Ξεκινάω μια αναφορά και παρένθεση στα της Πυραμίδος, περί οίκος του Σίτου βλέπε και Πυραμιδα ή Βηθλεεμ κλπ. και συνεχίζω με μια παρένθεση περί Συκιάς κλπ για να δώσω επιπλέον στοιχεία.
Αναρωτήθηκα για το αν το Δέντρο της ζωής- όπως αυτό φαίνεται σε κείμενα είναι αυτό που παρουσιάζουν ως ιερό δέντρο και ως η δική μας συκιά.
Άλλο το δέντρο της ζωής και άλλο το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. Είναι δύο διαφορετικά δέντρα.
Γεν. 2,8 Καὶ ἐφύτευσεν ὁ Θεὸς παράδεισον ἐν Ἐδὲμ κατὰ ἀνατολὰς καὶ ἔθετο ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε.
Γεν. 2,8 Διέταξε δε ο Θεός και εφύτρωσε και εβλάστησεν εις την περιοχήν της Εδέμ προς ανατολάς κήπος, ο παράδεισος, και εκεί ετοποθέτησε τον άνθρωπον, τον οποίον έπλασε.
Γεν. 2,9 καὶ ἐξανέτειλεν ὁ Θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πᾶν ξύλον ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου καὶ τὸ ξύλον τοῦ εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ.
Γεν. 2,9 Έκαμε δε ο Θεός να βλαστήσουν από την γην όλα τα είδη των δένδρων, τα οποία είναι ωραία εις την όρασιν, ευχάριστα εις την γεύσιν και θρεπτικά, καθώς επίσης διέταξε και εφύτρωσε το δένδρον της ζωής εν μέσω του παραδείσου και το δένδρον της γνώσεως του καλού και του κακού.
Έτσι έχουμε δύο δέντρα εκτός από τα υπόλοιπα που βρίσκονται εντός του Παραδείσου- περί παραδείσου σε παλαιότερα κείμενα βλέπε κι εδώ.
- Και άλλο βέβαια το δέντρο της γνώσεως. - Παρεπιπτόντως πολύ καλή η ταινία με τον τίτλο The Fountain (2006)-Μεταφρασμένος Τίτλος: Η Πηγή της Ζωής
Η συκιά η ελληνική είναι αυτή που ονομάζουμε Συκιά Καρική (ficus carica)
Γνωστή σε όλη την Μεσόγειο με διαφορετικές ποικιλίες και χρώματα ένα φρούτο που δίνει καρπούς δύο φορές το χρόνο, διφορική και με τα παλιά κλαδιά και τον κορμό και με τα νέα κλαδιά της καινούριας χρονιάς.
Πώς λοιπόν να μην λατρεύεται ως ιερό φρούτο και δέντρο. Κατά μία έκδοχή είναι η Μεγάλη μητέρα της γής-Γα/Δή-μητρα πρώτη αυτή που το έχει ευλογήσει, όταν έψαχνε την κόρη της και έφθασε στην Ελευσίνα. Κείμενα από τους Δειπνοσοφιστές του Αθηναίου που αφιερώνει αρκετές σελίδες :
Δωρίων ἱστορεῖ Συκέαν τινὰ ἕνα τῶν Τιτάνων διωκόμενον ὑπὸ
Διὸς τὴν μητέρα Γῆν ὑποδέξασθαι καὶ ἀνεῖναι τὸ φυτὸν εἰς διατριβὴν τῷ
παιδί, ἀφ' οὗ καὶ Συκέαν πόλιν εἶναι ἐν Κιλικίᾳ· Φερένικος δὲ ὁ Ἡρακλεώτης,
ἀπὸ συκῆς τῆς Ὀξύλου θυγατρὸς προσαγορευθῆναι. Ὄξυλον γὰρ τὸν Ὀρίου
Ἁμαδρυάδι τῇ ἀδελφῇ μιγέντα γεννῆσαι Κάρυαν, Βάλανον, Κρανεῖον, Ὀρέαν,
Αἴγειρον, Πεταλίαν, Ἄμπελον, Συκῆν· καὶ ταύτας Ἁμαδρυάδας νύμφας
καλεῖσθαι καὶ ἀπ' αὐτῶν πολλὰ τῶν δένδρων προσαγορεύεσθαι. ὅθεν καὶ
Ἵππωνάξ φησι· συκῆν μέλαιναν ἀμπέλου κασιγνήτην
Μια άλλη εκδοχή για την Δημιουργια της Συκιάς υπεύθυνος είναι ένας Τιτάνας ο Συκεύς που καταδιωκόμενος εκ του Διός εγινε δεκτός από τη μητέρα Γη που παρήγαγε προς διατροφή του υιού της δέντρο με το ονομά του και εκ αυτού ονομάσθει Συκεα και μια πόλη στην Κιλικία.
Ο Φερένιος εξ αλλου ο εξ Ηρακλείας – επικός ποιητής λεει ότι η Συκή ονομασθει επο το όνομα της θυγατέρας του Οξυλου που ελέγετο Συκή. Διότι λεγει ότι ο Οξυλος, γιός του Ορείου συνευρέθει εξ αυτης μεταξύ άλλων την Καρυα (Καρυδιά), την Βάλανον (Βαλανιδιά), την Κρανειά ( Ακρανειά), την Μορέαν (μουριά) την Αιγειρον (Λεύκη/α), την Πτελέαν (Φτελιά) και την Αμπελον και τέλος την Συκήν. Και αυτές εινια οι λεγόμενες Αμαδυάδες- νυμφες που γεννιώνται στα δάση) και από το ονομά τους πολλά από τα δέντρα έχουν ονομασθεί. Και ο Ποιητής Ιππώναξ λέγει την : τη μαύρη τη συκιά την αδελφή του Κλήματος»
Κατ ΄άλλη εκδοχή είναι ο Διόνυσος αυτός που το έφερε στην Ελλάδα μαζί με το αμπέλι, και πάλι στους Δειπνοσοφιστές του Αθηναίου :
«Σωσίβιος δὲ εὕρεμα Διονύσου τὴν συκῆν φησι, διὸ καὶ Λακεδαιμονίους Συκίτην τιμῆσαι Διόνυσον.
Νάξιοι δὲ μείλιχον καλοῦσι Διόνυσον διὰ τὴν τοῦ συκίνου καρποῦ παρά-
δοσιν. διὸ καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ παρὰ Ναξίοις τὸ μὲν τοῦ Βακχέως
Διονύσου εἶναι ἀμπέλινον, τὸ δὲ τοῦ μειλιχίου σύκινον, τὰ δὲ σύκα μείλιχα
καλεῖσθαι· ὠφελιμώτερα δὲ πάντων τῶν ξυλίνων καρπῶν ἀνθρώποις τὰ
σύκα. Ἡρόδοτος γοῦν ὁ Λύκιος εὐτραφῆ λέγει γίνεσθαι τὰ νεογνὰ τῶν
παίδων, τῷ χυλῷ τῶν σύκων εἰ διατρέφοιτο. καὶ Φερεκράτης δέ φησιν· ἢν
-δ' ἡμῶν σῦκόν τις ἴδῃ διὰ χρόνον νέον ποτέ, τὠφθαλμῷ περιμάττομεν τοῦτο
τῶν παιδίων ὡς καὶ ἰάματος οὐ τοῦ τυχόντος τῶν σύκων ὑπαρχόντων.
O Σωσίβιος ο Λάκων εύρημα του Διονύσου ισχυρίζεται ότι είναι η συκιά, και γι αυτό οι Λακεδαιμόνιοι τον λατρεύουν ως Συκίτην. Οι Ναξιοι πάλι ονομάζουν τον Βάκχον Μειλιχιον ( γλυκυν, ευχάριστον) γιατι τους δώρησε τα σύκα που ονομάζονται και μειλιχια. – Επίθετο και του Διός-
Και απ΄όλους τους καρπούς των δέντρων ο Ηρόδοτος ο Λύκιος αποδεικνύει ότι τα σύκα είναι οι ωφελιμότεροι καρποί και προσθέτει ότι τα νεογέννητα παιδιά γίνονται ευτραφή, αν τρέφονται με τον χυμό των σύκων. Και ο Φερεκίδης το θεωρεί ως φάρμακο και ίαμα για τα μάτια των παιδιών….
Και παρακάτω θα δούμε κι άλλη σύνδεση της Συκιάς με μια άλλη εκδοχή στη οποία η Ρέα-Κυβέλη είναι αυτή που την έχει φέρει εκ Φρυγίας.
Όμως το κειμενο για τα σύκα στους Δειπνοσοφιστές αρχίζει με το παρακάτω κείμενο :
Σῦκα ἡ συκῆ, φησίν ο Μάγνος, ουδενί γαρ των περί σύκων λόγων παραχωρήσαιμι (αν), καν από κράδης αποκρεμάσθαι δεη φιλοσυκος γαρ ειμί δαιμονίως, λέξω τα μοι προσπίπτοντα – συκή, άνδρες φίλοι, ἡγεμὼν τοῦ καθαρείου βίου τοῖς ἀνθρώποις ἐγένετο. δῆλον δὲ τοῦτο ἐκ τοῦ καλεῖν τοὺς Ἀθηναίους τὴν ἱερὰν συκὴν τὸν τόπον ἐν ᾧ πρῶτον εὑρεθῆναι, τὸν δ' ἀπ' αὐτῆς καρπὸν ἡγητορίαν διὰ τὸ πρῶτον εὑρεθῆναι τῆς ἡμέρου τροφῆς. σύκων δὲ γένη πλείω. Ἀττικόν. Ἀντιφάνης· οἷα δ' ἡ χώρα φέρει διαφέροντα πάσης, Ἱππόνικε, τῆς οἰκουμένης τὸ μέλι, τοὺς ἄρτους, τὰ σῦκα. σῦκα μὲν, νὴ τὸν Δία, πάνυ φέρει·
Η συκιά λεει ο Μάγνος - δεν θα υποχωρήσω βεβαια σε κανέναν, προκειμένου να μιλήσω περι σύκων, και αν ακόμα παραστεί ανάγκη να κρεμασθώ από συκήν, διότι ειμαι εξαιρετικά φιλοσυκος, θα σας ειπώ κάθε τι που θα έλθει στο νού μου. Η συκιά φίλοι μου εισήγαγε τον πολιτισμένο βίο εις τους ανθρώπους, φαινεται αυτό από το ότι ονομάζουν οι Αθηναίοι Ιερά συκή τον τόπο όπου ανευρέθει το δέντρο τούτο, το δε καρπό του ηγητήρια ή ηγητορία ( σημαινει την ζύμη ή την πάστα από ξέρα σύκα την οποία έφεραν κατά την πομπή των Αττικών πλυντηρίων, και αντικατέστησε τους βάλανους που έτρωγαν πριν γνωρίσουν την συκιά)
Αττικό το ειδος του σύκου που αναφέρει ο Αντιφάνης εν τοις Ομωνύμοις του. Επαινών την Αττική γή λεγει τα εξής:
Α Τι ανώτερον έχει και διαφέρει η γη αυτή Ιππόνικε, το μέλι, τους άρτους τα σύκα;;
Σύκα μεν, μα το θεό παράγει άφθονα – και διαφέρει εννοείτε.
Παρακάτω μας δινεται η πρώτη κρυφή εξαγωγή σύκων και οι καταγγέλοντες στην δικαιοσύνη ονομάσθηκαν για πρώτη φορά συκοφάνται.
Ἴστρος δὲ οὐδ' ἐξάγεσθαί
φησι τῆς Ἀττικῆς τὰς ἀπ' αὐτῶν γινομένας ἰσχάδας, ἵνα μόνοι ἀπολαύοιεν
οἱ κατοικοῦντες. καὶ ἐπεὶ πολλοὶ ἐνεφανίζοντο διακλέπτοντες, οἱ τούτους
μηνύοντες τοῖς δικασταῖς ἐκλήθησαν τότε πρῶτον συκοφάνται. Ἄλεξις δέ
φησι· οὐ συκοφάντης οὐ δικαίως τοὔνομα ἐν τοῖσι μοχθηροῖσιν ἔστι κεί-
μενον. ἔδει γὰρ ὅστις χρηστὸς ἦν ἡδύς τ' ἀνὴρ τὰ σῦκα προστεθέντα δηλοῦν
τὸν τρόπον· νυνὶ δὲ πρὸς μοχθηρὸν ἡδὺ προστεθὲν ἀπορεῖν πεποίηκε διὰ
τί τοῦθ' οὕτως ἔχει. Φιλόμνηστος δέ φησι· ἐπεὶ καὶ ὁ συκοφαντὴς ἐντεῦθεν
προσηγορεύθη διὰ τὸ εἶναι τότε τὰ ἐπιζήμια καὶ τὰς εἰσφορὰς σῦκα καὶ
οἶνον καὶ ἔλαιον, ἀφ' ὧν τὰ κοινὰ διῴκουν καὶ τοὺς ταῦτα πράττοντας καὶ
εἰσφαίνοντας ἐκάλουν, ὡς ἔοικε, συκοφάντας αἱρούμενοι τοὺς ἀξιοπιστο-
τάτους τῶν πολιτῶν.
Λακωνικοῦ δὲ σύκου μνημονεύει Ἀριστοφάνης· συκᾶς
φυτεύω πάντα πλὴν Λακωνικῆς· τοῦτο γὰρ τὸ σῦκον ἔχθρον ἐστι καὶ
τυραννικόν. οὐ γὰρ ἦν ἂν μικρόν, εἰ μὴ μισόδημον ἦν σφόδρα. μικρὸν δὲ
αὐτὸ εἶπε, διὰ τὸ μὴ μέγα εἶναι τὸ φυτόν. Ἄλεξις δὲ Φρυγίων μνημο-
νεύων σύκων φησί· τό τε θειοφαγὲς μητρωῖον ἐμοὶ μελέδημα ἰσχάδας, Φρυγίας εὕρεμα συκῆς
Μια από τις βασικές εννοιες που συνδέει το σύκο και με την μητέρα των θεών – εννοεί την Ρέα-Ηρα-Κυβέλη, την πανάρχαια μητέρα θέα, θυγατέρα του Ουρανού, και της Γής, συζυγο του Κρόνου και μητέρα όλων των Ολύμπιων Θεών, που λατρεύεται στην Φρυγία που αργότερα θα συγχωνευθεί η λατρεια της στην λατρεία της Ηρας-Κυβέλης κλπ, μπορειτε να δειτε και παλιότερα κείμενα για την Ρέα –Ηρα – Κυβέλη
. σύκων δὲ φιβαλέων Φερεκράτης· ὦ δαιμόνιε πύρεττε
μηδὲν φροντίσας καὶ τῶν φιβαλέων σύκων τρῶγε τοῦ θέρους κἀμπιπλά-
μενος κάθευδε τὰς μεσημβρίας· κᾷτα σφακέλιζε καὶ πέπρησο καὶ βόα.
Τηλεκλείδης· ὡς καλοὶ καὶ φιβαλέοι. καὶ μυρρίνας δὲ φιβαλέας Ἀντι-
φάνης φησί· χελιδονίων δὲ σύκων μνημονεύει Ἐπιγένης· χελιδονίων
σκληρῶν ἁδρὸς πινακίσκος. λέγονται δέ τινες καὶ ὀπωροβασιλίδες καὶ κόλουροι
καὶ δίφοροι καὶ Μεγαρικαί. Λυγγεὺς δέ φησι τὰ ἐαρινὰ τοῖς Λακωνικοῖς
ὡς συκάμινα σύκοις δοκεῖν ἐρίζειν. ὅτι ἐν τῇ καλῇ Ῥώμῃ καλλιστρούθια
σῦκα πολλὴν ἔχει <διαφορὰν> πρὸς τὰ ἐν πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ γινόμενα.
ἐπαινεῖται δὲ ἐν Ῥώμῃ καὶ τὰ Χῖα καλούμενα καὶ Λιβιανὰ καὶ Χαλκιδικὰ
καὶ τὰ Ἀφρικανά. ὅτι δὲ καὶ τὰ ἀπὸ Καύνου τῆς Καρίας ἐπαινεῖται
κοινόν. σύκων δὲ τοξαλίων μνημονεύει Ἡρακλέων ὁ Ἐφέσιος λέγων· τὸ
οἰνάριον πάνυ ἦν ὀξὺ καὶ πονηρὸν ὡστ' ᾐσχυνόμην. τὰ λοιπὰ μὲν γὰρ
τοξαλίους συκᾶς καὶ τὰ ἑξῆς. καὶ ἐν Πάρῳ δὲ καλὰ σῦκα τὰ καλούμενα
αἱμώνια παρ' αὐτοῖς διὰ τὸ ἐρυθρῶδες, ταὐτὰ ὄντα τοῖς Λυδίοις καλουμένοις.
Ἀρχίλοχος· ἔα Πάρον καὶ σῦκα κεῖνα καὶ θαλάσσιον βίον. Τὰ δὲ σῦκα
ταῦτα τοσαύτην ἔχει παραλλαγὴν πρὸς τὰ πολλαχοῦ γινόμενα ὡς τὸ
τοῦ ἀγρίου συὸς κρέας πρὸς τὰ τῶν μὴ ἀγρίων. λευκερινεὸς δὲ εἶδος συκῆς,
ἥτις, φησίν, ἴσως τὰ λευκὰ σύκα φέρει. ἐρίνων δὲ σύκων Εὐριπίδης μέμνηται·
ἢ προσπήγνυναι κράδαις ἐριναῖς. Σοφοκλῆς δὲ τὸν καρπὸν τῷ τοῦ δένδρου
ἐκάλεσεν ὀνόματι εἰπών· πέπων ἐρίνος ἀχρεῖος ὢν εἰς βρῶσιν ἄλλους ἐξερι-
νάζεις λόγῳ. τὸ δὲ δένδρον ἡ ἄγρια συκῆ ἐρινὸς κατὰ τὸ ἄρρεν λέγεται.
ἐξ οὗ παρ' Ὁμήρῳ ἐρινεός. Ἀμερίας δὲ ἐρίνακας καλεῖσθαι τοὺς ὄλονθούς
φησιν. Φιλήμων δὲ σῦκά τινα βασίλεια ἀφ' ὧν καὶ βασιλίδας ἰσχάδας
καλεῖσθαι, προσιστορῶν ὅτι κόλυθρα καλεῖται τὰ πέπονα σῦκα. Σέλευκος
δὲ γλυκισίδην καλεῖσθαι τινά φησι σύκῳ τὴν μορφὴν μάλιστα ἐοικυῖαν.
Φυλάσσεσθαι δὲ τὰς γυναῖκας ἐσθίειν διὰ τὸ ποιεῖν ματαισμούς. τὰ δὲ
χειμερινὰ σῦκα Πάμφιλός φησι καλεῖσθαι κωδωναῖα ὑπὸ Ἀχαιῶν. Ἕρμιππος
δὲ κορακέων σύκων μέμνηται. Θεόφραστος δέ φησι περὶ τὴν Τρωικὴν Ἴδην
γίνεσθαι συκῆν θαμνώδη, φύλλον ὅμοιον ἔχουσαν τῷ τῆς φιλύρας. φέρειν
δὲ σῦκα ἐρυθρὰ ἡλίκα ἐλαία τὸ μέγεθος στρογγυλώτερα, εἶναι δὲ τὴν
γεῦσιν μεσπιλώδη. ὁ αὐτός φησι. τῇ συκῇ ὅταν ἀὴρ ἐπιγένηται μαλακὸς
καὶ ὑγρὸς καὶ θερμὸς ἐξεκαλέσατο τὴν βλάστησιν, ὅθεν καὶ οἱ πρόδρομοι.
καὶ προιὼν δὲ λέγει τοὺς προδρόμους αἳ μὲν φέρουσιν, ἡ τε Λακωνικὴ
καὶ ἡ λευκομφάλος καὶ ἕτεραι πλείους, αἳ δ' οὐ φέρουσιν. – ἡ δ' ἐν Κρήτῃ,
φησὶν ὁ αὐτὸς, καλουμένη Κυπρία συκῆ φέρει τὸν καρπὸν ἐκ τοῦ στε
λέχους καὶ τῶν παχυτάτων ἀκρεμόνων. Σέλευκος δὲ πρῳτερικήν τινά φησι
καλεῖσθαι συκῆν ἣ φέρει πρώιον καρπόν. Θεόπομπος ἱστορεῖ κατὰ τὴν
Φιλίππου ἀρχὴν περὶ Βισαλτίαν καὶ Ἀμφίπολιν ἔαρος μέσου ὄντος τὰς
μὲν συκὰς σῦκα, τὰς δ' ἀμπέλους βότρυς, τὰς δὲ ἐλαίας ἐν ᾧ χρόνῳ
βρύειν εἰκὸς ἦν αὐτὰς ἐλαίας ἐνεγκεῖν, καὶ εὐτυχῆσαι πάντα Φίλιππον.
Θεόφραστος καὶ τὸν ἐρινεὸν εἶναί φησι δίφορον, οἳ δὲ καὶ τρίφορον ὡς ἐν
Κέῳ. λέγει δὲ καὶ τὴν συκῆν ἐν Σκιάλῃ φυτευθεῖσαν θᾶττον παραγίνεσθαι
καὶ ὑπὸ σκωλήκων μὴ διαφθείρεσθαι· καὶ πάντα δὲ τὰ ἐν Σκιάλᾳ φυ-
τευθέντα καὶ θᾶττον αὐξάνεσθαι καὶ εὐβλαστῆ γίνεσθαι. Ὁ αὐτός φησι
καὶ ὅτι ἡ Ἰνδικὴ συκῆ καλουμένη μικρὸν ἔχει τὸν καρπὸν καὶ ὀλίγον, ὡς
ἂν εἰς τὴν βλάστην ἐξαναλίσκουσα πᾶσαν τὴν τροφήν. φησὶ δὲ καὶ ἄλλο
γένος συκῆς εἶναι ἐν τῇ Ἑλλάδι καὶ περὶ Κιλικίαν καὶ Κύπρον ὀλονθοφόρον,
ὃ τὸ μὲν σῦκον ἔμπροσθεν φέρει τοῦ κάρπου, τὸν δὲ ὄλονθον ἐξόπισθεν.
οἶδα, φησίν, ὀνόματα σύκων καὶ ἄλλα, συκοβασίλεια· κιρροκοιλάδια, ὑλάδια,
σαρκελάφεια, καπύρια, πικρίδια, δρακόντια, λευκόφια, μελανόφια, μυλαικά,
ἀσκαλώνια.
Και το κείμενο βριθει από ονομασίες και είδη σύκων και τοποθεσιών όπου αυτά φύονται. Από την Κιλικίαν μέχρι την Κύπρο, την Ελλάδα, στα νησιά της αλλα και μέχρι την Ρώμη, σε όλη τη Μεσόγειο η καλλιέργεια του ιερού καρπού είναι διαδεδομένη και πασίγνωστη.
Όμως η συκιά ονομάζεται και ερινεός ή όρνός η άγρια η αρσενική συκιά
Το τοπωνύμιο ερινεός = ορνός = άγρια συκιά το συναντούμε και στην
Ιλιάδα του Ομήρου :
« Στην άγρια τη συκιά το ασκέρι σου για στήσε δίπλα τώρα… ( Ζ, 433 )
« Τη βίγλα και την ανεμόδαρτην αγριοσυκιά περάσαν …( Χ,145 )
Ορνούς όμως, ονομάζουμε και τους καρπούς της άγριας, αρσενικής συκιάς, που δεν γίνονται σύκα και δεν τρώγονται.
Ορνούς λέμε ακόμα και τα αγίνωτα, τα άγουρα σύκα της ήμερης συκιάς.
Τις περασμένες δεκαετίες υπήρχαν πολλές συκιές. Τα χλωρά σύκα ήταν ένα από τα νοστιμότερα φρούτα του Αυγούστου. Τα ξερά, ζεματισμένα ή φουρνιστά και γεμισμένα με αμύγδαλα και σουσάμι, ήταν μεγάλη λιχουδιά. Αποτελούσαν ακόμα βασικό είδος διατροφής και πρώτη ύλη για την παρασκευή βράσματος, μουσταλευριάς και μουστοκούλουρων. Γι’ αυτό μια καλή καρποφορία της συκιάς αποτελούσε αντικείμενο φροντίδας της αγροτικής οικογένειας. Η συκιά όμως δεν ωριμάζει τους καρπούς της, αν δεν ορνιαστεί .Το όρνιασμα της συκιάς ήταν ενέργεια που δεν μπορούσε να την αμελήσει ή να την παραλείψει κανείς. Με τον ερχομό του Ιουνίου συλλεγουν ορνούς από τις αγριοσυκιές τους περνούσαν σε βούρλα και φτιάχνανε αρμαθιές από αυτούς, που τις πετούσανε πάνω στις συκιές.
Στο σύκο της ήμερης συκιάς υπάρχουν αναρίθμητα μικροσκοπικά
θηλυκά λουλουδάκια με ύπερους και ωοθήκες. Η άγρια συκιά έχει
αρσενικά λουλούδια με στήμονες και γύρη, με την οποία γονιμοποιείται το θηλυκό λουλούδι και γίνεται το σύκο. Μέσα στο σύκο του ορνού ζει ένα μικρό έντομο, ο ψήνας, που γεννά τα αυγά του μέσα στο άγουρο σύκο της ήμερης συκιάς. Στο τέλος της Άνοιξης ο ψήνας βγαίνει από την τρύπα που είναι στο επάνω μέρος του ορνού και πηγαίνει στο σύκο της ήμερης συκιάς για να γεννήσει τα αβγά του. Βγαίνοντας παίρνει πάνω στα φτερά και στα πόδια του άφθονη γύρη, που την μεταφέρει στα θηλυκά άνθη της ήμερης συκιάς και τα γονιμοποιεί. Έτσι οι ορνοί της ήμερης συκιάς δένουν, δεν πέφτουν, μεγαλώνουν και γίνονται νόστιμα σύκα.
Το όρνιασμα της συκιάς ήταν γνωστό από την αρχαιότητα και
αναφέρεται από αρχαίους συγγραφείς ( Θεόφραστος, Ηρόδοτος ).
Τα τοπωνύμια Ορνός και Ερινεός τα συναντάμε σε πολλά μέρη της Χώρας μας.
Από λεξικο της περιοχής της νησιωτικής χώρας των Βασιλικών Λέσβου:
ούριους – α –ου : < πιθ. από το αρχ. ορός, το υγρό
που απομένει μετά την πήξη του γάλακτος: (για τα αβγά) μπαγιάτικος, αλλοιωμένος , κλούβιος || ούριουτσιφάλ’(άνθρωπος με χαλασμένο μυαλό , που δε σκέφτεται σωστά,ανόητος )
ουρνιάζου ρ. : <ουρν -ός (βλ.λ.) + -ιάζω: ρίχνω αρσενικά άνθη συκιάς (ορνούς) σε συκιά για επικονίαση των θηλυκών , κάνω όρνιασμα
ουρνός (ο) : < αρχ. ερινεός: άγρια συκιά , συκιά με αρσενικά άνθη (ορνούς) , μέσα από τα οποία βγαίνουν μικρά έντομα , που μεταφέρουν τη γύρη στα θηλυκά άνθη και γίνεται η επικονίαση
Theophrastus Phil., Historia plantarum
Book 2, chapter 8, section 1, line 17
δι' ὃ καὶ οὐκ ἐρινάζουσι ταύτας.
Book 2, chapter 8, section 1, line 17
δι' ὃ καὶ οὐκ ἐρινάζουσι ταύτας.
Theophrastus Phil., Historia plantarum
Book 2, chapter 8, section 3, line 6
φασὶ δὲ ἐρινάζειν καὶ τὸ πόλιον, ὁπόταν αὐτῷ καρπὸς ᾖ πολύς, καὶ τοὺς τῆς πτελέας κωρύκους· ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι' ἄττα.
Theophrastus Phil., De causis plantarum (lib. 2-6)
Book 2, chapter 9, section 9, line 4
Ἔοικε δ' εἴπερ ἡ ἄνοιξις ποιεῖ τὴν
ἐπιμονὴν εὔπνοιάν τε καὶ ἀπέρασιν ποιοῦσα παραπλή-
σιον τρόπον τινὰ (τὸ) συμβαῖνον καὶ ἐπὶ τῶν ἐν Αἰγύπτῳ
συκαμίνων·
ἀλλὰ τοῦτο διαμφισβητοῦσί τινες ὡς
ἄρ' οὐκ ἀνοίγουσιν οἱ ψῆνες ἀλλὰ συμμύειν ποιοῦσιν
ὅταν εἰσδύωσιν ὅθεν καὶ τὴν αἰτίαν ἐστὶν ἐκ τοῦ ἐναν-
τίου φέρειν ὡς τούτου χάριν ἐριναζομένων· ἐὰν γὰρ συμ-
μύωσιν οὔθ' ἡ δρόσος οὔτε τὰ ψακάδια δύναται διαφθεί-
ρειν ὑφ' ὧν ἀποπίπτουσι διυγραινόμενοι ὥσπερ καὶ οἱ
κύτινοι τῶν ῥοῶν· ὅτι δὲ ταῦτα αἴτια μηνύει τὸ συμβαῖ-
νον ὃ δὴ καὶ λέγουσί τινες· ἀποβάλλουσι γὰρ μᾶλλον
ὑδατίων ἐπιγινομένων.
Theophrastus Phil., De causis plantarum (lib. 2-6)
Book 2, chapter 9, section 5, line 3
Book 2, chapter 9, section 5, line 3
Τῶν δὲ συκῶν καὶ τῶν φοινίκων οὐκ ἐν τούτοις ἐστὶ μόνον ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ
αὐτῶν διαστάσει· δι' ὃ καὶ ἐρινάζουσι τὰς συκᾶς· τοῦτο
δὲ ποιοῦσιν ὅπως οἱ ψῆνες οἱ ἐκ τῶν ἐρινῶν τῶν ἐπι-
κρεμαννυμένων γινόμενοι διοίγωσι τὰ ἐπὶ τῆς συκῆς·
ἡ μὲν γὰρ γένεσις ἐξ ἐκείνων· ζητοῦντες δὲ τὴν ὁμοίαν
τροφὴν ἐκπέτονται καὶ προσίπτανται τοῖς ἐπὶ τῆς συ-
κῆς ἐρινοῖς. Συμβαίνει δὲ τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν (μὴ)
ἐριναζομένων ὅταν πλησίον τῶν συκῶν ἐρινεοὶ ὦσιν,
δι' ὃ καὶ παραφυτεύουσι ταῖς συκαῖς ἐρινεοὺς ἐπὶ τῶν
ἄκρων ὅπως κατ' ἄνεμον ἡ πτῆσις οὐρία γίνηται, ταῖς
μὲν πρωΐαις πρωΐους ταῖς δ' ὀψίαις ὀψίους ταῖς δὲ
μέσαις μέσους ἵνα κατὰ τὴν οἰκείαν ὥραν ἑκάστοις ὁ
ἐρινασμὸς ᾖ.
Theophrastus Phil., De causis plantarum (lib. 2-6)
Book 2, chapter 9, section 13, line 8
Καὶ γὰρ ἡ ἀπεψία διὰ τοῦτο γίνεται καὶ ἐρινάζουσι κἀκείνους
ὅπως ἐπιμείνωσι· διὰ τὰς αὐτὰς δ' αἰτίας καὶ διφοροῦ σιν ἔνιοι δὲ καὶ τριφοροῦσιν αὐτῶν διὰ πλῆθος τροφῆς· ἀφαιρουμένων γὰρ τῶν πρώτων ῥᾳδίως ἕτερα φύουσι καὶ πάλιν τούτων ἕτερα πληθύοντές τε τῇ ὑγρότητι καὶ μέχρι τούτου κρατοῦντες ἐπὶ πλεῖον δ' οὐ δυνάμενοι διὰ τὴν ὑπερβολήν· μόνον γὰρ δὴ τοῦτο τῶν ἀγρίων ἢ μετ' ὀλίγων ἀτελῆ φέρει τὸν καρπόν· εἰ μὴ
Theophrastus Phil., De causis plantarum (lib. 2-6)
Book 2, chapter 9, section 12, line 7
Τοῦ δὲ συμμύειν ὅταν εἰσδύωσιν οἱ ψῆνες ἀνάγκη τινὰ λέγειν αἰτίαν· ἐπεὶ τό
γ' ἐκβόσκεσθαι τὴν ὑγρότητα τὴν ἐνυπάρχουσαν οἰ κείαν οὖσαν ἀληθὲς, δι' ὅπερ πρὸς τὴν ἐπιμονὴν χρήσιμον, τὰ μέντοι σῦκα χείρω ποιεῖ· κενωθέντα γὰρ τὰ
ἐριναστὰ μᾶλλον ἐπισπᾶται καὶ πλείω τὸν ὀπόν· ὅθεν ἔνιοί γ' οὐδ' ἐρινάζουσιν ἀλλὰ καὶ πωλοῦντες κηρύττουσιν ὡς ἀνερίναστα καὶ δοκεῖ πολὺ διαφέρειν.
Julius Pollux Gramm., Onomasticon
Book 7, section 143, line 6
καὶ συκωροὶ δὲ οἱ τὰ σῦκα φυλάττοντες καλοῖντ' ἄν, καὶ τὸ ἔργον
συκωρεῖν. καὶ ἐρινάζειν μὲν τὸ τὰ ἐρινὰ ἀφαιροῦντας εἰς θύλακα
κατατίθεσθαι – ἐρινὰ γὰρ τὰ τοῦ ἐρινεοῦ σῦκα – συκάζειν δὲ τὸ
τὰ τῆς συκῆς, καὶ θριάζειν τὸ φυλλολογεῖν τὴν συκῆν. τὰ δὲ
ζῷα τὰ ἐν τοῖς σύκοις ψῆνες καὶ κνῖπες, Ἀριστοφάνους εἰπόντος(Av 590)
κνῖπες καὶ ψῆνες τὰς συκᾶς οὐ κατέδονται.
σῡκωρός ὁ, fig-watcher, ib.140,143, Phot. = συκοφάντης, Sch.Ar.Pl.874.
Pausanias Attic., Ἀττικῶν ὀνομάτων συναγωγή
Alphabetic letter alpha, entry 121, line 3
τοῦτο δ' ἐρινάζειν λέγεται.
Alphabetic letter alpha, entry 121, line 3
τοῦτο δ' ἐρινάζειν λέγεται.
Pausanias Attic., Ἀττικῶν ὀνομάτων συναγωγή
Alphabetic letter epsilon, entry 67, line 1
<ἐρινάζειν>· ὀλύνθους περιάπτειν ταῖς ἡμέροις συκαῖς· ἀπὸ [τῶν] ἐρινεῶν τῶν
ἀγρίων σύκων, ἐξ ὧν οἱ λεγόμενοι ψῆνες μετεισέρχονται εἰς τὸν τῶν ἡμέρων συκῶν καρπὸν καὶ κρατύνουσιν αὐτὸν ὥστε μὴ ἀπορρυῆναι τοῦ δένδρου.
Phaenias Phil., Fragmenta
Fragment 29, line 3
καὶ τοὺς ἐρινάζοντας τοὺς ἐρινοὺς κήρυκας λέγουσι.
Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol., Lexicon (Α – Δ)
Alphabetic letter alpha, entry 1933, line 4
<Ἀνηρίναστος συκῆ>· ᾗ μὴ προσβέβληνται οἱ ἐρινεοί. ἐρινεὸς
Alphabetic letter alpha, entry 1933, line 4
<Ἀνηρίναστος συκῆ>· ᾗ μὴ προσβέβληνται οἱ ἐρινεοί. ἐρινεὸς
δέ ἐστιν ὁ τῆς ἀγρίας συκῆς καρπός, ὃν καὶ ἀπαρτῶσι τοῖς ἡμέροις, ὡς
ἂν οἱ ἐξ αὐτῶν καλούμενοι ψῆνες εἰς τοὺς ὀλύνθους μεταστάντες τελε-
σφορηθῆναι τούτους παρασκευάζωσι. τοῦτο δ' ἐρινάζειν λέγεται. οἱ δὲ
τὸ ἀνηρίναστος ἀντὶ τοῦ μαλακὸς καὶ ἄγονος.
Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol., Lexicon (Ε – Ω)
Alphabetic letter epsilon, Page 14, line 1
<Ἐρινάζειν>: ὀλύνθους περιάπτειν ταῖς ἡμέραις συκαῖς ἀπὸ τῶν ἐρινεῶν καὶ ἀγρίων συκῶν· ἐξ ὧν οἱ λεγόμενοι ψῆνες μετεισέρχονται εἰς τὸν τῶν ἡμέρων συκῶν καρπὸν καὶ κρατύνουσιν αὐτόν· ὥστε μὴ ἀπορρυῆναι τῶν δένδρων.
Eustathius Philol., Scr. Eccl., Commentarii ad Homeri Iliadem
Volume 4, page 395, line 12
[Πολλαχοῦ δὲ δηλώσεων γενομένων περὶ ἐρινεοῦ ῥητέον καὶ ἐνταῦθα, ὅτι κατὰ τὸ
ἀρρέν, ὥς φησιν Ἀθήναιος, λέγεται ἐρινὸς ἡ ἀγρία συκῆ, ἐξ οὗ πλεονασμῷ τοῦ <ε> παρ' Ὁμήρῳ ἐρινεός, καὶ ὅτι ἐκεῖθεν καὶ ῥῆμα ἐρινάζειν παρὰ Σοφοκλεῖ. ἔνθα
τὸν καρπὸν τῷ τοῦ δένδρου ἐκάλεσεν ὀνόματι, εἰπὼν «πέπων ἐρινὸς ἀχρεῖος ὢν
εἰς βρῶσιν ἄλλους ἐξερινάζεις λόγῳ». παροιμιακὸν δὲ αὐτὸ τὸ νοήμα, ὅμοιον τῷ
ἀπαίδευτος ὢν πῶς ἂν ἑτέρους παιδεύσειας. καὶ ὅτι ἱστορεῖται οὐ μόνον
δίφορος ἐρινεός, ἀλλά που καὶ τρίφορος, ὡς ἐν Κέῳ, καὶ ὅτι καὶ λευκερινεὸς εἶδός ἐστι συκῆς, ἥτις λευκά, φησίν, ἴσως φέρει σῦκα.] (v. 218)
Hesychius Lexicogr., Lexicon (Α – Ο)
Alphabetic letter epsilon, entry 5858, line 1
<ἐρινάδες>· ὄλυνθοι. ἢ συκαῖ ἄῤῥενες
<ἐρινάζειν>· συκᾶς περιάπτειν τοῖς ἐρινοῖς r εἰς τελεσφορίαν
†<ἐρινάς>· νέας βοῦς
[<ἐρινάξαι>· τὸ λεγόμενον] <ἐρινάσαι>· ἀπὸ <τῶν> λεγομένων
<ἐρινεῶν>. οὕτω δὲ λέγεται συκῆ φέρουσα ὀλύνθους, ἐξ ὧν οἱ
ψῆνες γίνονται. Ψῆνες δέ εἰσι τὰ ἄνθη τῶν ἐρινῶν. γίνονται δὲ
ἐπὶ τῶν φοινίκων ἐρινοί
<ἐρινάσει>· ἐρωτήσει. ἐρευνήσει
<ἐρίνεμος>· ἄνεμος μετὰ συστροφῆς
*<ἔρινε>· ἐρώτα A
*<ἐρινεός>· ἀγρία συκῆ (Ζ 433) nps
<>ερινον>· νέφος
<ἐρινός>· ὄλυνθος ἢ σῦκον ἄῤῥεν
<ἐρινύας>· τὰς ἁμαρτίας νῦν n
<Ἐρινύς>· *δαίμων καταχθόνιος r Avg. ἢ Ἀφροδίτη n ἢ εἴδωλον
*<ἐριοῖ>· ἐργάζεται A
Hesychius Lexicogr., Lexicon (Α – Ο)
Alphabetic letter kappa, entry 2560, line 3
<κήρεα>· τὰ κέρδη
<Κήρυκες>· οἱ ἄγγελοι, οἱ διάκονοι, οἱ τὰς ὑπηρετικὰς ἐπιτε-
λοῦντες πράξεις. ἐκαλεῖτο δὲ καὶ γένος ἰθαγενῶν, ἀπὸ Κήρυκος
τοῦ Ἑρμοῦ. Φανίας. καὶ τοὺς ἐρινάζοντας τοὺς ἐρινοὺς <κήρυκας> λέγουσι
<κηρυκίνη>· ἡ καταρωμένη
<κηρύκειον>· σκῆπτρον.
<κηρυκίνη>· ἡ καταρωμένη
<κηρύκειον>· σκῆπτρον.
<κήρυγμα>· ἀχρεῖον. ἀσθενές]
<Κηρύκειον>· ὄρος τῆς Ἐφέσου r. p, ἐφ' οὗ μυθεύουσι τὸν Ἑρμῆν κηρύξαι τὰς γονὰς Ἀρτέμιδος
Scholia In Aristophanem, Commentarium in nubes (scholia recentiora Tzetzae)
Argumentum-dramatis personae-scholion sch nub, verse-column 509b, line 1
ἐρινάζειν ἐστὶ τὸ ὀλύνθους κρεμᾶν ταῖς συκαῖς.
Suda, Lexicon
Alphabetic letter alpha, entry 2308, line 6
τοῦτο δ' ἐρινάζειν λέγεται.
- H παρένθεση περί συκής θα συνεχισθεί στο επόμενο κείμενο ...
2 σχόλια:
Διαβάζω στη «φιλοσοφία της ελληνικής τραγωδίας» στο http://hegel-platon.blogspot.com/ πως στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου
«ο κήρυκας στοχάζεται κατά πόσο είναι φορέας ευτυχίας ή δυστυχίας και τούτο επιτρέπει να φωταγωγείται όλο το περιβάλλον των γλωσσικών σημάτων που πρόκειται να ακολουθήσουν. Εδώ έχουμε να κάνουμε με τη ζωντανή πολυμορφία της γλώσσας, η οποία (πολυμορφία) συνήθως εκδηλώνεται ως κίνηση από την όψη, τη θέα ή το ορατό, προς τον λόγο, προς το ποιητικό λέγειν και ομιλείν»
και δεν μπορώ να μην αναστοχάζομαι πάνω στο πώς οι «τας υπηρετικάς επιτελούντες πράξεις» κήρυκες και συκοφάντες μας θριαμβολογούν περί της αναγκαιότητας της ανυπαρξίας τους, συ(σ)κοτίζοντας το όποιο (μη) γλωσσικό περιβάλλον στο οποίο δεν ενδημεί πλέον η πολυμορφία της γλώσσας παρά μόνο μηχανικές επαναλήψεις στερεότυπων συστοιχιών από νεκρές λέξεις. Διάγουμε φαίνεται περίοδο ζώσας λήθης. Είθε ο ούριος άνεμος που θα πνεύσει απ’ τα ουράνια φέροντας μαζί του τις ερινύες των συκοφαντών, να ορνιάσει και το δέντρο της λήθης με α-ληθή πνοή.
Παρεμπιπτόντως, στην ανάλογη στήλη μου της δικής σας «ενδιαφέροντα ιστολόγια», δεν φαίνεται η τελευταία σας ανάρτηση και αναγράφεται ακόμα η «Συκήν δε και άμπελον Διόνυσος». Θα περιπλέχτηκαν φαίνεται οι ρίζες των ιερών δένδρων.
Καλησπέρα Ανώνυμε ο κήρυξ ειναι και ο τελάλης και ο αποστολος και ο απεσταλμένος αλλα και ο πρεσβευτής και ο Ερμής αλλα και ο ιεροκήρυξ ...
Στην ουσία το "μέσον" μεταφοράς του λόγου, περί λόγων ο λόγος - συνήθως σε καιρό πολέμου φέρει λευκή σημαία ή μηνύματα ακομα και με περιστερές...
Οσο για τα κείμενα είναι γύρω στις 9-10 σελίδες οπότε δεν τα "σηκώνει"
καλο βράδυ
Δημοσίευση σχολίου