ πᾶσα χορεύσει,
 Βρόμιος εὖτ' ἂν ἄγηι θιάσους
 εἰς ὄρος εἰς ὄρος, ἔνθα μένει
 θηλυγενὴς ὄχλος
 ἀφ' ἱστῶν παρὰ κερκίδων τ'
 οἰστρηθεὶς Διονύσωι.
 ὦ θαλάμευμα Κουρή-
  των ζάθεοί τε Κρήτας
 Διογενέτορες ἔναυλοι,
 ἔνθα τρικόρυθες ἄντροις
 βυρσότονον κύκλωμα τόδε
 μοι Κορύβαντες ηὗρον·
 βακχείαι δ' ἅμα συντόνωι
 κέρασαν ἡδυβόαι Φρυγίων
 αὐλῶν πνεύματι ματρός τε Ῥέας ἐς
 χέρα θῆκαν, κτύπον εὐάσμασι βακχᾶν·


Ω μακάριος που κατέχει
Των θεών τις τελετές
Και τη ζωή του αγνή την έχει,
Κι όποιος στα βουνά ξετρέχει
Κι είναι με τους βακχευτές
Η ψυχή του όλη δοσμένη
Καθαρή κι εξαγνισμένη

Κι όποιος τη μεγάλη μάνα
Την Κυβέλη προσκυνά
Στα μυστήρια της ταμένος
Και κισσοστεφανωμένος
Βαχκικό ραβδί ανεμίζει
Και το Διόνυσο τιμά



«Κι οι Μοίρες όταν σωστόν,
και τέλειον πιά τον έκαμαν,
τότε με κέρατα ταύρου θεό τον εγέννησε
και για στεφάνι του φόρεσε στεφάνι με φιδόπλεκτο
Γι’ αυτό οι Μαινάδες έχουνε τα φίδια στόλισμα τους
 κι ολόγυρα τυλίγουνε τα μαλλοπλέξουδά τους


Με κέρατα ταύρου αλλά και φίδια στο κεφάλι ο Διόνυσος απεικονίζεται ξεκάθαρα στο κείμενο η σύνδεση τους  όπως  αντικρίζουμε την Μέδουσα και στην ασπίδα της Αθηνάς Γοργούς. 
Ενας ξεκαθαρα απο τα σύμβολα και μονον νέος φεγγαροθεός. Η ανανέωση της ζωής μέσα απο τις Μυητικές τελετές, το παιδί που περνά μέσα απ΄αυτές και ομοιώνεται με τον ουράνιο τελεστή τους. Ετσι το Θείον βρέφος ταυτίζεται με τον θεό του φεγγαριού που παριστάνεται ως βρέφος.
Φεγγαρικοί χαρακτηρες του Βρέφους των ορφικών, του μυστηριακού Ζαγρέα, φεγγρίζουν απο κάθε πλευρά του. Κέρατα εμβλήματα φεγγαρικά, και τα φίδια διπρόσωπα πλάσματα και τα δύο σε συνδιασμό. Οι μορφές του ίδιου βρέφους, του Κρητικού Δία που ειναι κι εκεινος ένα φιδοβρέφος κι αυτός, κι ο Διόνυσος που γεννιέται μωρό ταυροκέρατο και στεφανωμένο απο φίδια. 

με δέρμα πάνθηρα στους ώμους σε διαστολή με τον Ηρακλή που φέρει λεοντή


Και ο  Θρία-μβος συνδέεται , όπως ειδαμε και σε προηγούμενο κείμενο με τη λατρεία του και με την εύρεση των Θρίων = φύλλων της συκιάς ή και της αμπέλου. Και η χρήση του  Θύρσου και τα Θρία τα φύλλα της συκής ή της αμπέλου…

Η σύνδεση του Διονύσου εκτός από το ότι απεικονίζεται με κέρατα (σαφή αναφορά σε φεγγαροθεό) και με βοστρύχους από φίδια ή δρακόντων  στεφάνοις,  σε κάποια άλλα κείμενα μας δίνει και την χρήση της συκιά και την «άνομη» ονομασία που έφτασε ως τις μέρες μας και χαρακτηρίζει τα σύκα και την δύσμοιρη τη συκιά με τον τόσο πλούσιο καρπό.

Ο μύθος αναφέρει ότι όταν πέθανε η μητέρα του Σεμέλη ο Διόνυσος θέλησε να την ξαναφέρει στην ζωή. Ετσι έψαξε να βρει πέρασμα να κατεβεί από τη Λίμνη Λέρνη για να την επισκεφθεί το βασίλειο του ‘Αδη. Μη γνωρίζοντας την είσοδο ζήτησε τη βοήθεια του Πρόσυμνου (Προσύμνεως Λεώς" λέγονταν οι μυημένοι στα Λερναία Μυστήρια. Αυτό μας επιτρέπει να ετυμολογήσουμε τη λέξη "Προσύμνεως". "Προς ύμνεως" είναι εκείνος, που προσέρχεται στο ναό, για να υμνήσει το θεό.) ή του Πολυμνου,(Πόλυμνου-  Πολύμνητος ο Μνήμων, που εχει καλή μνήμη που δεν λησμονεί, που επαινείται πολύ) ο οποίος του έδειξε του δρόμο, αλλα με αντάλλαγμα.
Ο ερωτίλος χωρικός δέχτηκε να τον οδηγήσει στην είσοδο, βάζοντας όμως σαν όρο, όταν ο Διόνυσος γύρναγε από τον Άδη, να δεχόταν τις ερωτικές του περιπτύξεις, ενεργώντας σαν γυναίκα. Μη μπορώντας να κάνει αλλιώς ο θεός δέχτηκε κι από την είσοδο, που του υπέδειξε, κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο. Εκεί συνάντησε τον Πλούτωνα, στον οποίο χάρισε τη μυρτιά, που πολύ αγαπούσε σαν φυτό, κι έτσι εξαγόρασε την ελευθερία της μητέρας του. Ανεβαίνοντας στο φως του ήλιου βρήκαν τον Πόλυμνο πεθαμένο. Ο θεός, για να ξεπληρώσει την υπόσχεσή του, πήρε ξύλο συκιάς από το οποίο έφτιαξε έναν φαλλό και τον τοποθέτησε πάνω στον τάφο του


Συνεχίζετε …

17 Ιανουαρίου 2012

εύΐα τον όφιν παίδες 'Εβραίων ονομάζουσι


Παραπάνω είδαμε ότι τα φίδια είναι αυτά που αρέσκονται στο γάλα της συκιάς ή της φραγκοσυκιάς.
Όμως σύκο είναι το όνομα και του γυναικείου μορίου/ αιδοίου.
Η ‘Εχιδνα είναι ο θηλυκός όφις,  κατα τὸ ἥμισυ μὲν γυναῖκα, τὸ ἥμισυ δ' ὄφιν οὖσαν.

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ἀάλιον – ζειαί)
Alphabetic entry epsilon, page 574, line 5

 <Ἔχιδνα>· παρὰ τὸ ἔχις, ὃ σημαίνει τὸν ὄφιν· <ἢ παρὰ τὸ ἔχω
καὶ τὸ ἰός> γίνεται ἔχια καὶ πλεονασμῷ τῶν συμφώνων γίνεται ἔχιδνα,
ἡ ἐν αὑτῇ τὸν ἰὸν ἔχουσα.

Και η κατέχουσα τον ιόν, δηλαδή το φαρμάκι, το δηλητήριο, αλλα και το βέλος, την σαίτα κλπ

Περί σαίτα κλπ σε προηγούμενα κείμενα :

 {Σελεύκου} <Ἔχις>· ὅτι μόνον τῶν ὄφεων μὴ ᾠοφορῆσαν τίκτει, καὶ παρ'
ἑαυτῷ κατέχει καὶ ζῳοφορῆσαν τίκτει οὐκ ὠόν, ἀλλὰ τέλεια τὰ ἑρπετά·
ἀπὸ τοῦ κατέχειν οὖν ἔχις.

Αθάνατη νύμφη και αγήραντη πάντα που μαζί με τον Τυφώνα έχουν σμίξει κι έχουν «γεννήσει» κι έχουν γαλουχήσει μια σειρά από τέκνα – τέρατα  στην ελληνική μυθολογία.

Ὄρθον μὲν πρῶτον κύνα γείνατο Γηρυονῆι·
Τον Κέρβερον ὠμηστήν,
τὸ τρίτον Ὕδρην
ἡ δὲ Χίμαιραν
τὴν μὲν Πήγασος, ἡ δ' ἄρα Φῖκ' ὀλοὴν τέκε Καδμείοισιν ὄλεθρον,
Νεμειαῖόν τε λέοντα,
Και κατ ΄αλλους και τον αετό του  Προμηθέα
- φησὶ τὸν ἀετὸν τὸν ἐπιπεμφθέντα Προμηθεῖ.

Όλα τα παραπάνω είναι τα γεννήματα της ’Εχιδνας.
Όμως στα κειμενα βρίσκουμε για την έχιδνα τα παρακάτω:

Από τα φολιδωτά  φίδια και ενώ ολοι οι όφεις ωοτοκούν η Εχιδνα γεννά ζωντανά φίδια.- ζωοτοκεί
Aristoteles et Corpus Aristotelicum Phil., Historia animalium
Bekker page 490b, line 25

Ὅσα μὲν οὖν ζῳοτόκα, οὐ πάντα τρίχας
ἔχει, ὅσα δ' ᾠοτόκα, φολίδας· ἔστι δ' ἡ φολὶς ὅμοιον
χώρᾳ λεπίδος. Ἄπουν δὲ φύσει ἐστὶν ἔναιμον πεζὸν τὸ τῶν
ὄφεων γένος· ἔστι δὲ τοῦτο φολιδωτόν. Ἀλλ' οἱ μὲν ἄλλοι
ᾠοτοκοῦσιν ὄφεις, ἡ δ' ἔχιδνα μόνον ζῳοτοκεῖ.

Aristoteles et Corpus Aristotelicum Phil., Mirabilium auscultationes
Bekker page 846b, line 18

 Τοῦ περκνοῦ ἔχεως τῇ ἐχίδνῃ συγγινομένου, ἡ ἔχιδνα
ἐν τῇ συνουσίᾳ τὴν κεφαλὴν ἀποκόπτει. διὰ τοῦτο καὶ τὰ
τέκνα, ὥσπερ τὸν θάνατον τοῦ πατρὸς μετερχόμενα, τὴν
γαστέρα τῆς μητρὸς διαρρήγνυσιν.

Scholia In Euripidem, Scholia in Euripidem (scholia vetera)
Vita-argumentum-scholion sch Or, section 524, line 2

<τὸ θηριῶδες τοῦτο>: τοῦτο διὰ τὸ λεγόμενον περὶ τῶν
ἐχιδνῶν ὅτι μετὰ τὴν συνουσίαν φονεύει τὸν ἄρρενα ἡ ἔχιδνα, οἱ δὲ
γεννώμενοι ὥσπερ τιμωρούμενοι τὸν τοῦ πατρὸς φόνον διατρήσαντες τὴν
κοιλίαν τῆς μητρὸς καὶ φονεύσαντες αὐτὴν γεννῶνται ὡς Νίκανδρος
ἐν τοῖς Θηριακοῖς [130 sq.].

Η Εχιδνα είναι το φίδι εκείνο που κατά την συνουσία αποκόπτει την κεφαλή του αρσενικού και για αυτό τον λόγο και τα τέκνα καθώς μετέχουν στον θάνατο του πατρός τους σκίζουν την κοιλιά της μητέρας του και βγαίνουν !!!

Antigonus Paradox., Historiarum mirabilium collectio
Chapter 21, section 4, line 1

οὐδὲ ἔχιδνα δίς· ἐσθίει γὰρ αὐτῆς τὴν κοιλίαν τὰ ἔμβρυα.

Philumenus Med., De venenatis animalibus eorumque remediis
Chapter 17, section t, line 1

ἔχις καὶ ἔχιδνα.>

Aëtius Med., Iatricorum liber xiii
Chapter 23, line 1
Περὶ Ἔχεως καὶ Ἐχίδνης.
 Ἡ ἔχιδνα κατὰ μὲν τὴν χροιὰν ἐστὶν ὑπόξανθος, διακεκοσμημένη
στιγμαῖς πολλαῖς τριχοειδέσι· μέγεθος δὲ αὐτῆς πήχεος ἑνός, τῆς δὲ
μεγίστης παλαιστῶν τριῶν· οὐρὰν δὲ ἔχει ἀθρόως εἰς λεπτὸν λήγου-
σαν καὶ οὐ κατὰ βραχὺ μειουμένην, καὶ παντάπασιν ἄσαρκον καὶ
τραχεῖαν.
Η περιγραφή της παραπάνω με χροιά υπόξανθη και διακοσμημένη με πολλα στίγματα τριχοειδή το μέγεθος της ένας πήχης  και φτάνει μέχρι το μέγιστο μέχρι 3 πήχεις παλαιστών, ουρά που λήγει λεπτή και άσαρκη και τραχιά.
Είναι η γνωστή μας Οχιά ή ‘Οχεντρα



Cyranides, Cyranides
Book 2, section 12, line 2
Περὶ ἐχίδνης.
2.12.2
 Ἔχιδνά ἐστιν ζῷον συρτὸν πᾶσι γνωστόν.
 Τοῦτο ζῶν ἀγρευόμενον παρὰ τῶν ἰδιωτῶν, διαιρούμενον μέρους τι-
νὸς τοῦ πρὸς τῇ κεφαλῇ καὶ μέρους τινὸς τοῦ πρὸς τῇ οὐρᾷ ὡς μὴ ἀπο-
μεῖναι τὸ τυχὸν ἀπὸ τοῦ ἰοῦ ἐν τῷ μέσῳ, τὸ λοιπὸν ἐκζέσαντες καὶ
διελόντες τὰς σάρκας τῆς ἀκάνθης ἐμβάλλουσιν εἰς χύτραν καινὴν με-
γάλην σὺν ἁλσὶ καὶ βάλλουσιν εἰς κάμινον νυχθήμερον ἕως φρυχθῶσιν
καὶ μίξαντες βάλλουσιν ἀρώματα. ποιοῦσι πρὸς πᾶσαν νόσον ἀνθιστα-
μένην. αὕτη ἰᾶται ἐλεφαντιῶσιν, λεπροῖς, ποδαγροῖς, ἐπιληπτικοῖς,
παραλύτοις καὶ ὅσα ἀπεγνωσμένα πάθη θεραπεύει.
 Τῆς δὲ ἐχίδνης τὸ στέαρ ὀξυδέρκειαν παρέχει, καὶ ἰᾶται πᾶσαν
ἀμβλυωπίαν. οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ περιαπτόμενοι πᾶσαν ὀφθαλμίαν ἰῶνται.
οἱ δὲ ὀδόντες ὀδονταλγίαν καὶ παίδων ἀνωδύνως ὀδοντοφυΐαν ἐργάζονται.
 Διώκει δὲ αὐτὴν λίθος γαγάτης. θυμιώμενος καὶ πινόμενος δὲ τὰ
ἐξ αὐτῆς δήγματα ἰᾶται σὺν ἐλαφείῳ μυελῷ.  

Όμως ως γιατρικό η έχιδνα παρέχει μια σειρά από φάρμακα- αφού έχει αφαιρεθεί το κεφάλι με το δηλητήριο της και η ουρά- κατάλληλα  για ελεφαντίαση, λέπρα, ποδάγρα, επιληψία κλπ Το δε λίπος της θεραπεύει την αμβλυωπία, κάθε ειδος οφθαλμικών προβλημάτων και οδονταλγιες και οδοντοφυία παιδιών κλπ. Την διώχνει ο λίθος γαγάτης ενώ τα δαγκώματά της τα θεραπεύουν με μυελό ελαφιού.

Και ενώ στην Ησιοδου Θεογονία ο Ηρακλής έρχετε σε επαφή με μιξο-πάρθενο γυνή, διφυή στην ουσία σαν την παραπάνω μας Εχιδνα όπως και στο κειμενο της ιστορίας του  Ηροδότου, και αποκτά μαζί της μάλιστα και παιδιά όπως τον Ἀγάθυρσον  τον Γελωνόν και τον  Σκύθην δὲ τῷ νεωτάτῳ·

Herodotus Hist., Historiae
Book 4, section 9, line 1

ἐνθαῦτα δὲ αὐτὸν εὑρεῖν ἐν ἄντρῳ μιξο-
πάρθενόν τινα ἔχιδναν διφυέα, τῆς τὰ μὲν ἄνω ἀπὸ τῶν
γλουτῶν εἶναι γυναικός, τὰ δὲ ἔνερθε ὄφιος
. Ἰδόντα δὲ καὶ
θωμάσαντα ἐπειρέσθαι μιν εἴ κου εἶδεν ἵππους πλανω-
μένας. Τὴν δὲ φάναι ἑωυτὴν ἔχειν καὶ οὐκ ἀποδώσειν
ἐκείνῳ πρὶν ἤ οἱ μιχθῇ· τὸν δὲ Ἡρακλέα μιχθῆναι ἐπὶ
τῷ μισθῷ τούτῳ. Κείνην τε δὴ ὑπερβάλλεσθαι τὴν ἀπόδοσιν
τῶν ἵππων, βουλομένην ὡς πλεῖστον χρόνον συνεῖναι τῷ
Ἡρακλέϊ, καὶ τὸν κομισάμενον ἐθέλειν ἀπαλλάσσεσθαι.
Τέλος δὲ ἀποδιδοῦσαν αὐτὴν εἰπεῖν· «Ἵππους μὲν δὴ
ταύτας ἀπικομένας ἐνθάδε ἔσωσά τοι ἐγώ, σῶστρα δὲ σὺ
παρέσχες· ἔχω γὰρ ἐκ σέο παῖδας τρεῖς. Τούτους, ἐπεὰν
γένωνται τρόφιες, ὅ τι χρὴ ποιέειν ἐξηγέο σύ, εἴτε αὐτοῦ  
κατοικίζω (χώρης γὰρ τῆσδε ἔχω τὸ κράτος αὐτή) εἴτε
ἀποπέμπω παρὰ σέ.» Τὴν μὲν δὴ ταῦτα ἐπειρωτᾶν, τὸν
δὲ λέγουσι πρὸς ταῦτα εἰπεῖν· «Ἐπεὰν ἀνδρωθέντας ἴδηαι
τοὺς παῖδας, τάδε ποιεῦσα οὐκ ἂν ἁμαρτάνοις· τὸν μὲν ἂν
ὁρᾷς αὐτῶν τόδε [τὸ] τόξον ὧδε διατεινόμενον καὶ τῷ
ζωστῆρι τῷδε κατὰ τάδε ζωννύμενον, τοῦτον μὲν τῆσδε
τῆς χώρης οἰκήτορα ποιεῦ· ὃς δ' ἂν τούτων τῶν ἔργων
τῶν ἐντέλλομαι λείπηται, ἔκπεμπε ἐκ τῆς χώρης. Καὶ
ταῦτα ποιεῦσα αὐτή τε εὐφρανέαι καὶ τὰ ἐντεταλμένα
ποιήσεις.» Τὸν μὲν δὴ εἰρύσαντα τῶν τόξων τὸ ἕτερον
(δύο γὰρ δὴ φορέειν τέως Ἡρακλέα) καὶ τὸν ζωστῆρα
προδέξαντα παραδοῦναι τὸ τόξον τε καὶ τὸν ζωστῆρα
ἔχοντα ἐπ' ἄκρης τῆς συμβολῆς φιάλην χρυσέην, δόντα
δὲ ἀπαλλάσσεσθαι. Τὴν δ', ἐπεί οἱ γενομένους τοὺς παῖδας
ἀνδρωθῆναι, τοῦτο μέν σφι οὐνόματα θέσθαι, τῷ μὲν Ἀγά-
θυρσον αὐτῶν, τῷ δ' ἑπομένῳ Γελωνόν, Σκύθην δὲ τῷ
νεωτάτῳ· τοῦτο δὲ τῆς ἐπιστολῆς μεμνημένην αὐτὴν
ποιῆσαι τὰ ἐντεταλμένα. Καὶ δὴ δύο μέν οἱ τῶν παίδων,
τόν τε Ἀγάθυρσον καὶ τὸν Γελωνόν, οὐκ οἵους τε γενο-
μένους ἐξικέσθαι πρὸς τὸν προκείμενον ἄεθλον, οἴχεσθαι
ἐκ τῆς χώρης ἐκβληθέντας ὑπὸ τῆς γειναμένης, τὸν δὲ
νεώτατον αὐτῶν Σκύθην ἐπιτελέσαντα καταμεῖναι ἐν τῇ  
χώρῃ. Καὶ ἀπὸ μὲν Σκύθεω τοῦ Ἡρακλέος γενέσθαι τοὺς
αἰεὶ βασιλέας γινομένους Σκυθέω
ν, ἀπὸ δὲ τῆς φιάλης ἔτι
καὶ ἐς τόδε φιάλας ἐκ τῶν ζωστήρων φορέειν Σκύθας. Τὸ
δὲ μεῖναι μηχανήσασθαι τὴν μητέρα Σκύθῃ. Ταῦτα δὲ
Ἑλλήνων οἱ τὸν Πόντον οἰκέοντες λέγουσι.

Ο Ηρακλής συναντά την διφυή Εχιδνα και την θαύμασε. Για να την ανταμείψει για την επιστροφή των φοράδων του, καθώς εκείνη του ζητά εύρετρα σμίγει μαζί της. Και μαλιστα αποκτά και τρία παιδιά. Εκεινη  του ζητά την λύση τι να τα κάνει αν μεγαλώσουν. Να τα του τα στείλει, να τα εγκαταστήσει στην   χώρα που εξουσιάζει.
Της αφήνει δε εντολή να τους μάθει να χρησιμοποιούν το τόξο του- είχε δύο μαζί του. Οποιος μάθαινε να δένει το τοξο του και το ζωνάρι του κατά τον δικό του τρόπο θα γινόταν ο οικιστής του τόπου. ΟΙ δύο γιοί του διωχθηκαν γιατι δεν τα  καταφεραν ο δε μικροτερος ο Σκύθης τα καταφερε και έγινε ο οικιστής και ο διαδοχός του ως βασιλεύς των Σκυθών.  Και εις ανάμνηση της φιάλης του Ηρακλέους φέρουν φιάλη στην ζώνη τους

Θυμίζει όλη αυτή η ιστορία βέβαια τον Οδυσσέα και το τόξο του, ή την αναγνώριση του Θησέα αλλα αλλης στιγμή τα παραπάνω. 

Και ο Ησιοδος την τοποθετεί στην Λυδία κοντά στον ποταμό Πακτωλό στην Γυγαία ή στην Ασκανία στα Εινάριμα Ορη …

Scholia In Lycophronem, Scholia in Lycophronem (scholia vetera et recentiora partim Isaac et Joannis Tzetzae)
Scholion 1353, line 4
 *Κίμψος δὲ κώμη Λυδίας ὁ δὲ Πακτωλὸς ποτα-
μὸς Λυδίας χρυσοῦν πρὶν ψῆγμα ἔχων, νῦν δὲ
ὕελον*  λίμνην δὲ λέγει ἤτοι τὴν Γυγαίαν ἢ τὴν Ἀσκα-
νίαν. πλησίον δὲ Λυδίας εἰσὶ τὰ Εἰνάριμα ὄρη, ὅπου φησὶν
Ἡσίοδος εἶναι ss4 τὴν Ἔχιδναν (Θ 304). ταύτῃ δὲ συνεμίγη
ὁ Τυφών. ss3s4 καὶ ἐγεννήθη ἐξ αὐτῶν ἑτέρα Ἔχιδνα μεγάλη

.Και έχουμε τον Ιππόλυτο που αναφέρει τα κείμενα των Ελλήνων παραφρασμένα και η ιστορία του Ηρακλή με την διφυή κόρη-Εχιδνα δίδεται ως η  ιστορία του Ελωχειμ με την Εδέμ…στο παρακάτω κείμενο …παραφρασμένο και παραπλήσια φτιαγμένο κατά πως τους βολευει με αφορμή ιστορίες όπως του Ηροδότου και του Ηρακλή που ειδαμε παραπάνω…

Hippolytus Scr. Eccl., Refutatio omnium haeresium (= Philosophumena)
Book 5, chapter 26, section 2, line 1

αὕτη δὲ ἐπιγράφεται Βαρούχ· ἐν ᾗ μίαν τῶν πολλῶν
μυθολογίαν ἐκτιθεμένην ὑπ' αὐτοῦ δηλώσομεν <προ>οῦσαν παρὰ
Ἡροδότῳ· ἣν ὡς ξένην τοῖς ἀκροαταῖς παραπλάσας διηγεῖται, ἐξ αὐτῆς
πᾶσαν σύστασιν τοῦ κατ' αὐτὸν διδασκαλ<ε>ίου ποιούμενος.
Ἡρόδοτος μὲν οὖν τὸν Ἡρακλέα φησὶν ἀπὸ τῆς Ἐρυθείας τοῦ
Γηρυόνου τὰς βοῦς ἄγοντα εἰς τὴν Σκυθίαν ἐλθεῖν, κεκμηκότα δὲ ἀπὸ
τῆς πορείας εἰς ἔρημόν τι χωρίον κατακλιθέντα κοιμηθῆναι ὀλίγον·  
ὑπνώσαντος δὲ αὐτοῦ ἀφανῆ γενέσθαι τὸν ἵππον, ἐφ' οὗ καθεζόμενος
διώδευσε τὴν μακρὰν ὁδόν. περιεγερθεὶς δὲ ζήτησιν ἐποιεῖτο ἐπὶ τῆς
ἐρημίας πολλήν, εὑρεῖν πειρώμενος τὸν ἵππον· καὶ τοῦ μὲν ἵππου δια-
μαρτάνει, κόρην δέ τινα μιξοπάρθενον εὑρὼν ἐπὶ τῆς ἐρημίας ἐπηρώ-
τα, εἰ εἴη που τεθεαμένη τὸν ἵππον. ἡ δὲ κόρη φησὶν εἰδέναι μέν, μὴ
δείξειν δὲ πρότερον αὐτῷ, εἰ μὴ πρὸς μίξιν φιλίας συνέλθῃ αὐτῇ ὁ
Ἡρακλῆς. ἦν δέ, φησὶν ὁ Ἡρόδοτος, τὰ <μὲν> ἄνω αὐτῆς μέχρι βουβῶν-
ος παρθένου, πᾶν δὲ τὸ κάτω σῶμα μετὰ βουβῶνα φρικτόν τι θέαμα
ἐχίδνης. σπουδῇ δὲ τῆς περὶ τὸν ἵππον εὑρέσεως ὁ Ἡρακλῆς πείθεται
τῷ θηρίῳ· ἔγνω γοῦν αὐτὴν καὶ ἐποίησεν ἐγκύμονα, καὶ προεῖπεν
αὐτῇ μετὰ τὴν γνῶσιν ὅτι ἔχει κατὰ γαστρὸς ἐξ αὐτοῦ τρεῖς ὁμοῦ
παῖδας, οἵτινες ἔσονται ἐπιφανεῖς. ἐκέλευσε δὲ αὐτοῖς γεννωμένοις ὀνό-
ματα θεῖναι τὴν τεκοῦσαν Ἀγάθυρσον, Γελωνὸν καὶ Σκύθην. λαβὼν δὲ
τούτου μισθὸν τὸν ἵππον παρὰ τῆς θηριώδους κόρης, ἀπηλ<λ>άττετο
φέρων καὶ τὰς βοῦς. μακρὸς δὲ ὁ μετὰ ταῦτα μῦθος Ἡροδότῳ, χαιρέτω
δὲ τὸ νῦν· τίνα δὲ τὰ Ἰουστίνῳ δοκοῦντα, μετάγοντι τὸν μῦθον εἰς τὴν
τῶν ὅλων γέννησιν, ἡμεῖς διηγησόμεθα.

Οὗτός φησιν· ἦσαν τρεῖς ἀρχαὶ τῶν ὅλων ἀγέννητοι, ἀρρενικαὶ δύο,
θηλυκὴ μία. τῶν δὲ ἀρρενικῶν ἡ μέν τις <ἀρχὴ> καλεῖται ἀγαθός, αὐτὸ
μόνον οὕτως λεγόμενος, προγνωστικὸς τῶν ὅλων, ἡ δὲ ἑτέρα πατὴρ
πάντων τῶν γεννητῶν, ἀπρόγνωστος <καὶ ἄγνωστος> καὶ ἀόρατος. ἡ δὲ
θήλ(εια) ἀπρόγνωστος, ὀργίλη, διγνώμων, δισώμ<ατ>ος, κατὰ πάντα τῇ
κατὰ τὸν Ἡροδότου μῦθον <κόρῃ> ἐμφερής, μέχρι βουβῶνος παρθένος,  
ἔχιδνα δὲ τὰ κάτω, ὥς φησιν Ἰουστῖνος· καλεῖται δὲ Ἐδὲμ αὕτη ἡ
κόρη καὶ Ἰσραήλ. αὗται, φησίν, <εἰσὶν> αἱ ἀρχαὶ τῶν ὅλων, ῥίζαι καὶ
πηγαὶ ἀφ' ὧν τὰ ὄντα ἐγένετο· ἄλλο δὲ ἦν οὐδέν. ἰδὼν οὖν ὁ πατὴρ τὴν
μιξοπάρθενον ἐκείνην τὴν Ἐδέμ, ἀπρόγνωστος ὢν ἦλθεν εἰς ἐπιθυμίαν
αὐτῆς – Ἐλωεὶμ δέ, φησί, καλεῖται οὗτος ὁ πατήρ – · οὐδὲν <δὲ> ἧττον
ἐπεθύμησε καὶ ἡ Ἐδὲμ τοῦ Ἐλωείμ, καὶ συνήγαγεν αὐτοὺς ἡ ἐπιθυμία
εἰς μίαν φιλίας εὔνοιαν. γεννᾷ δὲ ἀπὸ τῆς συνόδου τῆς τοιαύτης ὁ
πατὴρ ἐκ τῆς Ἐδὲμ ἑαυτῷ ἀγγέλους δώδεκα, ὀνόματα δέ ἐστι τῶν
πατρικῶν ἀγγέλων τάδε· Μιχαήλ, Ἀμήν, Βαρούχ, Γαβριήλ, Ἠσαδδαῖος
<*> καὶ τῶν μητρικῶν ἀγγέλων, ὧν ἐποίησεν ἡ Ἐδέμ, ὁμοίως ὑποτέ-
τακται τὰ ὀνόματα· ἔστι δὲ ταῦτα· Βάβελ, Ἀχαμώθ, Νάας, Βήλ, Βελίας,
Σατάν, Σαήλ, Ἀδωναῖος, Καυίθαν, Φαραώθ, Καρκαμενώς, Λάθεν.
τούτων <δὲ> τῶν εἰκοσιτεσσάρων ἀγγέλων οἱ μὲν πατρικοὶ τῷ πατρὶ  
συναίρονται καὶ πάντα ποιοῦσι κατὰ τὸ θέλημα αὐτοῦ, οἱ δὲ μητρικοὶ
τῇ μητρὶ Ἐδέμ. τούτων δὲ τῶν ἀγγέλων ὁμοῦ πάντων τὸ πλῆθος ὁ
παράδεισος, φησίν, ἐστί, περὶ οὗ λέγει Μωσῆς· «ἐφύτευσεν ὁ θεὸς
παράδεισον ἐν Ἐδὲμ κατὰ ἀνατολάς», τουτέστι κατὰ πρόσωπον τῆς
Ἐδέμ, ἵνα βλέπῃ τὸν παράδεισον ἡ Ἐδέμ – τουτέστι τοὺς ἀγγέλους – 
διὰ παντός. τούτου <γὰρ> τοῦ παραδείσου ἀλληγορικῶς οἱ ἄγγελοι
κέκληνται ξύλα, καὶ ἔστι τὸ <μὲν> ξύλον τῆς ζωῆς ὁ τρίτος τῶν πατρι-
κῶν ἀγγέλων, <ὁ> Βαρούχ, τὸ δὲ ξύλον τοῦ εἰδέναι γνῶσιν καλοῦ καὶ
πονηροῦ ὁ τρίτος τῶν μητρικῶν ἀγγέλων, ὁ Νάας. οὕτως γὰρ δέχεται
τὰ Μωσέως ἑρμηνεύειν λέγων· περιεσταλμένως αὐτὰ εἶπεν ὁ Μωϋσῆς
διὰ τὸ μὴ πάντας χωρεῖν τὴν ἀλήθειαν… κλπ κλπ

Παρακάτω βέβαια το κειμενο μιλαει για το αμάρτημα στην Εδέμ ειναι η μοιχεία της Εύας, του δε Αδάμ ειναι η αρσενοκοιτία 

Ἰδὼν <δὲ> ταῦτα ὁ πατὴρ Ἐλωείμ, ἐκπέμπει τὸν Βαρούχ, τὸν τρίτον
ἄγγελον τῶν ἑαυτοῦ, εἰς βοήθειαν τῷ πνεύματι <αὐτοῦ,> τῷ ὄντι ἐν
τοῖς ἀνθρώποις πᾶσιν. ἐλθὼν οὖν ὁ Βαροὺχ ἔστη ἐν μέσῳ τῶν ἀγγέλων
τῆς Ἐδέμ – τουτέστιν ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου· παράδεισος γὰρ οἱ
ἄγγελοι, ὧν μέσος ἔστη – καὶ παρήγγειλε τῷ ἀνθρώπῳ «ἀπὸ παντὸς
ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγεῖν, ἀπὸ δὲ τοῦ <ξύλου τοῦ>
γινώσκειν τὸ καλὸν καὶ τὸ πονηρὸν μὴ φαγεῖν», ὅπερ ἐστὶν ὁ Νάας·

τουτέστι τοῖς μὲν ἄλλοις ἀγγέλοις πείθεσθαι, τοῖς ἕνδεκα τῆς Ἐδέμ,
<τῷ δὲ Νάας οὐκέτι.> πάθη μὲν γὰρ ἔχουσιν οἱ ἕνδεκα, παρανομίαν δὲ
οὐκ ἔχουσιν, ὁ δὲ Νάας παρανομίαν ἔσχε· προσῆλθε γὰρ τῇ Εὔᾳ
ἐξαπατήσας αὐτὴν καὶ ἐμοίχευσεν αὐτήν, ὅπερ ἐστὶ παράνομον· προσῆλ-
θε δὲ καὶ τῷ Ἀδὰμ καὶ ἔσχεν αὐτὸν ὡς παιδ<ικ>ά, ὅπερ ἐστὶ καὶ
αὐτὸ παράνομον. ἔνθεν <δὲ> γέγονε μοιχεία καὶ ἀρσενοκοιτία, ἀπὸ
τότε <τε> ἐπεκράτησε τὰ κακὰ τοῖς ἀνθρώποις καὶ <κεχώρηκε> τὰ
ἀγαθά, ἐκ μιᾶς ἀρχῆς γενόμενα, τῆς τοῦ πατρός·
....






Scholia In Lycophronem, Scholia in Lycophronem (scholia vetera et recentiora partim Isaac et Joannis Tzetzae)
Scholion 1114, line 3a

ἢ s3 δράκαινα ἀντὶ τοῦ ἔχιδνα
εἶδος ἀντὶ εἴδους (912 P).
ἡ γὰρ ἔχιδνα μετὰ τὸ μιγῆναι
ἀναιρεῖ τὸν ὁμόζυγον ὡς καὶ
αὐτὴ τὸν ss3 Ἀγαμέμνονα s
ὁμόζυγον, τὸν ἴδιον σύνοικον
ἐφόνευσεν.

Scholia In Lycophronem, Scholia in Lycophronem (scholia vetera et recentiora partim Isaac et Joannis Tzetzae)
Scholion 1114, line 1b

             s3  
ἀντὶ τοῦ ἔχιδνα· λέγει δὲ τὴν Κλυταιμνήστραν.

Scholia In Lycophronem, Scholia in Lycophronem (scholia vetera et recentiora partim Isaac et Joannis Tzetzae)
Scholion 1114, line 5b

                        ὡς γὰρ
ἔχιδνα μετὰ τὸ μιγῆναι ἀναι-
ρεῖ τὸν ὁμόζυγον καὶ οἱ παί-
δους τὴν μητέρα τικτόμενοι
οὕτως καὶ ἡ Κλυταιμνήστρα
τὸν Ἀγαμέμνονα καὶ ὁ Ὀρέ- 
στης τὴν Κλυταιμνήστραν.

Scholia In Lycophronem, Scholia in Lycophronem (scholia vetera et recentiora partim Isaac et Joannis Tzetzae)
Scholion 1120, line 3

                                            ι 19026
 <σκύμνος δὲ>· σκύμνον λέγει τὸν Ὀρέστην υἱὸν
τοῦ Ἀγαμέμνονος, ἔχιδναν δὲ τὴν Κλυταιμνήστραν, παρ' ὅσον
καὶ ἡ ἔχιδνα ἐν μὲν τῇ συνουσίᾳ ἀναιρεῖ τὸν ἄρρενα, ἐν δὲ
τῷ τόκῳ ἀναιρεῖται αὐτὴ ὑπὸ τῶν τέκνων ἐσθιόντων αὐτῆς
τὴν γαστέρα καὶ οὕτως ἐξερχομένων

Η πιο γνωστή ‘Εχιδνα,  γυναίκα οχιά,  στα  αρχαία κειμενα αναφέρεται η Κλυταιμνήστρα που σκοτώνει το αρσενικό μετά την συνουσία και η ίδια βρίσκει φρικτό θάνατο από τα ίδια τα τέκνα της


Όμως υπάρχουν και κάποια κείμενα που μιλούν ξεκάθαρα για το ποια ήταν η Εχιδνα !!!  της Παλαιάς διαθήκης η ίδια η Εύα !!!

Clemens Alexandrinus Theol., Protrepticus
Chapter 2, section 12, subsection 2, line 6

. Αὐτίκα γοῦν κατὰ
τὴν ἀκριβῆ τῶν Ἑβραίων φωνὴν ὄνομα τὸ Ἕυια δασυνόμενον
ἑρμηνεύεται ὄφις ἡ θήλεια·

 
Epiphanius Scr. Eccl., Panarion (= Adversus haereses)
Volume 3, page 511, line 3

ἐκείνην τὴν Εὔαν ἔτι τὴν διὰ τοῦ ὄφεως ἀπατηθεῖσαν ἐπικα- 
λούμενοι ἢ διὰ τῆς δασείας φωνῆς τὸν ὄφιν ἀπὸ τῆς Ἑβραΐδος εἰς ἑαυτῶν
πλάνην κικλήσκοντες. Εὔα γὰρ κατὰ τὴν ψιλὴν ἀπόδοσιν τὴν γυναῖκα,
κατὰ δὲ τὴν δασεῖαν εὑΐα τὸν ὄφιν παῖδες Ἑβραίων ὀνομάζουσι.

Το όνομα το ίδιο της Εύας δηλώνει τον Οφι όπως τον ονομάζουν οι Εβραίοι !!!

Η ίδια η Εύα είναι μια ‘Εχιδνα κι ο Οφις  του Παραδείσου….



Και περνάμε και στα Γεννήματα Εχιδνών

Για να καταλήξουμε και στο κατά Ματθαίον  ή στο παρακάτω κείμενο όπου τα γενήματα Εχιδνας είναι πλέον οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι  που σκοτώνουν τους  νοερούς πατέρας και τους προφήτες που εμφανίζονται.

Κατά Ματθαίον 3.7

 Ἰδὼν δὲ πολλοὺς τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων
ἐρχομένους ἐπὶ τὸ βάπτισμα αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς,
Γεννήματα ἐχιδνῶν, τίς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν
 ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς;         
ποιήσατε οὖν καρπὸν ἄξιον τῆς
μετανοίας·

Physiologus, Physiologus (redactio prima)
Section 10, line 12

Καλῶς οὖν παρεπλησίασεν ὁ Ἰωάννης τῇ ἐχίδνῃ τοὺς Φαρισαίους·
ὃν τρόπον γὰρ ἀποκτείνει ἡ ἔχιδνα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, οὕτω
καὶ οὗτοι ἀπέκτειναν τοὺς νοεροὺς αὑτῶν πατέρας, τοὺς προφήτας, φησί,
καὶ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν Ἐκκλησίαν· πῶς οὖν
φύγωσιν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς;

Κατά τον Δαμασκιο στον Φαίδωνα του Πλάτωνα αναφέρει

Damascius Phil., In Phaedonem (versio 1)
Section 539, line 3

                                                 – Ὁ μὲν Τυφῶν τῆς παντοίας
τῶν ὑπογείων πνευμάτων καὶ ὑδάτων καὶ τῶν ἄλλων στοιχείων βιαίου κινήσεως
αἴτιος· ἡ δὲ Ἔχιδνα τιμωρὸς αἰτία καὶ κολαστικὴ λογικῶν τε καὶ ἀλόγων ψυχῶν,
διὸ τὰ μὲν ἄνω παρθένος, τὰ δὲ κάτω ἐστὶν ὀφεώδης· ὁ δὲ Πύθων φρουρὸς
τῆς μαντικῆς ὅλης ἀναδόσεως.


Damascius Phil., In Phaedonem (versio 2)
Section 142, line 2

        – [111e6 – 112a5] Ὅτι Ταρτάρου καὶ Γῆς τῆς συζυγούσης Οὐρανῷ ὁ
Τυφῶν ἡ Ἔχιδνα ὁ Πύθων, οἷον Χαλδαϊκή τις τριὰς [frg. 4] ἔφορος τῆς ἀτάκτου
πάσης δημιουργίας.

Damascius Phil., In Phaedonem (versio 2)
Section 142, line 5

                    ἡ δὲ Ἔχιδνα ἡ δύναμις καὶ τὸ θῆλυ καὶ προοδικὸν αἴτιον τῆς
ἀτάκτου φύσεως.

Στην ουσία θεωρεί την Εχιδνα τη δύναμη, τη θηλυκή δύναμη και το προοδικόν αίτιο της άτακτης φύσεως, ενώ την παρουσιάζει ως την μια από την τριάδα της χαλδαικής λατρείας  μαζί με τον Τυφώνα και τον Πύθωνα.

Ενώ το άλλο της όνομα είναι η Τηνία ή της Τήνου δηλαδή, και εχω ήδη αναφέρει και και παλιότερα κείμενα με την Τήνο που φέρει το επίθετο Οφιούσα μαζί με την Ρόδο.

Hesychius Lexicogr., Lexicon (Π – Ω)
Alphabetic letter tau, entry 802, line 1

                     Ταραντῖνοι
<Τηνία>· ἔχιδνα. ἄλλοι δὲ τὴν στηθοδέσμην


Athenagoras Apol., Legatio sive Supplicatio pro Christianis
Chapter 20, section 4, line 5

                              καὶ τίς ἂν ἄνθρωπος κεκριμένος
καὶ ἐν θεωρίᾳ γεγονὼς ὑπὸ θεοῦ γεννηθῆναι πιστεύσαι ἔχιδναν – 
Ὀρφεύς·
     ἂν δὲ Φάνης ἄλλην γενεὴν τεκνώσατο δεινήν
     νηδύος ἐξ ἱερῆς, προσιδεῖν φοβερωπὸν Ἔχιδναν,
     ἧς χαῖται μὲν ἀπὸ κρατὸς καλόν τε πρόσωπον
     ἦν ἐσιδεῖν, τὰ δὲ λοιπὰ μέρη φοβεροῖο δράκοντος
     αὐχένος ἐξ ἄκρου – 
ἢ αὐτὸν τὸν Φάνητα δέξαιτο, θεὸν ὄντα πρωτόγονον (οὗτος γάρ
ἐστιν ὁ ἐκ τοῦ ᾠοῦ προχυθείς), ἢ σῶμα ἢ σχῆμα ἔχειν δράκοντος
καταποθῆναι ὑπὸ τοῦ Διός, ὅπως ὁ Ζεὺς ἀχώρητος γένοιτο;


….συνεχίζετε ….
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...